50 χρόνια Motörhead, μέρος 2ο: Η συντήρηση ενός σιδερένιου θρύλου (1983-2015)

Αν και η έξοδος του "Fast" Eddie Clarke (1982) τερμάτισε την κλασικότερη περίοδό τους, ο Lemmy απέδειξε ότι εκείνος ήταν το πρόσωπο-κλειδί για όλα, διατηρώντας το συγκρότημα ζωντανό και ζωηρό μέχρι το τέλος του βίου του.

Mtrhd2_front Promo φωτογραφία του Lemmy με τον Mikkey Dee (αριστερά) και τον Phil Campbell (δεξιά)

Η απότομη έξοδος του "Fast" Eddie Clarke (Μάιος 1982) τραυμάτισε τους Motörhead και τους κλυδώνισε όσο ποτέ άλλοτε, αναγκάζοντάς τους να σπεύσουν να καλύψουν το κενό, ώστε να μη χαθεί η πολύτιμη περιοδεία στις Ηνωμένες Πολιτείες πάνω που είχαν αρχίσει να κάνουν αίσθηση εκεί. Εκ πρώτης όψεως, πάντως, η γενική εντύπωση ήταν ότι στάθηκαν τυχεροί, όχι μόνο γιατί τον αντικατέστησαν γρήγορα, αλλά κι επειδή τη θέση του πήρε ένας κιθαρίστας ήδη ονομαστός: ο Σκωτσέζος Brian Robertson, o οποίος είχε θητεύσει στους Thin Lizzy από το 1974 έως το 1978, γκρουπ που λάτρευε ο ντράμερ Phil "Philthy Animal" Taylor. Αρχικά, μάλιστα, και ο Lemmy έδειξε ενθουσιασμό. Στην πορεία, όμως, αποδείχθηκε ότι είχε πρυτανεύσει η βιασύνη του, με αποτέλεσμα να μη ζυγίσει σωστά τα πράγματα.

Κάποια άγνωστα demo που κυκλοφόρησαν πρόσφατα έδειξαν ότι, όταν τέλειωσαν οι υποχρεώσεις και η μπάντα άρχισε να δουλεύει πάνω σε καινούριο υλικό, κινήθηκε σε αισθητά διαφορετικές ράγες σε σύγκριση με το τι αναγνώριζε το κοινό ως Motörhead. Ταυτόχρονα, πάντως, δείγματα γραφής σαν το "Chinese" ή το "Climber" έπειθαν ότι, αν και παράδοξη, η νέα διαδρομή δεν ήταν δίχως ενδιαφέρον. Πλέον, βέβαια, ξέρουμε και τα παρασκήνια –ότι, δηλαδή, η στροφή οφειλόταν στη συμπεριφορά του Robertson, ο οποίος θεωρούσε εαυτόν μουσικό μιας κλάσης ανώτερης των υπολοίπων, οπότε δεν επρόκειτο να κάτσει εάν στόχος ήταν (όπως το έθεσε) να γράφουν παραλλαγές του "Ace Of Spades". Σε μερικά απ' όλα αυτά, βέβαια, είχε ένα δίκιο: κανείς, λ.χ., δεν αμφισβητούσε ότι τεχνικώς ήταν ένας κιθαρίστας ανώτερος του Fast Eddie, έστω και δίχως την ικανότητα του τελευταίου για "βρώμικα" riffs. Την ίδια στιγμή, όμως, γινόταν εξίσου εμφανές ότι δεν καταλάβαινε θεμελιώδη πράγματα, με πρώτο και κύριο ότι οι Motörhead ήταν η μπάντα του Lemmy και όχι ένα εγχείρημα όπου θα έκανε εκείνος κουμάντο.

Δύο ξένοι στην ίδια μπάντα

Το άλμπουμ Another Perfect Day (Bronze, Μάιος 1983) δεν τα πήγε κι άσχημα σε επίπεδο πωλήσεων (#20 στη Βρετανία, #153 στις Η.Π.Α.), όμως μεγάλη μερίδα οπαδών κατέστησε σαφές ότι δεν είχε καμία διάθεση ν' ακούσει τη μπάντα να πειραματίζεται μ' έναν διαφορετικό ήχο, που δεν είχε, πια, δεσμούς με το punk και στηριζόταν σε μια καθάρια hard & heavy ταυτότητα υπογεγραμμένη από τον Robertson. Επιπλέον, όταν ξεκίνησε η τουρνέ της υποστήριξής του, έγινε φανερό και κάτι ακόμα, εξίσου κομβικό: ο Σκωτσέζος κιθαρίστας δεν είχε όρεξη να παίζει τα παλιά, οπότε το όλο γύρισμα σελίδας έπρεπε να υποστηριχτεί και από τις συναυλιακές setlist, με αποτέλεσμα, π.χ., να μην ακούγεται καν το "Ace Of Spades", μα να χωράνε εννέα επιλογές από το Another Perfect Day. Μάλιστα, ο Robertson φρόντισε να ξεχωρίζει και οπτικά, φορώντας λ.χ. σατέν σορτσάκια και εσπαντρίγιες, πράγμα που την έδινε ιδιαιτέρως (και) στον Lemmy, γιατί θεωρούσε, όπως εξήγησε αργότερα, πως ήταν ο τρόπος του να δηλώνει ότι παρέμενε μια αυτόνομη φιγούρα και ότι έκανε χάρη στους Motörhead που τους δάνειζε το μουσικό του επίπεδο. 

Mtrhd2_01
Η σύνθεση του 1983 με τον Brian Robertson στη μέση

Όλα αυτά, λοιπόν, δημιούργησαν μια εντύπωση ότι το συγκρότημα είχε τελειώσει μετά την έξοδο του Fast Eddie: ένα "φάντασμα" που έμελλε να στοιχειώσει τον Lemmy καθ' όλη τη συνέχειά τους στον χρόνο, το οποίο δεν ξόρκισε η αποχώρηση του Robertson τον Νοέμβριο του 1983, αφού λίγο μετά (Φεβρουάριος 1984) προξένησε την παραίτηση του Philthy Animal, που φαίνεται ότι είχε ενστερνιστεί τις απόψεις του ινδάλματός του για το τι ήταν (και δεν ήταν) οι Motörhead. Σύντομα, μάλιστα, θα προσχωρούσε στο νέο γκρουπ που έστησε ο Σκωτσέζος βιρτουόζος –τους Operator. Ο Lemmy συνέχισε, φυσικά, προσλαμβάνοντας καινούρια μέλη. Όμως, εκτός από οπαδούς, έχασε τότε και την εμπιστοσύνη της Bronze στη νέα σύνθεση, με την οποία έφτασε τελικά στα δικαστήρια και στην πλήρη ρήξη.

Αλλά τι έχουμε να πούμε σήμερα για το Another Perfect Day, στεκόμενοι μεν μακριά από τα πάθη και τις περιχαρακώσεις των ημερών του, μα δίχως να κάνουμε και τους εκ των υστέρων έξυπνους; 

Προσωπικά, καταλαβαίνω όσους είδαν ένα αγαπημένο συγκρότημα να χάνεται σε μια κατεύθυνση η οποία δεν του άρμοζε. Ωστόσο, αν και το "Back At The Funny Farm" πραγματοποιεί μια χλιαρή έναρξη, πιο κάτω συμβαίνουν πράγματα, έστω κι αν δεν ίπτανται ποτέ προς τις προγενέστερες κορυφές. Άλλωστε ο Robertson είναι τεχνίτης, οπότε, παρότι ανατίναξε τον Motörhead ήχο, δεν παύει να παίζει μ' έναν δαιμονικό καλπασμό, εξαπολύοντας θελκτικά βολτ, τα οποία δημιουργούν καινοφανή πεδία μουσικής μελωδικότητας μέσα στο "χοντροκομμένο" στυλ της μπάντας, που διατηρείται ανέπαφο στα φωνητικά του Lemmy. Ανά στιγμές, λοιπόν, αυτό το αλισβερίσι μεταξύ δύο διαφορετικών κόσμων λειτουργεί αρκούντως διασκεδαστικά, όπως λ.χ. στο "Smile", στο "One Track Mind" ή στο "Die You Bastard". Σε άλλες περιστάσεις, πάντως, οδηγείται σε εμφανή αδιέξοδα, με τραγούδια που πασχίζουν να υπάρξουν. Άξιζε να πειραματιστούν οι Motörhead μετά την έξοδο του Fast Eddie, όμως το Another Perfect Day απέτυχε να ορθώσει μια γερή πρόταση –απλώς υπέδειξε μερικές ιντριγκαδόρικες πιθανότητες.

