Πού πέφτει αλήθεια το Μπάρνζλι (Barnsley); Ακόμα και όσοι έχουμε ζήσει στη Μεγάλη Βρετανία θα δυσκολευόμασταν ν' απαντήσουμε, παρότι η κωμόπολη αυτή στέκει περήφανα στις κεντρο-βόρειες επαρχίες της Αγγλίας ήδη από το 1086. Ήταν αιώνες μετά, πάντως, που θα έμπαινε στους μουσικούς χάρτες χάρη στους θρυλικούς Saxon, οι οποίοι "γεννήθηκαν" εκεί τον Νοέμβριο του 1975, όταν μέλη από δύο αντίπαλες μπάντες σε κρίση συμφώνησαν να ενώσουν δυνάμεις, χτίζοντας κάτι καινούριο. Δεν ήταν όλοι ντόπιοι· όμως στο Μπάρνζλι βρισκόταν η έδρα της συναυλιακής τους δράσης.
Ο κιθαρίστας Graham Oliver, ο μπασίστας Steve Dawson και ο ντράμερ John Walker ήταν οι S.O.B., οι οποίοι λάτρευαν τους Free κι ασκούνταν σ' ένα θορυβώδες μπλουζ ροκ, μα είχαν μείνει δίχως τραγουδιστή. Δίπλα τους στάθηκαν ο κιθαρίστας Paul Quinn και ο τραγουδιστής/μπασίστας Peter "Biff" Byford, μέλη στους υπό διάλυση Coast, στους οποίους άρεσε το χαρντ ροκ των Trapeze. Όλοι ήταν παιδιά της εργατικής τάξης, μαθημένα στη σκληρή ζωή του μεροκάματου, μερικά με ήδη μυθιστορηματικούς βίους: ο Byford, π.χ., είχε πίσω του έναν διαλυμένο εφηβικό γάμο (με παιδιά).
"Θα τα καταφέρουμε, θα κάνουμε και δίσκους" (1975-1978)
Το νέο συγκρότημα ονομάστηκε Son Of A Bitch και για κανα-δυο μήνες έπαιζε με δύο μπασίστες, μέχρι που ο Byford διάλεξε τα φωνητικά. Φρόντισαν, επίσης, να μην περιοριστούν στον μικροσυναυλιακό βίο: ήδη από τον Δεκέμβρη του 1975 διέθεταν και δικά τους τραγούδια, που αποτέλεσαν το Tapestry demo, το οποίο δειγμάτιζαν σε δισκογραφικές εταιρείες. Απ' όσα έχουν αποκαλυφθεί διαφαίνεται μια μπάντα με αξιοσημείωτες δυνάμεις, η οποία βρισκόταν πιο μπροστά από τα γκρουπ που τριγυρνούσαν τότε στην ευρύτερη γειτονιά τους. Βέβαια ο Byford ακόμα διστάζει στις ψηλές νότες, ενώ από την ατόφια τραγουδοποιία δεν προκύπτει τίποτα ξεχωριστό. Όμως μουσικά και ιδίως κιθαριστικά καταφέρνουν και κάνουν εντύπωση, καταθέτοντας ένα ατημέλητο ροκ εν ρολ με μπόλικη φλόγα (π.χ. "Ain't You Glad To Be Alive", "Still Fit To Rock 'N' Roll").

Το Tapestry demo στάθηκε μοναδικό μουσικό αποτύπωμα του αυθεντικού ντράμερ John Walker, ο οποίος παραιτήθηκε τον Δεκέμβριο 1976, εγκαταλείποντας τα καλλιτεχνικά: με το νέο έτος, τη θέση του πήρε ο Pete Gill των Glitter Band. Επιπλέον, δεν άνοιξε καμία από τις πόρτες τις οποίες χτύπησαν. Ωστόσο οι Son Of A Bitch δεν παρέδωσαν τα όπλα. "Θα τα καταφέρουμε, θα κάνουμε και δίσκους", δήλωσε χαρακτηριστικά ο Byford τον Νοέμβριο του 1977 στην τοπική εφημερίδα Barnsley Chronicle, "αν δεν πιστεύουμε σε κάτι τέτοιο, καλύτερα να τα μαζεύουμε". Kι αυτό παρότι συχνά δεν περίσσευαν λεφτά ούτε για να φάνε κάτι πριν από τις συναυλίες. Υπήρχαν, δε, και χειρότερα, αφού τον Οκτώβριο του 1976 ο Oliver έχασε μέρος του δεξιού του αντίχειρα σε εργοστασιακό ατύχημα –και για λίγο σκέφτηκε να παρατήσει την κιθάρα.
Με το πείσμα να πρυτανεύει, λοιπόν, ηχογράφησαν ένα ακόμα demo (τα λεγόμενα Luxembourg Sessions, 1978), έχοντας ως παραγωγό τον πρώην κιθαρίστα των Argent, John Verity. Ο περισσότερος κόσμος, βέβαια, θα το άκουγε 30 χρόνια μετά, όταν συμπεριλήφθηκε ως bonus υλικό σε μια επανέκδοση. Τότε, πάντως, στάθηκε αρκετό για να τραβήξει την προσοχή του Freddie Cannon, ο οποίος το πήρε μαζί του φεύγοντας από την ΕΜΙ, ώστε να το προτείνει στη γαλλική Disques Carrère. Ο ιδιοκτήτης της Claude Carrère εντυπωσιάστηκε, αλλά έβαλε έναν όρο για να τους υπογράψει: δεν γινόταν να συνεχίσουν σαν Son Of A Bitch, αφού μ' ένα τέτοιο όνομα δεν θα έμπαιναν ποτέ στα 40 πρώτα της Βρετανίας, όσο καλά κι αν τους πούλαγαν. Έτσι ο Cannon τους βάφτισε Saxon.
Τζιν, Δερμάτινα & Τροχοί από Ατσάλι (1979-1983)
Από πολλές απόψεις το ντεμπούτο Saxon [Carrère, 1979] αποτελεί προέκταση των Luxembourg Sessions. Διόλου τυχαία, εκκινεί κι αυτό με το ριζωμένο στο 1970s progressive και στα κατορθώματα των Wishbone Ash "Rainbow Theme", όπου ο Byford τραγουδά με μια ηρωική μελαγχολία, ταιριαστή σε στίχους για το μυστικό ενός παγωμένου ουράνιου τόξου. Αν προσθέσουμε και το εξώφυλλο με τον μακρυμάλλη Σάξονα πολεμιστή που κραδαίνει ένα βάρβαρο, αιματοβαμμένο σπαθί, μπορούμε ίσως να ισχυριστούμε ότι ψηλαφείται αισθητικά ο υπό διαμόρφωση ορίζοντας του New Wave of British Heavy Metal (NWOBHM), που σαν ετικέτα πρωτοεμφανίζεται τον ίδιο μήνα που κυκλοφόρησε και το άλμπουμ. Έστω κι αν παραμένει συζητήσιμο εάν υπήρξε ποτέ κάτι παραπάνω από όρος-ομπρέλα, ο οποίος στέγασε διακριτά μουσικά στυλ στη βάση μιας κοινής εθνικής (βρετανικής) καταγωγής.

Το υπόλοιπο άλμπουμ, βέβαια, δεν είχε την παραμικρή σχέση με το "Rainbow Theme", αφού οι Saxon ξεδίνουν με τα ροκ εν ρολ που τόσο αγαπούσαν, προσφέροντας πάθος και ρυθμικά βολτ σε στιγμιότυπα σαν τα "Big Teaser", "Stallions Of The Highway" ή "Militia Guard", που, κατά τα λοιπά, μορφολογικά μιλώντας, δεν είναι κάτι το σπουδαίο. Υπάρχουν και θέματα παραγωγής, επίσης, καθώς ο John Verity δεν δείχνει πάντα σε θέση να συλλάβει το φουλ φάσμα της ενέργειας που εκλύεται.
Εντούτοις, μέσα στα όλα συν/πλην αποτυπώνεται μια νέα φουρνιά ικανών καλλιτεχνών, οι οποίοι θέλουν να πάνε το ροκ των 1970s κάπου αλλού, μα ακόμα δεν έχουν βρει τον τρόπο –ανάλογα προβλήματα μάστιζαν τότε και τους Praying Mantis, τους Def Leppard και τους Tygers Of Pan Tang. "Αποτελούσε ζητούμενο να παντρέψουμε τον σκληρό ήχο με τα θεμελιώδη συστατικά του ροκ εν ρολ", θα μου έλεγε το 2011 ο Byford, αποτιμώντας εκείνα τα χρόνια, τονίζοντας ότι, τόσο για τον ίδιο, όσο και για τους συνοδοιπόρους του, το χέβι μέταλ λογιζόταν ως μουσική της εργατικής τάξης, οπότε δεν έπρεπε να ξεχνά να είναι (και) διασκεδαστικό.

