
Τη σταθερή εξέλιξη και τις αδιαμφισβήτητες ικανότητες του Διονύση Γραμμένου ως αρχιμουσικού πιστοποίησαν οι δύο συναυλίες που διηύθυνε τον περασμένο μήνα στην "Αίθουσα Χρήστος Λαμπράκης" του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών, τιθέμενος επικεφαλής των δύο resident ορχηστρών του θεσμού.
Στις 6/5, η καλά προετοιμασμένη συναυλία με τη "δική" του Ελληνική Συμφωνική Ορχήστρα Νέων λειτούργησε ουσιαστικά ως γενική πρόβα αυτής -με το ίδιο ακριβώς πρόγραμμα- που θα δινόταν λίγες μέρες αργότερα στο Λονδίνο, στον ιστορικό ναό του Αγίου Μαρτίνου των Αγρών.
Τη βραδιά άνοιξε μια προσεγμένη εκτέλεση της "Φαντασίας σε ένα θέμα του Τόμας Τάλλις" του Βων Ουίλλιαμς, ιδιότυπης σύζευξης μιας "αρχαϊκής" αγγλικής μουσικής γλώσσας με πιο σύγχρονες, ιμπρεσιονιστικές και τροπικές, αρμονίες. Σε μια προσπάθεια απόδοσης της θεατρικά αντιφωνικής γραφής με τις συνθήκες της παγκόσμιας πρώτης εκτέλεσης στον καθεδρικό ναό του Γκλόστερ, ο αρχιμουσικός έθεσε την ορχήστρα των 28 μουσικών σε δύο επίπεδα και σε απόσταση επί της σκηνής, κάτι που βέβαια αδυνατούσε να δημιουργήσει την ύφανση ενός ατμοσφαιρικού, απόκοσμου ηχητικού ιστού γύρω από το κοινό, όπως συνέβη το 1910. Σε κάθε περίπτωση, και παρά μια κάποια γενικότερη εκφραστική αποστασιοποίηση, η διαφάνεια ήχου των εγχόρδων (με ορθοτονικά άψογα σόλι του εξάρχοντα Γιώργου Μπάνου) και η ακρίβεια με την οποία εκτίθεντο και αναπτύσσονταν τα παραδοσιακά μελωδικά θέματα έδωσαν μια επαρκή εικόνα του έργου.
Ακολούθησε το δημοφιλέστατο (2ο) "Κοντσέρτο για βιολί και ορχήστρα" του Μέντελσον, με ένα σολίστ ολκής, τον εβραϊκής καταγωγής Αμερικανό Νόα Μπέντιξ-Μπάλγκλεϋ, έναν από τους εξάρχοντες της περίφημης Φιλαρμονικής του Βερολίνου!
Από τις πρώτες κιόλας νότες απολάμβανε κανείς τον φωτεινό, καλλιεργημένο, ανεπίληπτης ορθοτονίας ήχο του βιολιστή, την λαμπερή δεξιοτεχνία (στην καντέντσα), την τελειοθηρικά διαπλασμένη φραστική, την σε βάθος λεπτομέρειας γνώση της εμβληματικά ρομαντικής παρτιτούρας. Η προσπάθειά του να αναδείξει τη λεπτή ισορροπία μεταξύ ρομαντικής έκφρασης και κλασσικής φόρμας είχε, πάντως, σαν αποτέλεσμα μία ερμηνεία εκφραστικά μάλλον συγκρατημένη, που δικαίωσε περισσότερο το λυρισμό και την κομψότητα του ενδιάμεσου αργού μέρους παρά το έντονο συναίσθημα και τη φλογερή ορμητικότητα των δύο γρήγορων ακραίων μερών, που σπάνια ήχησαν σύμφωνα με τις αγωγικές ενδείξεις (molto appassionato – molto vivace αντίστοιχα). Καθοριστικό ρόλο στην πολύ "κλασσική" αυτή προσέγγιση έπαιξε και η διακριτική ορχηστρική συνοδεία που διέπλασε ο Γραμμένος, που δεν ευνόησε έναν πιο σβέλτο διάλογο με τον σολίστ, πλην ίσως στο ανάλαφρο, κινητικά συναρπαστικό καταληκτικό μέρος.
Ανταποκρινόμενος στη θερμότατη υποδοχή του πολυπληθούς κοινού, ο Μπέντιξ-Μπάλγκλεϋ προσέφερε ως ανκόρ μία χορευτική μελωδία από την klezmer οργανική μουσική παράδοση των Εβραίων Ασκενάζυ της Ανατολικής Ευρώπης.
