
Με μία έξοχη καινούργια παραγωγή της "Τουραντότ" του Πουτσίνι, που έκανε πρεμιέρα τις προάλλες (1/6) στο Ωδείο Ηρώδου Αττικού, συμμετέχει η Εθνική Λυρική Σκηνή στη φετινή εορταστική επέτειο των 70 χρόνων του Φεστιβάλ Αθηνών, το οποίο μέχρι πριν από λίγα χρόνια παραδοσιακά εγκαινίαζε. Ιδανικό έργο για "grand spectacle" ακόμη και σε ανοιχτό χώρο, η "Τουραντότ" ανεβαίνει αρκετά σπάνια στην Ελλάδα (τελευταία φορά το 2008, στο Ηρώδειο, και πάλι από τη Λυρική, σε σκηνοθεσία της θρυλικής σοπράνο Ρενάτας Σκόττο), μεταξύ άλλων -και κυρίως- λόγω της δυσκολίας ευρέσεως τραγουδιστών για τους υψηλότατων απαιτήσεων ρόλους του κεντρικού πρωταγωνιστικού ζεύγους.
Η σκηνοθεσία της νέας παραγωγής ανατέθηκε στο Ρουμάνο Αντρέι Σερμπάν, ο οποίος υπέγραψε το 1984 για την Βασιλική Όπερα του Λονδίνου μία "Τουραντότ", που ανεβαίνει συνεχώς μέχρι σήμερα, αποτελώντας ένα από τα μεγαλύτερα blockbusters στην ιστορία της! Η πρόταση στο διάσημο σκηνοθέτη έγινε μέσω της κορυφαίας Ελληνίδας σκηνογράφου και ενδυματολόγου Χλόης Ομπολένσκυ, την οποία προσκάλεσε ο διευθυντής της ΕΛΣ Γιώργος Κουμεντάκης να συνεργασθεί για πρώτη φορά με το μονάκριβο λυρικό μας θέατρο.
Ασυζητητί η συνεργασία Σερμπάν-Ομπολένσκυ δημιούργησε μία από τις ωραιότερες παραγωγές στην πρόσφατη ιστορία της ΕΛΣ και σίγουρα μία από τις εμβληματικότερες απ’όσες αυτή έχει προτείνει διαχρονικά στο Ηρώδειο! Και τούτο γιατί αφενός ήταν δουλεμένη σε πρωτοφανές βάθος λεπτομέρειας (είναι χαρακτηριστικό ότι η προετοιμασία σκηνικών και κοστουμιών, σχεδόν αποκλειστικά στα εργαστήρια της Λυρικής, διήρκεσε δύο χρόνια), αφετέρου αποτέλεσε αληθινό μάθημα του πώς μπορεί κανείς να σχεδιάσει και υλοποιήσει, με φαντασία και συνέπεια, μία λυρική παραγωγή στο χώρο του ρωμαϊκού κοίλου, με απόλυτο σεβασμό στις ιδιαιτερότητές του. Ενδεικτικά, η ψηφιακή αποτύπωση από την ΕΛΣ όλης της επιφάνειας του Ηρωδείου επέτρεψε τη δημιουργία τείχους που "μιμείται" την πέτρα του αρχαίου μνημείου…
Η επιτυχία οφείλει πολλά στη δουλειά της Ομπολένσκυ. Σε μια συνειδητή προσπάθεια "συνύπαρξης" δύο αρχαίων πολιτισμών (ελληνιστικού και κινεζικού), η σκηνή του Ηρωδείου δεν φιλοξένησε το χρυσοποίκιλτο εσωτερικό ενός παλατιού της αυτοκρατορικής Κίνας αλλά τον έξω από αυτό χώρο, το διάσπαρτο με -φυσικές!- καλαμιές τοπίο μιας εισόδου/πύλης αρχαίας πόλης. Μία ξύλινη εξέδρα-μπαλκόνι στήθηκε πάνω από τη στενόμακρη σκηνή αλλά και πάνω από μεγάλο τμήμα της ορχηστρικής "τάφρου", ενώ η δράση διευκολύνθηκε από τη μεταφορά των πολυπληθών χορωδιών (δυστυχώς, άνευ παραδοσιακών κοστουμιών!) στις χαμηλές κερκίδες δύο διαζωμάτων, εν είδει θεατών που σχολίαζαν τη δράση. Στην Κίνα παρέπεμπαν, όμως, ευθέως τα πολύχρωμα, εντυπωσιακά κοστούμια με τις σαφείς ιστορικές αναφορές (αποτέλεσμα πρωτογενούς έρευνας), οι πάνω από 80 ζωγραφιστές μάσκες, μια τεράστια κόκκινη σημαία που έτεμνε κάθετα τον σωζόμενο σκηνικό τοίχο αλλά και κάποια εντυπωσιακά γλυπτά!