Ό,τι δεν έγινε στο ντεμπούτο, συνέβη με το Wheels Of Steel [Carrère, Απρίλιος 1980]: ένα από τα διαμάντια της Saxon δισκογραφίας, με ανυπολόγιστη επιρροή στις hard & heavy εξελίξεις, που εκτοξεύτηκε και στο νούμερο 5 στους καταλόγους επιτυχιών της Βρετανίας. Επιπλέον, τους εξασφάλισε και σημαντική προβολή στα ραδιόφωνα χάρη στο ομώνυμο "Wheels Of Steel" και στο εκπληκτικό "747 (Strangers In The Night)", τα οποία αναδείχθηκαν σε top-20 σουξέ (#20 και #13, αντίστοιχα).
Η καλή μέρα είχε φανεί ήδη από τις demo ηχογραφήσεις, αφού όσες δημοσιεύτηκαν ξεδιπλώνουν μια μπάντα με περισσή αυτοπεποίθηση, η οποία δούλευε μ' έναν παραγωγό (Pete Hinson) που κατανοούσε τι επιθυμούσαν να πετύχουν. Και το άλμπουμ Donnington: The Live Tracks [Cass, 1997], μια ζωντανή καταγραφή στο περίφημο φεστιβάλ Monsters of Rock του Donnington (Αύγουστος 1980), ίσως αποκαλύπτει την πηγή τούτης της αυτοπεποίθησης. Παρά τα προβλήματα του ήχου, δηλαδή, κομμάτια σαν τα "Still Fit To Boogie", "747 (Strangers In The Night)" και "Stallions Of The Highway" αποτυπώνουν γλαφυρά τόσο τη δική τους ηλεκτρική μανία, όσο και τον μαγνητισμό τον οποίον ασκούν σ' ένα πλήθος που αντιδρά με ζωηρό ενθουσιασμό. Όπως κι άλλες μπάντες της περιόδου, λοιπόν, οι Saxon ίδρωναν τη φανέλα στο συναυλιακό ρινγκ.

Το Wheels Of Steel ήρθε επομένως να στεφανώσει την όλη προσπάθεια, παρουσιάζοντάς τους ως πρέσβεις ενός επιμεταλλωμένου ροκ εν ρολ ικανού να εκπέμψει έναν κρατσανιστό ηλεκτρισμό, έχοντας ως εμπροσθοφυλακή μια φωνή αναγνωρίσιμη, ικανή να τραγουδά ψηλά δίχως να χάνει σε δύναμη ή να διακυβεύει ένα αγέρωχο στυλ ερμηνείας. Εξίσου σημαντικό, βέβαια, ήταν ότι αυτή η σκληράδα ήταν περπατημένη στην πιάτσα των μακρυμάλληδων μηχανόβιων της εποχής ("Motorcycle Man", "Street Fighting Gang", το φοβερό και τρομερό "Wheels Of Steel" φυσικά), χωρίς, όμως, να μοιάζει ούτε με τους εδραιωμένους AC/DC, ούτε με τους πρωτόβγαλτους Iron Maiden. Αντιθέτως, ανάμεσα στις μπάντες που έβραζαν τότε στο ίδιο καζάνι, οι Saxon φιγούραραν ως "άνδρες ανάμεσα σε παιδιά", όπως έγραψε ο Eduardo Rivadavia στο UCR –αν και θεωρώ ότι από μια τέτοια ενατένιση πρέπει να εξαιρεθούν και οι Judas Priest, όπως και οι Motörhead της ίδιας περιόδου.
Η απρόσμενη επιτυχία τους ώθησε να μπουν εσπευσμένα στο στούντιο για το Strong Arm Of The Law [Carrère, Οκτώβριος 1980], όπου, αισθάνθηκαν άνετα να ξεκινήσουν μ' ένα επιθετικό κομμάτι σαν το "Heavy Metal Thunder" –δείχνοντας, έτσι, πόσο πρόθυμα ταυτίζονταν με τη νεόκοπη μέταλ σκηνή. Αλλά και γενικότερα, στόχος εδώ είναι η δημιουργία ενός πιο βαριού δίσκου: οι ροκ εν ρολ ρίζες μένουν στα μετόπισθεν, με το προσκήνιο να παραχωρείται στις ηλεκτρικές εντάσεις των κιθαριστικών μελωδιών, στη μανία των ντραμς και στις βροντερές ερμηνείες του Byford. Οι οποίες, παρά τη φωνητική κόπωση των ασταμάτητων συναυλιών, αρκετές φορές υψώνονται σαν πύργος πάνω από τα κομμάτια, δίνοντάς τους και σχήμα, αλλά και μια σπέσιαλ αιχμή, που ευφραίνει το αφτί ακόμα και σε συνθέσεις διόλου σπουδαίες.

Το σύνολο, βέβαια, δεν έχει να προσφέρει και πολλά πράγματα σε επίπεδο τραγουδοποιίας πέρα από το "Heavy Metal Thunder" και το ομώνυμο "Strong Arm Of The Law", το οποίο εμπνεύστηκαν από αληθινό περιστατικό, όταν διέσχιζαν το Γουάιτχολ και τους σταμάτησε η ασφάλεια της πρωθυπουργού Μάργκαρετ Θάτσερ, θεωρώντας τους ύποπτους. Ήταν, μάλιστα, και το μοναδικό σινγκλ, αν και δεν τα πήγε καλά στα charts (κόλλησε στο #63). Ωστόσο το άλμπουμ πέτυχε τους γενικούς στόχους των δημιουργών του και δικαίως φιγουράρει σήμερα ως μια δουλειά σημαντική για το ποιοί έγιναν, αφού είναι εδώ όπου σφυρηλατήθηκε η ηχητική ταυτότητα που αναζητούσαν, ευθυγραμμιζόμενη οριστικά με τις χέβι μέταλ ζυμώσεις. Κάτι ορατό και στη live καταγραφή τους στη Βρέμη της Δυτικής (τότε) Γερμανίας, η οποία έγινε για λογαριασμό του τηλεοπτικού σόου "The Beat-Club" (Μάιος 1981) και διατέθηκε χρόνια αργότερα, ως μπόνους υλικό στη σπέσιαλ DVD έκδοση του ντοκιμαντέρ "Heavy Metal Thunder: The Movie".
Τώρα, αν το Wheels Of Steel ήταν ο Όλυμπος, το Denim And Leather [Carrère, Σεπτέμβριος 1981] ήταν σίγουρα ο Κίσσαβος –ή τούμπαλιν, εάν το προτιμάτε έτσι, όπως π.χ. κάνω κι εγώ. Ένα καλλιτεχνικό και εμπορικό βουνό για τον Saxon θρύλο, που τους έβαλε ξανά στα 10 πρώτα της Βρετανίας, από το οποίο πήγασαν και ευδιάκριτες επιτυχίες, με το "And The Bands Played On" να αναδεικνύεται στη μεγαλύτερη όλης τους της καριέρας, φτάνοντας στο #12 των charts.

Ναι, για όσους το ψάχνουν μέχρι λεπτομέρειας, στο Denim And Leather ξεθώριασε εκείνη η αίσθηση μηχανόβιου γκαζώματος σε αμμοχάλικο που διέκρινε το Wheels Of Steel, χάριν τραγουδιών πιο μελετημένων και στουντιακά "γυαλισμένων". Όπως συνέβη με κάθε μπάντα που έφτασε κάπου, δηλαδή, έχοντας το περιθώριο όχι μόνο να γεννήσει μια ταυτότητα, αλλά να τη δει να φτάνει (και) σε μια ηχητική ωριμότητα, όντας ικανή να σταθεί (και) με τους πιο ραφιναρισμένους όρους των κυρίαρχων ρευμάτων δίχως να εγκαταλείπει το ταξικό της μετερίζι.
Εδώ, λοιπόν, στις υπέροχα στρογγυλές μελωδίες του λατρεμένου στην Ελλάδα "Princess Of The Night", στην αποτύπωση της συναυλιακής μαγείας που τόσο πετυχημένα σκιαγραφεί το "And The Bands Played On", στο ιδρωμένο μέταλ εν ρολ γκάζι του "Never Surrender" ή του "Out Of Control" και βεβαίως στο "Denim And Leather", το οποίο γιορτάζει τη φάση της NWOBHM κουλτούρας κατά τρόπο θριαμβευτικό, βρίσκουμε τους Saxon με τους όρους που πολύ ορθά έθεσε ο Σπύρος Κούκας στο Rocking.gr, μιλώντας για μια μπάντα "ταυτόσημη με την έννοια του ανόθευτου, ευθυτενούς χέβι μέταλ". Κι ας μην ήταν όλα τέλεια, αφού υπήρχαν και πιο δεύτερα κομμάτια, τύπου "Play It Loud". Ακόμα κι αυτά, όμως, έχουν την αξία τους, καθώς βοηθάνε στη νηφάλια τοποθέτηση των Saxon στον ευρύτερο χάρτη της κουλτούρας τους, πέρα από τις υπερβολές των οπαδών.