Το δεύτερο μέρος ξεκίνησε με τη συντομότατη σύνθεση "Starburst" ("Αστρική έκρηξη") της Αμερικανίδας Τζέσσι Μοντγκόμερυ. Μετά από ένα αρχικό οστινάτο, η συνεχούς κινητικότητας γραφή προσπάθησε να εξερευνήσει -κάπως εις μάτην, λόγω της μόλις 3λεπτης διάρκειας!- όλο το φάσμα ηχοχρωμάτων και εκφραστικών δυνατοτήτων ενός συνόλου εγχόρδων.
Χωρίς παύση Γραμμένος και ΕΛΣΟΝ πέρασαν απευθείας στην ερμηνεία του κύριου έργου της βραδιάς, της νεανικής 2ης Συμφωνίας του Μπετόβεν. Το φωτεινό, αισιόδοξο έργο αποδόθηκε με μεγάλη αγωγική ευελιξία και ρυθμικό σφρίγος. Διαθέτοντας ενέργεια και σβελτάδα, αλλά χωρίς βιασύνη, η ερμηνεία του Γραμμένου (που διηύθυνε χωρίς παρτιτούρα) κατέδειξε αντίληψη του μεταβατικού "ύφους" του έργου, στρέφοντας το -ευπρόσδεκτα- περισσότερο προς τον κλασικισμό ενός Χάυντν παρά στην αισθητική του κινήματος "Θύελλα και ορμή". Η άρτια χρήση στίξεων και τονισμών φώτισε γλαφυρά τη μουσική δραματουργία (πχ. στο ποιητικό larghetto), ενώ διασφαλιζόταν συνεχώς η ροή της μουσικής. Οι νέοι μουσικοί έπαιξαν με συγκέντρωση και επαγγελματισμό (έξοχες οι 2 φλαουτίστριες!). Αν κάτι ίσως έλειψε -ειδικά στα δύο τελευταία γρήγορα μέρη- ήταν περισσότερο χαμόγελο και χιούμορ…

Στα τέλη του μήνα (30/5) ο Γραμμένος διηύθυνε και την τελευταία τακτική συναυλία της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών για τη φετινή χρονιά. Όπως και στη συναυλία της ΕΛΣΟΝ, επέλεξε μία ορχηστρική διάταξη με βιολοντσέλα και βιόλες τοποθετημένα στο κέντρο ανάμεσα σε α’ και β’ βιολιά.
Το πρώτο ήμισυ ενός ακόμη αρκετά πολυσυλλεκτικού προγράμματος κάλυψαν δύο ολιγόλεπτες, σχεδόν 11λεπτης διάρκειας συνθέσεις. Αρχικά ακούσθηκαν οι "Τρεις ελληνικοί χοροί για ορχήστρα" του Γιάννη Κωνσταντινίδη, στην αναθεωρημένη τους ενορχήστρωση του 1984, λίγους μήνες πριν το θάνατό του.
Στην τελευταία του αυτή αναμέτρηση με τις δημοτικές μας μελωδίες, ο Σμυρνιός συνθέτης παρέσχε έγκυρο δείγμα της απαράμιλλης αρμονικής του γλώσσας, ιδίως στον Τσακώνικο και τον Συρτό χορό. Η προσπάθειά του να διατηρήσει σχεδόν αναλλοίωτο το παραδοσιακό υλικό έγινε ιδιαίτερα ορατή στον εναρκτήριο "Τσάμικο", όπου εντυπωσίασε το κουαρτέτο των κορυφαίων των ξύλινων και δη το σόλο κλαρινέτου του Μουρίκη, που απέδωσε έξοχα τη βασική μελωδία. Εκμεταλλευόμενος την ευπρόσδεκτη διαύγεια ήχου των εγχόρδων, ο Γραμμένος διέπλασε μια άκρως φροντισμένη εκτέλεση με ωραίες ισορροπίες μεταξύ των ορχηστρικών υποομάδων.
