Οι 100 καλύτερες σκηνές στην ιστορία του σινεμά: θέσεις 50-41

Εντυπωσιακές καταδιώξεις, γοητευτικές φαμ φατάλ και συγκλονιστικές εκπλήξεις στη συνέχεια της αντίστροφης μέτρησης.

«Άλιεν, ο Επιβάτης του Διαστήματος»
«Άλιεν, ο Επιβάτης του Διαστήματος»

Από τον εφιάλτη του πολέμου στο Βιετνάμ μέχρι την άβυσσο του διαστήματος κι από το τιμόνι μιας Μάστανγκ έως την πιο αξέχαστη ανάκριση, η αντίστροφη μέτρηση συνεχίζεται με εντυπωσιακές καταδιώξεις, γοητευτικές φαμ φατάλ και συγκλονιστικές εκπλήξεις.

Οι 100 καλύτερες σκηνές στην ιστορία του σινεμά: 50 - 41

50. Τα κύμβαλα του θανάτου – «Ο Άνθρωπος που Γνώριζε Πολλά» (Άλφρεντ Χίτσκοκ, 1956)

«Η πρώτη ταινία είναι φτιαγμένη από έναν ταλαντούχο ερασιτέχνη, ενώ η δεύτερη από έναν επαγγελματία» έλεγε στον Φρανσουά Τριφό ο ίδιος ο Χίτσκοκ, συγκρίνοντας τον βρετανικό, ασπρόμαυρο (του 1934) με τον αμερικανικό «Άνθρωπο που Γνώριζε Πολλά». Το μοναδικό ριμέικ που γύρισε ο μετρ του σασπένς στην καριέρα του είναι μια κατασκοπική περιπέτεια η οποία κορυφώνεται σε μια συναυλία στο Άλμπερτ Χολ του Λονδίνου, όπου ένας κρυμμένος στα θεωρεία δολοφόνος σχεδιάζει να πυροβολήσει τον πρωθυπουργό μιας ξένης χώρας που παρακολουθεί την εκδήλωση. Κι ενώ η Ντόρις Ντέι με τον Τζέιμς Στιούαρτ, γονείς ενός αγοριού το οποίο έχει απαχθεί από τους κατασκόπους, τρέχουν ενάντια στο χρόνο για να εμποδίσουν την απόπειρα, ο Χιτς στήνει μια απίστευτα αγωνιώδη σεκάνς, εναλλάσσοντας με αριστοτεχνικό τάιμινγκ πλάνα του εκτελεστή, των απελπισμένων πρωταγωνιστών που τον ψάχνουν μέσα στο θέατρο, των μουσικών που παίζουν, του κοινού που παρακολουθεί και της… παρτιτούρας του θανάτου, καθώς ο μοιραίος πυροβολισμός θα συμπέσει με το χτύπημα των κυμβάλων στην ορχήστρα. Λίγα δευτερόλεπτα πριν τη φονική νότα, όμως, η Ντέι εντοπίζει τον σκοπευτή στο θεωρείο και με μια δυνατή στριγκλιά, η οποία αναστατώνει τους πάντες, τον κάνει να αστοχήσει.

49. «Put the blame on mame» – «Τζίλντα» (Τσαρλς Βίντορ, 1946)

«There never was a woman like Gilda». Πράγματι, όταν η ταινία του Τσαρλς Βίντορ έκανε πρεμιέρα στο φεστιβάλ Κανών του 1946 όλοι έμειναν άναυδοι με το ερωτικότερο στριπτίζ της κινηματογραφικής ιστορίας. Μόνο που η θεϊκή Ρίτα Χέιγουορθ, τραγουδώντας (με τη φωνή της Ανίτα Έλις) το «Put the blame on mame», δεν χρειάστηκε παρά να φορέσει μια κατάμαυρη στράπλες τουαλέτα με ένα μακρύ σκίσιμο και να βγάλει τελετουργικά μόνο το ένα από τα δυο μακριά γάντια της. Κι ενώ η Γκίλντα περιέγραφε μελωδικά – και ειρωνικότατα - πως για όλα τα δεινά του κόσμου έφταιγε μια μοιραία, απελευθερωμένη γυναίκα, τα σεξουαλικά φαντάσματα της μεταπολεμικής Αμερικής αγκάλιαζαν σφιχτά τους κώδικες του φιλμ νουάρ, γεννώντας τη φετιχιστική εικόνα της απόλυτης femme fatale.

