
Έναν αιώνα μετά τις κομβικές Hot Five ηχογραφήσεις του Louis Armstrong (1925), κάποιες μετρήσεις θέλουν την τζαζ να έχει γίνει η λιγότερο δημοφιλής μουσική στις σύγχρονες Ηνωμένες Πολιτείες. Οι ειδικοί μπορεί να υποδέχονται πανηγυρικά ένα πλήθος νέων έργων, αλλά ο θρυλικός "μέσος ακροατής" δεν έχει πού να ακουμπήσει όταν ακούει διάφορους δίσκους που ραίνονται με 4 αστέρια (στα 5), χαιρετιζόμενοι ως "τζαζ γεγονότα".
Το χάσμα είναι πραγματικό και δείχνει να μεγαλώνει, παρά να μικραίνει, με αποτέλεσμα να ανακύπτει πλήθος ερωτημάτων, για τα οποία δεν υπάρχουν εύκολες απαντήσεις. Γι' αυτό και η όλη συζήτηση (τείνει να) αποφεύγεται στον αμερικανοβρετανικό Τύπο: ακόμα και δημιουργικές συναντήσεις κορυφής σαν κι αυτή του Vijay Iyer με τον Wadada Leo Smith αντιμετωπίζονται ρουτινιάρικα ως κάτι που είτε (καλώς) αντιλαμβάνεσαι, είτε (κακώς) δεν αντιλαμβάνεσαι, αντί να αξιοποιηθούν ως πιθανά πεδία επικοινωνίας των μεν με τους δε, ίσως και ως απαρχές γεφυρώσεων.
Δεν θα ισχυριστώ, βέβαια, ότι το "Defiant Life" είναι ένας εύκολος δίσκος, τον οποίον μπορεί έτσι απλά να ακούσει, να κατανοήσει και ν' απολαύσει όποιος σταμάτησε να εξερευνά την τζαζ μετά τις παλιές δόξες της Blue Note ή της Verve. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι εκδίδεται από την ECM: μια ευρωπαϊκή εταιρία, η οποία ακολούθησε διαφορετικές συλλογιστικές σε 56 χρόνια ιστορίας, κάνοντας μότο της τη φράση "ο πιο όμορφος ήχος μετά τη σιωπή" προκειμένου να κρατήσει αποστάσεις από την πρόδηλη μελωδικότητα, ώστε να πριμοδοτηθεί μια εν πολλοίς εγκεφαλική εμπειρία στηριγμένη στο ήπιο, στο διακριτικό, στο λιτό. Ο Iyer, βέβαια, εκνευρίζεται όταν διαβάζει το επίθετο "εγκεφαλικός" σε αποτιμήσεις της μουσικής του –και καταλαβαίνω γιατί, αφού είναι αλήθεια πως κάτι τέτοιο αδικεί τους πιο υπόγειους τρόπους του πάθους του. Ωστόσο θα επιμείνω στη χρήση του, διότι αποτελεί πάγιο χαρακτηριστικό της τζαζ που εκπροσωπεί και βασική αιτία που αρκετοί ακροατές δυσκολεύονται να την προσπελάσουν, ειδικά σε μια εποχή σαν και τη δική μας, η οποία αρέσκεται να κολυμπάει στο συναίσθημα.
Άρα, αν δεν θέλουμε να γράψουμε μια κριτική για την ελίτ που έτσι κι αλλιώς ακολουθεί τους Iyer & Smith, από πού να πιάσουμε το Defiant Life;

Αρχικά, θεωρώ ότι οφείλει να κατανοηθεί ως απόσταγμα ενός διαλόγου, ο οποίος κρατά εδώ και 20 χρόνια, αφού ξεκίνησαν να παίζουν μαζί το 2005, όταν ο Iyer ήταν 34 και ο Smith 64, έκαναν την πρώτη τους ισότιμη συνεργασία το 2016, όταν ο Iyer ήταν 44 ετών και ο Smith 74, και συνεχίζουν τώρα, με τον πρώτο, πλέον, στα 53 και τον δεύτερο, πια, στα 83. Πέρα από τη διάρκεια στο μεταξύ τους αλισβερίσι, οι αριθμοί φανερώνουν και μια σημαντική ηλικιακή διαφορά, πράγμα που σημαίνει ότι, εκ των πραγμάτων, κάθε ένας έχει και κάτι άλλο στο κεφάλι του για την τζαζ. Ο Iyer, δηλαδή, είναι ένας Νεοϋορκέζος πιανίστας ινδικής καταγωγής, ο οποίος εκπροσωπεί αυτό που ο σπουδαίος Amiri Baraka/LeRoi Jones χαρακτήρισε κάποτε "Νέο Ρεύμα" της τζαζ –κάτι φανερό στο ενδιαφέρον του, π.χ., για τα ηλεκτρονικά, αλλά και στις ακαδημαϊκές του περγαμηνές. Ο Smith, από την άλλη, παρά τη ζωηρή του ενασχόληση με την εθνομουσικολογία, έρχεται από τη "μαύρη" καρδιά του αμερικάνικου Νότου (το Λίλαντ του Μισισιπή) και αρέσκεται να τέμνει την τρομπέτα του με μια γενικότερη θεώρηση περί Ελευθερίας, όπου ο μουσικός αυτοσχεδιασμός επικοινωνεί με την κοινωνική δικαιοσύνη, απηχώντας τους 1960s αγώνες των Αφροαμερικανών.