Mtrhd2_02
Το εξώφυλλο του Another Perfect Day (1983)

Από τον καιρό του Brian Robertson, τώρα, υπάρχουν και κάμποσες ζωντανές ηχογραφήσεις. Tο Live 1983 (Streetlink, 1991) βρίσκει τους Motörhead να παίζουν στο Sheffield University τον Ιούνιο του 1983, το Live At Manchester Apollo 10.6.83 (Dojo, 1994) τους βρίσκει στο Μάντσεστερ την αμέσως επόμενη μέρα, ενώ από το ίδιο χρονικό φάσμα, αλλά από το Χαλ, προέρχεται και το Live At Hull City Hall (BMG, 2023). To King Biscuit Flower Hour Presents (BMG, 1997), πάλι, τους καταγράφει στο "L' Amour East" της Νέας Υόρκης, τον Αύγουστο του 1983. Λιγότερο ή περισσότερο αυτά τα άλμπουμ περιέχουν παρόμοιες συναυλίες –οι διαφορές είναι πολύ μικρές– με παρόμοια ενέργεια και ήχο κυμαινόμενο μεταξύ μέτριου και καλού, αλλά και με τις αμφιλεγόμενες setlists που συζητήθηκαν παραπάνω. Οι οποίες αφήνουν εκτός ακόμα και το "Ace Of Spades" ή το "Overkill", προκειμένου να παιχτούν τα τραγούδια του Another Perfect Day. 

Ωστόσο, ακόμα και όποιος ξέρει τις εντάσεις στα παρασκήνια ή τις μετέπειτα δριμείες κατηγορίες του Lemmy για το πόσο μεθυσμένος έβγαινε κάθε φορά ο Robertson στη σκηνή, θα εκπλαγεί από το σφρίγος και την αποτελεσματικότητα των ζωντανών Motörhead αυτής της ταραχώδους περιόδου. Μάλιστα, ανεβάζουν επίπεδο ακόμα και καινούρια κομμάτια που δεν πολυπρόσεχες στις στούντιο εκτελέσεις –τσεκάρετε, π.χ., τo "Tales Of Glory" από τη Νέα Υόρκη, το "Another Perfect Day" από τη συναυλία στο Σέφιλντ ή το "Rock It" από τη βραδιά στο Χαλ– ενώ η κιθάρα, έστω και με τον διαφοροποιημένο της τρόπο, υπηρετεί ωραία και μερικές στιγμές από το παλιότερο υλικό, π.χ. το "America" στο Μάντσεστερ.

Φυγή προς τα μπροστά

Ως τον Αύγουστο του 1984 ο Brian Robertson αποτελούσε παρελθόν, όμως το ίδιο ίσχυε και για το Philthy Animal. Γύρω από τον Lemmy στοιχίζονταν καινούρια πρόσωπα, ενώ το γκρουπ τραβούσε ξανά προς έναν διαφορετικό ήχο, αφού πλέον είχε δύο κιθαρίστες: τον Phil Campbell των χεβιμεταλλάδων Persian Risk και τον Michael "Würzel" Burston: έναν άσημο μα ενστικτώδη τεχνίτη με pub rock και rock 'n' roll καταβολές, για τον οποίον η οντισιόν στους Motörhead ήταν κάτι σαν τελευταία ευκαιρία υλοποίησης των μουσικών του ονείρων. Στα δε ντραμς καθόταν πλέον ο Pete Gill, γνώριμος στο hard & heavy κοινό από τους Saxon. Καμία σχέση με τον συνονόματο ντράμερ των Frankie Goes To Hollywood, δηλαδή, παρότι ο Lemmy έζησε ορισμένες επικές στιγμές κάνοντας παρέα με τους τελευταίους, μπροστά στις οποίες ωχριούν ακόμα και οι καλύτερες ...αισθησιακές ταινίες με σενάριο.

Mtrhd2_03
Οι Motörhead του 1984, με Würzel & Phil Campbell στις κιθάρες και τον Pete Gill στα ντραμς

Η νέα σύνθεση συστήθηκε με φόρα και τσαμπουκά, κυκλοφορώντας το single "Killed By Death", με το οποίο οι Motörhead έπιασαν κατά τρόπο εντυπωσιακό το νήμα από εκεί όπου είχε αφεθεί όταν έφυγε ο Fast Eddie: επρόκειτο για έναν δυναμίτη βαφτισμένο στον τραχύ, τσιτσιριστό ηλεκτρισμό που τους είχε κάνει θρύλους, με τον Lemmy να ξαναδίνει ρέστα, όχι μόνο με τους αγέρωχους στίχους, τα ερπετο-σεξουαλικά υπονοούμενα και τα ωμά του φωνητικά, μα και μέσω του βιντεοκλίπ που γύρισε για το κομμάτι ο μάνατζερ των Plasmatics, Rod Swenson. Το οποίο ανέλαβε να τον παρουσιάσει στη γενιά του MTV ως έναν ασυμβίβαστο rocker σε σύγκρουση όχι μόνο με τα "χρηστά" ήθη και με το "σύστημα", μα ακόμα και με τον ίδιο τον Θάνατο, όπως δείχνει γλαφυρά η αξέχαστη τελευταία σκηνή, στο νεκροταφείο. Για τα δικά μας μάτια, βέβαια, είναι καλτ, αλλά τότε θορύβησε το MTV, το οποίο απαγόρευσε τη μετάδοσή του, κρίνοντάς το "υπερβολικά βίαιο".

Mtrhd2_04
Το οπισθόφυλλο της 7ιντσης single έκδοσης του "Killed By Death" 

Πλέον, το "Killed By Death" θεωρείται ένας από τους σπουδαίους ύμνους των Motörhead. Σ' εκείνους τους δύσκολους καιρούς, όμως, όπου πολλά είχαν γυρίσει εναντίον τους και χρειάζονταν ξανά μια τρανταχτή επιτυχία, κόλλησε στο νούμερο 51 των βρετανικών charts. Επίδοση που απογοήτευσε πολύ τον Lemmy, ο οποίος ορθώς διάβασε ότι η μαζική αποδοχή που απόλαυσαν στον καιρό των Three Amigos είχε χαθεί ανεπιστρεπτί: έκτοτε κανένα τους single δεν ξαναμπήκε στο top-40, ενώ και οι δίσκοι, παρότι συνέχισαν να έχουν καλή παρουσία στα διεθνή charts, έκαναν 24 χρόνια να ξαναδούν το top-20. Το "Killed By Death", εντωμεταξύ, δεν σχετίστηκε με κανένα νέο άλμπουμ, παραμένοντας διαθέσιμο μόνο ως single ή ως ένα από τα φρέσκα κομμάτια της συλλογής No Remorse, με την οποία τελείωσε η σχέση τους με τη Bronze. Κανένα από τα υπόλοιπα δεν πλησίασε τις χάρες του, αν και αξίζει να ακούσετε και το "Snaggletooth".