48. Πικρή ταρίφα – «Το Λιμάνι της Αγωνίας» (Ελία Καζάν, 1954)

«Ποιος πρόκειται να ενδιαφερθεί για μερικούς ιδρωμένους λιμενεργάτες;» απόρησε ο παντοδύναμος χολιγουντιανός παραγωγός Ντάριλ Φ. Ζάνουκ, αφού διάβασε το σενάριο του Μπαντ Σούλμπεργκ που θα σκηνοθετούσε ο Καζάν. Αν και ο Ζάνουκ ευθύνεται για ουκ ολίγες επιτυχίες, εδώ έπεσε τελείως έξω, μιας και αυτή έμελλε να γίνει όχι μόνο μια από τις καλύτερες ταινίες του Καζάν, αλλά και από τις σημαντικότερες του αμερικάνικου σινεμά. Έναν από τους εν λόγω λιμενεργάτες ενσαρκώνει ο Μάρλον Μπράντο, στο ρόλο που του κέρδισε το πρώτο βραβείο Όσκαρ. Πρόκειται για το νεαρό Τέρι Μαλόι, χαρακτήρα βασισμένο σε πραγματικό πρόσωπο, ο οποίος εγκατέλειψε μια υποσχόμενη καριέρα ως μποξέρ αφού έχασε επίτηδες έναν αγώνα, έπειτα από εντολή του ισχυρού «αφεντικού» του σωματείου λιμενεργατών. Είναι ο άνθρωπος που θα του δώσει δουλειά στο λιμάνι, διατηρώντας παράλληλα αγαστή σχέση με τη μαφία, η οποία με τη σειρά της βλέπει το Μαλόι σαν ένα πολύτιμο και δυνατό εργαλείο. Εκείνος όμως αρνείται να ταπεινωθεί μια ακόμη φορά, όταν οι γκάνγκστερ επιχειρήσουν να τον υποχρεώσουν να κάνει μια «δουλειά» ενάντια στη θέλησή του. Σε μια σκηνή η οποία στήνεται γύρω από τη συγκλονιστική ερμηνεία του Μπράντο, ο Μαλόι αντιστέκεται στις βουλές της μαφίας, βαθιά πληγωμένος από τα όνειρα που δεν υλοποιήθηκαν και τη γνώση πως η ζωή του πήγε στράφι. Η πικρία του απωθημένου γίνεται χειροπιαστή στην ατάκα «I coulda been a contender», την οποία ο Μπράντο σωματοποιεί κάνοντας πράξη τη μέθοδο του Στανισλάβσκι. Μια τεχνική που στη συνέχεια πολλοί προσπάθησαν αλλά λίγοι κατάφεραν να επαναλάβουν με τόση πειστικότητα.

47. Μεγάλη μπουκιά φάε... – «Άλιεν, ο Επιβάτης του Διαστήματος» (Ρίντλεϊ Σκοτ, 1979)