Ακολούθησε το εξίσου σύντομο "Sunbeam, Κοντσέρτο για τρομπόνι" του 40χρονου Αλεξάνδρου Λιβιτσάνου, μία ανάθεση της ΚΟΑ. Κατά το συνθέτη, "το έργο αποτελεί το απόσταγμα μίας μακρόχρονης σχέσης με τα χάλκινα πνευστά και τους ερμηνευτές τους, ιδίως τον Αχιλλέα Λιαρμακόπουλο". Η νεορομαντική, φθινοπωρινού λυρισμού σύνθεση υπήρξε εξόχως ατμοσφαιρική, στη λογική της κινηματογραφικής μουσικής, ενώ μορφολογικά υπήρξε μάλλον ασύμβατη με τη φόρμα του κοντσέρτου. Περισσότερο αποτέλεσε μία αγαστή συμπόρευση του συνόλου με το τρομπόνι και σίγουρα μια ιδανική ευκαιρία εξερεύνησης των ηχητικών και κυρίως εκφραστικών δυνατοτήτων του οργάνου. Και εν προκειμένω δύσκολα θα φανταζόταν κανείς ικανότερο οδηγό από το πρώην μέλος των θρυλικών Canadian Brass, που κοσμεί εδώ και ένα έτος τα αναλόγια της ΚΟΑ, και έλαμψε με τον πλούσιο αλλά γεμάτο αποχρώσεις ήχο και τον άριστο έλεγχο των δυναμικών. Στις έντονες επευφημίες του κοινού ο Λιαρμακόπουλος αντιχάρισε μίαν εξαιρετική, "πειραγμένη" μεταγραφή για σόλο τρομπόνι του κοσμαγάπητου "Summertime" (από την όπερα "Πόργκυ και Μπες") του Γκέρσουιν.
Το δεύτερο μισό της βραδιάς κάλυψε η σταθερά δημοφιλής 5η Συμφωνία του Τσαϊκόφσκυ, "πεδίον δόξης λαμπρό" για κάθε ορχήστρα και αρχιμουσικό. Αν για την ΚΟΑ αυτή δεν ήταν η πρώτη αναμέτρηση με το συγκεκριμένο έργο, υπήρχαν υψηλές προσδοκίες από τη σύμπραξη της σημερινής, ευρωπαϊκού επιπέδου ορχήστρας με τον ανερχόμενο, 35χρονο αρχιμουσικό. Και αυτές δεν διαψεύσθηκαν.
Στον αντίποδα των "σύγχρονου" στίγματος, αντικειμενικών και συναισθηματικά αποστασιοποιημένων εκτελέσεων των πεμπτουσιακά ρομαντικών τριών τελευταίων συμφωνιών του σπουδαίου Ρώσου συνθέτη, ο Γραμμένος υπέγραψε μία "παραδοσιακή" προσέγγιση της 5ης.
Η ανήσυχη δραματουργία και το φορτισμένο πάθος του έργου προβλήθηκαν γλαφυρά μέσα από την έντονη ανάδειξη διαθέσεων και αντιθέσεων, με λεπταίσθητες διακυμάνσεις ταχυτήτων και δυναμικών (χωρίς, πάντως, προσφυγή σε ρουμπάτο), πλαστικότητα φραστικής και κυρίως θεατρική ρευστότητα της αφήγησης. Γεμάτοι αυτοπεποίθηση και ποιότητα, οι μουσικοί της ΚΟΑ έδωσαν τον καλύτερο τους εαυτό, από τα θερμά υπό τον Γραμματικόπουλο έγχορδα μέχρι τα τόσο φερέγγυα πνευστά (έξοχα ξύλινα στα τρία πρώτα μέρη με εμπνευσμένες παρεμβάσεις κλαρινέτου και φαγκότου από Μουρίκη και Λιοδάκη – καλλιεπή χάλκινα με θαυμάσιο σόλο κόρνου του Σαλβάνου στο andante cantabile και λαμπερά τρομπόνια και τρομπέτες στο φινάλε) και τα δραματουργικά ενεργά τύμπανα του Λάμπουρα. Η αποθέωση από το πολυπληθές -και θορυβώδες, παρά τις παραινέσεις των οθονών!- κοινό αντάμειψε δίκαια μία ερμηνεία δεδομένης συναισθηματικής αμεσότητας και ευγένειας.
Λεζάντα πρώτης φωτογραφίας: Ο Αμερικανός βιολιστής Νόα Μπέντιξ-Μπάλγκλεϋ ερμηνεύει το (2ο) "Κοντσέρτο για βιολί" του Μέντελσον, συνοδευόμενος από την Ελληνική Συμφωνική Ορχήστρα Νέων υπό τον αρχιμουσικό Διονύση Γραμμένο ("Αίθουσα Χρήστος Λαμπράκης" Μεγάρου Μουσικής Αθηνών, 6/5) © Χάρης Ακριβιάδης