Πέρα από το "Killed By Death" (και τα υπόλοιπα του No Remorse), η σύνθεση Lemmy, Campbell, Würzel & Gill άφησε πίσω της πέντε ζωντανές ηχογραφήσεις, μα μόλις ένα στούντιο άλμπουμ. Το οποίο, όμως, είναι το Orgasmatron [GWR, Ιούλιος 1986], δηλαδή ένας από τους σταθερότερους πυλώνες αναφοράς σε κάθε συζήτηση περί Motörhead. Έστω και μ' έναν αμφιλεγόμενο τρόπο, αφού μερικοί το θεωρούν ορόσημο για τη δράση τους μετά το τέλος της εποχής των Three Amigos, ενώ άλλοι το βλέπουν ως ένα ακόμα απογοητευτικό πείραμα ανανέωσης του ήχου τους, που απομάκρυνε ακόμα περισσότερους οπαδούς. Σε μια περίοδο, μάλιστα, όπου μπορούσαν να πετύχουν περισσότερα, αφού το "σκληρό" ενδιαφέρον μετατοπιζόταν γοργά προς το αμερικάνικο thrash metal, χώρο με αναγνωρισμένη οφειλή στα κατορθώματα του Lemmy, του Fast Eddie και του Philthy Animal.

Mtrhd2_06
© Michael Hoefner/Wikipedia Creative Commons
Η συνεργασία του γκρουπ με τον Bill Laswell δίχασε το κοινό

Πέτρα του όλου σκανδάλου ήταν η αιρετική απόφαση της μπάντας να δώσει την κονσόλα στον Bill Laswell (και στον συνεργάτη του Jason Corsaro). Έναν άνθρωπο, δηλαδή, που δεν προερχόταν από το δικό τους σινάφι, μα είχε χτίσει όνομα με δουλειές για καλλιτέχνες σαν τον Herbie Hancock, τον Manu Dibango ή τη Yoko Ono. Και είναι αλήθεια ότι ο Αμερικανός παραγωγός πήρε αποφάσεις που χωράνε κάμποσης συζήτησης, αφού, ειδικά στη μίξη, μοιάζει μερικές φορές σαν να στριμώχνει το παίξιμο του συγκροτήματος σ' ένα παράδοξο "κουρκούτι", που προσφέρει μεν καθαρά πεδία στα φωνητικά του Lemmy και αναδεικνύει τα ντραμς, μα σε κάνει να ξεχνάς ότι πλέον οι Motörhead είχαν δύο κιθαρίστες. Δεν ήταν λίγοι οι οπαδοί, λοιπόν, που παραπονέθηκαν για το πώς ηχούσε το Orgasmatron.

Υπάρχουν αλήθειες σε αυτές τις γκρίνιες, τις οποίες ενστερνίστηκε και ο Phil Campbell, τελικά και ο ίδιος ο Lemmy: πράγματι, κάπως, κάπου χάνεται η καταιγιστική ενέργεια της μπάντας και τα όσα την έκαναν να "δαγκώνει". Ωστόσο αυτό πρέπει να συνεξετάζεται με το γεγονός ότι και οι ίδιοι έφτιαξαν ένα άνισο άλμπουμ, αποτελούμενο από εμβληματικές τραγουδάρες, μα και από υλικό που, όσο σπιντάτα και διασκεδαστικά κι αν ηχεί, όσο χιούμορ κι αν εμπεριέχει –σε αντίθεση με το τι συμβαίνει συνήθως στο hard & heavy στερέωμα– είναι δεύτερο: δεν οδεύεις στη rock 'n' roll διαχρονικότητα με το "Nothing Up My Sleeve", το "Claw" ή το "Doctor Rock". Από την άλλη, όταν οι Motörhead λάμπουν, λάμπει και η δουλειά του Laswell. Δεν λείπει, δηλαδή, η δέουσα ηλεκτρική μανία από το "Built For Speed" (όπου ο Gill παθαίνει αμόκ, με την καλή την έννοια), ενώ η διαφορετική λογική επί της παραγωγής κάνει θαύματα στο πώς ακούγεται ένα απλό στη βάση του riff, γύρω από το οποίο χτίζεται μεγαλειωδώς το "Deaf Forever", πριν φτάσει στο πωρωτικό ρεφρέν "deaf forever to the battle's din", που σφηνώνεται στο μυαλό και σε κάνει να σηκώσεις γροθιές στον αέρα. Το αποκαρδιωτικό #67 που έπιασε στα βρετανικά charts ήταν πέρα για πέρα άδικο.

Mtrhd2_05
Το εξώφυλλο του Orgasmatron (1986)

Και τι να πει κανείς, ασφαλώς, για το "Orgasmatron", ένα από τα πετράδια στο στέμμα της Motörhead δισκογραφίας, παρότι ποτέ δεν σταδιοδρόμησε ως single; Εδώ ο Laswell κάνει θαύματα με το μπάσο και τα ντραμς, δημιουργώντας μια εντύπωση αμείλικτων μηχανικών "φυσημάτων", που στη φαντασία του ακροατή δένουν άψογα με το σκιαχτικό τρένο του εξωφύλλου (με την απόκοσμη μορφή του Snaggletooth), το οποίο φαινόταν λες κι ερχόταν να σε λιανίσει. Περαιτέρω, αυτή η βάση επιτρέπει την ανάδυση μιας αργόσυρτης μα σταθερώς σκοτεινής παρέλασης, στην οποία πρωταγωνιστούν τα τρία πράγματα που ο Lemmy μισούσε όσο τίποτα άλλο –η θρησκεία, οι πολιτικοί, ο πόλεμος– με την υποβόσκουσα απειλή να κορυφώνεται σε μερικούς από τους σπουδαιότερους στίχους του, εκεί ειδικά όπου μεταμορφώνεται σε Άρη, αποδίδοντας εξαίσια τον αρχαίο θεό και τη φρίκη που ανθούσε γύρω του μέσω ενός θεατρικά μονοκόμματου και εσκεμμένα αποστασιοποιημένου γρυλίσματος. Οι Motörhead θα ξαναηχογραφούσαν το κομμάτι το 2000, ως "Orgasmatron 2000", δίχως, πάντως, να προσθέσουν κάτι που δεν είχε ήδη. Αν ψάχνετε να το ακούσετε σε ένα διαφορετικό πλαίσιο, αναζητείστε την καταπληκτική διασκευή των Sepultura.

Από τις live κυκλοφορίες, τώρα, κάθε αληθινός φίλος της μπάντας πρέπει κάποια στιγμή να αποκτήσει το The Birthday Party στην καλύτερη δυνατή εικόνα (πρωτοβγήκε σε βιντεοκασέτα το 1986, αργότερα όμως εμφανίστηκε και σε DVD). Σε αυτήν την εορταστική βραδιά των 10 χρόνων τους στο "Hammersmith Odeon" του Λονδίνου (Ιούνιος 1985) η δεδομένη σύνθεση βρίσκεται στο απόγειό της, δίνοντάς τα όλα σε μια ιδρωμένη συναυλία με υψηλές ταχύτητες και φοβερό παλμό, που αποτυπώνεται ακόμα και στα συντηρητικά πλάνα του Derek Hanlon (εκείνα τα χρόνια δεν ζητούσαν πολλά από τους σκηνοθέτες). Ξεχωρίζουν τα "On The Road", "Killed By Death" και "The Chase Is Better Than The Catch", αλλά και η φουλ επίθεση του "No Class", όπου ήρθε στη σκηνή και η Wendy O. Williams των Plasmatics.