Έστω λοιπόν και δίχως τον Pete Gill, ο οποίος αποφάσισε ν' αφήσει για ένα διάστημα τα ντραμς (επισήμως λόγω τραυματισμού, παρότι ο Byford δεν το πολυπίστεψε), δίνοντας τη θέση του στον Nigel Glockler των Toyah, ήταν η σωστή ώρα και στιγμή για μια ηχογράφηση η οποία θα συλλάμβανε τη ζωντανή ενέργεια που τους κέρδιζε συνέχεια οπαδούς. Φιλοδοξώντας να γίνει το δικό τους No Sleep 'Til Hammersmith, το The Eagle Has Landed [Carrère, 1982] τους βρήκε στην Ευρώπη κατά τη διάρκεια της περιοδείας για το Denim And Leather. Και σκόραρε ένα ακόμα #5 στη Βρετανία, καταγράφοντας τους στην πιο κραταιή τους φάση, να δίνουν ρέστα στα "Motorcycle Man", "747 (Strangers In The Night)", "Never Surrender", "Heavy Metal Thunder", "Wheels Of Steel" και τα σχετικά. Παρά την απουσία εικόνας πρόκειται για φοβερό live άλμπουμ, ενώ αποτελεί και ντοκουμέντο για τη γενικότερη δυναμική που διέθετε τότε ο hard & heavy χώρος.
Τώρα, για όσους έψαχναν ήδη από τότε τους Saxon και σε εικόνα, υπήρξε και το Live [Castle Music Video, 1983]: μια βιντεοκασέτα στηριγμένη στη βραδιά τους στο "Royal Concert Hall" του Νότιγχαμ τον Ιανουάριο του 1983, στην οποία ο σκηνοθέτης James Scott φιλοξένησε και συνεντεύξεις, όπως και αποκλειστικό υλικό από τα παρασκήνια. Είναι κι αυτή μια υπέροχη συναυλιακή στιγμή, με το γκρουπ στις δόξες του ("Princess Of The Night", "The Eagle Has Landed", "Power And The Glory") και με την οπτική καταγραφή να αποτυπώνει την επί σκηνής κίνηση του λευκοντυμένου Biff Byford, όπως και τη διάδραση με το πλήθος.
Και μετά από τόσες δαφνοστεφανωμένες κατακτήσεις, τι; Το Power & The Glory [Carrère, Μάιος 1983] ανέλαβε να δώσει την απάντηση, η οποία, ομολογουμένως, δεν ήταν τόσο θεαματική όσο εκείνα που προηγήθηκαν.

Η μπάντα, βέβαια, το είχε ακόμα, όντας σε θέση να γράψει κομματάρες σαν το "The Eagle Has Landed" ή το ομώνυμο "Power And The Glory", το οποίο απόκτησε και βιντεοκλίπ με την υπογραφή του Ρίντλεϊ Σκοτ, που είχε γίνει διάσημος χάρη σε ταινίες σαν το "Alien" (1979) και το "Blade Runner" (1982). Στην υπόλοιπη διάρκεια, όμως, οι προσπάθειες για ένα πιο μελωδικό hard & heavy δεν διέθεταν ανάλογη στάθμη. Στιγμές σαν το "Warrior" διατηρούσαν, μεν, τις κεραύνιες ιδιότητες των Saxon κατά τρόπο συμπαθή, μα ξανοίγματα προς τις χαρντ ροκ αρένες σαν κι αυτό του "Nightmare" ήχησαν αμφιλεγόμενα: κανείς δεν πείστηκε από τους μινυρισμούς κοτζάμ Biff Byford για το πόσο ...μόνος νιώθει τις νύχτες! Από την άλλη διατηρήθηκε το εμπορικό μομέντουμ (Βρετανία #15), ενώ άνοιξε και η πόρτα της αμερικάνικης αγοράς (Η.Π.Α. #155), δίνοντάς τους την ευκαιρία να διεκδικήσουν την τύχη τους και πέρα απ' τον Ατλαντικό. Κάτι, βέβαια, που δεν ήρθε ουρανοκατέβατο, αφού το Power & The Glory ηχογραφήθηκε στοχευμένα στην Ατλάντα, με τον Αμερικανό παραγωγό Jeff Glixman.
Σταυροφόροι, αμερικανολιγούρες και μια θρυλική βραδιά στη Ριζούπολη (1984-1986)
Ό,τι κάτι άλλαζε άρδην στο στρατόπεδο των Saxon γίνεται αισθητό στα demos που ηχογράφησαν μπαίνοντας στα Kaley Studios με τον Καναδό παραγωγό Kevin Beamish, ο οποίος είχε πίσω του τους REO Speedwagon του μοσχοπουλημένου "Keep On Loving You". Τα διακρίνει, δηλαδή, μια αγωνία ηχητικής προσαρμογής στα ζητούμενα των αμερικανικών ροκ charts της εποχής, που εν τέλει χαρακτήρισε και το άλμπουμ Crusader [Carrère, 1984], σε πείσμα του σιδηρόφραχτου εξωφύλλου ή του ομώνυμου τραγουδιού. Το οποίο, παρά την άκριτα ρομαντικοεπική ενατένιση των Σταυροφόρων (που το 2006 θα ωθούσε το Ντουμπάι να τους αποκλείσει από ένα φεστιβάλ), ανήκει στα πιο θεαματικά κι εμβληματικά τους δημιουργήματα –και τέσσερις δεκαετίες μετά εξακολουθεί και μας πείθει να το τραγουδάμε δυνατά στις συναυλίες, υψώνοντας γροθιές στον αέρα.

Ασφαλώς, η δουλειά που κατατέθηκε ήταν αρκούντως επαγγελματική σε παιξίματα, παραγωγή κτλ., τα charts παρέμειναν φίλα προσκείμενα (Βρετανία #18, Η.Π.Α. #174), ωστόσο όποιος τους αγαπούσε και τους άκουσε σε όλα τούτα τα "Rock City", "Bad Boys (Like To Rock 'N' Roll)", "Just Let Me Rock" και λοιπά κουραφέξαλα ήταν αδύνατον να μην αναφωνήσει "και μη χειρότερα". Παρ' όλ' αυτά τα χειρότερα βρίσκονταν λίγο παρακάτω και το μεγάλο συμβόλαιο που έκλεισαν τότε με την ΕΜΙ επίσπευσε τις διαδικασίες, οδηγώντας τους να βγάλουν χρήματα, μα σε βάρος του ποιοτικού τους εκτοπίσματος. Μια ωραία συγκεντρωτική πινελιά του ποιοι ήταν και ποιοι προσπάθησαν να γίνουν δίνει η μεταγενέστερη συλλογή BBC Sessions [EMI, 1998]. Η οποία τους καταγράφει ζωντανά στα στούντιο της βρετανικής ραδιοφωνίας τον Φεβρουάριο του 1980 και τον Μάιο του 1982, κλείνοντας μ' ένα απόσπασμα από τη συναυλία που έδωσαν στο Reading Festival, τον Αύγουστο του 1986.

