
40 χρόνια The Jesus and Mary Chain και σκοτεινό ρομαντισμό θα γιορτάσει η Αθήνα, την Τρίτη 24 και την Τετάρτη 25 Ιουνίου, χορεύοντας στους shoegaze ρυθμούς των αδερφών Reid. Το ντούετο από τη Σκωτία επιστρέφει για διπλό ραντεβού στο "Gazarte Ground Stage" γιορτάζοντας την επέτειο του εμβληματικού ντεμπούτου του, "Psychocandy" (1985) και την κυκλοφορία το νέου "Glasgow Eyes". Δεν θα μπορούσε να υπάρξει καλύτερη αφορμή για μια κουβέντα με τον Jim Reid για αυτές τις τέσσερις δεκαετίες, λίγο πριν την άφιξή τους στην Αθήνα
Ποιες είναι οι πρώτες αναμνήσεις από τη Σκωτία ως νεαρός μουσικός;
Δεν είχαμε ακριβώς μια σκηνή, ούτε γίνονταν προσπάθειες για να φτιάξουμε μπάντες στη Γλασκώβη. Κανείς δεν ενδιαφερόταν για μπάντες. Οπότε έπρεπε να πάμε στο Λονδίνο. Αυτό κάναμε. Πήραμε το λεωφορείο, πήγαμε στο Λονδίνο και επιβάλαμε την παρουσία μας: "δώστε μας ένα λάιβ, βάλτε μας να παίξουμε". Ήμασταν απλώς πολύ επίμονοι. Κλείσαμε τελικά το πρώτο λάιβ και το NME δημοσίευσε μια κριτική. Οπότε, από νωρίς, τα πράγματα άρχισαν να κινούνται αρκετά γρήγορα.
"Punk, αυθορμητισμός & το "fuck you” στοιχείο - Οι Velvet μάς έδειξαν
πώς γίνεται"
Πώς βλέπετε το "Psychocandy" (1985) σήμερα;
Είναι λίγο σαν να κοιτάς παλιές φωτογραφίες σου. Στραβώνεις λίγο και λες "Θεέ μου, τι σκεφτόμασταν;". Αλλά την ίδια στιγμή, ξέρεις πως δε θα έφτανες ποτέ εδώ που είσαι τώρα χωρίς αυτά τα ενδιάμεσα βήματα. Γενικά, είμαστε πολύ περήφανοι για ό,τι έχουμε καταφέρει και νομίζω πως όλοι οι δίσκοι μας αντέχουν στο χρόνο. Μπορώ να θυμηθώ γιατί κάναμε κάθε άλμπουμ και όλα εξακολουθούν να βγάζουν νόημα. Και το "Psychocandy", σαράντα χρόνια μετά, εξακολουθεί να απασχολεί τον κόσμο. Ελπίζω να δημιουργούνται ακόμη νέες μπάντες εξαιτίας του – αυτός ήταν άλλωστε και ο στόχος του: να πει στον κόσμο "αν δε σου αρέσει η μουσική ή η ζωή σου, σήκω και κάνε κάτι. Δοκίμασε να κάνεις τη διαφορά".
Νιώσατε ποτέ ότι αυτό το άλμπουμ ήταν μια κορύφωση που ήρθε πολύ νωρίς;
Ναι, για κάποιο διάστημα ήταν κάπως απογοητευτικό, γιατί ό,τι κάναμε μετά το "Psychocandy" συγκρινόταν με αυτό. Για μερικά χρόνια μάς ενοχλούσε. Έπειτα, ξεκίνησα να σκέφτομαι ότι ακόμα και αν κάναμε μόνο έναν "κλασικό" δίσκο, υπάρχουν άπειρες μπάντες που δεν έκαναν ούτε έναν. Προσωπικά, δε θεωρώ ότι το "Psychocandy" είναι ο καλύτερος δίσκος μας. Αν όμως ο υπόλοιπος κόσμος το πιστεύει, είναι δική του υπόθεση. Ίσως, χάρη σε αυτόν τον δίσκο έχουμε αυτή τη διάρκεια. Ίσως, αυτός μας επέτρεψε να συνεχίσουμε.