Για ακόμα μια φορά σ’ αυτήν την αντίστροφη μέτρηση, θα σας παραινέσουμε να προσπεράσετε μια σκηνή για να αποφύγετε spoilers που αλλοιώνουν σε σημαντικό βαθμό την εμπειρία μιας ταινίας. Γιατί στο πρώτο «Άλιεν» η επιτομή του horror sci-fi έπους που σκαρφίστηκαν οι Σκοτ, Νταν Ο’Μπάνον (σενάριο) και Χ. Ρ. Γκίγκερ (σχεδιασμός) βρίσκεται ακριβώς σε αυτό το σοκαριστικό συμβάν. Είναι η στιγμή που το στέρνο του χαρακτήρα του αείμνηστου Τζον Χερτ διαπερνιέται βίαια από ένα εξωγήινο βρέφος, το οποίο είχε γονιμοποιηθεί στο σώμα του. Η αμίμητη ισχύς αυτής της σκηνής οφείλεται στον ωμό ρεαλισμό της, υποβοηθούμενος από το αφιλτράριστο gore και τις τρομοκρατημένες αντιδράσεις του cast, που δεν είχε ιδέα πώς ακριβώς θα «σπάσει» το στέρνο του Χερτ, αλλά και από όσα συμβολίζει το καθαυτό γεγονός. Όπως έχει σημειώσει εύστοχα η ακαδημαϊκός Μπάρμπαρα Κριντ (στο εξαιρετικό βιβλίο «The Monstrous-Feminine»), ο τερατώδης εξωγήινος προσομοιάζει σε μια αρχέγονη μητέρα, δηλαδή μια θεϊκή θηλυκή οντότητα η οποία εξουδετερώνει την αντρική πυγμή. Έτσι, η μη συναινετική γονιμοποίηση του αντρικού, εν προκειμένω, σώματος αναπαριστά μεταφορικά το βιασμό και υλοποιεί τον υποσυνείδητο αντρικό φόβο γύρω από τη διείσδυση. Αυτό είναι κάτι που έχει επιβεβαιώσει και ο ίδιος ο Ο’Μπάνον, ο οποίος επιπλέον επισημάνει πως ο βίαιος τρόπος που αναπαράγονται οι εξωγήινοι στην ταινία, συνιστά μια άτυπη κινηματογραφική εκδίκηση όσων γυναικών έχουν χρησιμοποιηθεί ως άβουλα θύματα δολοφονικών αντρών – τεράτων σε προηγούμενες ταινίες τρόμου. Αυτές είναι μονάχα μερικές από τις πτυχές του «Άλιεν» που το ανάγουν σε ένα αυθεντικά ρηξικέλευθο φιλμ, αλλά και ένα που έσμιξε τα είδη ανατρέποντας τα μοτίβα και τις θεματικές τους.

46. Το κόκκινο παλτό – «Η Λίστα του Σίντλερ» (Στίβεν Σπίλμπεργκ, 1993)

Υπάρχουν πολλαπλές αναγνώσεις για μία από τις διασημότερες σκηνές στη φιλμογραφία του Σπίλμπεργκ και καθεμία δε θα πέφτει έξω. Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο ευκατάστατος ναζί Όσκαρ Σίντλερ (Λίαμ Γουίλσον) παρατηρεί από ασφαλή απόσταση την καταστροφή του γκέτο της Κρακοβίας, ωστόσο η αγωνία είναι εμφανής στο πρόσωπό του. Αναζητά με το βλέμμα ένα κοριτσάκι, το οποίο εντοπίζουμε και εμείς όταν ξεχωρίζει στα ασπρόμαυρα πλάνα από το κόκκινο παλτό του, το μοναδικό έγχρωμο στοιχείο των κάδρων. Αυτό το απλό εύρημα φορτίζει με σασπένς την ταινία αλλά και ερμηνείες. Το απροστάτευτο παιδί περπατάει σε ένα δρόμο τυλιγμένο στο χάος, με το χρώμα του ρούχου του να συμβολίζει από το αίμα των αθώων Εβραίων που χύθηκε τόσο άδικα. Αντανακλά επίσης τη στιγμή που εξανθρωπίζεται ο Σίντλερ, όταν συνειδητοποιεί το κακό στο οποίο συνεισφέρει και είναι τότε, που αποφασίζει να κάνει κάτι για να σώσει όσους περισσότερους μπορεί. Όσο για τον ίδιο τον Σπίλμπεργκ, η επιλογή να χρωματίσει μονάχα το παλτό αποτελεί ένα έμμεσο σχόλιο για την επιδεικτική άγνοια της τότε αμερικανικής εξουσίας, απέναντι στις φρικαλεότητες που βίωναν οι Ευρωπαίοι Εβραίοι, οι οποίες ήταν τόσο οφθαλμοφανείς όσο το κόκκινο παλτό ενός κοριτσιού που περπατά στο δρόμο.