Ό,τι ισορροπίες είχαν κρατηθεί μέχρι τότε, έστω και οριακά, κατέρρευσαν όταν βγήκε το Innocence Is No Excuse [Parlophone/EMI, 1985], με τον παραγωγό Simon Hanhart να βοηθά στην ολοκλήρωση της μετατροπής τους σε ένα ακόμα γκρουπ απ' όσα έπαιζαν ένα ενδεχομένως φανταχτερό, μα υπερβολικά στυλιζαρισμένο χαρντ ροκ, κομμένο και ραμμένο για το MTV και τα αμερικάνικα charts (όπου, πράγματι, σκόραραν ένα #133). Φυσικά, οι Saxon παρέμεναν μάστορες: πολλά από τα συγκροτήματα με τα οποία θέλησαν να συναγελαστούν σε αρένες, κομμωτήρια και μπουτίκ ανδρικής ροκ ένδυσης θα σκότωναν για να έχουν στους δίσκους τους το "Broken Heroes", το "Call Of The Wild", το "Rock 'n' Roll Gypsy" ή ένα b-side σαν το "Live Fast Die Young". Ιδωμένο, όμως, από το μετερίζι που τους κατέστησε όνομα αναφοράς, το Innocence Is No Excuse απλώς κατρακυλά (with no excuse, για να παίξουμε κι εμείς με τις δηλώσεις του τίτλου) στην κατηφόρα ενός "σκληρού", μα κούφιου και γεμάτου κλισέ ήχου.

Για τη hard & heavy Ελλάδα εκείνων των καιρών, πάντως, οι μετατοπίσεις αυτές δεν ήταν ακόμα τόσο ορατές όσο θα γίνονταν αργότερα ή, τέλος πάντων, έμπαιναν σε δεύτερη μοίρα μπροστά στην ευκαιρία μιας Saxon βραδιάς στην Αθήνα. Η οποία γέννησε έναν διακριτό συναυλιακό θρύλο, σφυρηλατημένο στον φόβο για τις επιπτώσεις του πυρηνικού ατυχήματος στο Τσέρνομπιλ, που δεν ήταν απλά νωπό στις 10 Μαΐου 1986, μα και ρεαλιστικά επικίνδυνο, αφού εκείνη τη μέρα έτυχε να ξεσπάσει βροχή, που, δεδομένων των συνθηκών, θεωρήθηκε όξινη. Και ναι μεν την αψήφησε το νεανικό πλήθος που γέμισε το γήπεδο της Ριζούπολης, μα στάθηκε αρκετή για να μετατοπίσει τα δρώμενα μία ημέρα μετά. Μικρό το κακό, βέβαια, αφού ακόμα κι όσοι είχαν ταξιδέψει από επαρχία φρόντισαν να μείνουν στην Αθήνα, με αποτέλεσμα να δοθεί ενθουσιώδες παρών από περίπου 10.000 ψυχές, οι οποίες ζέσταναν το κλίμα ήδη απ' όταν ξεπρόβαλλαν οι "δικοί μας" Spitfire. Οι διηγήσεις που ακούσαμε οι μικρότεροι μιλούσαν για μια ονειρική βραδιά, η οποία έγινε θεμέλιο για τη θερμή σχέση που θ' ανέπτυσσαν οι Saxon με το εγχώριο κοινό. Αν θέλετε να διαβάσετε μια τέτοια, ανατρέξτε στο απολαυστικό κείμενο του Ηρακλή Κανέλλου στο Rocktime.gr (2020).
Ασφαλώς, μια τέτοια περιγραφή έρχεται σε παράδοξη αντιδιαστολή με την πορεία που χάρασσε το Innocence Is No Excuse. Αλλά, όπως τονίστηκε και παραπάνω, οι Saxon δεν είχαν χάσει την ατόφια μουσική τους αξία επειδή αποφάσισαν να εδραιωθούν στην αμερικανική αγορά. Πάνω στο σανίδι, λοιπόν, παρέμεναν μια πολύ πιο γνώριμη μπάντα και όποιος επιθυμεί μια "γεύση" απ' όσα διαδραματίστηκαν στη Ριζούπολη δεν έχει παρά ν' αναζητήσει το Live Innocence! [PMI/EMI, 1986], το οποίο τους καταγράφει ζωντανά στo κατάμεστο γήπεδο μπάσκετ της Ρεάλ Μαδρίτης, τον Ιούνιο της ίδιας χρονιάς. Η σκηνοθεσία του Noel Oliver αναδεικνύει ωραία τη δυναμική σχέση μπάντας και πλήθους, ενώ οι μουσικές και ερμηνευτικές επιδόσεις παραμένουν γερές ("Devil Rides Out", "Broken Heroes", "Crusader"), παρά τη θεμελίωση της βραδιάς σε τραγούδια εκείνης της φάσης.
Τα πέτρινα χρόνια (1986-1996)
Τόσο στη Ριζούπολη, όσο και στη Μαδρίτη, το κοινό είδε τους Saxon που γνώριζε από τη δισκογραφία. Αλλά, όταν βγήκε το Rock The Nations [Parlophone/EMI, Σεπτέμβριος 1986], ο μπασίστας και συνιδρυτής Steve Dawson δεν βρισκόταν πια ανάμεσά τους: το συγκρότημα έπαιζε ως τετράδα, με τον Biff Byford ν' αναλαμβάνει ο ίδιος το μπάσο, μέχρι την έλευση του Paul Johnson. Όσο για τον Dawson, είχε απολυθεί. Όπως εξήγησε αργότερα, η πίεση της Αμερικής και το σκληρό πρόγραμμα μιας παγκόσμιας περιοδείας χάλασε το κλίμα συντροφικότητας, με αποτέλεσμα να ξεσπούν διαρκείς καυγάδες για μικροπράγματα. Έτσι, όταν διαφώνησε με την επιλογή του παραγωγού Gary Lyons για τις επόμενές τους ηχογραφήσεις, το μάνατζμεντ τον έθεσε εκτός. Και θα πέρναγε μια ολόκληρη δεκαετία μέχρι να ξαναμιλήσει μ' έναν από τους παλιούς του συνοδοιπόρους, τον κιθαρίστα Graham Oliver.

Το Rock The Nations, τώρα, είχε τον Elton John να παίζει πιάνο στη νωθρή μπαλάντα "Northern Lady" και στο σαχλό "Party 'Til You Puke", μα χτύπησε κι ένα καμπανάκι κινδύνου: όσο κι αν εξακολουθούσε η στήριξη των ευρωπαϊκών charts (Βρετανία #34, Γερμανία #44), ο στόχος της Αμερικής ξεμάκραινε (Η.Π.Α. #149), αφού η μπάντα διατηρούσε μεν παρουσία, μα δεν εδραιωνόταν με τον τρόπο που το είχαν κατορθώσει συμπατριώτες σαν τους Def Leppard ή τους Iron Maiden. Εντωμεταξύ συνέχιζαν να δίνουν γη και ύδωρ σ' έναν "σκληρό" ήχο υπέρ το δέον τυποποιημένο, ο οποίος απογοήτευε πλέον ακόμα κι αυτούς που δεν είχαν απαξιώσει το Innocence Is No Excuse. Και πώς αλλιώς να γινόταν, δηλαδή, αφού ακόμα και οι καλύτερες στιγμές του νέου άλμπουμ –το ομώνυμο "Rock The Nations", το "Battle Cry" ή το "Waiting For The Night– δεν ήταν παρά φόρμουλες παιγμένες και τραγουδισμένες μ' έναν κάποιον παλμό; Τι να πεις, δε, για την υπόλοιπη διάρκεια, που από ένα σημείο και μετά απλώς επιπλέει στην αφόρητη hard & heavy κουταμάρα όλων τούτων των "We Came Here To Rock", "You Ain't No Angel" και δεν συμμαζεύεται;
Παράλληλα, η φαγωμάρα με το επιτελείο που μανατζάριζε το γκρουπ συνεχιζόταν και δεν άργησε να φέρει τον Nigel Glockler στα όριά του, με αποτέλεσμα να φύγει στις αρχές του 1987, προτιμώντας τους GTR του Steve Howe. Τη θέση του στα ντραμς πήρε ο Nigel Durham, με τον οποίον οι Saxon ηχογράφησαν το Destiny [Parlophone/EMI, Μάρτιος 1988], συνεχίζοντας ν' αλλάζουν και παραγωγούς από δίσκο σε δίσκο: αυτή τη φορά την κονσόλα ανέλαβε ο Stephan Galfas.