Με αυτά κατά νου, λοιπόν, μπορούμε να προχωρήσουμε, βλέποντας το Defiant Life ως έναν σύγχρονο τζαζ δίσκο που επιχειρεί να πει και κάτι, μέσω των εκφραστικών μέσων των δύο συνεργατών. Είναι μια δουλειά, δηλαδή, που πηγάζει από την απογοήτευση για τις τελευταίες διεθνείς εξελίξεις, μα επιμένει, συνάμα, να διατηρεί την πίστη της στις μη-καταστροφικές δυνατότητες του Ανθρώπου, γιορτάζοντας όσους, στο διάβα της Ιστορίας, αψήφησαν τις εγγενείς δυσκολίες των καιρών, ώστε να παλέψουν για τα ιδανικά τους. Κάπως έτσι, βλέπουμε τη φιγούρα του Πατρίς Λουμούμπα να αναδύεται από το Κονγκό-Κινσάσα των 1960s καθώς κυλά το "Floating River Requiem", εκπροσωπώντας ένα λησμονημένο κομμάτι της αντι-αποικιοκρατικής ιστορίας της Αφρικής (μη χάσετε, παρεμπιπτόντως, το ντοκιμαντέρ "Soundtrack to a Coup d'Etat" του Γιόχαν Γκριμονπρέζ), αλλά και τον Παλαιστίνιο ποιητή Ρεφάτ Αλαρίρ να ξαναζεί μέσα από το "Kite", παρά τον δραματικό του θάνατο στη Γάζα του 2023.
Κάπου εδώ, επομένως, ίσως φτάνουμε σε μια πρώτη, έγκυρη κρίση για το γιατί το Defiant Life είναι καλός δίσκος. Ο Iyer χρησιμοποιεί τα μέσα του για να σχηματίσει μια ντελικάτη "αύρα" με χαρακτήρα μισο-ονειρικής κατάστασης, ενώ ο Smith προσφέρει (σταθερά) ιδιότροπες πνευστές γραμμές, οι οποίες ακούγονται λες και "επιπλέουν" αργά πάνω στο στρώμα των πιανιστικών ήχων, παίρνοντας τον χρόνο τους έως ότου γίνουν ένα μαζί τους. Μιλάμε, φυσικά, για ζηλευτή παικτική χημεία. Δύο βιρτουόζων μεγάλης κλάσης, που είναι σε θέση να αναδιαπραγματευτούν τι σημαίνει "μαζί", αναπτύσσοντας ό,τι ο Βαγγέλης Πούλιος περιέγραψε άριστα, κάποτε (σε μια κριτική από αυτές που πολύ λείπουν, πια, από τα εγχώρια πράγματα) ως "δι-ατομική σχεσιακή συνθήκη", η οποία τους επιτρέπει να συμβαδίζουν, να συγκλίνουν ή/και να συμπίπτουν, χωρίς ποτέ να ξεθωριάζουν σε μια αμφιλεγόμενη ομογενοποίηση, ισοπεδωτική για τις διαφορετικότητές τους.
Μέσω τέτοιων μονοπατιών και θεάσεων, λοιπόν, προσφέρουν μια μουσική που ναι, μπορεί να μην διαθέτει την άμεση, μελωδική προσβασιμότητα της τζαζ της Blue Note ή της Verve, εντούτοις τη συνεχίζει σε ένα καινούριο τερέν, με διαφορετικούς όρους, έχοντας σοβαρή και βαθιά κατανόηση των όσων έχουν προηγηθεί: οι "παραδόσεις" δίνουν το παρών στην ηχώ της τρομπέτας του Smith, ενώ ο επίκαιρος, avant-garde κοσμοπολιτισμός παίρνει το πάνω χέρι κάθε που ο Iyer στήνει τα δικά του σκηνικά.
Από εκεί και πέρα, τώρα, οριοθετείται κι ένα κάποιο "ταβάνι". Με δεδομένο, δηλαδή, ότι τέτοιες ποιότητες είχαν ήδη λάμψει στο άλμπουμ A Cosmic Rhythm With Each Stroke (2016), εδώ έχουμε κάτι που συμπληρώνει μεν εκείνη την εμπειρία –ιδιαίτερα χάρη σε στιγμές σαν το "Sumud" ή σαν τα προαναφερόμενα "Kite" και "Floating River Requiem"– μα δεν την υπερβαίνει. Επιπλέον, η δέσμευση των δύο συνεργατών στην ηχητική διακριτικότητα ίσως να έβγαλε σε ένα σύνολο υπέρ το δέον ήσυχο, τη στιγμή που η όλη "defiant life" ιδέα χρειαζόταν, νομίζω, περισσότερη ένταση και δραματικότητα. Ακόμα και μ' αυτές τις παρατηρήσεις, πάντως, μένει ένας όμορφος δίσκος, άξιος του ειδικού βάρους που έχουν σήμερα τα ονόματα των δημιουργών του.
Label: ECM (Μάρτιος 2025)
Διάρκεια: 53'42''
κυκλοφορεί ψηφιακά, καθώς και σε CD
Θα είναι ο δίσκος της χρονιάς; ΝΑΙ/ΟΧΙ
Θα είναι στη φετινή μας δεκάδα; ΝΑΙ/ΟΧΙ
Θα τον θυμόμαστε του χρόνου; ΝΑΙ/ΟΧΙ
Θα τον θυμόμαστε αύριο; ΝΑΙ/ΟΧΙ