50 χρόνια Motörhead, μέρος 1ο: Η σφυρηλάτηση μιας βαβούρικης κοσμογονίας (1975-1982)

Μπορεί να διαλύθηκαν μετά τον θάνατο του Lemmy, όμως τα κατορθώματά τους παραμένουν δαφνοστεφανωμένα, εξακολουθώντας, μάλιστα, να ενώνουν μουσικόφιλους από διάφορους χώρους, οι οποίοι συνήθως δεν τέμνονται. Τώρα, λοιπόν, η στρογγυλή επέτειος από την ίδρυσή τους παρέχει μια καλή ευκαιρία ώστε να ξαναθυμηθούμε τα πιο θεμελιώδη ανάμεσά τους.

Mtrhd1_front The Three Amigos: Philthy Animal, Lemmy & Fast Eddie, από promo καρτέλα της PolyGram (1979)

Μισό αιώνα μετά την ίδρυσή τους και κοντά μια δεκαετία, πια, από τότε που ο Ian "Lemmy" Kilmister "was killed by death", δείχνει δύσκολο να μιλήσεις για τους Motörhead δίχως να γυαλίσεις κάποιο από τα κλισέ που συχνά λειτουργούν ως λεκτικά "ασημικά" της μουσικής δημοσιογραφίας. Κι αυτό είναι άδικο για μια μπάντα που τα αψήφησε τόσο συστηματικά καθώς σφυροκοπούσε το δικό της μονοπάτι προς τη rock 'n' roll δόξα, αδιαφορώντας για την κοπτορραπτική των δισκογραφικών εταιριών ή για τις δημόσιες σχέσεις με τον Τύπο –δηλαδή για όλη τη φάση του "πώς παίζεται το παιχνίδι". Τουλάχιστον πριν γιγαντωθούν και αναγορευτούν σε θρύλους, γενόμενοι (αναπόφευκτα;) ένα ακόμα επικερδές rock προϊόν εξαργυρωμένο σε μπλουζάκια, καπελάκια, μπυροπότηρα κτλ. 

Πάντως, είτε πάρεις τον εύκολο δρόμο, είτε προσπαθήσεις να ζορίσεις την εισαγωγή σου, είναι γεγονός πως ο θρύλος των Motörhead έχει ένα σαφές σημείο γέννησης. Μια στάση στη λαίλαπα του χρόνου, δηλαδή, όπου αυτό το οποίο ήθελαν να κάνουν άστραψε και βρόντηξε μ' έναν τρόπο που δεν γινόταν να περάσει αδιάφορος ούτε στους εχθρούς τους –όσους δυσφορούσαν με την πρότασή τους, είτε επειδή πίστευαν ότι έγραφαν διαρκώς το ίδιο πράγμα σε αέναα θορυβώδεις παραλλαγές, είτε γιατί τους θεωρούσαν κάτι σαν χαρακτήρες από ταινία του Γιάννη Οικονομίδη σε συσκευασία μπάντας. Και δεν υπάρχει λόγος να το κρύβουμε, για να μη χαλάσουμε το όποιο σασπένς: το εν λόγω σημείο ήταν η κυκλοφορία του άλμπουμ Overkill, τον Μάρτιο του 1979. 

Σπιντάκια, μοτοσικλέτες και αλκοόλ: ο δρόμος προς το Overkill 

Το Overkill, φυσικά, καταναλώνεται και έτσι σκέτο. Πίσω του, όμως, έχει μια τετραετία έντονων ζυμώσεων, που στους καιρούς του δεν (πολυ)ήταν ορατές, μα για εμάς συγκροτούν ένα τακτοποιημένο πεδίο, το οποίο αξίζει να επισκεφθεί όποιος ενδιαφέρεται για τη μπάντα ή για τα γενικότερα πώς και γιατί πίσω από την οικοδόμηση των rock 'n' roll θρύλων. Ποιοι ήταν οι Motörhead, λοιπόν, πριν γίνουν οι Motörhead; Για να ξετυλιχθεί το νήμα θα πρέπει να το πιάσει κανείς από το άλμπουμ On Parole, στην επαυξημένη, λαμπρά remastered βερσιόν του 2020, η οποία κυκλοφόρησε στην τότε Ημέρα Δισκοπωλείων. Εκεί, στα demo του 1975 που έχουν προστεθεί ως bonus tracks, θα συναντήσετε τον απολυμένο από τους Hawkwind Lemmy (φωνητικά/μπάσο) καθ' οδόν προς το πρώτο του άλμπουμ, παρέα με τον Larry Wallis (κιθάρα) και τον Lucas Fox (ντραμς), με τον Ουαλό rocker David Edmunds –έναν από τους ήρωές του– να εκτελεί χρέη παραγωγού. 

Mtrhd1_01
Οι Motörhead με την πρώτη τους σύνθεση (1975): Lucas Fox, Larry Wallis & Lemmy

Ο Edmunds, ωστόσο, δεν μπόρεσε να κάτσει πολύ, οπότε παρέδωσε τη σκυτάλη στον Fritz Fryer, με το γκρουπ να κάνει εντωμεταξύ καινούριες ηχογραφήσεις, καθώς ως νέος ντράμερ ήρθε ο Phil Taylor, που βαφτίστηκε "Philthy Animal" από την Ειρήνη Θεοδώρου –μια έντονη παρουσία στο τότε μικροσύμπαν των Motörhead, με αναμφίβολα ελληνικό όνομα, για την οποία ελάχιστα είναι γνωστά (ο Lemmy την αποκαλούσε "Motorcycle Irene"). Ο Fox, βέβαια, διώχθηκε για την κατρακύλα του στα ναρκωτικά, όχι λόγω έλλειψης ταλέντου: λίγο μετά θα μετείχε στο πανκ σχήμα των Warsaw Pakt, ενώ οι φίλοι των Sisters Of Mercy σίγουρα τον θυμούνται από το Sisterhood εγχείρημα του Andrew Eldritch (ειδικά από το "Finland Red, Egypt White"). Το υλικό, τώρα, ήταν έτοιμο ως τον Φεβρουάριο του 1976, αλλά η United Artists δεν έμεινε καθόλου ευχαριστημένη και το έβαλε στο ράφι, αφήνοντας τους Motörhead να βαλτώσουν. Το 1979, όταν οι ιθύνοντές της συνειδητοποίησαν ότι κάτι δεν είχαν καταλάβει σωστά, το έριξαν στην αγορά δίχως να τους ειδοποιήσουν, ώστε να σώσουν όσα κέρδη προλάβαιναν

Mtrhd1_02
Το εξώφυλλο του άλμπουμ On Parole 

Το On Parole δεν είναι σπουδαίο, μα διαθέτει κομβική σημασία για να κατανοήσει κανείς από πού έρχονταν και για πού τραβούσαν. Οι ρίζες βρίσκονταν σε ένα βαρύ rock με ηλεκτρικά blues στοιχεία, ήδη θαλερό στα ύστερα χρόνια της δεκαετίας του 1960. Όπως δείχνουν, όμως, τραγούδια σαν το "On Parole" και το μηχανόβιο "Iron Horse/Born To Lose" ή διασκευές στη Motown επιτυχία "Leaving Here" και στο "Motorhead" των Hawkwind (το οποίο έδωσε και το όνομα της μπάντας, αλλά γραμμένο με τα χαρακτηριστικά γερμανικά ούμλαουτ, ώστε να μεταδίδει μοχθηρότητα), μεταβόλιζαν αυτή την παρακαταθήκη σε κάτι διαφορετικό, που δεν χτιζόταν μόνο ηχητικά, αλλά και μέσω των φωνητικών και των στίχων του Lemmy. Όταν έγραφε, π.χ., "Wasted forever, on speed, bikes, and booze", δεν ήταν λόγια του αέρα, μα πράγματα τα οποία πήγαζαν από μια αληθώς αλητήρια και rock 'n' roll ζωή, που είχε προηγηθεί της όποιας ενασχόλησης με τα μουσικά. 

