
Σε αντίθεση με ό,τι συνηθίζεται, οι Mogwai δεν κάνουν καμιά ιδιαίτερη "φασαρία" για το γεγονός ότι συμπληρώθηκαν 30 στρογγυλά χρόνια απ' όταν πρωτοσυγκροτήθηκαν στη Γλασκώβη (1995). Στα οποία και πέτυχαν να γίνουν όνομα αναφοράς χωρίς να κλυδωνιστούν από εσωτερικές συγκρούσεις ή σημαντικές αλλοιώσεις στη βασική τους σύνθεση: το γκρουπ, δηλαδή, εξακολουθεί να στελεχώνεται από τους τρεις συνιδρυτές του, τον Stuart Braithwaite (κιθάρα, μπάσο, ενίοτε φωνητικά), τον Dominic Aitchison (μπάσο, κιθάρα, πλήκτρα) και τον Martin Bulloch (ντραμς), με τον τέταρτο της παρέας –τον πολυοργανίστα Barry Burns– να βρίσκεται κοντά τους από το 1998.
Κάτι τέτοιο, βέβαια, δεν σημαίνει ότι αδιαφορούν γι' αυτά τους τα γενέθλια: από διάφορα που δηλώνουν σε πρόσφατες συνεντεύξεις δείχνουν διάθεση να μην αφήσουν την επέτειο να περάσει έτσι. Απλώς τα πράγματα στο στρατόπεδό τους κινούνται με τους γαλήνιους, βραδυφλεγείς ρυθμούς που συχνά χαρακτηρίζουν και τη μουσική τους. Κι εδώ που τα λέμε πάντα έτσι είχαν τα πράγματα, εάν σκεφτεί κανείς ότι ακόμα και το κινέζικης προέλευσης Mogwai ήταν ένα πρόχειρο όνομα αλιευμένο από την ταινία "Γκρέμλινς" (1984), το οποίο σκόπευαν ν' αλλάξουν με την πρώτη ευκαιρία, πριν επιβεβαιωθεί η γνωστή εγχώρια ρήση ότι ουδέν μονιμότερο του προσωρινού. "Όπως και με πολλά άλλα που μας αφορούν", παραδέχτηκε αργότερα (2006) και ο Stuart Braithwaite, "ποτέ δεν καταφέραμε ν' ασχοληθούμε".

Για την ώρα, λοιπόν, προηγούνται οι υποχρεώσεις απέναντι στο πιο πρόσφατό τους άλμπουμ: το φετινό "The Bad Fire". Το οποίο επιβεβαίωσε τη διατήρηση της απήχησής τους στη Γηραιά Ήπειρο, επιτρέποντας, έτσι, το στήσιμο μίας ακόμα ευρωπαϊκής περιοδείας, η οποία θα κάνει, φυσικά, στάση και στην Αθήνα (Πέμπτη 9/10, στο "Floyd"). Άλλωστε είναι παλιά και δοκιμασμένη η σχέση των Mogwai με το ελληνικό κοινό, που τους ακολουθεί πιστά από την πρώτη φορά που τους είδε –το 2003, στο λησμονημένο, πλέον, "Ark No. 6" – έως και τη μεγάλη τους φεστιβαλική εμφάνιση στην Πλατεία Νερού, στο Release Athens 2022.
Θα είναι λάθος, βέβαια, ν' αποτιμήσουμε τη σχέση των Σκωτσέζων με την Ελλάδα υποτιμώντας τη δύναμή τους να διχάζουν. Όχι μόνο γιατί η μουσική τους δεν αρέσει σε όλους (κανενός η μουσική δεν αρέσει σε όλους), αλλά επειδή ανήκουν, ίσως, στα τελευταία ονόματα γενικής παιδείας που στάθηκαν ικανά να προκαλέσουν αντιπαραθέσεις ανάμεσα στους μουσικόφιλους. Μάλιστα, έχω γίνει και ο ίδιος αποδέκτης σφοδρών πυρών, όταν έγραψα κάποτε, δίχως περιστροφές, ότι με πήρε ο ύπνος κατά τη διάρκεια μιας συναυλίας τους. Κάτι σπάνιο, πια, σε μια εποχή ευρείας πτώσης τειχών μεταξύ των ειδών, που, εκτός από ειρήνη, έφερε και την υποβάθμιση του "τι μουσική ακούς/δεν ακούς" στη συγκρότηση της κοινωνικής ταυτότητας των ατόμων.