Mtrhd2_07
Το Birthday Party, μία από τις σημαντικότερες live κυκλοφορίες τους

Γερή performance με καλό ήχο είναι κι εκείνη που έδωσαν τον Αύγουστο του 1986 στη ραδιοφωνική εκπομπή "Friday Rock Show", η οποία περιλήφθηκε στη συλλογή BBC Live & In-Session (2005), έχοντας τον Lemmy να απαγγέλλει τους στίχους του "Orgasmatron" δίχως μουσική συνοδεία. Ήταν, δε, ένα "ορεκτικό" ενόψει της εμφάνισής τους στο φημισμένο φεστιβάλ Monsters Of Rock στο κάστρο του Ντόνινγκτον το βράδυ της ίδιας μέρας, η οποία συγκρότησε το άλμπουμ Live At Monsters Of Rock, Castle Donington [Sanctuary, 2006] –δυστυχώς με κακό ήχο, που κάνει επίπονη την ακρόαση, όσα σίδερα κι αν μασάει η τετράδα στο "Built For Speed" ή στο "Killed By Death". Μικρό ενδιαφέρον παρουσιάζει και το Live From Caister, Great Yarmouth [Sanctuary, 2006], που τους βρίσκει τον Οκτώβρη του 1984 στην Wooargh Weekender εκδήλωση του "σκληρού" περιοδικού Kerrang, καθώς είναι μια ενεργητική, μα ηχητικώς μέτρια συναυλία. Τα πράγματα είναι καλύτερα στο The Löst Tapes Vol. 4: Live In Heilbronn Christmas Metal Meeting '84 [BMG, 2002], το οποίο περιλαμβάνει μια συναυλία τους από τον Δεκέμβριο 1984 στο "Sporthalle" του δυτικογερμανικού (τότε) Χαϊλμπρόν, όπου στέκονται με φόρα και με αξιοθαύμαστη χημεία. Αξίζει, μάλιστα, ν' ακούσετε τον Lemmy να παραπονιέται στο κοινό για τις πωλήσεις του "Killed By Death", πριν το παίξουν κατά τρόπο αληθινά θεαματικό.

Η δικιά τους κοντινή Αμερική

Στη βιογραφία του για τη μπάντα, ο μουσικοδημοσιογράφος Joel McIver έχει κάθε δίκιο όταν σημειώνει ότι η απόλυση του Pete Gill (1987) υπήρξε απρόσμενη, μα όχι τόσο απρόσμενη όσο η αντικατάστασή του από τον Phil Taylor. Ο οποίος από το πουθενά όπου είχε βρεθεί ως μουσικός αποφάσισε να ξαναγίνει "Philthy Animal" και να επιστρέψει στους Motörhead. H ανανεωμένη ομάδα συνεισέφερε στο soundtrack της ξεχασμένης κωμωδίας του Πίτερ Ρίτσαρντσον "Eat The Rich" –όπου έπαιξε και ο Lemmy– ενώ κυκλοφόρησε και το άλμπουμ Rock 'N' Roll [GWR, 1987]. 

Mtrhd2_08
Η σύνθεση του 1987 με το Philthy Animal ξανά στα ντραμς

Αλλά, όσοι χάρηκαν με την επανένωση των δύο, τουλάχιστον, από τους τρεις θρυλικούς Amigos, έμελλε να προσγειωθούν απότομα: το Philthy Animal δεν έπαιζε με την ίδια φούρια, ενώ η έμπνευση της μπάντας έμεινε σε χαμηλές πτήσεις, με αποτέλεσμα ακόμα και ο Lemmy να γράψει στην αυτοβιογραφία του ότι το Rock 'N' Roll, αν και εντάξει δουλειά, δεν προσμετριέται στις καλύτερές τους. Κάτι που "χρεώνει" στην παραγωγή του Guy Bidmead, ενώ γίνεται εμφανές ότι το δικό τους φταίξιμο είναι ισάξιο. Βέβαια, στιγμές σαν το "Rock 'N' Roll", το "Eat The Rich" με το κολλητικό ρεφρέν ή το "Stone Deaf In The USA", όπως και η χιουμοριστική συμμετοχή του σερ Michael Palin των Monty Python –ο οποίος, ως άλλος πάστορας βγαλμένος από την ταινία "The Meaning of Life" (1983), ζητεί να 'ναι ευλογημένοι τούτοι οι άνθρωποι– κρατάνε τα μπόσικα, διατηρώντας το ενδιαφέρον. Κατά τα λοιπά, όμως, αν και η διάρκεια κυλάει ευχάριστα, δεν μένουν και πολλά να μνημονεύεις.

Mtrhd2_09
Το εξώφυλλο του Rock 'N' Roll (1987)

Ωστόσο ο Lemmy δεν είχε πει την τελευταία του λέξη. Παίρνοντας μια γενναία προσωπική απόφαση έφυγε από τη Βρετανία και μετακόμισε στο Λος Άντζελες (1990), όπου κι έζησε από τότε. Η όλη κινητικότητα άλλαξε και τις τύχες των Motörhead, οι οποίοι βρέθηκαν για πρώτη φορά σε μεγάλη εταιρία όταν τους υπέγραψε η Sony σε μια ετικέτα της. Εκεί ολοκλήρωσαν το άλμπουμ 1916 [WTG/Epic, 1991], το οποίο τους ξανάβαλε στον χάρτη, σκοράροντας ένα #24 στην πατρίδα κι ένα #142 στις Η.Π.Α. Πάντως, παρά την ανανεωμένη αποδοχή, δεν αποτιμάται εύκολα. Μάλιστα, τόσα χρόνια μετά, η θέση του στη Motörhead παρακαταθήκη παραμένει λιγότερο ή περισσότερο δέσμια του ποιον θα ρωτήσεις γι' αυτήν, αφού για άλλους είναι το +1 στη λίστα με τα μεγάλα τους επιτεύγματα, ενώ άλλοι το θεωρούν έναν ακόμα "περίεργο" δίσκο, ο οποίος συνέχισε να λανσάρει καινούρια, αμφιλεγόμενα κόλπα.

Κύριο σημείο εστίασης και των μεν και των δε είναι το ομώνυμο "1916", ένας αναπάντεχα λιτός και μελαγχολικός επιτάφιος για τη νεολαία που χάθηκε στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο. Το τραγούδι απηχούσε το ενδιαφέρον του Lemmy για την ιστορία του πρώτου μισού του 20ού αιώνα, με τα διαβάσματά του για τη Μάχη του Σομ να μεταποιούνται σε στίχους γύρω από τον όλεθρο και τη ματαιότητα του πολέμου, τους οποίους αποφάσισε να τραγουδήσει μειλίχια, χωρίς το οικείο του γρέζι, πατώντας σε μια ενορχήστρωση με πλήκτρα, τσέλο και τύμπανα. Πράγματι, πρόκειται για κάτι εμφανώς απομακρυσμένο από την αισθητική των Motörhead –και ίσως έχουν δίκιο όσοι θα προτιμούσαν να το άκουγαν σε κάποια σόλο περιπέτεια του αρχηγού τους. Ωστόσο, έστω και μέσω μη αναμενόμενων διαδρομών, προβάλλει τελικά ως κομμάτι αναφοράς για την ιστορία του γκρουπ. Που δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι είναι ένα βρετανικό γκρουπ –κι εκεί, σε αντίθεση με πολλές άλλες χώρες, εξακολουθούν να θυμούνται το βαθύ τραύμα του Α' Παγκοσμίου (βλέπε π.χ. τη Remembrance Day), το οποίο θρυμμάτισε μια ολόκληρη εποχή. 

Mtrhd2_10
Το εξώφυλλο του 1916 (1991)

Έτσι, το "1916" όρισε έναν ποιοτικό/συγκινησιακό πήχη στον οποίον δεν έφτασε το υπόλοιπο υλικό: ούτε γοργόφτερα hard & heavy σαν το "Make My Day", ούτε στιγμές στηριγμένες στη συνήθη δράση του Lemmy και της παρέας του σαν τα "No Voices In The Sky" ή το "Ι'm So Bad (Baby I Don't Care)", ούτε έξω καρδιά rock 'n' roll όπως το "Going To Brazil", αλλά ούτε ο ανερυθρίαστος φόρος τιμής στους Ramones ("R.A.M.O.N.E.S."). Δεν είναι όλα ενδιαφέροντα, ούτε και απαραίτητα πρωτοκλασάτα, ενώ ακόμα μεγαλύτερη συζήτηση χωράει για τους λοιπούς πειραματισμούς του άλμπουμ. 

