Οι 100 καλύτερες σκηνές στην ιστορία του σινεμά: θέσεις 20-11

Ατάκες που έμειναν αξέχαστες, σεκάνς που κόβουν την ανάσα από την «Καζαμπλάνκα» έως τη «Διάσωση του Στρατιώτη Ράιαν».

«Ο Καλός, ο Κακός και ο Άσχημος»
«Ο Καλός, ο Κακός και ο Άσχημος»

Λίγο πριν την τελική δεκάδα των καλύτερων σκηνών στην ιστορία του σινεμά, θυμόμαστε ατάκες που έγιναν κομμάτι της ποπ κουλτούρας, σεκάνς που κόβουν την ανάσα και ανατροπές που προκαλούν διαχρονικό σοκ στο κοινό.

Οι 100 καλύτερες σκηνές στην ιστορία του σινεμά: 20 – 11

20. Τρέξε αλλιώς πέθανες – «Η Διάσωση του Στρατιώτη Ράιαν» (Στίβεν Σπίλμπεργκ, 1998)

Ο πόλεμος είναι κόλαση. Όλοι το ξέρουν αυτό και ο κινηματογράφος έχει κάνει ουκ ολίγες φορές το χρέος του να διατηρεί ζωντανή αυτήν τη ζοφερή υπενθύμιση. Τι το διαφορετικό, λοιπόν, έκανε ο Στίβεν Σπίλμπεργκ στο πολεμικό έπος που του κέρδισε το δεύτερο Όσκαρ σκηνοθεσίας; Την απάντηση δίνει αυτή η καταιγιστική εναρκτήρια σεκάνς, στην οποία παρακολουθούμε την απόβαση των συμμαχικών δυνάμεων στη Νορμανδία το 1944. Μετά τα πρώτα εισαγωγικά πλάνα όπου προσδιορίζεται ο τόπος και ο χρόνος, βλέπουμε πλοιάρια με στρατιώτες να γδέρνονται από ορμητικούς ανέμους και κύματα. Ακολουθεί ένα χέρι που τρέμει και το πρόσωπο του άντρα (Τομ Χανκς) στο οποίο ανήκει, προτού η κάμερα κινηθεί προς τα πίσω για να αποκαλυφθούν και οι υπόλοιποι ένοπλοι επιβάτες του στενόχωρου πλωτού σκάφους. Με εαυτό τον τρόπο ο Σπίλμπεργκ «επιβιβάζει» τους θεατές στο πλάι των στρατιωτών και η αγωνία τους γίνεται κοινή, τα δύο μέρη συμμερίζονται μια αδιανόητη και ιστορική στιγμή. Η απόβαση ωστόσο παίρνει διαστάσεις συλλογικής εμπειρίας τη στιγμή που οι στρατιώτες πατούν το πόδι τους στην παραλία. Η γραφική βία σε συνδυασμό με τη σπουδαία δουλειά στο σχεδιασμό ήχου, μετατρέπουν τη σκοτεινή αίθουσα σε πεδίο μάχης, κάνοντας κοινωνούς της δράσης ακόμα κι αν ανθρώπους που ίσως δεν έχουν δει ποτέ από κοντά όπλο. Επιπλέον, ο ηρωισμός όσων βρέθηκαν στην κόκκινη από το αίμα παραλία, δεν προκύπτει από κάποιο εκ προοιμίου δεδομένο θάρρος, αλλά από την αφοπλιστική πραγματικότητα που επέβαλλε η ίδια η πολεμική επιχείρηση: είτε κινείσαι διαρκώς μέχρι να βρεις κάλυψη είτε θάβεσαι στην άμμο.