Mtrhd1_03
Το Manticore Tapes έχει τις παλαιότερες γνωστές ηχογραφήσεις της κλασικής τους σύνθεσης 

Το επόμενο βήμα αποκαλύφθηκε μόλις πριν λίγους μήνες, όταν κυκλοφόρησε το The Manticore Tapes, περιέχοντας άγνωστες ηχογραφήσεις που έκαναν τον Αύγουστο του 1976 στο περίφημο στούντιο Manticore των Emerson, Lake & Palmer, με τον "Fast" Eddie Clarke να έχει αντικαταστήσει τον Larry Wallis στην κιθάρα. Εδώ, επομένως, ακούμε την πιο κλασική σύνθεση των Motörhead στα πρώτα της βήματα, να προβάρει το υπάρχον υλικό, μαζί με ό,τι εξτρά είχε προκύψει (π.χ. το "Help Keep Us On The Road"). Υπάρχουν ενδιαφέροντα πράγματα στα παιξίματα, καθώς και μια ωραία εκτέλεση στο "Motörhead", αλλά γενικά το άλμπουμ πάσχει από μια μονοκόμματη ωμότητα, συγκρινόμενο με το On Parole. Η τριάδα εστιάζει αρκετά στη διασκευή της στο "Leaving Here" του Eddie Holland και δεν είναι τυχαίο ότι αυτή διάλεξαν λίγους μήνες αργότερα (Δεκέμβριος 1976), όταν η Stiff Records τους έδωσε την ευκαιρία να κόψουν ένα single. Τελικά, όμως, πάλι κάτι συνέβη, με αποτέλεσμα να μείνει αδημοσίευτο ως το 1977. 

Έτσι, ως τον Ιούνιο του 1977, όταν εμφανίστηκαν στο "Town Hall" του Μπέρμιγχαμ, οι Motörhead είχαν φτάσει πολύ κοντά στη διάλυση εξαιτίας απελπισίας: "πεινούσαμε, μέναμε σε καταλήψεις, τίποτα δεν συνέβαινε", γράφει χαρακτηριστικά ο Lemmy στην αυτοβιογραφία του. Ταυτόχρονα, όμως, βρήκαν και φως στο τούνελ χάρη στον Ted Carroll, ο οποίος τους έφερε στη (δική του) Chiswick Records. Ως ντοκουμέντο λοιπόν μιας κρίσιμης φάσης, μεταξύ αποσύνθεσης και εκκίνησης στη δισκογραφία, το live άλμπουμ Blitzkrieg On Birmingham '77 αναζητήθηκε με θέρμη από τους μετέπειτα οπαδούς κι έτσι έτυχε πολλών εκδόσεων και επανεκδόσεων (όχι πάντα με τον ίδιο τίτλο ή το ίδιο εξώφυλλο), αφότου πρωτοκυκλοφόρησε το 1989. 

Η ιστορική σημασία, βέβαια, δεν συνεπάγεται και κάποια ιδιαίτερη αξία: η τριπλέτα παίζει με αναντίρρητη ενέργεια, ωστόσο η καταγραφή αποτυπώνεται ηχητικώς φτωχή, αδικώντας τα φωνητικά του Lemmy, τα οποία θάβονται από κιθάρα και ντραμς. Εντωμεταξύ τον Δεκέμβριο του 1977 η μπάντα ξαναπήγε στο Μπέρμιγχαμ (στη "Barbarella"), με τη βραδιά να παράγει τα δικά της, άγνωστα μέχρι πρότινος, ντοκουμέντα: με αφορμή, δηλαδή, τη βινυλιακή deluxe έκδοση των Manticore Tapes, η εκτέλεση στο "Motörhead" κόπηκε σε non-album single 45 στροφών, λαμβάνοντας ως b-side το "Keep Us On The Road". Πρόκειται, φυσικά, για δύο από τα καλύτερα πρώιμα τραγούδια τους, τα οποία προσφέρονται σε βελτιωμένες λάιβ καταγραφές, συγκριτικά μ' εκείνες του Blitzkrieg. Εντούτοις, ακόμα δεν μπορεί να γίνει λόγος για κάτι που υπερβαίνει τον οπαδικό ορίζοντα ενδιαφέροντος.  

Mtrhd1_04
Το άλμπουμ Motörhead (1977) με το σπάνιο και αμφιλεγόμενο αυθεντικό εξώφυλλο

Για να καταλάβει κανείς τι ώθηση έδωσε στους Lemmy, Fast Eddie & Philthy Animal η ευκαιρία που τους πρόσφερε ο Ted Carroll πάνω που είχαν αποφασίσει να το διαλύσουν, θα πρέπει να βρει τα demo του ντεμπούτο Motörhead, τα οποία κυκλοφόρησαν ως bonus tracks στην επανέκδοση του 2017. Όχι γιατί προσφέρουν κάτι το φοβερό, αλλά επειδή, ακούγοντας λ.χ. τη διασκευή στο "City Kids" των Pink Fairies ή το δικό τους "White Line Fever", συναισθάνεται κανείς τόσο την ορμή με την οποία τζάμαραν τότε, όσο και τη χημεία τους με τον παραγωγό John "Speedy" Keen (των Thunderclap Newman). Το ίδιο, όμως, δεν συμβαίνει κι αν ανατρέξει κανείς στο ΕΡ Beer Drinkers And Hell Raisers (1980), όπου μπήκε υλικό που ψαλιδίστηκε από την τελική ευθεία –σαν το "On Parole" ή μια διασκευή στο "Beer Drinkers And Hell Raisers" των ZZ Top; Και ναι και όχι, γιατί, αν και τέτοια κομμάτια ήταν στουντιακώς έτοιμα, το ενδιαφέρον δεν προκύπτει ανάλογο.  

Όσο για το άλμπουμ Motörhead (Αύγουστος 1977), αποδείχθηκε μία ακόμα κατάδυση στο υλικό του 1975, ενώ είχε και το εξώφυλλο όπου έκανε την πρώτη του εμφάνιση το θρυλικό λογότυπο της μπάντας: ο Snaggletooth, το Γουρούνι του Πολέμου, μια δημιουργία του Joe Petagno η οποία πέτυχε διάνα σε επίπεδο συμβολικής απεικόνισης της ωμής επιθετικότητας που θα πρέσβευε μουσικά ο Lemmy με την εκάστοτε παρέα του. Ή σχεδόν διάνα, τέλος πάντων, αφού στην ορίτζιναλ έκδοση υπήρχε και μια σβάστικα στην κεντρική ακίδα του στρατιωτικού του κράνους, που αφαιρέθηκε στις ανατυπώσεις (με αποτέλεσμα οι αρχικές κόπιες να κοστίζουν, πλέον, έναν σωρό λεφτά). Το περιεχόμενο, τώρα, διαθέτει όλη τη φόρα και την ενέργεια που περιμένεις (π.χ. "Lost Johnny"), όμως δεν έχει ούτε την καλύτερη επιλογή κομματιών από τα τότε υπάρχοντα, ούτε και τις ηχητικά λαμπρότερες εκτελέσεις σε στιγμές αναμφίβολης δύναμης σαν το "Iron Horse/Born To Lose" ή το "Keep Us On The Road", που κατέληξαν κάπως θαμπές. Ωστόσο δεν έλειπε ο χαρακτήρας, οπότε τη δουλειά του την έκανε: και τη μπάντα έστειλε στα βρετανικά charts (#43), χαρίζοντάς της μια πρώτη γεύση της ποθητής επιτυχίας, αλλά και το θορυβώδες μονοπάτι όπου θα μεγαλουργούσαν "πατένταρε" στη συνείδηση ενός νεανικού κοινού. 