Και ποιος είναι ο καλύτερος δίσκος των Jesus and Mary Chain;
Ο τελευταίος, το "Glasgow Eyes". Πάντα ο τελευταίος δίσκος είναι αυτός που βγάζει περισσότερο νόημα για σένα. Όσο περνάει ο καιρός και ακούς τους παλιότερους δίσκους, σκέφτεσαι "έπρεπε να το είχαμε κάνει έτσι", "αυτό έπρεπε να είναι πιο δυνατά", "αυτό έπρεπε να είχε μια τρομπέτα στη μέση". Πάντα αλλάζεις γνώμη για το πώς θα έπρεπε να ηχεί κάτι. Αλλά ο πιο πρόσφατος δίσκος είναι αυτός που σε εκφράζει περισσότερο τη δεδομένη στιγμή. Για μένα, λοιπόν, το "Glasgow Eyes" είναι ο καλύτερος μας δίσκος. Είμαι σίγουρος πως και ο William θα συμφωνούσε.
Το "Glasgow Eyes" ακούγεται πιο ηλεκτρονικό απ΄ ό,τι έχουμε συνηθίσει τους JAMC.
H βασική διαφορά είναι ότι δώσαμε περισσότερο "χώρο" στα συνθεσάιζερ και τα drum machines. Πάντα τα χρησιμοποιούσαμε, αλλά κυρίως σε b-sides ή πιο σκοτεινά κομμάτια – μάξιμουμ σε ένα τραγούδι από κάθε άλμπουμ. Πάντα μας άρεσε αυτή η μουσική και σκεφτήκαμε "πώς μπορούμε να φρεσκάρουμε λίγο τον ήχο των Mary Chain;". Οπότε φέραμε παλιά, αναλογικά drum machines και τα συνδυάσαμε με τις κιθάρες που μας χαρακτηρίζουν.
Πώς δεν το τολμήσατε νωρίτερα;
Σε κάποιο βαθμό κάθε άλμπουμ είναι μια ευκαιρία για ανανέωση. Αλλά νομίζω πως αυτή είναι η πιο διαφορετική δουλειά που έχουμε κάνει απ’ ό,τι περίμεναν οι άνθρωποι από εμάς. Η παραγωγή είναι τελείως διαφορετική σε σχέση με τα προηγούμενα άλμπουμ.
Ο δίσκος ηχογραφήθηκε στα Castle of Doom Studios, το στούντιο των Mogwai. Πόσο επηρέασε η τοποθεσία και υπήρξε αλήθεια κάποια ανταλλαγή απόψεων πάνω στο νέο υλικό;
Δεν υπήρξε αλλά γνωρίζουμε τους ανθρώπους εκεί και τα πάμε πολύ καλά. Ο μάνατζέρ μας, ο David, είχε συνεργαστεί παλιότερα με τους Mogwai και παραμένει φίλος τους. Έχουμε άσχημες εμπειρίες με στούντιο στο παρελθόν – πολλοί που δουλεύουν σε αυτά δεν θα έπρεπε καν να είναι εκεί. Οπότε ρωτήσαμε τον David πού να ηχογραφήσουμε και μας πρότεινε το Castle of Doom. Μόνο και μόνο η ιδέα να γυρίσουμε στη Γλασκώβη και να γράψουμε εκεί μάς ενθουσίασε. Πήγαμε να το δούμε και ήταν εξαιρετικό στούντιο. Ο παραγωγός, ο Tony Doogan, κατάλαβε αμέσως τι θέλαμε να κάνουμε. Όλα έδεσαν τέλεια. Και ήταν υπέροχο που επιστρέψαμε στη Γλασκώβη.