Δοκιμαζόμενο, ας πούμε, σ' έναν συνθετικό ορίζοντα με τον οποίον δεν υπήρχε εξοικείωση, το "Nightmare/The Dreamtime" θα έπρεπε να είχε μείνει στην άκρη, ως πιθανό b-side. Αντιθέτως, η παρουσία μιας ερωτικής μπαλάντας ενδεχομένως να διέθετε μια ίντριγκα. Τουλάχιστον στα χαρτιά, δηλαδή, γιατί στην πράξη το "Love Me Forever" πάτησε πάνω σε υπέρ το δέον στανταρισμένες hard & heavy συνταγές, ενώ ίσως μπορεί να ιδωθεί και ως "αρχή του κακού", αφού παρείχε ένα πρότυπο που έμελλε να παγιωθεί χωρίς ιδιαίτερες διακρίσεις. Δεν αποκλείεται ο Lemmy να πίστεψε τότε σε μια πτυχή του ταλέντου του που δεν είχε αξιοποιήσει, βλέποντας πόσο αγαπήθηκε (και δικαίως) το "Mama I'm Coming Home", το οποίο έγραψε για τον Ozzy Osbourne. Δεν έλαβε υπόψη, όμως, ότι τέτοια κομμάτια χρειάζονται φωνές διαφορετικές από τη δική του ή, έστω, προσεγγίσεις που δεν ταίριαζαν με τον τρόπο με τον οποίον είχε τσιμεντώσει το γρέζι του στο τι εστί Motörhead.

Αυτό που σίγουρα πέτυχε το 1916, πάντως, ήταν να αποτυπωθεί ως μια δουλειά με συγκροτημένη ισορροπία μεταξύ καινοτόμων δοκιμών κι ενός συνεκτικού σώματος τραγουδιών με Motörhead ταυτότητα, το οποίο πρόλαβε τη grunge λαίλαπα, που έμελλε να μεταμορφώσει ριζικά το μουσικό σκηνικό της δεκαετίας του 1990. Πριν το grunge, όμως, χρειάστηκε να αντιμετωπιστεί μία ακόμα εσωτερική κρίση, αφού την άνοιξη του 1992, ενώ ηχογραφούσαν τον διάδοχο του 1916, το Philthy Animal έφυγε, έχοντας χάσει για ακόμα μία φορά το ενδιαφέρον του για το συγκρότημα. Στο οποίο και δεν θα ξαναγυρνούσε ως τον θάνατό του τον Νοέμβριο του 2015, μόλις στα 61, από ηπατική ανεπάρκεια. 

Mtrhd2_11
To EP Live In Athens βγήκε σε 1.000 αντίτυπα μόνο στη χώρα μας

Πέρα από το Rock 'N' Roll και το 1916, τώρα, η σύνθεση Lemmy, Campbell, Würzel & Taylor άφησε και τέσσερις ζωντανές ηχογραφήσεις. Το αληθινό απόκτημα ανάμεσά τους είναι το Everything Louder Than Everything Else [Sony, 1991], το οποίο πρωτοβγήκε σε βιντεοκασέτα, απαθανατίζοντας το γκρουπ στο Deutsches Museum του Μονάχου, τον Μάρτιο του 1991. Η απόδοσή τους είναι εκρηκτική, ο ήχος αρκετά καλός, ενώ ο Jeb Brien έχει κάνει ωραία δουλειά ως σκηνοθέτης, με εμπνευσμένα γυρίσματα σε ασπρόμαυρο φιλμ –δείτε πώς τρελαίνεται το πλήθος στο "Love Me Forever", για παράδειγμα– και με εμβόλιμες συνεντεύξεις και πλάνα από τα παρασκήνια. 

Για μας στην Ελλάδα, τώρα, ξεχωριστό ενδιαφέρον έχει το EP Live In Athens [FM Records, 1988], που τους καταγράφει στο γήπεδο του Σπόρτιγκ τον Μάρτιο του 1988, στην πρώτη τους συναυλία στη χώρα μας, να παίζουν το "Acropolis" (το "Metropolis", δηλαδή) και το "Orgasmatron". Εντούτοις, η παραγωγή του Μιχάλη Τσαουσόπουλου βαρύνεται με κάκιστο ήχο, οπότε έχει αξία κυρίως ως σουβενίρ. Το ΕΡ αυτό τυπώθηκε σε 1.000 αντίτυπα τα οποία συνόδευσαν την εγχώρια έκδοση του Nö Sleep Αt All [GWR, 1988], που τους βρίσκει να συμμετέχουν στο Giants of Rock Festival, στη Hämeenlinna της Φινλανδίας, τον Ιούλιο του 1988. Η απόδοσή τους είναι τόσο ενεργητική, ώστε, έστω και οριακά, εξισορροπεί τον βαλτώδη ήχο, που πλήττει όχι μόνο τις κιθάρες, μα και το μπάσο του Lemmy. Στον σταυρό βαράνε βέβαια και στο Live At Brixton '87 [Roadrunner, 1994], μια ηχογράφηση του Δεκεμβρίου 1987 στο "Brixton Academy" του Λονδίνου Όμως, όσο δυναμισμό κι αν εκλύουν τα "Ace Of Spades", "Rock 'N' Roll" και "Deaf Forever", η φτώχεια της ηχητικής ποιότητας χαντακώνει την έκδοση. 

Συντηρώντας έναν σιδερένιο θρύλο

"Ήταν το μεγαλύτερο πλήγμα στην καριέρα μου", θα έλεγε αργότερα ο Lemmy για τη δεύτερη έξοδο του Philthy Animal, ενώ το τάιμινγκ ήταν τέτοιο που δεν πρόσφερε περιθώρια για άμεση εύρεση αντικαταστάτη. Έτσι, το κενό  καλύφθηκε προσωρινά από τον Αμερικανό Tommy Aldridge –ντράμερ του Ozzy– προτού η θέση δοθεί στον Σουηδοέλληνα Mikkey Dee (το Dee στέκει για το Δελάογλου), το καλοκαίρι του 1992. Αυτή, ωστόσο, ήταν και η τελευταία σχετική περιπέτεια, παρότι ούτε η νέα τετράδα βάστηξε πολύ: πιθανότατα ξενερωμένος με την αποχώρηση του Philthy Animal (υπήρξαν στενοί φίλοι), ο Würzel παραιτήθηκε το 1995. Όμως ο Lemmy αποφάσισε να μην έρθει νέο πρόσωπο, επιστρέφοντας τους Motörhead στην αρχική τους τρίο μορφή. Έκτοτε η σύνθεση Lemmy, Phil Campbell & Mikkey Dee θα έμενε ακλόνητη, ο δε Würzel θα πέθαινε το 2011, στα 61, από καρδιά. 

Mtrhd2_12
Η σύνθεση του 1992, που θα τερματιζόταν με την έξοδο του Würzel

Ως τον θάνατο του Lemmy, οι Motörhead θα έβγαζαν άλλα 13 στούντιο άλμπουμ και άλλα 19 live άλμπουμ (σύνολο 32). Αριθμοί μάλλον εξοντωτικοί ακόμα και για τους αφοσιωμένους, ειδικά αν αναλογιστεί κανείς ότι τίποτα απ' όλα τούτα δεν ξανάφτασε στο επίπεδο του Overkill, του Ace Of Spades, έστω του Orgasmatron. Παρ' όλα αυτά κατόρθωσαν και διατηρήθηκαν ως υπολογίσιμη δύναμη, αποφεύγοντας και το ξέφτισμα, μα και τις σειρήνες των "alternative" πειραματισμών του τριγύρω "σκληρού" στερεώματος, ενώ συνέχισαν να μασάνε σίδερα στις συναυλίες, με την πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα να σηματοδοτεί μια νέα περίοδο φουριόζικης ακμής. Έτσι, παρά τις κατά καιρούς αβαρίες, ο θρύλος συντηρήθηκε τιμιότατα μέχρι το τέλος.