Το Destiny ξεκινάει με την απόλυτη στιγμή της όλης επιχείρησης για την κατάκτηση της Αμερικής: μια διασκευή στο "Ride Like The Wind" του Christopher Cross, που δεν παραβγαίνει μεν με το πρωτότυπο (1980), μα κάπως πέτυχε να μπολιάσει τη σκληράδα τους με το soft rock στυλ του Αμερικανού τροβαδούρου, δίνοντας ένα αρκούντως συμπαθητικό αποτέλεσμα. Το οποίο εξακολουθεί ν' αρέσει, αν κρίνουμε από τα σχεδόν 14 εκατομμύρια Spotify plays και τη διατήρησή του στις συναυλιακές επιλογές του γκρουπ. Κατά τα λοιπά, ο συνθετικός ορίζοντας απονευρώνεται εδώ ακόμα πιο πολύ, αφού οι Βρετανοί θέλουν μεν να πλευρίσουν τη μελωδική πλευρά του AOR διατηρώντας τις σκληρές τους κιθαριές ("For Whom The Bell Tolls", "Red Alert"), όμως το πράττουν δίχως έμπνευση, απλά αναπαράγοντας εδραιωμένα κλισέ (ακούστε, π.χ., τα πλήκτρα στο "We Are Strong"). Το σύνολο, λοιπόν, αν και απέχει από το μαύρο χάλι που παρουσιάζουν ορισμένες ισοπεδωτικές κριτικές, αφήνει ισχυρή αίσθηση απογοήτευσης.
Στο μεταξύ, η διασκευή στο "Ride Like The Wind" έκανε μια τρύπα στο νερό όσον αφορά τα ραδιόφωνα των Ηνωμένων Πολιτειών, ενώ και στην πατρίδα σκάλωσε στο #52. Αλλά το χειρότερο ήταν ότι, παρά τις τόσες παραχωρήσεις και εκπτώσεις, το Destiny ήρθε να οριοθετήσει το τέλος του αγώνα για την Αμερική, καθώς απέτυχε να μπει κάπου, έστω, στο εθνικό της top-200. Η περιοδεία υποστήριξης άφησε μεν στους εναπομείναντες οπαδούς το συμπαθητικό μα άνισο Rock 'N' Roll Gypsies [Roadrunner, 1989], ηχογραφημένο στο "Sports Hall" της Βουδαπέστης τον Μάιο του 1988, εντούτοις, με το πέρας της, η ΕΜΙ τερμάτισε τη συνεργασία τους. Έφυγαν, επίσης, τόσο ο μπασίστας Paul Johnson, όσο και ο ντράμερ Nigel Durham, ύστερα από έναν γερό καυγά με τον μάνατζερ Nigel Thomas.

Για άλλα συγκροτήματα κάτι τέτοιο θ' αποτελούσε τέλος της διαδρομής. Όχι όμως και για τους Saxon, οι οποίοι σ' εκείνο το άβολο μεταίχμιο σώθηκαν επειδή αποφάσισαν να επιβιώσουν επιστρέφοντας στη μικρότερη κλίμακα από την οποία είχαν ξεπεταχτεί. Έτσι, με τον καινούριο μπασίστα Nibbs Carter και τον Nigel Glockler να ξαναγυρνά στα ντραμς, βγήκαν στους δρόμους της Ευρώπης ώστε να γιορτάσουν τα 10 χρόνια από το ντεμπούτο τους. Από αυτήν την τουρνέ, μάλιστα, προέκυψε και το Greatest Hits Live! [Castle Communications, 1990], καταγράφοντας τη συναυλία που έδωσαν στο "East Midlands Television Centre" του Νότιγχαμ, τον Ιούνιο του 1990. Δεν είναι κυκλοφορία πρώτης γραμμής –λίγο η μονοκόμματη σκηνοθεσία του Chris Gabrin, κάτι στον ήχο που ψιλοθαμπώνει, κάτι στην ενέργεια της μπάντας, καθώς λείπει το μπάσο του Dawson; Πάντως τους δείχνει να μπαίνουν και πάλι σε ράγες, πρόθυμοι να ξαναριζώσουν στο παρελθόν τους.
Η ίδια σύνθεση μπήκε και στο στούντιο, ηχογραφώντας το Solid Ball Of Rock [CBH/Virgin, 1991], που πολλοί θεωρούν ως άλμπουμ επιστροφής. Και όχι άδικα, εδώ που τα λέμε: γρήγορα ροκ εν ρολ με πρόσοψη "σκληρής" ενεργητικότητας σαν το "Solid Ball Of Rock", το "I Just Can't Get Enough" ή το "Baptism Of Fire" βάλθηκαν να ξαναχτίσουν το σαξονικό γόητρο, το "Lights In The Sky" έτεινε κλάδο ελαίας στα χέβι μέταλ πλήθη (προοικονομώντας, ίσως, πράγματα που θα έκαναν και οι Iron Maiden χρόνια μετά, στο The Final Frontier;), ενώ το "I'm On Fire" εξέφρασε την καλή πλευρά των αμερικάνικων πειραμάτων τους. Το υπόλοιπο άλμπουμ χάνεται στην ηλεκτρική μετριότητα, παρ' όλα αυτά έπεισε ότι υπήρχε ακόμα όρεξη, ενώ ένα #23 στα γερμανικά charts έδειξε ότι μια μερίδα οπαδών ψηνόταν να συνεχίσει ν' ακολουθεί. Στο εν λόγω πλαίσιο, λοιπόν, οι φανς αξίζει ν' αναζητήσουν και το Live In Germany 1991 [Demon, 2013], το οποίο ηχογραφήθηκε ζωντανά στο γερμανικό ραδιόφωνο για να ενισχύσει την προώθηση του Solid Ball Of Rock.
Το Forever Free [CBH/Virgin, 1992] κράτησε την ίδια πλεύση κι επένδυσε ακόμα περισσότερο στις δυναμικές ηλεκτρικές εκκενώσεις και στην εξωστρεφή διάθεση. Ωστόσο, μετά το ομώνυμο κομμάτι και το "Hole In The Sky" –το οποίο προϊδεάζει για πράγματα που αργότερα θα απασχολούσαν και τους Accept, όταν μπήκε ο Mark Tornillo στις τάξεις τους– το ενδιαφέρον σταδιακά εξανεμίζεται, εξαιτίας της μέτριας τραγουδοποιίας. Εμφανώς, λοιπόν, οι Saxon χρειάζονταν μια μεγαλύτερη φόρα. Την οποία και βρήκαν 3 χρόνια αργότερα, όταν ξαναφάνηκαν με τα riffs-σαΐτες του "Dogs Of War" και τον Byford να ζωντανεύει ένα μπαρουτοκαπνισμένο σκηνικό, προκειμένου να εκπέμψουν ένα αντι-πολεμικό μήνυμα. Είναι ένα από τα πολύ ωραία τραγούδια τους, το οποίο δικαίως τιτλοφόρησε και το άλμπουμ Dogs Of War [CBH/Virgin, 1995], προσφέροντάς του μια αρκούντως θεαματική εκκίνηση.

Στην πορεία, βέβαια, το πράγμα παρα-απλώθηκε σε διάρκεια, ωστόσο το γκρουπ κράτησε τα μπόσικα, άλλοτε με τη hard & roll ζωηράδα των "Burning Wheels", "Big Twin Rolling (Coming Home)" ή "Demolition Alley" κι άλλοτε επιμένοντας σε αμερικανιές οι οποίες εξακολουθούσαν να μπερδεύουν ή/και να απογοητεύουν το πιστό κοινό, όσο πετυχημένα κι αν μπαστάρδευαν τον ήχο τους με κάτι σαν Aerosmith (το "Don't Worry" το λες και σχεδόν υπέροχο), με τις ρολαριστές νοστιμιές του mainstream ("Hold On") ή ξεδιπλώνοντας μια ηλεκτρική συμμαχία με τους ιθαγενείς της Βόρειας Αμερικής ("The Great White Buffalo"). Πάντως, αν κάποιος χτίσει δίχως κόμπλεξ τα γεφύρια ανάμεσα σε όλα τούτα, θα συναντήσει ένα άλμπουμ που μπορεί να μην γίνεται "σπουδαίο", είναι όμως απολαυστικό.
Αλλά, πάνω που η μπάντα έδειξε να έχει ανακτήσει την παλιά της φόρμα, της χτύπησε ξανά την πόρτα η εσωτερική φαγωμάρα, με αποτέλεσμα την απόλυση του κιθαρίστα και συνιδρυτή Graham Oliver (1996). Απ' ό,τι έγινε γνωστό, ο δυσαρεστημένος από τα οικονομικά Oliver έριξε στην πειρατική αγορά μια ηχογράφηση της συναυλίας του 1980 στο Donnington –εκείνης που έμελλε ν' αποτελέσει το προαναφερθέν Donnington: The Live Tracks– κρυφά από τους υπόλοιπους. Αυτοί, όμως, το ανακάλυψαν, οπότε έγινε χαμός.