Mtrhd1_05
Το εξώφυλλο του live άλμπουμ Lock Up Your Daughters

Παρ' όλα αυτά, οι Motörhead ξαναβάλτωσαν. "Ήταν μια κενή περίοδος", σημειώνει και ο Lemmy, παραδεχόμενος ότι ως τα μέσα του 1978 οι Fast Eddie & Philthy Animal έδειχναν πιο απασχολημένοι με ένα καινούριο συγκρότημα που είχαν στήσει παρέα με τον Speedy Kane –τους Muggers. Τη φάση καλύπτουν δύο ζωντανές ηχογραφήσεις, μία από το "The Roundhouse" του Λονδίνου (Φεβρουάριος 1978) που βγήκε σαν What's Words Worth? και μία από το "The Civic Centre" του Σαιντ Άλμπανς (Ιούλιος 1978), η οποία αποτέλεσε το Lock Up Your Daughters. Τα δύο άλμπουμ περιέχουν παρεμφερές υλικό, ενώ τα μαστίζουν και παρόμοια ηχητικά προβλήματα, που χαντακώνουν την ακρόαση, ακόμα και σε σημεία όπου νιώθεις τη μπάντα να δίνει τον πιο ενεργητικό της εαυτό. Η πρώτη περίπτωση, βέβαια, έχει ξεχωριστή αξία, γιατί οι Motörhead πήγαν στο "Roundhouse" ώστε να βοηθήσουν να μαζευτούν χρήματα για τη διατήρηση χειρογράφων του ποιητή Γουίλιαμ Γουόρντσγουορθ. Ωστόσο, λόγω ρήτρας στο συμβόλαιο με την Chiswick –με την οποία ο τότε μάνατζέρ τους δεν τα πήγαινε καλά– έπαιξαν με το ψευδώνυμο Iron Fist And The Hordes From Hell

Στον αστερισμό του Overkill

Το τέλος της συνεργασίας με την Chiswick επέτρεψε ν' ανθίσει ένα φλερτ με τη Bronze του Gerry Bron (παραγωγού των Uriah Heep, μεταξύ άλλων), η οποία ενδιαφερόταν μεν, μα ήθελε πρώτα ένα κρας τεστ, προτού αποφασίσει. Έτσι, οι Motörhead έκοψαν σε single μια διασκευή στο "Louie Louie" των Richard Berry & Τhe Pharaohs (Αύγουστος 1978). Ο Bron, βέβαια, τη θεώρησε ένα από τα χειρότερα πράγματα που είχε ακούσει, πάντως το νούμερο 68 που έπιασε στα charts κρίθηκε ικανοποιητικό, οδηγώντας σε ένα συμβόλαιο που θα αποδεικνυόταν κομβικής σημασίας –και για τη μπάντα, αλλά και για το label. Όσο για το single, δεν ήταν και τόσο άσχημο. Το κομμάτι προσαρμόστηκε καλά στην αισθητική των "Three Amigos", αν και η όλη περιποίηση ήταν και κάπως αχρείαστη, αν σκεφτεί κανείς πόσες φορές έχει διασκευαστεί. Στάθηκε, δε, αρκετό για να τους πάει και στο BBC, για ένα Peel Session στη θρυλική εκπομπή του John Peel (Σεπτέμβριος 1978), όπου την παράσταση έκλεψε το φρέσκο "I'll Be Your Sister", δίνοντας μια πρώτη "γεύση" από τον ορίζοντα του Overkill.

Mtrhd1_06
To Overkill (1979) έβαλε τους Motörhead στον χάρτη 

Αλλά τι το τόσο σημαντικό είχε το Overkill; Τι το ξεχώριζε, ας πούμε, από πράγματα που ήδη συνέβαιναν σε δίσκους των Rainbow ή των Judas Priest, ώστε να καταστεί σημείο αναφοράς για επερχόμενες μπάντες σαν τους Venom, τους Celtic Frost και τους Metallica; "Απλά περιμέναμε μια ευκαιρία να δείξουμε τι μπορούσαμε να κάνουμε", θα σχολίαζε αργότερα ο Fast Eddie –και δεν έχει τόσο άδικο, αφού, επί της ουσίας, οι Motörhead δεν κάνουν κάτι που δεν έκαναν ήδη. Αυτό που συμβαίνει είναι ότι τελειοποιούν την ιδιαιτερότητα της πρότασής τους, πλάθοντας έναν ήχο που χάρη στα εκρηκτικά κιθαριστικά riffs και τα φρενιασμένα ντραμς είχε πολλά να μοιραστεί με τον "βρώμικο" ηλεκτρισμό του βρετανικού πανκ, μα εξακολουθούσε να εγγράφεται σε ένα ατημέλητο, ατίθασο rock 'n' roll κληροδοτημένο από ζόρικες μπάντες της δεκαετίας του 1970 σαν τους ZZ Top και τους AC/DC. Με τον Lemmy στην κορυφή της πυραμίδας, φυσικά, να τα προσωποποιεί όλα τούτα τόσο με τον θορυβώδη, σχεδόν κιθαριστικό τρόπο με τον οποίον έπαιζε μπάσο, όσο και με τα τραχιά, γρεζιασμένα του φωνητικά, που συχνά ξέφευγαν σε εμφανή μα πωρωτικά φάλτσα και ακούγονταν λες και ήταν μονίμως μουσκεμένα στη νικοτίνη και στο φτηνό ουίσκι.

Όλα αυτά, βέβαια, υπήρχαν ήδη. Εδώ, όμως, ακούγονται πιο κατασταλαγμένα, πιο σωστά ομαδοποιημένα και πιο περιποιημένα ηχητικά, πράγμα που οφείλεται και στην έμπνευση της μπάντας, αλλά και στην εξαιρετική δουλειά του Αμερικανού παραγωγού Jimmy Miller. Έτσι, από τη μία έχεις τον έναν δυναμίτη να διαδέχεται τον άλλο από τη στιγμή που ακούγεται το σαρωτικό "Overkill" –με τα "Stay Clean", "(I Won't) Pay Your Price", "I'll Be Your Sister", "Limb From Limb", "No Class", "Metropolis" να σε παίρνουν και να σε σηκώνουν. Κι από την άλλη έχεις έναν άνθρωπο στην κονσόλα που είχε δουλέψει με τους Rolling Stones σε κομβικές ηχογραφήσεις, ο οποίος κατανοεί τη rock 'n' roll "ψίχα" των Motörhead. 

Mtrhd1_07
Το οπισθόφυλλο της βινυλιακής έκδοσης του Overkill

Ο Miller, λοιπόν, βρίσκει τις σωστές ισορροπίες μεταξύ του επιθετικού τους θορύβου και της ανάγκης να ακούγονται όλα τα όργανα, παράλληλα, όμως, αντιλαμβάνεται και πόσο ένα ήταν τα τραγούδια με τη ζωή των Three Amigos: κουβαλούσαν την αλήθεια τους, δηλαδή, ακόμα και όταν πρέσβευαν τις πιο τσαντισμένες, ίσως και τις πιο "καμένες" πτυχές μιας λαϊκής καθημερινότητας βρετανικής κοπής, η οποία μοιραζόταν την ίδια ματιά στον κόσμο που διέθετε και το πανκ. Ο Lemmy, άλλωστε, ήταν ο πρώτος που τόνιζε σε συνεντεύξεις πόσο κοντά αισθάνονταν στο τελευταίο και πόσο μακριά απ' όσα έπρατταν π.χ. οι Judas Priest ή είχαν κάνει οι Black Sabbath, πιστεύοντας ότι το μόνο που τους χώριζε πραγματικά ήταν τα μακριά τους μαλλιά. 