Το τελευταίο κομμάτι του άλμπουμ είναι ξεκάθαρα ένα φόρος τιμής στους Velvet Underground. Τι σημαίνει η μουσική τους για τους JAMC;
Σε όλη τη διαδρομή μας υπάρχουν ορόσημα που μας καθόρισαν. Η πρώτη μας επαφή με τη μουσική ήταν οι Beatles. Μετά ήρθε το glam rock. Δεν μπορώ να περιγράψω πόσο καθοριστικό ήταν το punk για εμάς. Πριν το punk, η μουσική ήταν κάτι που έκαναν "άλλοι". Σαν να ήταν από άλλον πλανήτη. Παρόλο που την ακούγαμε, η ιδέα να κάνεις εσύ μουσική φαινόταν αδιανόητη. Και μετά ήρθε το punk και σκεφτήκαμε: "μπορούμε και εμείς να το κάνουμε αυτό". Ήταν τύποι σαν και εμάς, ντυμένοι σαν και εμάς. Γδυτοί σαν εμάς, βασικά. Μετά από λίγο άρχισε να ξεθωριάζει. Και τότε ακούσαμε για πρώτη φορά το πρώτο άλμπουμ των Velvet. Και ήταν σαν να άναψε φως. Σκεφτήκαμε: "έτσι θα κάνουμε μουσική". Δεν μπορούσαμε να πιστέψουμε ότι στο ίδιο άλμπουμ υπήρχε το "I’ll Be Your Mirror" και το "Waiting for the Man". Αυτή η ικανότητα να αλλάζουν κατεύθυνση τόσο φυσικά, χωρίς να μοιάζει επιτηδευμένο… Ήταν μια ειλικρινής, ακατέργαστη ενέργεια. Αυτό θέλαμε και εμείς. Punk, αυθορμητισμός, το "fuck you" στοιχείο. Οι Velvet μάς έδειξαν πώς γίνεται. Ήταν τεράστια επιρροή για εμάς.

Αυτό το DIY πνεύμα, προσπαθήσατε να το κρατήσετε ζωντανό όλα αυτά τα χρόνια;
Απολύτως. Μόλις καταλάβαμε πώς φτιάχνεις μουσική, όλα άλλαξαν. Πριν ήταν δύσκολο να καταλάβουμε πώς ξεκινάς, τι κάνεις, πώς βρίσκεις μέλη για την μπάντα. Αλλά μόλις σχηματίστηκε η εικόνα, μετά ήταν όλα θέμα προσπάθειας. Το βασικό είναι να ακολουθείς το ένστικτό σου. Αν κάτι φαίνεται πολύ κοπιαστικό, τότε μάλλον κάτι κάνεις λάθος. Πρέπει να είναι εύκολο, φυσικό.
Σήμερα, που η πληροφορία είναι τόσο προσβάσιμη, πιστεύεις ότι είναι πιο εύκολο ή πιο μπερδεμένο να ξεκινήσει μια νέα μπάντα;
Δεν είναι απαραίτητα πιο εύκολο. Σε κάποια σημεία ναι, αλλά στα ουσιώδη όχι. Η τεχνολογία σου επιτρέπει να φτιάξεις έναν αξιοπρεπή δίσκο στο δωμάτιό σου πλέον. Και πολλές φορές δεν ξεχωρίζει από έναν που έγινε σε στούντιο με κόστος 2.000 λίρες την ημέρα. Αλλά πλατφόρμες όπως το Spotify παίρνουν τη μουσική σου χωρίς να σε πληρώνουν. Είναι πιο δύσκολο να ζήσεις από τη μουσική. Και ναι, δεν είναι όλα θέμα χρημάτων – αλλά όλοι έχουν λογαριασμούς. Οι νέες μπάντες δυσκολεύονται να επιβιώσουν. Επίσης, με τα social media, μπορείς εύκολα να προωθήσεις τη μουσική σου. Αυτό είναι καλό αλλά το κάνουν όλοι. Οπότε υπάρχει ένας ωκεανός μουσικής και κανείς δεν ξέρει πώς να βρει κάτι και τι πράγματι αξίζει. Εκεί ίσως παραμένουν χρήσιμες οι δισκογραφικές: ξεχωρίζουν κάποιες μπάντες από άλλες. Άλλαξαν τα πράγματα. Αλλά σε πολλά σημεία, έγινε πιο δύσκολο.