19. «Frankly my dear, I don’t give a damn’» – «Όσα Παίρνει ο Άνεμος» (Βίκτορ Φλέμινγκ, 1939)

Το απόλυτο χολιγουντιανό ιστορικό (μελο)δράμα, το «Όσα Παίρνει ο Άνεμος» είναι γεμάτο κλασικές σκηνές (οι τραυματίες της Ατλάντα) και ατάκες («All we got is cotton, slaves and arrogance», «You need kissing badly»). Το φινάλε του, όμως, παραμένει η κορυφαία στιγμή της κινηματογραφικής του έμπνευσης, φέρνοντας τους πρωταγωνιστικούς χαρακτήρες στα όριά τους με πολιτικά ανορθόδοξο για την εποχή τρόπο. Αποφασισμένος να φύγει, ο Ρετ δεν υποκύπτει στα παρακάλια της Σκάρλετ, απαντώντας της στο τι θα απογίνει εκείνη: «Αγαπητή μου, δεν δίνω δεκάρα». Μόνο που το περιφρονητικό «I don’t give a damn’» ακούστηκε τότε εξαιρετικά σκληρό, σχεδόν χυδαίο, κάνοντας ακόμα πιο σοκαριστικό και συγκινητικό το εκκρεμές τέλος της ταινίας, μια σκηνή που η σπαρακτική Βίβιαν Λι κλέβει τις εντυπώσεις. Συντετριμμένη και μόνη, μαζεύει τα κομμάτια της, καταλαβαίνει πως η ελπίδα της βρίσκεται στην Τάρα, το γενέθλιο τόπο της, και αποφασίζει να επιστρέψει εκεί για να βρει τον τρόπο να ξανακερδίσει τον αγαπημένο της. Η μελωδία τού Μαξ Στάινερ απογειώνεται και εκείνη μονολογεί πριν το The End: «Άλλωστε, αύριο είναι μια άλλη μέρα».

18. Gone with the wind – «Η Αιχμάλωτη της Ερήμου» (Τζον Φορντ, 1956)

Το κορυφαίο γουέστερν όλων των εποχών αφορά την υπαρξιακή οδύσσεια ενός χαρακτήρα ο οποίος έρχεται από τα βάθη της αμερικανικής ιστορίας και επιστρέφει σ’ αυτά, χάνεται δηλαδή στον ορίζοντα, αφού έχει κλείσει τους λογαριασμούς με το παρελθόν του. Έτσι, όταν μετά από μια περιπετειώδη και πολυετή αναζήτηση ο Ίθαν Έντουαρντς (Τζον Γουέιν) βρίσκει τελικά την απαχθείσα από τους Ινδιάνους ανιψιά του και, παρά την αρχική θέλησή της, αποφασίζει να την επιστρέψει στους δικούς της, ξέρει πως δεν υπάρχει γι’ αυτόν θέση στο γιορτινό τραπέζι. Στέκεται διστακτικός στο άνοιγμα της πόρτας, με τον Τζον Φορντ να τον καδράρει επιβλητικά, αλλά και μελαγχολικά (ένα κάδρο μέσα σε ένα άλλο κάδρο), καθώς όλη η οικογένεια κινείται χαρούμενη προς το εσωτερικό του σπιτιού κι εκείνος παραμένει στην είσοδό του σιωπηλά ακίνητος. Όταν αποφασίζει να μας γυρίσει την πλάτη και να χαθεί προς το φωτεινό, μακρινό ορίζοντα, ένα χέρι κλείνει πίσω του την πόρτα, αφήνοντάς τον να πάρει για πάντα μαζί του αξίες, ιδέες και εμμονές που δεν ανήκουν πια στην καινούρια αμερικανική πραγματικότητα, παρά μόνο στη μυθολογία της Άγριας Δύσης και του κινηματογραφικού γουέστερν.

17. Ούτε να το σκέφτεσαι – «Chinatown» (Ρομάν Πολάνσκι, 1974)