Από μια τέτοια άποψη, λοιπόν, ίσως να είναι λίγο ειρωνικό ότι, χάρη στην επιτυχία που γνώρισε στη Βρετανία (#24) και σε κάποιες χώρες της Ευρώπης, το Overkill υπήρξε το άλμπουμ που έβαλε τους Motörhead στον χάρτη για σημαντικό μέρος του κοινού που σύντομα θα σχετιζόταν με τη heavy metal κουλτούρα: ναι μεν το άκουσμα δεν κατατασσόταν εύκολα, αλλά το "σκληρό", μακρυμάλλικο και σχεδόν μηχανόβιο ίματζ παρέπεμπε σε ό,τι σύντομα θα γινόταν κλισέ ως προς το τι εστί "μεταλλάς". Δεν είναι τυχαίο ότι προς τα εκεί όδευσε και η μοναδική βρετανική μπάντα εκείνων των καιρών που μπορεί να πει κανείς πως συγγένευε με τους Motörhead –οι Saxon.

Σήμερα, ο αφοσιωμένος Μοτορχεντάς έχει το περιθώριο να αποκτήσει το Overkill και στην εκδοχή που λάνσαρε το εκπληκτικό box set 1979, με το half-speed mastering ν' αποκαλύπτει εξτρά πτυχές, χωρίς να χαλάει τον αυθεντικό ήχο. Στο ίδιο κουτί φιλοξενείται και το Good 'N' Loud, ζωντανά ηχογραφημένο στο "Friars" του Aylesbury λίγες μέρες μετά την έκδοση του άλμπουμ (Μάρτιος 1979), με τη μπάντα σε τρελά κέφια στα "Overkill" και "Keep Us On The Road", που ευνοούνται από τον (γενικώς) καλό ήχο. Επιπλέον, έχεις και τον Lemmy να απευθύνεται στο κοινό (όπου, σημειωτέον, λίγοι είναι πάνω από 30 ετών), πότε σχολιάζοντας σαρδόνια ότι "μόλις τώρα γίναμε της μόδας", πότε με διάθεση αυτοπαρωδίας, όπως, π.χ., όταν συστήνει το "Metropolis" ως "το κομμάτι όπου παριστάνουμε τους Pink Floyd". Αξίζει, πάντως, ν' αναζητήσει κανείς και τη συλλογή BBC Live & In-Session (2005), ώστε να ακούσει την καταγραφή μιας συναυλίας στο "Paris Theater" του Λονδίνου (Μάιος 1979), όπου λάμπει το "Too Late Too Late".

Mtrhd1_08
Το εξώφυλλο του Bomber (1979)

Στον αστερισμό του Overkill, τώρα, ανήκει και το αμέσως επόμενο στούντιο βήμα Bomber (Οκτώβριος 1979), αφού ηχογραφήθηκε εσπευσμένα, προκειμένου να προλάβουν το τρένο της νεόκοπης επιτυχίας. Δεν είναι Overkill, ωστόσο πέτυχε τους στόχους: αφενός, εκτόξευσε την εμπορική τους αποδοχή στο #12· αφετέρου, έδειξε ότι η "πρώτη ύλη" μπορούσε να επαν-αξιοποιηθεί, παράγοντας δυναμικά τραγούδια σαν το "Dead Men Tell No Tales" ή το "Stone Dead Forever", όπου νιώθεις τις κιθάρες του Fast Eddie να έρχονται κατά πάνω σου σαν νταλίκα στην παλιά εθνική οδό Αθηνών-Πατρών. Ίσως, βέβαια, οι Three Amigos μπορούσαν να άφηναν εκτός στιγμές σαν τα "Sweet Revenge" και "Lawman" και να τελείωναν τα demo του "You Ain't Gonna Live Forever" και του "Treat Me Nice". Ίσως, πάλι, για όλα τούτα να φταίει και το γεγονός ότι ο Jimmy Miller ξαναχανόταν τότε στον εθισμό του στα ναρκωτικά (θα ξανασυνερχόταν, επιστρέφοντας θεαματικά το 1991 με το Screamadelica των Primal Scream). Ακόμα κι έτσι, πάντως, οι Motörhead συνέχισαν μ' ένα καλό άλμπουμ, κερδίζοντας το απαραίτητο μομέντουμ. 

Το προαναφερθέν box set 1979, τώρα, περιέχει μια half-speed mastered εκδοχή και για το Bomber, αλλά δεν είναι τόσο πετυχημένη, όσο η αντίστοιχη του Overkill. Αντιθέτως, το άλμπουμ Sharpshooter, ζωντανά ηχογραφημένο στο "La Rotunde" της γαλλικής πόλης Λε Μαν (Νοέμβριος 1979), έρχεται να στεφανώσει την όλη εμπειρία της εποχής. Ο ήχος, βέβαια, προκύπτει αρκετά ωμός και από ένα σημείο και μετά σου παίρνει τα αφτιά, ενώ μερικές φορές και ο Lemmy –ο οποίος εκείνη τη μέρα δεν αισθανόταν και πολύ καλά– ακούγεται απογοητευτικά βραχνός. Από την άλλη, εδώ θα βρείτε ένα αληθώς εκρηκτικό "Bomber", όπως και σαλιάρικα μανιασμένες εκτελέσεις στα No Class" και "(Ι Won't) Pay Your Price". 

Το γιγάντωμα του Motörhead θρύλου 

Σημειώνοντας ότι το μπάσιμο στη δεκαετία του 1980 έγινε με το ΕΡ The Golden Years, δηλαδή με μία ακόμα ζωντανή ηχογράφηση –και με το No Sleep 'Til Hammersmith να μας περιμένει λίγο παρακάτω, ως το σημείο του απόλυτου τσιμεντώματος του Motörhead" θρύλου– προκύπτει ένα σημαντικό ερώτημα: γιατί τόσες live εκδόσεις; Μέρος της απάντησης, φυσικά, ανήκει στον επικείμενο θρίαμβο του No Sleep 'Till Hammersmith (το μοναδικό νούμερο 1 της καριέρας τους), το οποίο εισήλθε, έκτοτε, σε μια "χρυσή" λίστα με τους καλύτερους live δίσκους στην ιστορία του rock 'n' roll. 

Mtrhd1_09
© Sheila Rock, από το υλικό των Manticore Tapes
Εκείνα τα χρόνια, η πλήρης Motörhead εμπειρία εξακολουθούσε να βιώνεται επί σκηνής

Ένα άλλο μέρος, όμως, εξίσου σημαντικό, οφείλεται στο ότι εκείνα τα χρόνια η πλήρης Motörhead εμπειρία εξακολουθούσε να βιώνεται επί σκηνής: όσο κοντά κι αν είχαν φτάσει στη στούντιο αποτύπωσή της, ήταν στις συναυλίες όπου ξετυλιγόταν η μανία των Three Amigos, με τον Lemmy να αποτελεί εικόνα από μόνος του έτσι όπως στεκόταν αγέρωχος, τραγουδώντας με το κεφάλι ανασηκωμένο, ώστε να φτάνει στο ψηλά τοποθετημένο μικρόφωνο. Επιπλέον, τα live τους συνέχιζαν να είναι τόποι δυνητικά επικίνδυνοι, στους οποίους μπορεί να έπεφτε και καμιά μπουνιά και οι "απέξω" διακρίνονταν σαν τη μύγα μες το γάλα. Δεν είναι ν' απορεί κανείς αν διάφοροι δημοσιογράφοι της εποχής, οι οποίοι μπήκαν σε αυτό το "άδυτο", τους απέρριψαν ως τρεις ηλίθιους που παίζουν φασαριόζικο ροκ, ανίκανοι να επικοινωνήσουν με κάτι ευρισκόμενο εμφανώς μακριά από τα δικά τους μουσικά γούστα.