Και όσον αφορά τις περιοδείες; Τι είναι διαφορετικό πλέον σχέση με τα πρώτα χρόνια;
Τώρα προσπαθώ να είμαι όσο πιο χαλαρός γίνεται. Για παράδειγμα, παίρνω μαζί μου πράγματα που θα με κάνουν να νιώθω άνετα. Παλιά, δεν υπήρχε καμία προετοιμασία. Έπαιρνες το διαβατήριο και έφευγες. Ήταν απίστευτα ανθυγιεινή εμπειρία απ’ την αρχή μέχρι το τέλος. Ειλικρινά, απορώ πώς επέζησα. Πλέον είμαι μεγαλύτερος, πιο σταθερός, πιο λογικός. Δεν παίρνω ναρκωτικά. Και χάρη σε αυτό απολαμβάνω περισσότερο τα λάιβ. Είμαι εκεί. Παρών. Παλιά ήμουν μεθυσμένος, έσερνα τα πόδια μου, έκανα εμετό πίσω από τον ενισχυτή. Μπορεί να έμοιαζε κινηματογραφικό, αλλά δεν μπορείς να παίξεις έτσι στην πραγματικότητα. Πιστεύω πως παίζουμε καλύτερα τώρα και ότι το κοινό το απολαμβάνει περισσότερο.
Έχω μια πολύ ωραία ανάμνηση από την τελευταία σας εμφάνιση εδώ, στην Πλατεία Νερού. Τι ετοιμάζετε για το κοινό της Αθήνας αυτή τη φορά, στις 24-25/6 ("Gazarte Ground Stage");
Λατρεύω να έρχομαι στην Αθήνα. Είναι μια όμορφη πόλη και την απολαμβάνω κάθε φορά. Στο σετ θα παίξουμε υλικό από όλα τα άλμπουμ. Θα υπάρχουν κομμάτια από τον νέο δίσκο, αλλά δε θα τα επιβάλουμε. Ξέρουμε ότι ο κόσμος έρχεται κυρίως για τα παλιά. Οπότε θα παίξουμε λίγο απ’ όλα. Αν σου αρέσουν οι Mary Chain – και ελπίζω να σου αρέσουν – τότε θα σου αρέσει και αυτό που θα κάνουμε.
Περισσότερες πληροφορίες
The Jesus and Mary Chain
Η μυθική σκωτσέζικη μπάντα των Jim και William Reid βγαίνει και πάλι στο δρόμο, με επιπλέον αφορμή την κυκλοφορία του νέου άλμπουμ «Glasgow Eyes». Γεννημένοι και μεγαλωμένοι καλλιτεχνικά στην post-punk σκηνή της Σκωτίας τη δεκαετία του ’80, οι The Jesus and Mary Chain μπορούν να υπερηφανεύονται πως άλλαξαν για πάντα την πορεία της εναλλακτικής μουσικής με το επιδραστικό ντεμπούτο Psychocandy του 1985. Με pop μελωδίες, το reverb να πλέκει τις εκλεπτυσμένες ατμόσφαιρές τους και ογκώδη, εκκωφαντικά, παραμορφωμένα walls of sound στην εμπροσθοφυλακή, οι Σκωτσέζοι δημιούργησαν τον ήχο που θα ενέπνεε ολόκληρα μουσικά κινήματα, όπως η shoegaze και το noise rock. Η δισκογραφική τους πορεία είναι γεμάτη διαχρονικά διαμάντια όπως το Darklands (1987), το Automatic (1989) και το Munki (1998), που τους καθιέρωσαν ως το συγκρότημα που άλλαξε μία για πάντα το τοπίο της rock μουσικής. Η επανένωσή τους το 2007, διακήρυξε χαράς ευαγγέλια στο τεράστιο fanbase τους, αλλά και τους απανταχού ροκ ακροατές. Η συναυλιακή πορεία που την διαδέχτηκε δε, μεγάλωσε ακόμη περισσότερο το όνομά τους, αποδεικνύοντας εκ νέου την τεράστια επιρροή τους στο ροκ στερέωμα. Το 2024, στην συμπλήρωση των 40 ετών τους, οι The Jesus and Mary Chain, κυκλοφόρησαν το εκπληκτικό Glasgow Eyes, που φτάνοντας μέχρι την θέση 7 των Βρετανικών charts, επιβεβαίωσε για άλλη μια φορά το θρυλικό τους status.