Τα γεγονότα άφησαν το συγκρότημα τραυματισμένο, αλλά και τον Biff Byford ως αναμφισβήτητο ηγέτη, αφού ήταν πια ο μόνος που συνέχιζε από την αυθεντική σύνθεση του 1975, παρέα με τον πιστό του παλιόφιλο από τους Coast, Paul Quinn –διόλου τυχαία, σε μεταγενέστερες συνεντεύξεις ο Oliver τους αποκαλεί "Biff's Saxon". Η θέση του, εντωμεταξύ, δόθηκε στον Doug Scarratt, με τον οποίον κι έπαιξαν τον Δεκέμβριο του 1995 σε διάφορες γερμανικές πόλεις (Ντίσελντορφ, Κίελο κ.ά.), με τις ηχογραφήσεις ν' αποτελούν το The Eagle Has Landed II [CBH/Virgin, 1996].

Το άλμπουμ αυτό δεν διαθέτει την αίγλη και την κοψιά του θρυλικού του προκατόχου, ενώ έχει και διάφορα θέματα, άλλοτε σχετιζόμενα με την αναπόφευκτη φλυαρία μιας διάρκειας (σχεδόν) 97 λεπτών, άλλοτε με τον θολό ανά σημεία ήχο. Την ίδια στιγμή, ωστόσο, είναι κι ένα live με απίστευτο τσαγανό, με τον Byford πραγματικά να κουβαλά τη μπάντα στους "ώμους" των ερμηνειών του, δίνοντας ρέστα στο "Refugee", στο "Crusader", στο "The Eagle Has Landed", στο "Light In The Sky" ή στο "Denim And Leather", όπου στην κιθάρα τους συντροφεύει ωραία και ο Yngwie Malmsteen. Έτσι, καταλήγει έως και να ενθουσιάζει, παρέχοντας την καλύτερη απόδειξη για το ότι οι Saxon, παρά τα όσα είχαν συμβεί, θα παρέμεναν μια υπολογίσιμη δύναμη, με τα ποιοτικώς πέτρινα χρόνια και τις μωροφιλοδοξίες περί mainstream αρένων να έχουν οριστικά ξεπεραστεί.
Μια λεοντόκαρδη μπάντα (1997─)
Σε σχετικά πρόσφατα χρόνια, οι παλιοί οπαδοί των Saxon, όσοι είχαν λίγο-πολύ εγκαταλείψει δισκογραφικά μα από ένα σημείο κι έπειτα επέστρεψαν στις συναυλίες, ξαφνιάστηκαν βλέποντας σ' αυτές την εδραιωμένη παρουσία ενός ηλικιακά νεότερου κόσμου, καθώς δεν μπορούσαν να προσδιορίσουν πότε και γιατί συνέβη μια τέτοια επαφή. Σήμερα, βέβαια, είναι (πιο) σαφές ότι αυτό έγινε σε δύο διαδοχικά κύματα, με τον πρώτο "παφλασμό" να χρεώνεται στο Unleash The Beast [CBH/Virgin, 1997]. Το οποίο, έστω και μ' έναν αμφιλεγόμενο τρόπο, κατόρθωσε και γύρισε την πιο βαριά σελίδα στην ιστορία της μπάντας, ανοίγοντας εμπρός της έναν καινούριο ορίζοντα δράσης.
Ο εν λόγω ορίζοντας ξάφνιασε όσους έλπιζαν σε εύηχες αναπαραγωγές της Denim And Leather εποχής, γιατί, υπό την καθοδήγηση του Γερμανού παραγωγού Kale Trapp, οι Saxon επεδίωξαν ένα άνοιγμα προς το κεντροευρωπαϊκό power metal, σπρώχνοντας τον ήχο τους προς "φουσκωμένες" συνθέσεις με δυνατά ντραμς, μελωδικά περιθώρια και πομπώδη ξεσπάσματα. Και, σχεδόν 30 χρόνια μετά, ανήκω κι εγώ σε όσους εξακολουθούν να δυσκολεύονται με αυτόν τον εναγκαλισμό: παρότι φίλος του power metal, αδυνατώ να απορρίψω μια αίσθηση ότι άρχισαν ν' ασχολούνται με φόρμουλες που άνηκαν και δεν άνηκαν στη λίγκα τους. Παρά ταύτα, η όλη πλεύση φαίνεται ότι ιντρίγκαρε τον νεαρόκοσμο των 1990s που ακολουθούσε συγκροτήματα σαν τους Blind Guardian.

Κάπως έτσι, δεν γίνεται να μην αναγνωρίσεις ότι το Unleash The Beast κέρδισε μια θέση αδιαπραγμάτευτα κομβική στη δισκογραφική τους ιστορία, την οποία και υπεράσπισε με σφιχτή συνοχή, που διακυβεύεται μόνο στο τέλος, με τη βαρετή μπαλάντα "Absent Friends" και το αχρείαστο "All Hell Breaking Loose". Στο μεσοδιάστημα, ό,τι γνώμη κι αν διατηρείς για το γελοίο εξώφυλλο ή για τις ηχητικές μετατοπίσεις που γέννησαν στιγμές σαν το "Terminal Velocity", είναι δύσκολο να μην παραδεχτείς ότι οι Βρετανοί καλπάζουν, έχοντας ως αιχμή του δόρατος έναν Biff Byford με κολασμένες διαθέσεις. Ο οποίος αναδεικνύει και τα γερά τραγούδια της συγκομιδής ("Circle Of Light", "Unleash The Beast"), μα και κομμάτια που κατά τα λοιπά ίσως και να μην πολυπρόσεχες ("The Thin Red Line", "Bloodletter").
Όμως, παρά το ευοίωνο ξεκίνημα μιας καινούριας εποχής, οι μπελάδες δεν έλεγαν να σταματήσουν. Ένας σοβαρός τραυματισμός στο νεύρο του λαιμού ανάγκασε τον Nigel Glockler να αποσυρθεί καθώς ηχογραφούσαν νέο υλικό (1998), ενώ λίγο μετά (1999) οι απολυμένοι συνοδοιπόροι Graham Oliver & Steve Dawson –οι οποίοι ήδη από το 1994 έπαιζαν ξανά μαζί, χρησιμοποιώντας το προσαξονικό όνομα Son Of A Bitch– αποφάσισαν να λέγονται κι εκείνοι Saxon, θεωρώντας ότι, ως συνιδρυτές, είχαν το σχετικό δικαίωμα. Κάτι που έγινε δεκτό και από τις επίσημες βρετανικές αρχές.

Αλλά ο Byford διαφώνησε, πήγε την υπόθεση στο ανώτατο δικαστήριο και κέρδισε, υποχρεώνοντάς τους να αρκεστούν στο Oliver/Dawson Saxon (με το οποίο και παρέμειναν ενεργοί ως το 2021, όταν ο Dawson βγήκε στη σύνταξη). Στο μεσοδιάστημα τη θέση του Glockler πήρε ο ντράμερ των Γερμανών Sinner, Fritz Randow, με τον οποίον και κυκλοφόρησαν το Metalhead [SPV/Steamhammer, 1999]. Ένα μέτριο άλμπουμ, που ακολουθούσε μεν κατά πόδας το Unleash The Beast, μα δίχως να μπορεί να μετασχηματίσει την ενέργεια της μπάντας σε βαρυκόκαλη τραγουδοποιία. Έτσι, λίγα πράγματα μένουν να θυμάσαι πέρα από το επιβλητικό "Conquistador".

Κατόπιν, ο 21ος αιώνας ξεκίνησε με μια πρωταγωνιστική εμφάνιση στο Wacken Open Air Festival (Αύγουστος 2001), που εδραίωσε τη θέση τους στην κεντροευρωπαϊκή αγορά κι έδωσε μία ακόμα γερή live κυκλοφορία, αποτελώντας το DVD The Saxon Chronicles [SPV/Steamhammer, 2003]. Παράλληλα ασχολήθηκαν και με καινούριες ηχογραφήσεις σε παλιότερά τους τραγούδια, οι οποίες, αν κι αρχικά ήταν να χρησιμοποιηθούν μόνο ως bonus υλικό, απάρτισαν τελικά το αυτόνομο άλμπουμ Heavy Metal Thunder [Steamhammer/SPV, 2002]. Ωστόσο, όπως έχει συμβεί σε πληθώρα ανάλογων περιπτώσεων, ο δίσκος δεν δικαίωσε την πρωτοβουλία, αφού δεν υπήρχε κανένας καλός λόγος να ξανακούσουμε το "Heavy Metal Thunder", το "Strong Arm Of The Law" ή δοξασμένα κομμάτια σαν τα "Power And The Glory", "Denim And Leather" ή "747 (Strangers In The Night)" με αυτές τις βαβούρικες ενορχηστρώσεις και με αυτές τις μίξεις του Herman Frank των Accept, που τα θέλουν όλα στην τσίτα, ισοπεδώνοντας τις ζουμερές λεπτομέρειες των αυθεντικών συνθέσεων.

