
"Έχω αγαπήσει τη χώρα σας", μου είπε το 2019 ο Jean-Jacques Burnel, παραδεχόμενος ότι υπάρχουν και κάμποσες άγνωστες ιστορίες στη σχέση των Stranglers με την Ελλάδα, για τις οποίες, όμως, θέλησε να παραμείνει "διακριτικός".
Σίγουρα, πάντως, τα αισθήματα είναι αμοιβαία, αφού και το ελληνικό κοινό έχει αγαπήσει τους Stranglers. Φέτος, μάλιστα, είναι και η στρογγυλή επέτειος της πρώτης μας συνάντησης, αφού συμπληρώνουμε 40 χρόνια από τον ερχομό τους στο ιστορικό Rock In Athens του 1985, που σφυρηλάτησε έναν ισχυρό δεσμό με όσους τους ακολουθούν πιστά, μέσα στις δεκαετίες.
Οι ίδιοι, βέβαια, ξανάρχονται στην Αθήνα (Δευτέρα 23/6) για να γιορτάσουν μια πιο δική τους επέτειο, αφού πέρασε μισός αιώνας από την αρχική τους συγκρότηση στην κωμόπολη Guildford της Αγγλίας (1974). Από εκείνη τη σύνθεση παραμένει πλέον μόνο ο Jean-Jacques Burnel, σταθερά σε ρόλο μπασίστα και βασικού τραγουδιστή. Ωστόσο, με την πολύτιμη βοήθεια του κιθαρίστα και συν-τραγουδιστή Baz Warne και κάποιων νεότερων μελών, έχει κατορθώσει να διατηρεί το γκρουπ σε ένα αξιόπιστο συναυλιακό επίπεδο, αφήνοντας (ορθώς) τη δισκογραφία σε δεύτερη μοίρα.

Όχι ότι δεν υπήρξαν και κλυδωνισμοί: οι αθηναϊκές συναυλίες του 2015 και 2016 μετέφεραν την αίσθηση της ολοκλήρωσης ενός κύκλου. Αλλά το 2019 οι Stranglers μπόρεσαν κι απογείωσαν το σχεδόν sold out "Fuzz", πείθοντας, έτσι, ότι η ιστορία τους στο σανίδι θα είχε και συνέχεια. Από τότε δεν ξανάρθαν, οπότε έχουν προλάβει να λείψουν στους οπαδούς, οι οποίοι έχουν τώρα και το επιπλέον κίνητρο μιας συναυλίας στο Ηρώδειο, αφού (όπως και να το κάνουμε) είναι πάντα μια εμπειρία να βλέπεις τους καλλιτέχνες που αγαπάς στα ριζά της φωτισμένης Ακρόπολης.
Φυσικά, το κοινό που αναμένεται να τους προϋπαντήσει στο αρχαίο θέατρο έχει αλλάξει κι αυτό, μέσα στα χρόνια. Παλιότερα, δηλαδή, ήταν πιο έντονοι οι διαχωρισμοί ανάμεσα σε όσους έζησαν τους Stranglers live στα πρώτα τους βήματα –σε σκηνές σαν το "Hope & Anchor"– σε όσους αποτίμησαν ως καταλυτική για τα punk πράγματα της Βρετανίας την εμβέλεια των δίσκων "Rattus Norvegicus" (1977) και "No More Heroes" (1978) και σε όσους τους αγάπησαν χάρη σε επιτυχίες σαν τα "Golden Brown" (1982), "Midnight Summer Dream" (1983) ή "Always The Sun" (1986), οι οποίες κέρδισαν την ευρεία ραδιοφωνική αποδοχή, διατηρώντας, συνάμα, το εναλλακτικό τους, new wave αποτύπωμα. Τώρα, σε καιρούς με λιγότερα μουσικά "τείχη", όλα αυτά είναι πια σαν να έχουν γίνει ένα πράγμα, ορίζοντας, απλά, τη συνέχεια του γκρουπ, από τη στιγμή που το βρετανικό punk άρχισε να πνέει τα λοίσθια.
Παραμένει ερώτημα, ασφαλώς, εάν οι Stranglers μπορούν να κερδίσουν (και) το νεανικό κοινό που ακολουθεί μπάντες σαν τους Idles ή τους Fontaines D.C. Όμως η βραδιά της 23/6 μάλλον δεν προσφέρεται για τέτοιες απαντήσεις, αφού ο χώρος και οι τιμές που συνήθως τον συνοδεύουν προϊδεάζουν για νοσταλγική σύναξη της παλαιάς alternative φρουράς της Αθήνας.