Χρειάστηκε ένας Πολωνός εμιγκρές για να πάρει ίσως το πιο αμερικανικό κινηματογραφικό είδος και να το εκμοντερνίσει όπως κανείς άλλος. Γιατί όταν ο Ρομάν Πολάνσκι σκηνοθέτησε το «Chinatown» δεν παρέδωσε απλώς ένα νουάρ κομψοτέχνημα, αλλά μια πολυσύνθετη ιστορία όπου συμπυκνώνεται η σύγχρονη πολιτική ιστορία των ΗΠΑ. Όπως γράφαμε σχετικά στο αφιέρωμα για τα φιλμ νουάρ: «Καθώς λοιπόν η υπόθεση περιπλέκεται όλο και περισσότερο, δίχως η αφήγηση να χάσει στιγμή των ειρμό της, αποκαλύπτονται και τα πραγματικά μηνύματα της ταινίας. Τα οποία απογυμνώνουν τον κυνισμό με τον οποίο άντρες της τοπικής εξουσίας, με άλλοθι τη δύναμη του κοινωνικού στάτους τους και τις ευκαιρίες της ελεύθερης αγοράς, βρίσκουν τη μέθοδο να καλύψουν τα αιματηρά ίχνη τους. Για αυτό και το απαισιόδοξο τέλος της ταινίας δε θα μπορούσε να είναι διαφορετικό, αφού όλες οι ελπίδες έχουν πια στερέψει, όπως το νερό στην έρημο του Λος Άντζελες». Η επισφράγιση της ματαιότητας που ενυπάρχει σε όποια απόπειρα ανατροπής του status quo, έρχεται μέσα από τη φράση που απογοητευμένα λέει στον ντετέκτιβ Τζέικ Γκίτις (Τζακ Νίκολσον) ένας συνεργάτης, μόλις έχει ολοκληρωθεί η σοκαριστική τελευταία πράξη της υπόθεσης: «Ξέχασέ το, Τζέικ. Εδώ είναι η Τσαϊνατάουν». Διαβάστε την κριτική της ταινίας εδώ.

16. Καθρέφτη, καθρεφτάκι μου – «Η Κυρία από τη Σαγκάη» (Όρσον Γουέλς, 1947)

Αν και η ιδέα για την ταινία ξεκίνησε από την υποχρέωση του Όρσον Γουέλς απέναντι στον Χάρι Κον, τον πρόεδρο της Columbia που τον βοήθησε οικονομικά στο θεατρικό ανέβασμα του «Ο γύρος του κόσμου σε 80 ημέρες», ο δημιουργός του «Πολίτη Κέιν» ανακάλυψε ανάμεσα στις σελίδες τού φτηνού μυθιστορήματος «If I die before I wake» του Σέργουντ Κινγκ έναν ακόμα τυπικό γουελσικό ήρωα. Τον Ιρλανδό ναυτικό Μάικλ Ο’Χάρα (ο ίδιος ο Γουέλς), έναν περήφανο loser που θα μπλεχτεί στα γοητευτικά δίχτυα της Έλσα Μπάνιστερ (η κατάξανθη, κοντοκουρεμένη Ρίτα Χέιγουορθ). Μιας «άπιαστης» femme fatale, δέσμια κι αυτή του λαμπερού μύθου και της αμοραλιστικής περσόνας της. Με εξπρεσιονιστική οπτική, βαθύ κυνισμό και έντονη ειρωνεία απέναντι στο ρόλο της μοίρας, ο Γουέλς υπογράφει με το στιλάτο φιλμ νουάρ του ένα περίτεχνο σχόλιο για την επιθυμία ως «κατασκευασμένη εικόνα», το οποίο υπογραμμίζει ανεπανάληπτα στην τελική σκηνή στο λαβύρινθο με τους καθρέφτες. Εκεί όπου το είδωλο της Έλσα / Ρίτα αντανακλάται αμέτρητες φορές καθώς στέκεται αγέρωχο απέναντι στο πιστόλι του Ο’Χάρα, περιμένοντας τη σφαίρα η οποία θα κλείσει πικρά μια καταδικασμένη εξ αρχής ερωτική ιστορία. Την οποία εκείνος «ίσως ζήσει αρκετά για να την ξεχάσει. Ίσως, πάλι, πεθάνει προσπαθώντας». Διαβάστε την κριτική της ταινίας εδώ.