45. Καουμπόηδες κι Ινδιάνοι – «Η Ταχυδρομική Άμαξα» (Τζον Φορντ, 1939)

Αν και γνωστός ως ο πατέρας του κινηματογραφικού γουέστερν, ο βραβευμένος με τέσσερα Όσκαρ σκηνοθεσίας Τζον Φορντ ήταν υποψήφιος (έχασε από τον Βίκτορ Φλέμινγκ του «Όσα Παίρνει ο Άνεμος») μόνο για μία ταινία του είδους που τον έκανε διάσημο. Υπόδειγμα αφηγηματικής λιτότητας και σεναριακής ακρίβειας, η «Ταχυδρομική Άμαξά» του έθεσε με στέρεο, αδιαμφισβήτητο τρόπο μια σειρά από ιδέες που μετατράπηκαν σε αξεπέραστα στερεότυπα του γουέστερν, με κορυφαίο την επίθεση των Ινδιάνων στη γεμάτη Λευκούς επιβάτες ταχυδρομική άμαξα. Η αψεγάδιαστη τεχνική με την οποία ο Φορντ ενορχηστρώνει τη μάχη, με την άμαξα να τρέχει και τα άλογα να καλπάζουν γύρω της, έγινε αυτοστιγμεί κλασική, σημείο αναφοράς για κάθε σκηνή περιπετειώδους καταδίωξης που θα ακολουθούσε.

44. Το Σταυροπόδι – «Βασικό Ένστικτο» (Πολ Βερχόφεν, 1992)

Λοιπόν, αυτή η σκηνή δε βρίσκεται εδώ γιατί συμβαίνει αυτό που γνωρίζετε ότι συμβαίνει όταν η Σάρον Στόουν ανακαθίζει στην καρέκλα της. Αλλά υπάρχει για να θυμίσει πώς λίγα κινηματογραφικά λεπτά είναι αρκετά για να σαρώσουν μαζικά τη φαντασία του κοινού και να επιφέρουν μερικές πραγματικές συνέπειες στους άμεσα εμπλεκόμενους. Το νεονουάρ του Βερχόφεν, παρά τα ψεγάδια του, καταρρίπτει με κρότο διαδοχικές συμβάσεις του είδους. Αρχής γενομένης από την πληθωρική σεξουαλικότητα και επιβλητική κυριαρχία που αναδύει η φαμ φατάλ πρωταγωνίστρια, την οποία ενσαρκώνει η Στόουν. Γεμάτη αυτοπεποίθηση και απενοχοποιημένη λίμπιντο κρατά τον έλεγχο σε κάθε βήμα της, έχοντας αφοπλίσει τον αρσενικό παρτενέρ και ντεντέκτιβ που την υποπτεύεται για φόνο (Μάικλ Ντάγκλας). Πουθενά δεν απεικονίζεται πιο εύγλωττα αυτή η ισορροπία δυνάμεων, από τη σκηνή της ανάκρισης. Πέντε αστυνομικοί, οι οποίοι έχουν το πάνω χέρι θεωρητικά απέναντι στην ύποπτη Στόουν, ευνουχίζονται πνευματικά από την έλξη που τους ασκεί η ηρωίδα, η οποία κάθεται απλώς σε μια καρέκλα και καπνίζει. Εκείνο που τους εξουδετερώνει, εκτός από την αδυναμία να απεμπλακούν από τις σεξουαλικές φαντασιώσεις τους, είναι η αδυναμία να αφουγκραστούν το γεγονός πως μια γυναίκα είναι σε θέση να κάνει σεξ μόνο για την ευχαρίστηση. Όπως ακριβώς δηλαδή κι ένας άντρας. Πλέον όμως είναι αργά, οι ρόλοι έχουν αντιστραφεί και η Στόουν κάνει κουμάντο. Ο τρόπος που έχει γυρίσει ο Βερχόφεν τη σκηνή, γοητευτικά στυλιζαρισμένη με αιφνιδιαστικές κινήσεις τις κάμερας, κοντινά κι αλλαγές οπτικής γωνίας, προσιδιάζει περισσότερο σε σάτιρα της αντρικής ανωριμότητας παρά σε μια τυπική ανακριτική διαδικασία. Στη συνέχεια, τραγελαφικές προεκτάσεις έλαβε το στιγμιότυπο που έκανε διάσημη τη Στόουν. Η σκηνή μετατράπηκε σε ένα ηδονοβλεπτικό γκαγκ, ενώ η ηθοποιός παρότι αποδεδειγμένα εξαίσια στο ρόλο, για χρόνια πάλευε να αποδιώξει αποπάνω της το περιβόητο σταυροπόδι. Είναι χαρακτηριστικά όσα είπε μόλις πέρσι, όταν παρέλαβε από το GQ το βραβείο της γυναίκας της χρονιάς. Αφού δήλωσε πως ο Βερχόφεν την παρότρυνε να βγάλει το εσώρουχό της στο γύρισμα, με την εγγύηση πως δεν πρόκειται να φανεί στο τελικό μοντάζ, χρειάστηκε να περάσει καιρός να για να πάψει να αντιμετωπίζεται ως ανέκδοτο. Ας γίνει λοιπόν αυτή η σκηνή ευκαιρία για αναστοχασμό και εν τέλει μια νίκη για την ίδια τη Στόουν.