Στην παραμυθένια οπτικοποίηση κομβικοί αποδείχθηκαν, τέλος, οι ατμοσφαιρικοί, άκρως θεατρικοί φωτισμοί των Ζαν Καλμάν και Σιμόν Τροττέ.

Παίρνοντας αποστάσεις από την πρώτη του σκηνοθεσία στο Λονδίνο, ο Σερμπάν έστησε μία πιο σκοτεινών τόνων αλλά εκπληκτικής αφηγηματικής ρευστότητας παράσταση, που πρόδιδε βαθύτατη γνώση του έργου (τι ακρίβεια απόδοσης κάθε σκηνής, κάθε εικόνας!) αλλά και της πάντοτε επίκαιρης -έστω και σε δεύτερο βαθμό- θεματικής του (εξουσία/τρομοκρατία, γάμος/αγάπη, η έννοια του ξένου).
Από πλευράς δραματουργίας (Ντανιέλα Βιολέτα Ντίμα), η συχνή -ήδη από την εισαγωγή- παρουσία καθ’όλη τη διάρκεια του έργου της γυναικείας μορφής (βωβού ρόλου) της Λο ου Λινγκ, βιασθείσας προγόνου της Τουραντότ, υπενθύμιζε/τόνιζε τον πυρήνα (συναισθηματικό και όχι μόνο) του έργου, ενώ η όλη, θεατρική οργάνωση της σκηνικής δράσης (περιλαμβανομένης της διαφορετικής χωροθέτησης των χορωδών) επέτρεπε να φωτισθούν με σαφήνεια οι διάφοροι χαρακτήρες, χωρίς πάντως να κλέβουν ούτε στιγμή την προσοχή από το κεντρικό πρωταγωνιστικό ζεύγος.
Οι ευδιάκριτες παραπομπές στην "κομμέντια ντελ’άρτε", οι ωραία χορογραφημένες (από την Κέιτ Φλατ με τη βοήθεια της Γεωργίας Τέγου) σκηνές με την αδιάλειπτη παρουσία ικανού αριθμού περφόρμερ και κομπάρσων σε εύστοχους μικρότερους ρόλους ενίσχυαν τη ζοφερή ατμόσφαιρα του έργου, υπενθυμίζοντας συνεχώς τον κίνδυνο που επικρέματο πάνω από τον Καλάφ. Εν ολίγοις, μία διεξοδικά σχεδιασμένη και πολύ προσεγμένα υλοποιημένη παραγωγή που ανέδειξε τα στοιχεία του μύθου, χωρίς να περιορίζεται μόνο σ’αυτά, και χειρίσθηκε ευφυώς τον δύσκολο σκηνικό χώρο του Ηρωδείου.

Θετικές ήσαν και οι εντυπώσεις σε μουσικό επίπεδο, μολονότι η παράσταση δεν άρθηκε στα ίδια ύψη από πλευράς αμιγώς φωνητικών αποδόσεων. Το μεγάλο ατού εν προκειμένω υπήρξε η θαυμάσια μουσική διεύθυνση του Πιερ Τζόρτζιο Μοράντι, που εξασφάλισε ακρόαμα υψηλού επιπέδου. Ο πολύπειρος Ιταλός αρχιμουσικός αφενός ανέδειξε -επικεφαλής μιας συγκεντρωμένης Ορχήστρας της ΕΛΣ με φερέγγυα πνευστά και κρουστά- τον ενορχηστρωτικό πλούτο της παρτιτούρας, αφετέρου και κυρίως συντόνισε ιδανικά, από υπερυψωμένο πόντιουμ, τα δρώμενα, και μάλιστα όχι μόνο τα επί σκηνής, αν ληφθεί υπόψη ότι αριστερά και πίσω του είχαν τοποθετηθεί οι χορωδίες στις χαμηλές κερκίδες, ενώ στο διάδρομο της εισόδου του θέατρου βρισκόταν και η μικρή μπάντα, που διηύθυνε ο βοηθός του Αντρέας Γκης.
