
Δύο από τις πλέον επιτυχημένες βραδιές έντεχνου τραγουδιού της φετινής χρονιάς δόθηκαν λίγο πριν την πρόσφατη ολοκλήρωσή της, στις αρχές και στα τέλη του Απρίλη. Η επιτυχία τους δεν έγκειτο μόνο στη σπανιότητα του ερμηνευθέντος ρεπερτορίου και την προγραμματική τόλμη, αλλά και στο ότι χάρισαν δύο διαφορετικές, αν και εξίσου ευπρόσδεκτες, ματιές πάνω στο πώς φτιάχνεται και παρουσιάζεται ένα πρόγραμμα με έντεχνα τραγούδια.
Στις 29/4, στο πλαίσιο εκδήλωσης του "Συλλόγου Οι Φίλοι της Μουσικής", η μεσόφωνος Έλενα Μαραγκού, συνοδευόμενη στο πιάνο από τον Γιώργο Ζιάβρα, παρουσίασε στην "Αίθουσα Δημήτρης Μητρόπουλος" του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών ένα πρόγραμμα με ελληνικά τραγούδια ξένων συνθετών του 19ου και του 20ού αιώνα. Ευθεία υπήρξε εδώ η σύνδεση με το ομότιτλο CD τους, το οποίο κυκλοφόρησε διεθνώς το 2024 από την ολλανδική δισκογραφική εταιρεία Etcetera, αφήνοντας πολύ καλές εντυπώσεις.
Στο παραδοσιακής σύλληψης αλλά τολμηρού προγραμματισμού και μουσικολογικού ενδιαφέροντος ρεσιτάλ γειτνίασαν έργα εντελώς διαφορετικού ύφους, αισθητικής, δραματουργίας, με κοινή έμπνευση από την ελληνική μυθολογία, ιστορία και παράδοση. Η ξεκάθαρη και πολύτιμη εκπαιδευτική/λογοτεχνική διάσταση έμεινε, δυστυχώς, στο περιθώριο, λόγω της μη διανομής προγραμματικού τεύχους. Όσοι φιλόμουσοι δεν προμηθεύτηκαν το δισκογράφημα αρκέσθηκαν στις κατατοπιστικές/γλαφυρές εισαγωγικές παρουσιάσεις από τους δύο καλλιτέχνες με βασικές πληροφορίες για το κάθε έργο/κύκλο ή/και τον συνθέτη.
Η ώσμωση των δύο μουσικών έγινε άμεσα αντιληπτή και επί σκηνής. Είναι αξιοσημείωτο ότι η Μαραγκού όχι μόνο τραγούδησε με πολύ φροντισμένη άρθρωση σε πέντε γλώσσες (αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, ρωσικά και τσέχικα!), αλλά επένδυσε πολλά στη διαφοροποίηση της έκφρασης, αξιοποιώντας ένα τίμπρο ιδανικά μαλακό για έντεχνο τραγούδι. Έτυχε δε υποδειγματικής στήριξης από τον Ζιάβρα, που ουδέποτε περιορίσθηκε σε ρόλο συνοδού. Η έγνοια για ισόκυρο διάλογο ήταν έντονα ορατή, ειδικά στο πρώτο μέρος της βραδιάς. Μετά από τα μάλλον αβαρή, too British -παρά τις τζαζίστικες πινελιές- "3 ελληνικά τραγούδια" του Μπέρκλεϊ (ιδανικά, πάντως, για ζέσταμα φωνής), εντυπωσιακό υπήρξε το σλαβικό δίπτυχο. Στα 4 ελληνικά τραγούδια του Σοστακόβιτς φωτίσθηκε άρτια η ποικιλία διαθέσεων (επική ή πιο ανάλαφρη/χορευτική, συγκινητική ή πιο ηρωική/"πατριωτική" στον …ύμνο του Ε.Λ.Α.Σ.!), ενώ στα πανέμορφα, έντονου εθνικοσχολικού ιδιώματος "3 Ελληνικά μοντέρνα ποιήματα" του Ντβόρζακ εντυπωσίασε η ανάδειξη και με μουσικούς όρους του δραματικού/σκοτεινού περιεχομένου των στίχων!