15. Γκρο πλαν στη ψυχή – «Η Λεωφόρος της Δύσης» (Μπίλι Γουάιλντερ, 1950)

Ένα φιλμ που ξεκίνησε ως σάτιρα γύρω από τον παραλογισμό στην καρδιά της βιομηχανίας του θεάματος, εξελίχθηκε σε ένα αριστουργηματικό ψυχογράφημα μιας βαθιά πληγωμένης πρώην σταρ του βωβού Χόλιγουντ. Η Νόρμα Ντέσμοντ, αξεπέραστα ενσαρκωμένη από την Γκλόρια Σουάνσον, ισοπεδωμένη συναισθηματικά από την απουσία δουλειάς και ανθρώπινης συντροφιάς, ζει ανακυκλώνοντας στη φαντασία της τα περασμένα μεγαλεία. Η αδυναμία της να ξεχωρίσει τη ψευδαίσθηση από την πραγματικότητα αποτυπώνεται στη σκηνή της σύλληψή της, αφού δολοφόνησε τον άντρα που δήθεν έγραφε ταινία για εκείνη, όταν τα όρια μεταξύ των δύο καταργούνται. Πρόκειται για ένα αποκαρδιωτικό φινάλε, όπου η Ντέσμοντ είναι πεπεισμένη πως βρίσκεται σε γύρισμα, όμως στην πραγματικότητα παραδίνεται στην τρέλα. Στην κορυφή μιας εντυπωσιακής σκάλας, η Ντέσμοντ βλέπει ως κομπάρσους τους πολίτες και τους αστυνομικούς που έχουν μαζευτεί τριγύρω της, ενώ τη «δράση!» της υποτιθέμενης σκηνής καλεί ο σκηνοθέτης Έρικ βον Στρόχαϊμ, ο οποίος στην ταινία υποδύεται τον μπάτλερ της ηρωίδας. Καθώς εκείνη κατεβαίνει τη σκάλα διακόπτει την «ερμηνεία» της, διότι δεν αντέχει τη συγκίνηση του να βρίσκεται ξανά σε πλατό. «Βλέπετε, αυτή είναι η ζωή μου και θα είναι για πάντα. Δεν υπάρχει τίποτα άλλο εκτός από εμάς, τις κάμερες κι εκείνους τους υπέροχους ανθρώπους στο σκοτάδι», λέει προτού ετοιμαστεί για το τελευταίο «κοντινό» της κοιτώντας αυτόν που θεωρεί πως είναι ο σκηνοθέτης Σεσίλ Μπ. ΝτεΜιλ. Εύγλωττα έως και ποιητικά, ο Γουάιλντερ θίγει τις συντριπτικές συνέπειες στη ζωή μιας ηθοποιού όταν η δύση της καριέρας της αποφασίζεται από τρίτους, τη στιγμή που η Σουάνσον ενσωματώνει στην ερμηνεία της το τσάκισμα μιας γυναίκας που διαρκώς εκμεταλλεύονταν καιροσκόποι άντρες. Ακόμη όμως, στην εξίσωση μπαίνει το κοινό, το οποίο αγνοεί πως και οι ηθοποιοί μπορούν να βιώσουν τέτοια πνευματική κόπωση, ώστε να νομίζουν πως ζουν για πάντα σε μια ταινία.

14. Με κοιτάς, σε κοιτώ και μετά; – «Ο Καλός, ο Κακός και ο Άσχημος» (Σέρτζιο Λεόνε, 1968)