Ασφαλώς, θεμέλιος λίθος τούτης της αντιπαράθεσης είναι ο σφιχτός εναγκαλισμός των Mogwai με το post-rock, του οποίου συνεχίζουν να θεωρούνται πρωτεργάτες και ογκόλιθοι. Ακόμα και το δελτίο Τύπου της επικείμενης συναυλίας στο "Floyd", για παράδειγμα, μιλάει για "αδιαφιλονίκητους βασιλιάδες του post-rock", αν και πάνε χρόνια, πια, που το στυλ λιμνάζει στα περιθώρια των εξελίξεων λόγω ανυπέρβλητων καλλιτεχνικών αδιεξόδων, με τους Mogwai να κινούνται σε πιο απελευθερωμένες κλίμακες, πρεσβεύοντας ένα ορχηστρικό art rock με alternative ταυτότητα και αυξημένες ηλεκτρονικές ανησυχίες. Ωστόσο το δελτίο Τύπου έχει κάθε δίκιο όταν μιλά για ηχητικές εκτάσεις γαλήνιες και ταυτόχρονα δυσοίωνες και για κιθαριστικές εκρήξεις μεγατόνων. Πρόκειται για τα στοιχεία που, πράγματι, γεφυρώνουν εκείνα που όρισαν κάποτε οι Mogwai ως post-rock, χάρη σε δίσκους σαν το "Young Team" (1997) ή σε κοσμαγάπητα κομμάτια σαν το "Take Me Somewhere Nice" (2001), με όσα πράττουν από τότε που επέκτειναν τη βεντάλια της δημιουργικότητάς τους προς τα κινηματογραφικά σάουντρακ.
Πάντως, ακόμα κι αν βλέπει κανείς το post-rock ως κάτι που δεν γλίτωσε τον ταχύ εγκλωβισμό στην κατηγορία "μουσική για μουσικούς", δεν γίνεται να παραβλέψει τους Mogwai. Άσχετα, δηλαδή, με το πού πήγαν τελικά τα post-rock πράγματα, το "Young Team" (μαζί με το πρώιμο έργο των παράλληλα κινούμενων Godspeed You! Black Emperor) ξετύλιξε έναν σαφώς περιπετειώδη ορίζοντα. Ο οποίος έλαμψε σαν φάρος έμπνευσης για μια γενιά rock μουσικών που επαν-αναζητούσε το πώς γινόταν να συγκατοικήσει η δομημένη μελωδία με την κιθαριστική ένταση δίχως να χρειαστούν στίχοι ή η προσφυγή στο καταφύγιο της ανθρώπινης φωνής. Κι αργότερα, όμως, υπήρξαν στιγμές όπου οι Σκωτσέζοι ανάγκασαν ακόμα κι όσους δεν τους αγαπούσαν, να τους παραδεχτούν. Μια τέτοια, ας πούμε, ήρθε το 2006, όταν συνεργάστηκαν με τους Kronos Quartet και τον Clint Mansell της Pop Will Eat Itself δόξας για το σάουντρακ της "Πηγής της Ζωής" του Ντάρεν Αρονόφσκι, βρίσκοντας νέους τρόπους ώστε να φρεσκάρουν το μεγαλόπνοο και το εκκωφαντικό που χαρακτήριζε (και χαρακτηρίζει) τη δουλειά τους.
Περισσότερες πληροφορίες
Mogwai
Οι αδιαφιλονίκητοι βασιλιάδες του post-rock ήχου θα μας χαρίσουν ακόμα μία βραδιά εκκωφαντικής κάθαρσης και απόλυτης ομορφιάς, γιορτάζοντας μαζί μας 30 χρόνια πορείας. Οι Mogwai δημιουργήθηκαν το 1995, στη Γλασκώβη. Οι Stuart Braithwaite (κιθάρα, φωνητικά), Barry Burns (κιθάρα, πιάνο, synthesizer, φωνητικά), Dominic Aitchison (μπάσο) και Martin Bulloch (ντραμς) από την πρώτη στιγμή αποτέλεσαν ένα από τα σχήματα που θα όριζαν αυτό που ονομάζεται post-rock, με δίσκους όπως τα εμβληματικά “Young Team” και “Come On Die Young”. Το έκαναν γνωστό σε εκατομμύρια ακροατές άλλων μουσικών ειδών, και το επαναπροσδιορίζουν σε κάθε νέα κυκλοφορία τους. Τριάντα χρόνια αργότερα, έχοντας έντεκα δίσκους, δεκάδες eps και soundtracks ταινιών και σειρών στο ενεργητικό τους, καθώς και το πρώτο ντοκιμαντέρ για αυτούς, με τον χαρακτηριστικό τίτλο Mogwai: If The Stars Had A Sound, επέστρεψαν με το “The Bad Fire” (Ιανουάριος ’25) το οποίο αποτελεί μία ακόμα απόδειξη πως η σπουδαία αυτή μπάντα παραμένει ευφυής και φιλόδοξη, συνεχίζοντας από εκεί που σταμάτησαν με το καταπληκτικό As the Love Continues (2021), το πρώτο νο1 τους στην Μ. Βρετανία!