Το Golden Years, λοιπόν, κάλυψε μια ανάγκη του τότε κοινού, αφού ακόμα δεν είχε βγει επισήμως καμία από τις live ηχογραφήσεις στις οποίες έχουμε ήδη αναφερθεί –γι' αυτό και σκαρφάλωσε εύκολα ως το #8 των βρετανικών charts. Για μας, πλέον, φαντάζει ως ένα ψιλοαξιόλογο/ψιλοαχρείαστο ΕΡ, με μερικές ωραίες εκτελέσεις (π.χ. "Stone Dead Forever"). Πάντως, κανείς έως σήμερα δεν ξέρει σε ποια συναυλία του 1980 αντιστοιχεί. Μπορεί η ολλανδική κόπια να αναγράφει το τοπικό φεστιβάλ Lochem Pop, στο οποίο όντως έπαιξαν τότε οι Motörhead (Μάιος 1980), αλλά η αναφορά λειτουργεί ως promo: εφόσον η Bronze κυκλοφόρησε το ΕΡ τον Απρίλιο, γίνεται εύκολα κατανοητό γιατί τα όσα ακούμε δεν γίνεται να προέρχονται από το Lochem Pop, όπως εξακολουθούν να νομίζουν κάποιοι τσαπατσούληδες.

Mtrhd1_11
© Discogs
Ο Vic Maile (κέντρο) έπαιξε κομβικό ρόλο στον ήχο που βρήκε η μπάντα στο Ace Of Spades 

Εντωμεταξύ, οι Motörhead είχαν ριχτεί σε μια νέα στούντιο περιπέτεια με παραγωγό τον Vic Maile, η οποία φαινόταν λίαν υποσχόμενη αν άκουγες τα demo που αργότερα πούλησε ο Fast Eddie στη Receiver. Ανάμεσά τους, άλλωστε, υπάρχει το ορόσημο "Ace Of Spades" σε μια πρωτόγονη μορφή, ένα ενδιαφέρον κομμάτι με τίτλο "Waltz Of The Vampire" το οποίο τελικά δεν προχώρησε, αλλά και μια ατελής, εντούτοις καταιγιστική παρουσίαση του "The Hammer". Όλα αυτά, λοιπόν, δεν άργησαν να βγάλουν στο Ace Of Spades (Νοέμβριος 1980): τον πιο γνωστό τους δίσκο και σίγουρα τον πρώτο που σκέφτεσαι όταν αναφέρεται η συγκεκριμένη μπάντα, ανεξάρτητα αν τον θεωρείς (ή όχι) τον καλύτερό της.

Έως τις μέρες μας, ακόμα και φανατικοί Μοτορχεντάδες αδυνατούν να διαχωρίσουν τον δίσκο από το ομώνυμο τραγούδι, το οποίο εξακολουθεί ν' απολαμβάνει θεαματικής λαοφιλίας και αναγνωρισιμότητας –ακόμα και ανάμεσα σε ανθρώπους που ποτέ δεν τρίφτηκαν με τη hard & heavy κουλτούρα. Πρόκειται για απίθανο κομμάτι, μια αναφορά τόσο στη λαϊκή διασκέδαση της χαρτοπαιξίας (πόκερ, συγκεκριμένα), όσο και στην κακοτυχία που συμβολίζει ο άσσος μπαστούνι, διανθισμένη με μερικές απλές, μα εξαιρετικά καθάριες σκέψεις περί ζωής. Όπου τόσο συχνά οι καταστάσεις είναι, πράγματι, "you win some/you lose some", με τον Lemmy να διδάσκει ότι, όπως κι αν έρθουν, εσύ πρέπει να παραμένεις στο "παιχνίδι". Φυσικά, τα νοήματα λαμβάνουν δευτερεύουσα θέση μπροστά στα δαιμονισμένα riff του Fast Eddie, τα οποία σφυρίζουν γύρω σου σαν εκτοξευμένοι πύραυλοι, αλλά και μπροστά σε μία από τις απολαυστικότερες ερμηνείες του Lemmy. Αργότερα, βέβαια, ο ίδιος θα έφτανε να μισήσει το πόσο ταυτίστηκαν οι Motörhead με το "Ace Of Spades". Τότε, όμως, τους επιβεβαίωσε ως μια νέα μουσική δύναμη, ικανή να πετύχει δίχως να νερώσει το ηχητικό της κρασί, μένοντας αδιάφορη για τους δημοσιογράφους που δεν έβλεπαν παρά μια παρέα μαντραχαλάδων σε βαβούρικες rock διαδρομές.

Mtrhd1_10
To Ace Of Spades είναι ο πρώτος δίσκος που σκέφτεται κανείς όταν συζητιούνται οι Motörhead

Το υπόλοιπο άλμπουμ δεν είχε κανένα ανάλογο τραγούδι, όμως διέθετε την κλασική σύνθεση των Motörhead στην καλύτερη και πιο αλαφιασμένη της φάση. Με τον Vic Maile να τους βοηθά να τιθασεύσουν σωστά έναν κολασμένο ηλεκτρισμό, έδωσαν εδώ πέρα ό,τι είχαν και δεν είχαν (ιδιαίτερα ο Fast Eddie), διαδεχόμενοι τη σαρωτική εντύπωση του "Ace Of Spades" μ' ένα απολαυστικό ρολερκόστερ ενέργειας, όπου πρωταγωνιστούσαν κομμάτια σαν το "Love Me Like A Reptile", το "Shoot You In The Back" και το "(We Are) The Road Crew". Δεν είναι ν' απορείς, λοιπόν, που το "Dirty Love" ξέμεινε τελικά για τα b-sides, αν και προσωπικά θα το έβαζα στη θέση των "Dance" και "Bite The Bullet". Σε κάθε περίπτωση, ο δίσκος ξαναπαίρνει θεαματικά τα πάνω του προς το φινάλε, όπου υπάρχει ένα ακόμα σήμα κατατεθέν της τέχνης των Three Amigos: το πωρωτικό "The Chase Is Better Than The Catch", όπου ο Lemmy ξετυλίγει (και ξεδιαλύνει) τις απόψεις του για τα ερωτικά/σεξουαλικά ζητήματα, μιλώντας για ακόμα μία φορά στη βάση προσωπικών βιωμάτων και φιλοσοφιών. Και όχι υπηρετώντας κάποιο "σκληρό" ίματζ σαν κι αυτό του εξωφύλλου, όπου με τον Fast Eddie και τον Philthy Animal ποζάρουν ως μαυροντυμένοι, χέβι μέταλ πιστολέρος στην Άγρια Δύση.

Mtrhd1_12
Το ΕΡ St. Valentine's Day Massacre (1981), με τις Girlschool

Άλλωστε, το πόσο δεν τον ενδιέφερε η υπηρέτηση του όποιου ίματζ μπορείτε να το διαπιστώσετε και αποκτώντας το DVD Ace On Your Screens, που συνόδευσε τη deluxe επανέκδοση του Ace Of Spades σε box set, με αφορμή τα 40ά του γενέθλια (2020). Εκεί, λοιπόν, θα απολαύσετε μία έξω από κάθε σύμβαση εμφάνιση στην παιδική εκπομπή TISWAS του βρετανικού τηλεοπτικού δικτύου ITV (1980), ενώ θα τον δείτε και να δηλώνει φαν των Abba –σε εποχές, ας θυμηθούμε, που ακόμα κι αν ήσουν, προτιμούσες να το κρύβεις ή να το λανσάρεις ως "ένοχη απόλαυση". Το τότε κοινό, πάλι, τα ψιλοαντιλήφθηκε όλα αυτά όταν βγήκε το ΕΡ St. Valentine's Day Massacre (Φεβρουάριος 1981): μια απρόσμενη συνεργασία με τις Girlschool, με τις οποίες διασκεύασαν παρέα το "Please Don't Touch", αποτίνοντας φόρο τιμής στον Johnny Kidd και τους The Pirates του, έναν από τους λιγότερο γνωστούς μουσικούς ήρωες του Lemmy. Το αποτέλεσμα είναι παιχνιδιάρικο και αρκετά συμπαθητικό, αν και το καλύτερο στιγμιότυπο βρίσκεται πιο πέρα, όταν οι Motörhead πραγματικά σκίζουν διασκευάζοντας το "Emergency" των κοριτσιών, με την εκπληκτική Denise Dufort να αναλαμβάνει τα ντραμς, αντικαθιστώντας εκτάκτως το Philthy Animal.