43. Αλί, αλί και τρισαλί – «Ο Λόρενς της Αραβίας» (Ντέιβιντ Λιν, 1961)

Η γνωριμία μας με τον Σερίφ Αλί είναι μια από τις εντυπωσιακότερες εισαγωγές χαρακτήρα της μεγάλης οθόνης. Ο Ντέιβιντ Λιν προετοιμάζει τελετουργικά την εμφάνισή του, όταν ο Λόρενς (Πίτερ Ο’Τουλ) και ο οδηγός του, μετά από μια μακρά πορεία στην έρημο, φτάνουν σε ένα πηγάδι. Πίνουν νερό, περιμένουν, ξεκουράζονται άπραγοι, η ώρα περνάει και ο Λιν αξιοποιεί ιδανικά τη συμβουλή που του είχε δώσει ο Γουίλιαμ Γουάιλερ («Μπεν Χουρ»): «Αν θες να σοκάρεις το κοινό, φέρ’ το πιο πριν μέχρι τα όρια της βαρεμάρας». Και ξάφνου, μέσα από το μακρινό αντικατοπτρισμό ξεπηδά η εικόνα ενός αναβάτη μιας καμήλας, ο οποίος έρχεται προς το μέρος τους. Η φιγούρα μεγαλώνει αργά, η τριγωνική σύνθεση του κάδρου (οι δυο άνθρωποι στις άκρες, η φιγούρα του καβαλάρη στη μέση) εντείνει το σασπένς, με το σκηνογράφο Τζον Μποξ να έχει χαράξει στο έδαφος μια λεπτή άσπρη γραμμή προς τον ορίζοντα, σαν μονοπάτι των καμηλών που οδηγεί στο πηγάδι, κατευθύνοντας το βλέμμα του θεατή στην κινούμενη απειλή που πλησιάζει. Όταν ο οδηγός του Λόρενς αναγνωρίσει σ’ αυτήν τον Σερίφ Αλί (Ομάρ Σαρίφ) και τρέξει να πιάσει το πιστόλι του, θα πέσει νεκρός από τον (εκτός κάδρου) πυροβολισμό του τελευταίου. Η γεμάτη ένταση συνάντησή του με τον Λόρενς που ακολουθεί περιγράφει έξοχα την περίπλοκη, καθοριστική για όλη την υπόλοιπη πλοκή σχέση των δυο αντρών, όσο και αυτή του Λόρενς με το πιστόλι (τη βία) και την πυξίδα (την εγγλέζικη καταγωγή του), αντικείμενα τα οποία θα ξανασυναντήσουμε κατά τη διάρκεια της ταινίας.