Ίσως φανεί δύσκολο να το πιστέψει κανείς, αλλά η Motörhead ουσία αυτής της εικοσαετίας δεν βρίσκεται στο στούντιο, μα στις ζωντανές εμφανίσεις. Είναι, ωστόσο, κάτι που εξηγείται μάλλον εύκολα, με δεδομένο το παρελθόν της συγκεκριμένης μπάντας, για την οποία το συναυλιακό σανίδι υπήρξε πάντα δεύτερη φύση: όπως κι αν κυμαίνονταν οι δημιουργικές αποδόσεις όταν έφτανε η ώρα για καινούριες ηχογραφήσεις, η live συνθήκη εξακολουθούσε να αποτυπώνει το μανιώδες κτήνος που όλοι αναγνώριζαν. Ο Lemmy, μάλιστα, άντεξε σχεδόν ως το τέλος, αφού πέθανε ήσυχα στην πολυθρόνα του ενώ τον επισκεπτόταν ένας φίλος τρεις εβδομάδες μετά το πέρας μίας ακόμα περιοδείας, για την οποία έβαλε ό,τι δυνάμεις του είχαν απομείνει, ύστερα από την κατάρρευση της υγείας του. 

Mtrhd2_13
Το The Löst Tapes vol. 6, ένα από τα καλύτερα νούμερα αυτής της σειράς live κυκλοφοριών

Ένα κεντρικό πρόβλημα των live άλμπουμ αυτής της περιόδου είναι τα αρκετά, μερικές φορές, καινούρια τραγούδια που παρεισφρύουν στις setlists: ακόμα κι αν ήταν από 'κείνα τα οποία πρόσεχες στις στούντιο μορφές τους, η απόσταση από τους ύμνους της ακμής του γκρουπ παρέμενε εμφανής, βαραίνοντας το τελικό αποτέλεσμα, όπως συμβαίνει π.χ. στο ηχητικώς εξαίρετο We Play Rock 'N' Roll [BMG, 2023], το οποίο τους βρίσκει σε ένα απροσδόκητο ραντεβού με το ...Montreux Jazz Festival της Ελβετίας (Ιούλιος 2007). Ωστόσο οι Motörhead εξισορρόπησαν συχνά τούτη την άνιση εντύπωση, προσφέροντας φουριόζικες εκτελέσεις, που τόσο απογείωναν τα πιο πρόσφατα πονήματά τους, ώστε όποιος τα γνώριζε στις συναυλίες και μετά τα άκουγε στη στουντιακή εκδοχή, κατέληγε απογοητευμένος. 

Τώρα, από τον μαραθώνιο των 19 ζωντανών ηχογραφήσεων που μετράμε από το 1992 ως το 2015, το The Löst Tapes vol. 6 [BMG, 2025], με υλικό από βραδιά του Δεκεμβρίου 1992 στο "Eissporthalle" του Βερολίνου, συγκαταλέγεται στις ωραίες τους αποτυπώσεις σε CD. Η δουλειά στον ήχο είναι επιπέδου (αισθάνεσαι τις μπασογραμμές του Lemmy), ενώ οι επιδόσεις της μπάντας ανεβάζουν σκαλοπάτι τόσο την αμφιλεγόμενη μπαλάντα "Love Me Forever", όσο και μια ακόμα πιο αμφιλεγόμενη διασκευή στο "Cat Scratch Fever" του Ted Nugent. Πολύ καλή δουλειά, όμως, έγινε και στο Everything Louder Than Everyone Else [Steamhammer/SPV, 1999], ένα διπλό CD 110+ λεπτών, το οποίο αποτυπώνει μία ακόμα γερμανική εμφάνιση, στο νάιτ κλαμπ "The Docks" του Αμβούργου, τον Μάιο του 1998. Και μόνο που ακούς τον Lemmy να λέει "We're Motörhead, we're gonna kick your ass" αντιλαμβάνεσαι τι σε περιμένει, σε μια καταγραφή που ίσως να έχει μιξαριστεί πιο δυνατά απ' όσο έπρεπε, μα "πιάνει" πετυχημένα τη live ενέργεια της μπάντας. Προσφέροντας, μεταξύ άλλων, την καλύτερη εκδοχή τους στο "Iron Fist", εμπρηστικές εκτελέσεις σε ύστερα τραγούδια σαν το "Burner" ή το "Overnight Sensation", καθώς κι ένα ασύλληπτο "Killed By Death". Μόνο μειονέκτημα της έκδοσης, πέρα από μια κόπωση που δημιουργείται κάπου στο δεύτερο CD, είναι ότι δεν έχουμε (επίσημο) φιλμ από αυτή τη βραδιά.  

Mtrhd2_14
Το DVD 25 & Alive Boneshaker

Αναπόφευκτα, έτσι, το κυρίως ενδιαφέρον εστιάζεται σε εκδόσεις που κατέγραψαν γερές συναυλίες όχι μόνο σε ήχο, μα και σε εικόνα. Σαν το DVD 25 & Alive Boneshaker [Steamhammer/SPV, 2001], ας πούμε, το οποίο αντιστοιχεί στο άλμπουμ Live At Brixton Academy, βρίσκοντας τους Motörhead στον γνωστό συναυλιακό χώρο του Λονδίνου, τον Οκτώβριο του 2000, να γιορτάζουν 25 χρόνια ύπαρξης. Το DVD, μάλιστα, περιέχει και αποσπάσματα από το γερμανικό Wacken Open Air Festival του 2001, όπως κι ένα ακουστικό session από τα IHT Studios, στο Clapham της Αγγλίας. Η εορταστική εμφάνιση επιβεβαιώνει τη γνωστή εγχώρια ρήση για την καλή μέρα που απ' το πρωί φαίνεται, ακόμα κι αν τα κάμποσα καινούρια κομμάτια βαραίνουν, από ένα σημείο κι έπειτα, στη συνολική εντύπωση. Από την άλλη, θα δείτε τον Fast Eddie Clark να επανενώνεται με τη μπάντα συνεισφέροντας κιθάρες στο "The Chase Is Better Than The Catch" και στο "Overkill" –εδώ, μάλιστα, συνοδεία του Brian May των Queen και του Ace των Skunk Anansie– αλλά και τη Doro Pesch των Warlock με τον Whitfield Crane των Ugly Kid Joe να συντροφεύουν τον Lemmy στα φωνητικά του "Born To Raise Hell".

Mtrhd2_15
Το DVD Stage Fright

Ωραίο, βέβαια, είναι και το DVD της Steamhammer/SPV που συνόδευσε τη σπέσιαλ έκδοση του άλμπουμ The Wörld Is Yours (2010), βρίσκοντας τους Motörhead στο Wacken Open Air Festival του 2006, όμως η κορυφαία έκδοση σε εικόνα και ήχο έρχεται από ένα άλλο ραντεβού με το κοινό της Γερμανίας. Πρόκειται για το Stage Fright [Steamhammer/SPV, 2005], το οποίο καταγράφει μια συναυλία στο "Philipshalle" του Ντίσελντορφ για τα 30ά γενέθλια της μπαντας (Δεκέμβριος 2004), προσφέροντας περισσότερα κομμάτια από την αντίστοιχη έκδοση σε CD. Η τριάδα πετάει σπίθες εξαρχής (π.χ. "Stay Clean"), ενώ επωφελούμαστε από την καλή σκηνοθεσία του Sven Offen, η οποία επιτρέπει να παρατηρήσει κανείς τη διάδραση με το πλήθος στο "Love Me Like A Reptile", να δει τη διάταξη για το ακουστικό μπλουζ ροκ του "Whorehouse Blues" (με τον Lemmy στη φυσαρμόνικα) ή ν' απολαύσει άλλη μία σαρωτική εκτέλεση στο "Killed By Death".