Το "Please Don't Touch" έφερε τους Three Amigos στα 5 πρώτα της Βρετανίας, υπογραμμίζοντας το πόσο αυγάτιζε το κοινό τους. Ωστόσο, κανείς τους δεν περίμενε ότι θα έφταναν τελικά ως το νούμερο 1 και μάλιστα μ' ένα live άλμπουμ, που ίσως σήμερα θεωρείται ορόσημο, μα τότε δεν τους άφησε και πολύ ευχαριστημένους, γιατί δεν μαζεύτηκε αρκετό υλικό καλής ηχητικής ποιότητας ώστε να το βγάλουν διπλό, όπως το είχαν κατά νου. Αλλά το No Sleep 'Til Hammersmith (Ιούνιος 1981) ποδοπάτησε επιβλητικά κάθε σκόπελο και κάθε εμπόδιο, γράφοντας ιστορία και τσιμεντώνοντας, όπως είπαμε και πιο πάνω, τον Motörhead θρύλο που γέννησε το Overkill και γιγάντωσε το Ace Of Spades. Κι ας μην έχει καμία ηχογράφηση από το Hammersmith Odeon, όπου δεν έπαιξαν σε εκείνη την περιοδεία: ο τίτλος το χρησιμοποιεί επειδή, συνήθως, εκεί τερματίζονταν οι μουσικές τουρνέ εκείνων των χρόνων. Παράλληλα, βέβαια, κάνει και μια αναφορά στις συνήθειες του Lemmy, ο οποίος ήταν διαβόητος για το πόσο λίγο μπορούσε να κοιμάται.

Mtrhd1_13
Το ιστορικό No Sleep 'Til Hammersmith (1981), που κατέκτησε το νο. 1 της Βρετανίας 

Το No Sleep 'Til Hammersmith συρράπτει ηχογραφήσεις παρμένες από τέσσερις διαφορετικές εμφανίσεις μεταξύ 1980 και 1981, με εκείνη του 1980 να παραμένει αδιευκρίνιστη –το μόνο σίγουρο στοιχείο είναι ότι έγινε κάπου στην Ευρώπη. Με την εξαίρεσή της, πλέον έχουμε στα χέρια μας έναν πλούσιο "οδικό χάρτη" της συναυλιακής παρουσίας των Motörhead στη συγκεκριμένη φάση, η οποία μπορεί να χαρακτηριστεί ως βασιλεία του "Ace Of Spades", αφού με αυτό ξεκινούσαν τη ζωντανή τους δράση. Ανάμεσα στις αρχειακές κυκλοφορίες παλαιότερο είναι το άλμπουμ Dead Man's Hand, που τους αποτυπώνει στη Γαλλία (5 Μαρτίου 1981), στο "Parc Expo" της Ορλεάνης. Η ποιότητα του ήχου δεν είναι σπουδαία, ωστόσο η ακρόαση τσουλάει ευχάριστα, με το "Metropolis" να σε μπάζει από νωρίς στο κλίμα και το "Overkill" να ξεχωρίζει, χάρη στα φοβερά σταμάτα/ξαναξεκίνα στο τελείωμα.

Η πρώτη συναυλία απ' όπου άντλησε το No Sleep 'Til Hammersmith βρίσκει το συγκρότημα στο "Queen's Hall" του Λιντς (28 Μαρτίου 1981) και ανήκει στο σύντομο βρετανικό σκέλος της τότε τουρνέ, το οποίο ονομάστηκε "Short, Sharp, Pain In The Neck", μετά από ένα ατύχημα που είχε ο Lemmy. Σε αρκετά σημεία ο ήχος είναι κακός (το "Ace Of Spades" υποφέρει), όμως, ακόμα κι έτσι, την αισθάνεσαι τη λάβρα των Motörhead, ειδικά στο "Over The Top" ή στο καλύτερο, ίσως, "Bomber" που ηχογράφησαν εκείνα τα χρόνια. Μπουκωμένα ξεκινούν τα πράγματα και στο "City Hall" του Νιούκαστλ, στις 29 Μαρτίου του 1981, στην πρώτη από τις δύο συναυλίες τους εκεί. Παρακάτω, ωστόσο, υπάρχει καλύτερη διαύγεια, επιτρέποντάς σου ν' αντιληφθείς τη μπάντα να παίρνει φωτιά, π.χ. στα "Too Late Too Late", "(We Are) The Road Crew" ή "Overkill". 

Mtrhd1_14
Ανοίγοντας το box set για τα 40 χρόνια του No Sleep 'Til Hammersmith (2021)

Το μεγαλύτερο ενδιαφέρον, βέβαια, εντοπίζεται στα όσα έγιναν στο Νιούκαστλ στις 30 Μαρτίου του 1981, αφού επρόκειτο για τη βραδιά που επάνδρωσε τον βασικό κορμό του No Sleep 'Til Hammersmith. Χάρη στη deluxe, επετειακή επανέκδοση του τελευταίου ένεκα των 40ών του γενεθλίων, έχουμε πια στη διάθεσή μας ένα φρενήρες soundcheck όπου πρωταγωνιστεί το "Stay Clean" και μια 11λεπτη εκτέλεση στο "Iron Horse". Η μπάντα πετάει σπίθες, ενώ ο αρκετά καλός ήχος επιτρέπει την ορθή αποτύπωση τρομερών εκτελέσεων στα "Ace Of Spades" και "Overkill", όπως και του κολασμένου τρόπου με τον οποίον αποδίδεται το "Over The Top". Κερασάκι, δε, στην όλη τούρτα αναδεικνύεται εκείνο το "φωνάξτε ρε γαμιόληδες!" του Lemmy προς το κοινό, στο φινάλε του "Jailbait". Το ζωντανό παζλ της περιόδου συμπληρώνει μια συμπαθητική live διασκευή στο "The Train Kept A-Rollin'" του Tiny Bradshow από τη βραδιά τους στο Μπέλφαστ της Βόρειας Ιρλανδίας (3 Απριλίου 1981), η οποία κυκλοφόρησε σε 7ιντσο flexidisc δισκάκι με το 7ο τεύχος του περιοδικού Flexipop.

Τελικά, λοιπόν, που στεκόμαστε σήμερα, όσον αφορά το No Sleep 'Til Hammersmith; Είναι ένα ιστορικό, μα συνάμα και ξεπερασμένο στιγμιότυπο, το οποίο αντικαθιστάται αναπόφευκτα από την έκταση του live υλικού που έχουμε πλέον στη διάθεσή μας; Όχι, θα πω προσωπικά. Αφενός, γιατί η μεθυστική "κλωτσιά" του "Ace Of Spades" στην έναρξη παραμένει αναπόσπαστο κομμάτι της Motörhead εμπειρίας, όπως τη βίωσε το 1981 το κοινό που τους ακολουθούσε. Αφετέρου, παρά την αποσπασματικότητά του, το άλμπουμ κεντράρει καλύτερα, αποφεύγοντας τα ηχητικά θέματα και τη δύσκαμπτη διάρκεια των πηγών του: όσο ενδιαφέρον κι αν έχουν, δηλαδή, καταγράφονται και λιγάκι φλύαρες, πράγμα το οποίο δεν συμβαίνει με το οικονομημένο μέγεθος του No Sleep 'Til Hammersmith. Αντιθέτως, είναι χάρη σ' αυτό που διατηρεί μια καθάρια rock 'n' roll ενέργεια, η οποία εξακολουθεί να μαγνητίζει, παρά τα τόσα που έχουμε δει κι ακούσει στο μεταξύ. 