Στο δεύτερο μισό του προγράμματος θα προσπερνούσε κανείς τις γλωσσικά και μουσικά ατελείς όσο και -κυρίως- επιτηδευμένες ερμηνείες των "5 Ελληνικών λαϊκών τραγουδιών" του Ραβέλ αλλά και την απόδοση από τον Ζιάβρα μιας τετράδας από τους "8 Ελληνικούς Νησιώτικους χορούς" για σόλο πιάνο του Κωνσταντινίδη, όπου η ποιότητα και οι αποχρώσεις του παιξίματός του συνοδεύθηκαν από αρκετές ελευθερίες και μανιερισμούς.
Αντίθετα, οφείλει να εστιάσει στους δύο κύκλους γερμανικών τραγουδιών, που δόθηκαν με τη σύμπραξη και της εκλεκτής βιολίστας Αγγέλας Γιαννάκη. Το δεδομένης ομορφιάς και ορθοτονίας παίξιμό της διέθετε τις ποιότητες καντάμπιλε που είναι καθοριστικές για την ανάδειξη της αξίας τριών από τα "Τραγούδια χωρίς λόγια" του εγκατεστημένου στη Γερμανία συνθέτη Δημήτρη Τερζάκη. Στα βαθύτατα "ελληνικά" αυτά κομμάτια, η δημοτική έμπνευση δεν συνοδεύθηκε, πάντως, από αναπαραγωγή του "αυτούσιου" μελωδικού υλικού.
Ακόμη πιο πρωτότυπες ήχησαν οι "Πέντε αρχαίες ωδές" που ο Ρώυττερ μελοποίησε πάνω σε ποίηση Σαπφούς (κυρίως σπαράγματα πλην ενός πλήρως σωζόμενου ποιήματος). Η ενδιαφέρουσα, συχνά θυελλώδης γραφή για το πιάνο και τη βιόλα συνδυάσθηκε από μία πολύ απαιτητική εκφραστικά, ενίοτε θεατρική, φωνητική γραφή. Με άρτια προφορά και νοηματοδότηση του αδόμενου γερμανικού λόγου, η Μαραγκού κινήθηκε με μεγάλη ευελιξία μεταξύ του διάχυτου λυρισμού και της μελαγχολίας και των νησίδων μεγαλύτερης δραματικής εξαγγελίας και έντασης. Δικαιολογημένες οι ζωηρές επευφημίες του κοινού που γέμισε ασφυκτικά τη μικρή αίθουσα του Μεγάρου!

Εξίσου θερμής υποδοχής έτυχε και η πρώτη (5/4) από τις δύο βραδιές με "Τραγούδια για τους σκοτεινούς καιρούς" που προτάθηκε στο "Ολύμπια" Δημοτικό Μουσικό Θέατρο Αθηνών. Εν προκειμένω δεν θα μπορούσε να γίνει λόγος για ένα κλασικό ρεσιτάλ τραγουδιών αλλά μάλλον για μία έντονα θεατρικού στίγματος παράσταση με μουσικές από το Βερολίνο του μεσοπολέμου.
Εμπνευστής και μουσικός διευθυντής της υπήρξε ο ανήσυχος τσεμπαλίστας και αρχιμουσικός Μάρκελλος Χρυσικόπουλος, που γνωρίζει όσο λίγοι να φτιάχνει άκρως ενδιαφέροντα προγράμματα, όπως τούτος ο ιδιαίτερος περίπλους μεταξύ σκότους και φωτός, παρελθόντος και παρόντος, αντιφάσεων και ελπίδων.
Θεωρώντας τη σημερινή εποχή ως μία νέα "εποχή των τεράτων", θέλησε να βρει αναλογίες με και άντλησε έμπνευση από το λυκόφως της φιλελεύθερης πλην κοινωνικοπολιτικά ναρκοθετημένης Δημοκρατίας της Βαϊμάρης.