Τέτοιες περιπτώσεις έχουν τη δυναμική ν' αρέσουν (και) στο ευρύτερο μουσικόφιλο κοινό, πέρα από τους οπαδούς. Για τους τελευταίους, ωστόσο, το ενδιαφέρον δεν εξαντλείται σ' αυτές, αφού υπάρχουν κι άλλα αξιόλογα live. Το The Löst Tapes, vol. 3 [BMG, 2022], λ.χ., είναι μια χαρά κυκλοφορία, με τη μπάντα στα κέφια της στο "KB Hallen" του Malmö (Σουηδία), τον Νοέμβριο του 2000. Το The Löst Tapes, vol. 5 [BMG, 2023], πάλι, έχει τον Würzel να επανενώνεται μαζί τους στο Download Festival, στο κάστρο του Donnington (Ιούνιος 2008), παίζοντας ξανά κιθάρα στα "Ace Of Spades" και "Overkill". Επιπλέον, αν και υπερκαλύπτεται από το Stage Fright, το διπλό CD Better Motörhead Than Dead [Steamhammer/SPV, 2007] αποδεικνύεται πολύ διασκεδαστική υπόθεση, με τους Motörhead να το καίνε το πελεκούδι στο "Hammersmith Apollo" του Λονδίνου, τον Ιούνιο του 2005. Τέλος, ωραία δουλειά είναι και το DVD The Wörld Is Ours - Vol 1: Everywhere Further Than Everyplace Else [UDR, 2011], που τους συλλαμβάνει σε επί σκηνής δράση στο "Apollo" του Μάντσεστερ (Νοέμβριος 2010), στο "Best Buy Theater" της Νέας Υόρκης (Φεβρουάριος 2011) και στο "Teatro Caupolican" στο Σαντιάγο της Χιλής (Απρίλιος 2011), δείχνοντας πόσο καλά κρατιούνταν μέχρι τότε. 

Mtrhd2_16
Το DVD Clean Your Clock καταγράφει έναν Lemmy εμφανώς ταλαιπωρημένο

Από εκεί και πέρα, υπάρχουν και περιπτώσεις που καλό θα είναι ν' αποφύγετε, εάν δεν συγκεντρώνετε τα άπαντα της μπάντας. Για παράδειγμα το Live In Buenos Aires, Argentina, 1994 [Radiation, 2025]. Το οποίο εμφανίστηκε σε 500 βινυλιακές κόπιες κατά τη φετινή Ημέρα Δισκοπωλείων περιέχοντας μια συναυλία από τον Μάιο του 1994 στο στάδιο "Obras", δίχως να διαθέτει τον ήχο που χρειαζόταν μια τέτοια έκδοση. Επιπλέον, δεν έχει πολύ νόημα ν' αναζητήσετε ζωντανές ηχογραφήσεις μετά το 2012, όταν, πια, αρχίζει να πέφτει η απόδοση του Lemmy. Ασφαλώς, δεν γίνεται να μην τον παραδεχτείς, βλέποντας να δίνει ό,τι έχει στα DVD Live At Download 2013, Best Of The West Coast Tour 2014 ή στο Sayonara Folks!, το οποίο περιέχει την εμφάνισή τους στο ιαπωνικό Mt. Fuji Rock Festival (Ιούλιος 2015). Πέραν αυτού, όμως, ουδέν. Το δε DVD Clean Your Clock [UDR, 2016], με υλικό από το "Zenith" του Μονάχου όπου εορτάστηκε η 40ή επέτειος της μπάντας (Νοέμβριος 2015), τον καταγράφει εμφανώς ταλαιπωρημένο, να βαδίζει στο τέλος του δρόμου του. Κατανοώ ότι πρόκειται για ντοκουμέντο, μα δεν ξέρω ποιοι θα ήθελαν να τον θυμούνται σε μια φάση τόσης φθοράς.

Και με τις στούντιο καταθέσεις, τι γίνεται; Μετά το 1916 οι Motörhead μετρούν μόλις τρία ευρέως αναγνωρίσιμα τραγούδια, γνωστά, δηλαδή, και πέρα από τους οπαδικούς κύκλους. Και τα τρία, μάλιστα, προέρχονται από τη δεκαετία του 1990. 

Πρώτη χρονικά είναι η καλογραμμένη μπαλάντα "I Ain't No Nice Guy After All" (1992, από το άλμπουμ March Ör Die), η οποία τους βρήκε να συνεργάζονται με τον Ozzy Osbourne και τον Slash των Guns N' Roses. Παρά τις ανερυθρίαστα μαζικές της στοχεύσεις, όμως, η εταιρία αρνήθηκε να την προωθήσει ως single, ενώ το περιβάλλον που γνώριζαν ως τότε ανατράπηκε σχεδόν πλήρως, λόγω της επιτυχίας των Nirvana. Δεύτερο κομμάτι είναι το "Born To Raise Hell", που όμως δεν ακούστηκε στην πρωτότυπη εκδοχή του 1993 από το άλμπουμ Bastards, αλλά από μια νέα ηχογράφηση για το soundtrack της ταινίας του Michael Lehmann "Airheads" (1994), με τον ράπερ Ice-T και τον Whitfield Crane των Ugly Kid Joe να συνδράμουν στα φωνητικά. Τρίτο, δε, στη σειρά και καλύτερο όλων ήταν το "I Don't Believe A Word" από το άλμπουμ Overnight Sensation (1996), που πετυχαίνει να μην είναι ούτε μπαλάντα, μα ούτε και "σκληρό", κατακτώντας ένα εθιστικό μεσοδιάστημα, το οποίο δεν ακύρωνε την οικεία αισθητική της μπάντας. 

Mtrhd2_17
To Inferno (2004), η στούντιο κυκλοφορία που ξεχωρίζει ανάμεσα στις ύστερες καταθέσεις τους

Παρ' όλα αυτά, η δεκαετία του 1990 μαστίζεται από τους πιο άνισους δίσκους στην καριέρα των Motörhead. Μπορεί ποτέ να μην έβγαλαν κάτι συνολικώς κακό, όμως είναι γεγονός ότι τότε, δίπλα στις παραπάνω περιπτώσεις, έγραψαν και τα χειρότερά τους τραγούδια, π.χ. το "Don't Let Daddy Kiss Me" (από το προαναφερθέν Bastards) ή το "Dead And Gone" (από το προαναφερθέν Overnight Sensation), που τόσο ξέμεινε από έμπνευση, ώστε χρειάστηκε να ξεσηκώσει ένα κιθαριστικό riff από τον Sam Gopal, με τον οποίον ο Lemmy είχε συνεργαστεί στα 1960s. Θα χρειαζόταν να έρθει η πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα για να ξαναπάρουν τα πάνω τους. Έτσι, με τον Αμερικανό παραγωγό Cameron Webb να αναδιατάσσει σωστά τον ήχο τους και με εκείνους να ξαναβρίσκουν τη φόρα τους, οδηγήθηκαν στο πιο συνεκτικό και συγκροτημένο τους άλμπουμ μετά το 1916 –το Inferno [Steamhammer/SPV, 2004].

Σαφώς υπερεκτιμημένο, ίσως όμως και υποτιμημένο, το Inferno δεν στηριζόταν σε μια τραγουδοποιία εμφανώς ανώτερη, συγκριτικά με τους προκατόχους του. Απλώς οι Motörhead κέντραραν καλύτερα σε όσα έκαναν και ξανάβαλαν τον μαγνητισμό της επιθετικής τους φόρας σε μια σταθερή ροή, αντί να τον εκπέμπουν αποσπασματικά. Από τότε, μάλιστα, διατήρησαν τη φλόγα αυτής της αναγέννησης, κρατώντας και τη συνεργασία με τον Webb μέχρι το τελος. Και δεν είναι τυχαίο ότι άλλαξε προς το καλύτερο και η εμπορική τους μοίρα: το Inferno τους ξανάκανε top-10 όνομα στη Γερμανία (την πιο πιστή τους αγορά, μέσα στις δεκαετίες), ανοίγοντας τον δρόμο για να επιστρέψουν στα charts και των Ηνωμένων Πολιτειών, μα και της Βρετανίας.