Η πρόβλεψη της ΕΛΣ για διπλή διανομή με διεθνώς καταξιωμένους μονωδούς στο πρωταγωνιστικό ζεύγος ανετράπη από τις διαδοχικές ακυρώσεις στο ρόλο του Καλάφ δύο εξαιρετικών τενόρων, του αρχικώς ανακοινωθέντος Αρμένιου Αρσέν Σογκομονιάν και -λίγο πριν την πρεμιέρα, λόγω ξαφνικής ασθένειας- του αντικαταστάτη του Αμερικανού Μπράιαν Τζέιντ. Στις δύο πρώτες παραστάσεις που παρακολουθήσαμε (1 & 3/6) -αλλά και στις δύο προβλεπόμενες τελευταίες- τον ρόλο ερμήνευσε ο τενόρος της β’ διανομής, ο Ιταλός Ρικκάρντο Μάσσι, προσφέροντας άκρως καλλιεπή σκηνική και φωνητική παρουσία. Το μεσογειακό, ξεκάθαρα λυρικό ηχόχρωμα και το φροντισμένο, γενναιόδωρο τραγούδι δεν μπορούσε, πάντως, να αναπληρώσει την έλλειψη του τόσο αναγκαίου "ηρωικού" φωνητικού μετάλλου, για το οποίο βοά ο ρόλος, και μάλιστα σε ανοιχτό θέατρο.
Για τον σύντομο, πλην δυσκολότατο κεντρικό ρόλο μετακλήθηκαν δύο από τις κορυφαίες σήμερα παγκοσμίως ερμηνεύτριες του, η Αμερικανίδα Λιζ Λίντστρομ και η Βρετανίδα Κάθριν Φόστερ, αμφότερες έμπειρες μονωδοί με μεγάλη προϋπηρεσία στο βαγκνέριο ρεπερτόριο. Οι προσωπογραφίες τους δεν θα μπορούσαν να είναι πιο διαφορετικές. Αυτή της Λίντστρομ, πιο παραδοσιακή στην απεικόνιση μιας παγερής, συναισθηματικά απόμακρης Τουραντότ, συνοδεύθηκε από ένα τίμπρο ταιριαστά αιχμηρό, αλλά -δυστυχώς- και από έντονο βιμπράτο και μεγάλες αστάθειες στην πρεμιέρα (1/6). Η Φόστερ πάλι ενσάρκωσε -σχεδόν εξπρεσιονιστικά!- μία πιο εξωστρεφή, ευδιάκριτα φλεγόμενη συναισθηματικά Τουραντότ (3/6), παίρνοντας αποστάσεις από τις παγιωμένες ερμηνευτικές συμβάσεις. Οι ψηλές της νότες ήχησαν με μεγάλη λαμπρότητα και αυτοπεποίθηση, έστω και υπό το κόστος κάποιων εκπτώσεων στην εκφορά του αδόμενου λόγου και την ορθοτονία.
Εξαιρετική από κάθε άποψη υπήρξε η Λιου της Ρουμάνας υψιφώνου Τσέλιας Κοστέα, παρά το πιο μεστό απ’ό,τι θα ανέμενε ίσως κανείς για το συγκεκριμένο ρόλο τίμπρο. Ισορροπημένο, αλλά όχι πάντοτε απόλυτα συντονισμένο πρόβαλε το βγαλμένο από την "κομμέντια ντελ’άρτε" τρίο των Υπουργών. Τις καταβολές αυτές φώτισε σαφώς εντελέστερα το τραγούδι και η υπόκριση του βαρύτονου Χάρη Ανδριανού (Πινγκ) συγκρινόμενα με αυτά των δύο τενόρων Γιάννη Καλύβα και Ανδρέα Καραούλη (Πανγκ και Πονγκ).
Αξιόπιστη μουσικοδραματική παρουσία κατέγραψαν ο Τιμούρ του βαθύφωνου Τάσου Αποστόλου, ο αυτοκράτορας Αλτούμ του τενόρου Νίκου Στεφάνου και ο Μανδαρίνος του μπασοβαρύτονου Γιώργου Παπαδημητρίου.
Αν ληφθεί υπ’όψη η ιδιαίτερη χωροθέτησή τους, τόσο η Χορωδία όσο και η Παιδική Χορωδία της ΕΛΣ τραγούδησαν γενικώς καλά, παρότι η φραστική και η άρθρωση του τραγουδιού των ενηλίκων ηχούσαν ενίοτε πλαδαρές.
Σε κάθε περίπτωση, η ποιότητα και τεράστια επιτυχία της όλης παραγωγής (τα εισιτήρια όλων των παραστάσεων εξαντλήθηκαν μία εβδομάδα πριν την πρεμιέρα!), ιδανικής φεστιβαλικής carte de visite, πρέπει να παρακινήσουν τη Λυρική να τη διατηρήσει στο δραματολόγιο και να την επαναλάβει στο μέλλον, γιατί όχι μετά την ολοκλήρωση των εργασιών ανακαίνισης του Ηρωδείου…
Λεζάντα πρώτης φωτογραφίας: Η δοκιμασία των αινιγμάτων από την 2η σκηνή της Β’ πράξης της όπερας "Τουραντότ" του Πουτσίνι που ανεβάζει στα πλαίσια του φετινού Φεστιβάλ Αθηνών η Εθνική Λυρική Σκηνή (Ηρώδειο, 1/6) © Βαλέρια Ισάεβα