Έργα συνθετών της εποχής όπως οι Τσεμλίνσκυ, Σρέκερ και Κόλλο συνομίλησαν με κομμάτια των …υστερορομαντικών Μάλερ (που αποτέλεσαν πρώτη ύλη αλλά και "ραχοκοκαλιά" του προγράμματος!) και Σαιν-Σανς, τα περισσότερα εκ των οποίων δόθηκαν σε διασκευές/ενορχηστρώσεις για μικρό ενόργανο σύνολο (το εξαιρετικό Ergon Ensemble) του επίσης γνωστού τσεμπαλίστα Πάνου Ηλιόπουλου. Αν αυτή του "Αργού βαλς" του Σρέκερ ήχησε επιτυχημένη, αν αυτή του "Μακάβριου χορού" του Σαιν-Σανς διατήρησε την αιχμηρή θεατρικότητα του πρωτοτύπου, η μεταγραφή του περίφημου "Adagietto" από την 5η Συμφωνία του Μάλερ δεν κατάφερε να προσεγγίσει το συναισθηματικό βάθος της αυθεντικής ορχηστρικής εκδοχής. Εδώ, βέβαια, το κομμάτι επενδύθηκε με στίχους που έγραψε ο ίδιος ο συνθέτης για την σύζυγό του Άλμα, που δεν περιλαμβάνονται στη συμφωνική μορφή του, αλλά εντοπίσθηκαν στις σημειώσεις του θρυλικού Ολλανδού αρχιμουσικού Μένγκελμπεργκ, και του προσδίδουν μίαν εντελώς άλλη διάσταση, λιγότερο πένθιμη και περισσότερο ερωτική.
Εξίσου ερεθιστική υπήρξε η συμπόρευση/συνομιλία αμιγώς συμφωνικών έργων με κομμάτια με ξεκάθαρες επιρροές από το καμπαρέ και τη δημοφιλή τότε μουσική των "μαύρων". Αν το πάντρεμα με το καμπαρέ υπήρξε έξοχο στο τραγούδι του Χάαρμαν από την οπερέτα "Μαριέττα" του Κόλλο, πολλές ενστάσεις ήγειρε η διασκευή σε στυλ καμπαρέ του τραγουδιού του Σρέκερ "Το σκοτάδι", πολλώ δε μάλλον που λίγο νωρίτερα αυτό είχε ακουσθεί -θαυμάσια- στην αυθεντική του εκδοχή.
Και ήταν σε αυτά τα τραγούδια των Τσεμλίνσκυ, Σρέκερ και Κόλλο που έλαμψε η σκηνική προσωπικότητα και το θεατρικό ταμπεραμέντο της υψιφώνου Αφροδίτης Πατουλίδου, η οποία είχε δώσει δύο μήνες νωρίτερα στην Εναλλακτική Σκηνή της ΕΛΣ ένα προσωπικό ρεσιτάλ με αντίστοιχη παραστατική διάσταση. Η μεταλλική φωνή με την άνεση στην ψηλή περιοχή και ο καλός χειρισμός της γερμανικής γλώσσας συνέβαλαν καθοριστικά στις θετικές εντυπώσεις, ιδίως σε τραγούδια με διάχυτη απόγνωση ή ένταση, καθώς το τίμπρο ηχούσε λιγότερο πρόσφορο για τις διαφορετικές εκφραστικές απαιτήσεις των χαμηλόφωνων τραγουδιών του Μάλερ.
Τη σκηνοθεσία, την εικαστική επιμέλεια και τους φωτισμούς της παράστασης υπέγραψε ο Στέφανος Δρουσιώτης σε απόλυτη σύμπνοια με τα μουσικά και εκφραστικά δεδομένα που οριοθέτησαν οι λοιποί συντελεστές της. Η συμβολή του στη δημιουργία της κάθε φορά κατάλληλης ατμόσφαιρας υπήρξε εξίσου σημαντική.
Συγκεφαλαιωτικά, ένας "διακριτός" αλλά και αφηγηματικά συνεκτικός τρόπος παρουσίασης ενός προγράμματος με έντεχνα τραγούδια μακριά από την πεπατημένη…
Λεζάντα πρώτης φωτογραφίας: Στιγμιότυπο από το ρεσιτάλ με ελληνικά τραγούδια ξένων συνθετών που έδωσε η μεσόφωνος Έλενα Μαραγκού, συνοδευόμενη από τον πιανίστα Γιώργο Ζιάβρα και την βιολίστα Αγγέλα Γιαννάκη, στην "Αίθουσα Δημήτρης Μητρόπουλος" του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών (29/4) © Χάρης Ακριβιάδης