Σε αντίθεση με την οικεία κόντρα ανάμεσα στο καλό και το κακό με φόντο τη γη της ελευθερίας και τον ευκαιριών που συνήθως απεικόνιζαν τα αμερικάνικα γουέστερν, στα ευρωπαϊκά, τα σπαγγέτι γουέστερν δηλαδή, η εικόνα της Δύσης απείχε από εύκολους εξωραϊσμούς. Ιδιαίτερα στις επικές ταινίες του Ιταλού Σέρτζιο Λεόνε, ο άγριος ρεαλισμός έδινε τον τόνο στο κινηματογραφικό ύφος και υπαγόρευε τις κινήσεις των πρωταγωνιστών. Αμοραλιστές, παμπόνηροι και πεισματικά εγωιστές, οι ήρωες του Λεόνε αντιλαμβάνονται την άγρια δύση ως έναν τόπο όπου επικρατεί ο νόμος του ισχυρότερου κι η ανιδιοτέλεια είναι σημάδι αδυναμίας. Για παράδειγμα, ο πολλά βαρύς και λιγομίλητος χαρακτήρας του Κλιντ Ίστγουντ, παρότι ο «καλός» του τίτλου, εκτός του ότι αδιαφορεί για ευγενικές κινήσεις όπως οι συστάσεις, δολοφονεί κυνικά όποιον εμποδίζει το δρόμο του. Αυτομάτως έτσι η ταινία ανατρέπει τη σύμβαση που θέλει τον πρωταγωνιστή να διαθέτει εξ ορισμού θετικά στοιχεία και περιπλέκει τις ισορροπίες και τις επιδιώξεις των υπολοίπων εξίσου δυναμικών χαρακτήρων. Αυτές διασταυρώνονται στην αριστοτεχνικά σκηνοθετημένη σκηνή της μονομαχίας, όπου η τεταμένη ένταση κρέμεται στα ακροδάχτυλα των τριών παρανόμων. Ο Λεόνε υιοθετεί το μοντάζ – σήμα κατατεθέν του, στο οποίο τα ασφυκτικά κοντινά των ηθοποιών διαδέχονται εντυπωσιακά γενικά πλάνα. Έτσι ο απέραντος χώρος γίνεται μονομιάς μικροσκοπικός, οι αποστάσεις μεταξύ των αντιπάλων ελαχιστοποιούνται και η παραμικρή κίνηση του προσώπου δίνει τη ψευδαίσθηση μιας αιματηρής πρωτοβουλίας. Όσα ακολουθούν και κυρίως το φινάλε του γουέστερν, συνολικά καθόρισαν για πάντα το είδος γράφοντας από την αρχή τους κανόνες του.

13. «You talkin’ to me?» – «Ο Ταξιτζής» (Μάρτιν Σκορσέζε, 1976)

Αν και οι πηγές έμπνευσης της ατάκας ποικίλλουν, ο σεναριογράφος Πολ Σρέιντερ υποστηρίζει πως στο κείμενο έγραψε απλά «ο Τράβις μιλάει στον εαυτό του στον καθρέφτη», με τον Ρόμπερτ Ντε Νίρο στη συνέχεια να αυτοσχεδιάζει στη λήψη, λέγοντας την ατάκα που έκτοτε αποτέλεσε το πρελούδιο αμέτρητων αντρικών κοκορομαχιών. Η διαχρονικότητα της δεν ευθύνεται μόνο στη χαρακτηριστική εκφορά από τον Ντε Νίρο, αλλά και στον τρόπο που εντάσσεται στην πληγωμένη ψυχοσύνθεση του απεγνωσμένου Τράβις Μπικλ. Απέναντι στην αντανάκλασή του, ο νεαρός άντρας αντικρίζει μεγεθυμένη τη μοναξιά του. Μονάχα ο ίδιος γνωρίζει πραγματικά τον εαυτό του, ενώ δεν έχει δει ποτέ τον αντικατοπτρισμό του στα μάτια ενός άλλου που τον νοιάζεται. Διόλου τυχαία το κάδρο είναι άδειο και ο ηθοποιός βρίσκεται στην άκρη του, ισχυροποιώντας την ακόλουθη ατάκα «ε λοιπόν, είμαι ο μοναδικός εδώ». Ο διάλογος λειτουργεί ως σμίλευμα της φαντασιακής «αυτοεικόνας» του Τράβις, εκείνης που ενσαρκώνουμε όταν βρισκόμαστε γύρω από ξένους ανθρώπους, μιας εντύπωσης που θρέφουμε και είτε στηρίζουμε είτε προσδοκούμε να πραγματώσουμε. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, ο ήρωας νιώθει την ανάγκη της ανταπόκρισης στο πρότυπο ενός άφοβου απέναντι στη βία άντρα, ο οποίος χρησιμοποιεί πρώτα ως όπλο την αυτοπεποίθησή του προτού τραβήξει την αληθινή σκανδάλη. Όλο αυτό συνιστά μια περφόρμανς που συνοδεύεται από το μηδενιστικό μανιφέστο ενός αποπροσανατολισμένου, πριν κοινωνικά απόκληρου άντρα, που «σήκωσε το ανάστημά του» απέναντι στη σαπίλα. Ενός άντρα τραγικών αντιφάσεων, οι οποίες εν τέλει γίνονται οι καταδίκη του.