Στον απόηχο της ιστορικής, πια, κατάκτησης του βρετανικού #1 από ένα συγκρότημα σαν τους Motörhead, είχαμε μία ακόμα καταγραφή τους από το ραδιόφωνο του BBC, όταν τον Οκτώβρη η τριάδα έδωσε το παρών στην εκπομπή του David Jensen, για μια performance αρκούντως γερή. Τέλος, τον Δεκέμβριο του 1981 –μία μέρα πριν τα 36α γενέθλια του Lemmy– ξαναπέρασαν από το Μπέλφαστ, για μια βραδιά στο "Whitla Hall" η οποία έδωσε το άλμπουμ Riders Wearing Black: άλλη μια καλή live στιγμή, με ωραία διάδραση μεταξύ μπάντας και πλήθους, έστω κι αν δεν περιέχεται, πια, κάτι που δεν έχεις ξανακούσει εάν ακολουθήσεις το χρονικό νήμα των ζωντανών κυκλοφοριών. Γι' αυτό και υπάρχει περισσότερο ενδιαφέρον στο προαναφερθέν DVD Ace On Your Screens, όπου φιλοξενείται τμήμα της ίδιας συναυλίας σε οπτικό υλικό. Τα πλάνα, βέβαια, προδίδουν της εποχή τους, όμως τη στιγμή που γράφονται τούτες οι γραμμές είναι η παλιότερη καταγραφή των Three Amigos σε εικόνα και ήχο, μαζί με τα υπόλοιπα καλούδια που φιλοξενούνται στο ίδιο DVD.

Μια φορά μονάχα(;) φτάνει, να ραγίσει το γυαλί

Πού θα πήγαιναν οι Motörhead μετά τα δαφνοστεφανωμένα κατορθώματα του Ace Of Spades και του No Sleep 'Til Hammersmith; Για μας, που έχουμε πια την πολυτέλεια να γνωρίζουμε τις 12 demo ηχογραφήσεις τις οποίες έκαναν με τον Vic Maile από τον Οκτώβριο του 1981 ως τον Φεβρουάριο του 1982, εξακολουθούσαν να πορεύονται σ' έναν καλό δρόμο, αφού η ως τότε ηχητική "μαγιά" αποκτούσε νέα, ενδιαφέροντα σχήματα σε περιπτώσεις σαν τα "I'm A Loser", "Same Old Song, I'm Gone" ή "(Don't Let 'Em) Grind Ya Down". Και την ίδια εντύπωση πρέπει να έδωσαν και σε όσους πήγαν να τους δουν ζωντανά τον Μάρτιο του 1982 στη Γλασκώβη, αν κρίνουμε από το άλμπουμ Live At Glasgow Apollo που έχουμε, πλέον, στη διάθεσή μας: αν και ο ήχος είναι αρκετά θολός, το "Loser", λ.χ., δεν αποτυγχάνει να τραβήξει την προσοχή, ακόμα κι αν η τελευταία στρέφεται βασικά προς ζόρικες εκτελέσεις σε υλικό εγνωσμένης αξίας σαν το "Shoot You In The Back", το "Jailbait" ή την πωρωτική αποτύπωση του "White Line Fever".

Mtrhd1_15
Το εξώφυλλο του Iron Fist (1982)

Ωστόσο, όταν κυκλοφόρησε το άλμπουμ Iron Fist (Απρίλιος 1982), έγινε φανερό ότι κάπως, κάπου, κάτι δεν είχε πάει και τόσο καλά. Ως έναν βαθμό ήταν ζήτημα παραγωγής, αλλά έως σήμερα παραμένει ασαφές και το γιατί έφυγε ο Maile ενώ ηχογραφούσαν και το πώς αυτή κατέληξε στα χέρια του Fast Eddie, ο οποίος κι έκανε τη δουλειά παρέα με τον νέο του κολλητό, Will Reid Dick. Σε κάθε περίπτωση, το πείραμα δεν πέτυχε. Δεύτερον –και μάλλον σημαντικότερο– τα καινούρια τραγούδια υπολείπονταν του πήχη όπου βρισκόταν έως τότε το συγκρότημα. Καλό ήταν, βέβαια, το "Iron Fist", ωραίο το "(Don't Let 'Em) Grind Ya Down", ακόμα πιο ωραίο το πιασάρικο "Loser", συμπαθητικό το "(Don't Need) Religion" με το αντιθρησκευτικό μήνυμα. Κομμάτια, όμως, σαν τα "Speedfreak" και "Bang To Rights" ήταν εμφανείς δευτεράντζες, ενώ στο "Sex And Outrage" η στιχουργική απλότητα του Lemmy ολίσθησε στην προχειρότητα ομοιοκαταληξιών τύπου "teenage, backstage, sex and outrage".

Ασφαλώς, ήταν από πολλές απόψεις λογικό ότι οι Motörhead δεν θα ξανάγγιζαν έτσι απλά τα πεπραγμένα τους στο Overkill και στο Ace Of Spades. Όμως το ανάμεικτο αποτέλεσμα του Iron Fist πρόδιδε ένα βαθύτερο πρόβλημα, το οποίο είχε να κάνει με τον κοινό ορίζοντα των Lemmy, Fast Eddie & Philthy Animal, που μάλλον εξαντλούσε, πια, τις αντοχές του. Αρκετά χρόνια αργότερα, ας πούμε, ο Lemmy συνέχιζε να πνέει τα μένεα εναντίον του Will Reid Dick, υπονοώντας ότι λειτούργησε ως παράγοντας αποσταθεροποίησης των ισορροπιών. Ο Fast Eddie, πάλι, έδειχνε φανερά δυσαρεστημένος για την επερχόμενη δισκογραφική συνεργασία της μπάντας με τους Αμερικανούς Plasmatics, για ένα ΕΡ στο πνεύμα της προγενέστερης σύμπραξης με τις Girlschool. Όχι γιατί ενστερνιζόταν τις επικρίσεις απέναντι στο αμφιλεγόμενο γκρουπ της Wendy O. Williams, αλλά επειδή έβρισκε ως κακή και αχρείαστη ιδέα το να διασκευάσουν παρέα την κάντρι επιτυχία "Stand By Your Man" της Tammy Wynette με αποδομητικό, (μαυρο)χιουμοριστικό τόνο: θεωρούσε ότι εκπέμπουν παράδοξα μηνύματα προς το κοινό, σε μια στιγμή κατά την οποία συνέβαιναν τόσα για εκείνους.