42. Μια σφαίρα – «Ο Ελαφοκυνηγός» (Μάικλ Τσιμίνο, 1978)

Η πλήρης απομυθοποίηση του πολέμου του Βιετνάμ έρχεται τη στιγμή που δυο φίλοι κοντράρονται σε μια παρτίδα ρωσικής ρουλέτας. Ένα παιχνίδι που, παρότι ουδέποτε καταγράφηκε να συμβαίνει είτε από τους Αμερικανούς είτε από τους Βιετναμέζους, χρησιμοποιείται από τον Μάικλ Τσιμίνο μεταφορικά για να μετουσιώσει τον παραλογισμό του πολέμου. Δύο άντρες (Ρόμπερτ ντε Νίρο & Κρίστοφερ Γουόκεν), εργάτες από την Πενσιλβάνια, χάνουν τον εαυτό τους στην τρέλα της ζούγκλας, του σαδισμού και της ματαιότητας των αλλεπάλληλων μαχών, με κομβικό σημείο τις δύο φορές που υποχρεώνονται να βάλουν το περίστροφο στον κρόταφο. Ο Μαρξ έλεγε πως η ιστορία επαναλαμβάνεται την πρώτη φορά σαν τραγωδία και τη δεύτερη σα φάρσα, κάτι που το πρωταγωνιστικό δίδυμο βιώνει στο πετσί του· όταν, αφού οι δυο τους επιβιώνουν της πρώτης ρουλέτας, την επόμενη φορά ρίχνονται ηθελημένα σε μια νέα παρτίδα έχοντας χάσει τον εαυτό τους. Εν τέλει, η μεγαλύτερη ήττα είναι αυτή της απώλειας της αξιοπρέπειας, όταν η θέληση για ζωή είναι μικρότερη από ένα τελευταίο πάτημα της σκανδάλης. Το οποίο σε αυτήν την περίπτωση μπορεί για κάποιον να είναι και απελευθερωτικό, ένας υπαινιγμός που εξόργισε πολλούς όταν η ταινία βγήκε στις αίθουσες. Το νιχιλιστικό φινάλε της ταινίας δεν αφήνει περιθώρια αμφισβήτησης για το πώς ο πόλεμος τσακίζει τον ανθρώπινο ψυχισμό, με τον Τσιμίνο να το στηρίζει σθεναρά, θέλοντας να αναδείξει και μια εμπειρία που πολύ βετεράνοι είχαν όταν επέστρεψαν στην πατρίδα τους.

41. Hot wheels - «Μπούλιτ» (Πίτερ Γέιτς, 1968)

Από τον «Άνθρωπο από τη Γαλλία» και το «Drive» ως τον «Άνθρωπο Από το Λος Άντζελες» και το «The Matrix Reloaded», το σινεμά είναι γεμάτο θεαματικές καταδιώξεις αυτοκινήτων. Η πρώτη διδάξασα, όμως, είναι αυτή όπου ο υπαστυνόμος Φρανκ Μπούλιτ (Στιβ ΜακΚουίν), πίσω από το τιμόνι μιας Ford Mustang GT, καταδιώκει την Dodge Charger δυο δολοφόνων οι οποίοι προσπάθησαν αρχικά να τον παρακολουθήσουν διακριτικά. Επιδέξια, αυτός θα βρεθεί πίσω τους χωρίς να το καταλάβουν, για να ξεκινήσει ένα συναρπαστικό δεκάλεπτο κυνήγι στους «κυματιστούς», έντονα ανηφορικούς και κατηφορικούς, δρόμους του Σαν Φρανσίσκο. Γκάζια, στροφιλίκια, λάστιχα που στριγκλίζουν και αμάξια που ίπτανται, με τον σκηνοθέτη Πίτερ Γέιτς («Η Μεγάλη Ληστεία του Τραίνου», «Breaking Away») και τον μοντέρ Φρανκ Κέλερ, ο οποίος απέσπασε δικαίως το Όσκαρ, να δίνουν το μοντέρνο ορισμό του car-chase movie.


Οι λίστες + Bonus