12. Μια φιλία που αντέχει στο χρόνο – «Καζαμπλάνκα» (Μάικλ Κέρτιζ, 1942)

Γραμμένο από τους Χάουαρντ Κοχ, Τζούλιους & Φίλιπ Επστάιν, το σενάριο της «Καζαμπλάνκα» θεωρείται ένα από τα αρτιότερα – δίπλα στο «Chinatown», τον «Νονό» και τη «Λεωφόρο της Δύσης» - της χολιγουντιανής ιστορίας. Δεν θα μπορούσε, λοιπόν, παρά να έχει κι ένα αντάξιο φινάλε. Εκεί όπου ο Ρικ (Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ) «αφήνει» την Ίλσα (Ίνγκριντ Μπέργκμαν) στα χέρια του άντρα της, επιβιβάζοντάς τους στο αεροπλάνο που φεύγει για Λισαβόνα. Το προσωπείο του κυνικού tough guy πέφτει αιφνιδιαστικά, ένας κρυμμένος καλά ρομαντισμός εμφανίζεται με συγκινητικά αναπάντεχο τρόπο, ενώ ο Ρικ είναι αποφασισμένος να φτάσει ακόμα μακρύτερα για το μεγάλο έρωτά του. Όταν ο Γερμανός ταγματάρχης Στράσερ (Κόνραντ Βέιντ) προσπαθεί να εμποδίσει το αεροπλάνο να απογειωθεί, εκείνος θα τον πυροβολήσει, περιμένοντας μπερδεμένος τις αντιδράσεις του Γάλλου λοχαγού Λουί Ρενό (Κλοντ Ρέινς) που είναι αυτόπτης μάρτυρας. Οι τοπικοί αστυνόμοι καταφθάνουν και ο Λουί τους διατάσει να «συγκεντρώσουν τους συνήθεις υπόπτους («round up the usual suspects»). Μια ακόμη ευρηματική ανατροπή χαρακτήρα εξελίσσεται μπροστά στα μάτια μας, με τους δυο άντρες να χάνονται στην ομίχλη του αεροδρομίου καθώς ο Ρικ ακούγεται να λέει «Λούι, νομίζω πως αυτό είναι η αρχή μιας υπέροχης φιλίας» («Louis, I think this is the beginning of a beautiful friendship»).

11. Απόψε κάνεις μπαμ – «Το Άγγιγμα του Κακού» (Όρσον Γουέλς, 1958)

Λιτότητα, δεξιοτεχνία, ακρίβεια: Ένα ζευγάρι χέρια κουρδίζουν έναν ωρολογιακό μηχανισμό και ένας άντρας τον τοποθετεί βιαστικά στο πορτμπαγκάζ ενός καμπριολέ αυτοκινήτου. Όλα σε ένα και μόνο πλάνο, το πρώτο τού φιλμ, το οποίο για 200 ακόμα δευτερόλεπτα παρακολουθεί απνευστί τη διαδρομή του αμαξιού όσο αυτό διασχίζει αργά τα σύνορα και περνά από το Μεξικό στις ΗΠΑ. Στο τιμόνι του ένας ευτραφής μεσήλικας, πλάι του η συνοδός του, με το σασπένς να χτυπά κόκκινο καθώς την πορεία τους καθυστερούν διάφορα εμπόδια (ένας τροχονόμος, μερικές… κατσίκες, ο έλεγχος διαβατηρίων) και δίπλα του περπατούν οι πρωταγωνιστές της ταινίας Τσάρλτον Ίστον (ως αστυνόμος Βάργκας) και Τζάνετ Λι (η σύζυγός του Σούζι). Όλα τελειώνουν με μια σοκαριστική έκρηξη εκτός κάδρου, η οποία ολοκληρώνει δυναμικά ένα από τα κορυφαία κινηματογραφικά μονοπλάνα. Χορογραφημένο με σαδιστική ακρίβεια από τον Όρσον Γουέλς, ο οποίος μας εισάγει σε έναν σκοτεινό, διεφθαρμένο και απειλητικό νουάρ κόσμο με εκρηκτικό κυριολεκτικά τρόπο. Διαβάστε την κριτική της ταινίας εδώ.


Οι λίστες + Bonus