Mtrhd2_18
Το Bad Magic (2015) υπήρξε το κύκνειο άσμα της μπάντας

Για το ποιος δίσκος στέκεται στο άλλο άκρο, τώρα, υπάρχει συναγωνισμός μεταξύ του March Ör Die [WTG/Epic, 1992] και του Snake Bite Love [Steamhammer/SPV, 1998]. Το ένα, βέβαια, περιέχει το "I Ain't No Nice Guy", το άλλο ξεκινά με πυρά προς πάσα κατεύθυνση χάρη στο "Love For Sale". Αμφότερα, όμως, μένουν σύντομα από καύσιμα και καταντούν κουραστικά. Το μεσοδιάστημά τους, πάντως, είναι γεμάτο από γενικώς τίμια άλμπουμ, γεμάτα από παλιά κόλπα που εξακολουθούν να δουλεύουν υπέρ της μπάντας. Χάρη σε αυτά υπάρχουν μπόλικες στιγμές που μπορεί να μην είναι πρώτης γραμμής, μα αρκούν ώστε να ξαναβάλουν σε ιντριγκαδόρικη κίνηση το μικροσύμπαν τους –λιγότερο στα 1990s, περισσότερο μετά το Inferno. Τα Motörizer [Steamhammer/SPV, 2008], Overnight Sensation [Steamhammer/SPV, 1996] και The Wörld Is Yours [UDR, 2010] μάλλον ξεχωρίζουν από τα υπόλοιπα, ωστόσο ενδιαφέρον υπάρχει και στο κύκνειο άσμα Bad Magic [UDR, 2015], αλλά και στο Kiss Of Death [Steamhammer/SPV, 2006], ακόμα κι αν το δεις ως μικρό αδερφάκι του Inferno. 

Κλείνοντας, αξίζει να σχολιάσουμε και κατά καιρούς απόπειρες των Motörhead σε τραγούδια άλλων, τα οποία δεν χώρεσαν στην κανονικότητα των δίσκων τους. Τους Metallica, ας πούμε, με τους οποίους είχαν άριστες σχέσεις, τους τίμησαν δύο φορές· μία διασκευάζοντας ψιλοσυμπαθώς (ή μήπως ψιλοαχρείαστα;) το περίφημο "Enter Sandman" για τη συλλογή ECW Extreme Music (1998) κι άλλη μίά διασκευάζοντας πολύ ωραία το "Whiplash" για το άλμπουμ Metallic Attack: The Ultimate Tribute (2004) –πόσο ειρωνικό, ότι ήταν γι' αυτό που κέρδισαν το μοναδικό βραβείο Grammy της καριέρας τους. Ενδιάμεσα τραγούδησαν και το "Shoot 'Em Down" των Twisted Sister, για τη συλλογή Twisted Forever (2001), δίνοντας κι εδώ το κάτι τις πιο αλανιάρικο.

Mtrhd2_19
Η ξεχασμένη συλλογή της Extreme Championship Wrestling (ΕCW), για την οποία διασκεύασαν το "Enter Sandman" των Metallica

Το 2008, έπειτα, λαμβάνοντας μέρος στη συλλογή Hell Bent Forever, τόλμησαν να διασκευάσουν το εμβληματικό "Breaking The Law" των Judas Priest, με το γρέζι του Lemmy να του προσφέρει μια ελκυστική πτυχή, ενώ το 2014 μπλέχτηκαν στο tribute Ronnie James Dio: This Is Your Life, διασκευάζοντας ανεπιτυχώς το "Starstruck" των Rainbow, με τον Biff Byford των Saxon στα φωνητικά. Τέλος, ενώ έφτιαχναν το Bad Magic διασκεύασαν και το "Heroes" του David Bowie, το οποίο όμως έμεινε εκτός της τελικής track list, για να εμφανιστεί το 2023 στα bonus κομμάτια της Seriously Bad Magic επανέκδοσης του άλμπουμ. Δεν έλεγε και τίποτα, πάντως.

Εντωμεταξύ, τον Ιούνιο του 2007, είχαν περάσει για ακόμα μία φορά από την Αθήνα, παίζοντας στον Λυκαβηττό. Δεν ήταν και η καλύτερή τους συναυλία στη χώρα μας (δεν έπαιξαν το "The Chase Is Better Than The Catch", διάολε), ενώ η προσέλευση στάθηκε κατώτερη του αναμενόμενου. Δυστυχώς, ήταν η τελευταία φορά που θα τους βλέπαμε στην Ελλάδα. Ο Lemmy μας αποχαιρέτησε λέγοντας "don't forget us, we are Motörhead and we're playing rock 'n' fuckin' roll" κι εγώ τα κράτησα εκείνα τα λόγια του. Κι όταν έμαθα για τον θάνατό του, τα Χριστούγεννα του 2015, υποσχέθηκα ότι δεν θα ξεχνούσα και ότι θα έφτιαχνα ένα τέτοιο αφιέρωμα. Τότε, βέβαια, ζούσα μια άλλη δημοσιογραφική ζωή, οπότε το ονειρεύτηκα ως σπέσιαλ τεύχος του περιοδικού "Sonik", με πολλούς καλεσμένους συναδέλφους –και μπορεί και να το υλοποιούσαμε, αν δεν ακολουθούσε ο θάνατος του David Bowie λίγες μέρες μετά, διογκώνοντας τη θλίψη εκείνου του χειμώνα κι αλλάζοντας τις εκδοτικές προτεραιότητες. Έστω και μια δεκαετία αργότερα, πάντως, τηρώ αυτήν την παλιά υπόσχεση. Κι ελπίζω να φάνηκα αντάξιος του θέματος.
 

Διαβάστε ακόμα

Τελευταία άρθρα Μουσική

"Μεγάλες Κυρίες τραγουδούν": H πετυχημένη μουσικοθεατρική παράσταση επιστρέφει στο Τρένο στο Ρουφ

Μετά την ενθουσιώδη υποδοχή της πρώτης σεζόν, η Άρτεμις Ματαφιά έρχεται για δεύτερη χρονιά.

11/10/2025

Ο δεξιοτέχνης ουτίστας Haig Yazdjian επιστρέφει στο Theatre of the NO

Μια βραδιά γεμάτη μελωδίες και ήχους από την πλούσια παράδοση της Ανατολής και τη σύγχρονη μουσική σκηνή.

Μια "Κασσάνδρα" με άγαρμπα πέρα-δώθε μεταξύ Τρωικού Πολέμου και 21ου αιώνα

Παρά τις γοητευτικές πτυχές και τη σεξουαλική τόλμη, παρά το θερμό χειροκρότημα του κόσμου για τη María Castillo De Lima, η όπερα των Pablo Ortiz & Sergio Blanco δεν βρίσκει αυτά που επιθυμεί.

Μελωδίες από τα "Παράθυρα με θέα" στον Σταυρό του Νότου

Το μουσικό σχήμα επιστρέφει δυναμικά για μια σειρά ζωντανών εμφανίσεων στο Σταυρό του Νότου Club.

Ένα ΠΣΚ γεμάτο μουσική

Οι συναυλίες που θα μας απασχολήσουν αυτό το τριήμερο.

Η προπώληση των εισιτηρίων για τους Nick Cave & The Bad Seeds ξεκίνησε

Ο Αυστραλός rock star έρχεται στην Πλατεία Νερού τέσσερα χρόνια μετά το αξέχαστο show του στο Release Athens 2022.