Φυσικά, πέρα από το να ξαναζεσταίνουν το ένδοξο παρελθόν, οι Saxon συνέχιζαν να έχουν και παρόν, το οποίο ανέλαβε να υπηρετήσει το Killing Ground [SPV/Steamhammer, 2001]. Ένα άλμπουμ χλιαρό, με αρκετές παράδοξες επιλογές, αφού η μπάντα δείχνει να επενδύει πολλά στην αναπάντεχη μα και αχρείαστη διασκευή στο "Court Of The Crimson King" των King Crimson και σε ορισμένες συνθέσεις απομακρυσμένες από τη μέταλ αισθητική ("Shadows On The Wall"), που λοξοκοιτάνε προς το κλασικό ροκ ή προς τις αλήστου μνήμης αμερικάνικες περιπέτειές τους. Τέτοια πειράματα χάνονται σε μια τραγουδοποιία ενίοτε πολύ κακή (π.χ. "Running For The Border"), ενώ ορισμένες πιο σκληρές στιγμές σαν το "Killing Ground" αποτυπώνονται ξεδοντιασμένες, με τον Byford ν' αδικεί εαυτόν επιμελούμενος προσωπικά την παραγωγή, αφού δεν αντιλαμβάνεται ότι η φωνή του θάβεται στις μίξεις, ηχώντας θαμπή και κουρασμένη.
Πάντως, όσοι βιάστηκαν να πιστέψουν ότι οι Saxon όδευαν, πια, προς το χρονοντούλαπο της ιστορίας, έκαναν μεγάλο λάθος. Με τον Jörg Michael των Stratovarius να έρχεται στα ντραμς και τον Charlie Bauerfeind να αναλαμβάνει την παραγωγή, αναβάθμισαν τα πειράματα του Unleash The Beast, σφυρηλατώντας μια ανοιχτή, σιδερένια συμμαχία με το γερμανικό power metal, την οποία μόνο εκείνοι μπορούσαν να υπερασπιστούν σε επίπεδο σημειολογίας από τη δική τους γενιά, ως η βρετανική μπάντα με το πιο γερμανοθρεμμένο όνομα. Αυτό το ποτάμι οδήγησε στο Lionheart [SPV/Steamhammer, 2004] ή, αλλιώς, στην κύρια αιτία που κέρδισαν νέους σε ηλικία οπαδούς σε μια εποχή αναπτέρωσης του μη-εναλλακτικού ευρωπαϊκού μέταλ, ύστερα από το λυκόφως της δεκαετίας του 1990.

Βέβαια, σε αντίθεση με διάφορες μεταλλάδικες υπερβολές, το Lionheart ούτε αλάθητο υπήρξε, ούτε και παράβγαινε σε αίγλη και εκτόπισμα τους μεγάλους τους δίσκους. Είχε όμως σθένος, μανία και πολλά βολτ ενέργειας, με τα οποία τράφηκαν ορισμένα αληθώς καλοφτιαγμένα τραγούδια, με πρώτο και καλύτερο το "Lionheart": ένα στιγμιότυπο με πωρωτικό, θριαμβευτικό ρεφρέν, στο οποίο έπαιζαν ξανά με τον σταυροφορικό μύθο (αλλά και με την αγγλική υπερηφάνεια), υμνώντας τον θρυλικό βασιλιά Ριχάρδο τον Λεοντόκαρδο. Ήρθε, δε, σε καιρούς όπου ακόμα συγκροτούνταν συλλογικές μνήμες, οπότε πολλοί απ' όσους είδαν το βιντεοκλίπ με το άψογο μοντάζ της συναυλιακής πυγμής και της ιδρωμένης τους διάδρασης με το κοινό, ψήθηκαν ν' ακολουθήσουν και να μάθουν περισσότερα, ακόμα κι αν ως τότε άκουγαν HammerFall, Primal Fear και τα συναφή.
Πλάι στο "Lionheart", τώρα, στεκόταν επάξια η φρενιασμένη θεατρικότητα του "Witchfinder General", ενώ υπάρχουν κι άλλα νόστιμα κομμάτια, σαν το "Beyond The Grave" με τις αναζητήσεις για τη μετά θάνατον ζωή, το "Man And Machine" ή το "Searching For Atlantis". Είναι αλήθεια, ωστόσο, ότι το άλμπουμ κάπου χάνει τον βηματισμό του στο δεύτερο μισό. Ακόμα και με τις ατέλειές του, όμως, πρόσφερε στους Saxon σημαντική ορατότητα μετά από καιρό, γενόμενο θεμέλιο για μια μεγάλη ευρωπαϊκή περιοδεία. Στη διάρκειά της, μάλιστα, ο Jörg Michael έδωσε πρόθυμα τη θέση του στον Nigel Glockler (2005), ο οποίος είχε ανακάμψει πλήρως μετά τον τραυματισμό του.

Αποσπάσματα από αυτές τις συναυλίες συγκεντρώθηκαν στο διάρκειας 2,5 ωρών The Eagle Has Landed ΙΙΙ [Steamhammer/SPV, 2006], το οποίο αφιερώνει πολύ χώρο σε κομμάτια που δεν έπαιζαν συχνά, δίχως, πάντως, ν' αποτυπώνεται ως κάτι το αξιοσημείωτο. Μεγαλύτερο ενδιαφέρον, αντιθέτως, έχει το διπλό DVD To Hell And Back Again [SPV & Roax Films, 2007], με το ομώνυμο ντοκιμαντέρ του Ronald Matthes να καταγράφει την περιοδεία για το Lionheart και τα μεθεόρτιά της, προσφέροντας εικόνα για πολλά στιγμιότυπα της σχετικής ευρωπαϊκής τουρνέ (2004-2005), τα οποία συμπληρώνονται από μια εμφάνιση στο φιλανθρωπικό Rock For Asia Festival στο Ίνγκολστατ της Βαυαρίας (Ιανουάριος 2005), καθώς και από τη βραδιά τους στο Rock Sound Festival του Huttwil, στην Ελβετία (Ιούλιος 2006).

Στα 20 χρόνια που μεσολάβησαν από την ολοκλήρωση της προώθησης του Lionheart οι Saxon δεν έβγαλαν κανέναν δίσκο με ανάλογο αντίκτυπο, όμως απέδειξαν –ξανά και ξανά– ότι, εκτός από τον αγαπημένο τους Ριχάρδο, ήταν κι εκείνοι λεοντόκαρδοι, ως μια μέταλ δύναμη αληθώς ακατάβλητη πάνω στο συναυλιακό σανίδι (το ξέρουμε καλά εδώ στην Ελλάδα), που το πάλεψε και στο στούντιο. Μόνος αληθινός εχθρός, λοιπόν, στάθηκαν έκτοτε τα γεράματα: το 2014 ο Glockler επέζησε από ένα ανεύρυσμα στον εγκέφαλο, ενώ το 2023 ο Paul Quinn ανακοίνωσε ότι πλέον δεν άντεχε σωματικά να βγαίνει σε περιοδείες, οπότε παρέμεινε μέλος μόνο για τις ηχογραφήσεις, δίνοντας τη live θέση του στον Brian Tatler (των Diamond Head). Ακόμα και η κολόνα τους, ο Biff Byford, δεν έμεινε αλώβητη, αφού το 2019 υπέστη έμφραγμα, το 2024 χρειάστηκε να κάνει μία ακόμα επέμβαση στην καρδιά και φέτος διαγνώστηκε με καρκίνο στο έντερο, από τον οποίον εξακολουθεί και αναρρώνει, καθώς γράφονται τούτες οι γραμμές.

Ξεχωριστή θέση στη συγκομιδή αυτών των ετών έχει, φυσικά, το ντοκιμαντέρ του Craig Hooper "Heavy Metal Thunder: The Movie" (2010), το οποίο, αν και δεν αποφεύγει ορισμένες σκηνοθετικές αστοχίες, παρουσιάζει μια διασκεδαστική εποπτεία πάνω στη διαδρομή τους, φιλοξενώντας αρχειακό υλικό, καινούριες συνεντεύξεις με παλιά και νεότερα μέλη, μα και μπόλικους καλεσμένους –τον Lemmy και τους υπόλοιπους Motörhead, τον Lars Ulrich των Metallica, τη Doro κ.ά. Εδώ, μάλιστα, ξετυλίγεται και μια παλιά ιστορία που συνοδεύει επίμονα τον Saxon μύθο, θέλοντάς τους να αγαπούν ιδιαιτέρως το ...τσάι! Αν το βάλετε στο μάτι, αξίζει ν' αποκτήσετε τη σπέσιαλ DVD έκδοση του 2012, όπου προστέθηκαν διάφορα καλούδια, σαν την προαναφερθείσα συναυλία του 1981 από τη Βρέμη ή το live τους στο Λονδίνο για την ημέρα του Αγίου Γεωργίου (2008), το οποίο δεν υπάρχει αλλού.