Mtrhd1_16
Στην εποχή της, η βιντεοκασέτα Live In Toronto πρωτοκατέγραψε τους Motörhead (και) σε εικόνα

Από την άλλη, βέβαια, όλοι βρίσκονταν στο ίδιο μήκος κύματος όσον αφορούσε τη σημασία της επερχόμενης περιοδείας στον Καναδά και στις Ηνωμένες Πολιτείες όπου, επιτέλους, είχαν αρχίσει να γνωρίζουν μετρήσιμη επιτυχία. Φαινόταν, λοιπόν, ότι θα λειτουργούσε ως δικλείδα ασφαλείας, επιτρέποντάς τους να τα παραμερίσουν όλα αυτά. Και, πράγματι, στις 12 Μαΐου 1982 οι Motörhead βρέθηκαν στον Καναδά, εμφανιζόμενοι στο "CNE Coliseum" του Τορόντο, με τον Lemmy, όμως, να καταρρέει κάπου στο 55ο λεπτό της συναυλίας και να χρειάζεται χρόνο ανάκαμψης στα παρασκήνια, πριν καταφέρει να συνεχίσει. Όπως αποκαλύφθηκε, είχε περάσει τρεις μέρες άυπνος, δοσμένος σε αχαλίνωτο σεξ με γκρούπις, πράγμα που εξόργισε τον Fast Eddie. Την επόμενη μέρα, αφού έπαιξαν στο "Palladium" της Νέας Υόρκης, παραιτήθηκε.

Τίποτα απ' όλα αυτά, βέβαια, δεν διακρίνεται στη βιντεοκασέτα Live In Toronto της Castle Communications, που για πολύ καιρό είχε την ιστορική σημασία της μοναδικής οπτικής καταγραφής από τα χρόνια των Three Amigos –πλέον, η τιμή ανήκει στο προαναφερθέν Ace On Your Screens. Οι λήψεις του άγνωστου σκηνοθέτη από το "CNE Coliseum" (και όχι C.N.E. Colosseum, όπως αναγράφεται) είναι μουντές και ανέμπνευστες και ο ήχος αρκετά μέτριος, έστω κι αν με λίγη καλή θέληση στέκεσαι με ενδιαφέρον όταν φτάνει η ώρα για τα "The Chase Is Better Than The Catch", "Iron Fist" και "(We Are) The Road Crew". Σημαντικότερα, πάντως, είναι τα εκτός συναυλίας πλάνα, με τους Lemmy, Fast Eddie και Philty Animal στους δρόμους του Τορόντο και σε ένα δισκοπωλείο, να συζητούν για διάφορα θέματα της πορείας τους ή να παραπονιούνται που τα πάντα στην καναδική πόλη έκλειναν υπερβολικά νωρίς. Αργότερα η βιντεοκασέτα κυκλοφόρησε και σε DVD (με διαφορετικές ονομασίες, π.χ. Rock 'n' Roll Rhapsody), ενώ το 2005 η Sanctuary έβγαλε τη συναυλία και σε CD, κρατώντας τον Live In Toronto τίτλο, μα γράφοντας, εκ παραδρομής, ότι δόθηκε στους κήπους Maple Leaf.

Mtrhd1_17
© Andrew King/Wikipedia Creative Commons
Έως τον θάνατό του, ο Fast Eddie δεν έδωσε πειστικές εξηγήσεις για το γιατί παραιτήθηκε 

Έως τον θάνατό του στα 67 (2018), από πνευμονία, ο Fast Eddie αδυνατούσε να δώσει πειστικές εξηγήσεις για το γιατί παραιτήθηκε, αφήνοντας τους συνοδοιπόρους του στα κρύα του λουτρού, με πλήθος κλεισμένων συναυλιών εν όψει. Ο Lemmy, με τη σειρά του, έγραψε ότι για μεγάλο διάστημα ο εμβληματικός κιθαρίστας βρισκόταν στα όρια της παραίτησης για διάφορα μικρά πράγματα, μ' εκείνον και το Philthy Animal να πρέπει να τον πιάνουν και να τον κολακεύουν για το πόσο τον χρειάζονταν –μέχρι που μια μέρα απλά δεν είχαν πια τη διάθεση να το ξανακάνουν, αφήνοντάς τον να φύγει. Έτσι, ηχογράφησαν ως ντουέτο το ΕΡ Stand By Your Man με τους Plasmatics, με τον Richie Stotts των τελευταίων να καλύπτει το κενό. Η σύμπραξή τους, βέβαια, δεν αντέχει σε κριτική, μα ούτε και φτιάχτηκε με τέτοιον σκοπό. Το "ζουμί" του ΕΡ βρίσκεται στις άλλες δύο διασκευές, των Plasmatics στο "No Class" και των Motörhead στο δικό τους "Masterplan": αμφότερες είναι θυελλώδεις, δείχνοντας πόσα κοινά μοιράζονταν.

Χρόνια αργότερα, ο Fast Eddie θα ξανάπαιζε εκτάκτως με τους Motörhead, αλλά ποτέ δεν επέστρεψε εκεί: η εποποιία των Three Amigos είχε φτάσει στο τέλος της και το συγκρότημα υπέστη το πρώτο σημαντικό ράγισμα στον νεότευκτο θρύλο του, αφού κατά γενική ομολογία εκείνες ήταν οι λαμπρότερες και επιδραστικότερές του ημέρες. Σε αντίθεση, πάντως, με το εγχώριο άσμα που διατείνεται ότι μια φορά μονάχα φτάνει να ραγίσει το γυαλί, θα συνέχιζαν –αποδεικνύοντας ότι, πριν και πάνω ίσως απ' όλα, ήταν η μπάντα του Lemmy. Αυτή, όμως, είναι μια διαφορετική ιστορία.

Διαβάστε Επίσης

Διαβάστε ακόμα

Τελευταία άρθρα Μουσική

Το Plisskën Festival 2025 επιστρέφει με κορυφαίους καλλιτέχνες

Ένα από τα πιο δυναμικά και καινοτόμα μουσικά φεστιβάλ της Αθήνας, έρχεται με μοναδικές μουσικές εμπειρίες, διεθνείς και εγχώριους καλλιτέχνες.

ΓΡΑΦΕΙ: ATHINORAMA TEAM
07/08/2025

Ποιος θα είναι ο τελευταίος σταθμός του τουρ του Γιάννη Χαρούλη;

Ο αγαπημένος καλλιτέχνης θα κλείσει τον κύκλο της περιοδείας του στην Αθήνα, σε μια μεγάλη συναυλία.

Ο Ορφέας Περίδης στο Κηποθέατρο Παπάγου με νέα τραγούδια

Ο τραγουδοποιός και τραγουδιστής θα εμφανιστεί στο πλαίσιο του 31ου Φεστιβάλ Δήμου Παπάγου - Χολαργού μαζί με τη Σουσάνα Τρυφιάτη.

Το Anilio Park Festival επιστρέφει με Μάλαμα, Μποφίλιου, Σάττι, Κότσιρα και πολλούς ακόμη

Το πιο feel-good φεστιβάλ του καλοκαιριού στήνει τη σκηνή του μέσα στο δάσος και φέρνει μαζί του ένα ξεχωριστό line-up, απογευματινά πάρτι, παραδοσιακά γλέντια και δημιουργικές δραστηριότητες για μικρούς και μεγάλους.

Τραγούδια του Μεσοπολέμου στη Μικρή Επίδαυρο

Η μουσική παράσταση "Το φως ανάμεσα" μάς μεταφέρει στην εποχή των Σουγιούλ, Σκαλκώτα και Τσιτσάνη, με τους Δημήτρη Πακσόγλου και Νάντια Κοντογεώργη στο τραγούδι.

Μουσικό αφιέρωμα στον Άστορ Πιατσόλα στη Μικρή Επίδαυρο

Ο μαέστρος Μίλτος Λογιάδης, η τραγουδίστρια Αλίκη Καγιαλόγλου και το μουσικό σύνολο The D Project του Δημήτρη Δεσύλλα θα μας ταξιδέψουν σε ρυθμούς nuevo tango.

Mandrakia Artis 2025: Τρεις νύχτες τέχνης δίπλα στα πολύχρωμα σύρματα

Τα φωτογενή Μανδράκια, με το φως να αντανακλά στη θάλασσα και τα πολύχρωμα σύρματα να στέκονται σαν φυσικά σκηνικά, έγιναν το ιδανικό φόντο για το φετινό Mandrakia Artis