Από τα επίσημα live, τώρα, τίποτα δεν παραβγαίνει τις παρελθούσες δόξες. Αλλά, όπως ειπώθηκε, οι Saxon παρέμειναν εγγύηση κάθε που πάταγαν στο συναυλιακό σανίδι. Οπότε –με τις όποιες κατά καιρούς αβαρίες στον ήχο ή στη φωνή του Byford και με τον παράδοξο, εκ μέρους τους, εξοβελισμό του "Lionheart" από τις setlists– τα πράγματα διατηρήθηκαν αν μη τι άλλο διασκεδαστικά, διαθέτοντας μια ενέργεια που συχνά εντυπωσιάζει, ειδικά στις DVD κυκλοφορίες, που διαθέτουν το πλεονέκτημα της εικόνας. Εάν είναι να σταθούμε σε μία από αυτές τις περιπτώσεις, η δική μου επιλογή θα ήταν το τριπλό DVD Warriors Of The Road: The Saxon Chronicles Part II [UDR Music, 2014], το οποίο τους βρίσκει να σαρώνουν στο Wacken και στο Download Festival (2012), μα και στα Graspop Festival και Steelhouse Festival (2013).
Ξεχωριστό ενδιαφέρον, βέβαια, έχει και το Eagles Over Hellfest [Silver Lining Music, 2025], επειδή καταγράφει πόσο ακατάλυτοι παραμένουν στις δικές μας ημέρες, αποτυπώνοντάς τους να μασάνε σίδερα στο Hellfest του 2024, με τον Brian Tatler να παίζει, πλέον, στη θέση του Paul Quinn. Οι οπαδοί, τέλος, μάλλον θα θέλουν να "χαθούν" –εάν το αντέχει η τσέπη τους, φυσικά– στη σπέσιαλ έκδοση του Heavy Metal Thunder Live: Eagles Over Wacken [UDR Music, 2012], το οποίο βγήκε σε μόλις 1.000 αντίτυπα, φιλοξενώντας τα πλήρη σόου τους στο Wacken από το 2004, το 2007 και το 2009 (σε 3 DVD), συν ένα διπλό CD με μια συναυλία του 2011 στο "Ο2 ABC" της Γλασκώβης.

Σε στουντιακό επίπεδο, μετά το Lionheart έβγαλαν 10 δίσκους, με την ίδια λίγο-πολύ φόρμουλα: ανακάτεψαν τον κλασικό NWOBHM ήχο με τις κεντροευρωπαϊκές power συνταγές που τους εξυπηρέτησαν στον 21ο αιώνα, πασπαλίζοντας κατά το δοκούν με δομές οι οποίες ανέτρεχαν στις αμερικάνικες 1980s περιπέτειές τους. Φυσικά, ο συντηρητισμός μιας τέτοιας πλεύσης είναι ξεκάθαρος, οπότε σε έναν σημαντικό βαθμό ισχύει η κριτική ότι έβγαζαν παραλλαγές στον ίδιο δίσκο. Από την άλλη, εντός του συγκεκριμένου πλαισίου αποδείχθηκαν ιδιαιτέρως θαλεροί, ισορροπώντας τον δεινοσαυρισμό με καλογραμμένα τραγούδια που συχνά κυμαίνονταν από ενδιαφέροντα ως τέρμα πωρωτικά, θυμίζοντας τις ύστερες επιδόσεις των Motörhead ή τους τρόπους στους οποίους στηρίχτηκε η (παράλληλη) δεύτερη νιότη των Accept.
Οι ξεκάθαρες αποτυχίες είναι τα δύο άλμπουμ με τις διασκευές, το Inspirations [Silver Lining Music, 2021] και το More Inspirations [Silver Lining Music, 2023]. Ειδικά στο πρώτο, βέβαια, υπάρχει κέφι, όπως και μια ειλικρινής διάθεση να τιμηθούν καλλιτέχνες και τραγούδια που τους ενέπνευσαν στο μακρύ τους ταξίδι. Αλλά, ακόμα κι αν πειστείς ν' ακούσεις πώς περιποιούνται το "Paint It Black" των Rolling Stones, το "The Rocker" των Thin Lizzy ή το "Detroit Rock City" των Kiss, σύντομα γίνεται σαφές ότι ούτε ιδέες της προκοπής διαθέτουν, ούτε κι έχουν τον Biff Byford στην καλύτερή του ερμηνευτική φόρμα. Ένας ακόμα δίσκος που απογοητεύει είναι το Into The Labyrinth [SPV/Steamhammer, 2009], ο οποίος ξεκινά θεαματικά με το "Battalions Of Steel", μα σύντομα κουράζει με μέτριες συνθέσεις που δεν αφήνουν σχεδόν τίποτα να θυμάσαι. Κάπου εδώ, επίσης, ανήκει και το βιαστικό Carpe Diem [Silver Lining Music, 2022], που, παρά την κεκτημένη ορμή κομματιών τύπου "Remember The Fallen" ή "The Pilgrimage", ξεθωριάζει εξίσου γρήγορα από τη μνήμη.

Τα υπόλοιπα άλμπουμ, πάντως, έχουν όλα ένα κάτι τις να επιδείξουν, ειδικά όταν οι Saxon αφήνουν στην άκρη τα κόλπα και φέρνουν μπροστά το τσαγανό και την επιθετικότητά τους. Όπως κάνουν λ.χ. στο Sacrifice [UDR Music, 2013], όπου πρωτοσυνεργάζονται με τον Andy Sneap και, ευεργετούμενοι από τη ματιά του πάνω στη μοντέρνα "σκληρή" παραγωγή, αποτυπώνονται εκρηκτικοί σε στιγμές σαν τα "Sacrifice", "Made In Belfast" ή "Guardians Of The Tomb". Διόλου τυχαία, είναι εδώ όπου επαναπροσεγγίζουν και τα βρετανικά charts, για πρώτη φορά μετά το 1988. Πιο άνισο, το Call To Arms [UDR Music, 2011] έχει εντούτοις τις στιγμές του, π.χ. στο "Surviving Against The Odds", στο αρθουρικό "Mists Of Avalon", στο "Afterburner" και στο "When Doomsday Comes" με την ξεκάθαρη επίκλησή του στους Deep Purple του Perfect Strangers.
Από εκεί και πέρα διακρίνονται κυρίως τραγούδια. Το Inner Sanctum [SPV/Steamhammer, 2007], ας πούμε, ασθμαίνει ως διάδοχος του Lionheart, όμως περιέχει το "Let Me Feel Your Power", καθώς και την power μπαλάντα "Red Star Falling", στην οποία ο Byford δίνει ρεσιτάλ, γιορτάζοντας την πτώση των κομμουνιστικών καθεστώτων. Το Thunderbolt [Silver Lining Music, 2018], πάλι, διαθέτει διαολεμένες κιθάρες, οι οποίες δίνουν ρέστα στο ομώνυμο κομμάτι και στο "A Wizard's Tale", ενώ το παγοθραυστικό "Battering Ram" ονοματίζει το Battering Ram [UDR Music, 2015], στο οποίο βρίσκει κανείς και το "Eye Of The Storm", αλλά και το "Kingdom Of The Cross", όπου οι Saxon επιχειρούν να φτιάξουν κάτι σαν το "1916" των Motörhead, συνεργαζόμενοι με τον Dave Bower των Hell.
Τελευταία κατάθεση όσο γράφονταν αυτές οι γραμμές υπήρξε το Hell, Fire And Damnation [Silver Lining Music, 2024], όπου περιέχονται οι ιστορικού περιεχομένου δυναμίτες "Madame Guillotine" και "Kubla Khan And The Merchant Of Venice". Λόγω των περιπετειών του Byford με την υγεία του παραμένει άγνωστο αν θα βγει καινούριο άλμπουμ το 2026. Σίγουρα, όμως, ελπίζουμε να σταθούμε για μία ακόμα φορά απέναντι σε τούτους τους τόσο αγαπητούς στην Ελλάδα Σάξονες.
