
Τις σταθερά υψηλές επιδόσεις της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών και της Εθνικής Συμφωνικής Ορχήστρας της ΕΡΤ πιστοποίησαν τον τελευταίο μήνα δύο θαυμάσιες συναυλίες στην κατάμεστη "Αίθουσα Χρήστος Λαμπράκης" του Μεγάρου Μουσικής.
Στις 27/2 η ΚΟΑ υποδέχθηκε δύο παλιούς της γνώριμους, τον διαπρεπή Ρώσο βιολιστή Βαντίμ Ρέπιν και τον ικανότατο Πολωνό αρχιμουσικό Μίχαλ Νεστερόβιτς, σε ακόμη ένα πρόγραμμα με έργα ρωσικής/σοβιετικής μουσικής.
Η βραδιά ξεκίνησε με το 1ο Κοντσέρτο για βιολί και ορχήστρα του Σοστακόβιτς, τα 50 χρόνια από το θάνατο του οποίου τιμώνται φέτος. Δεν θα μπορούσε να ονειρευθεί κανείς καλύτερο οδηγό από τον Ρέπιν για τη δικαίωση αυτού του συναισθηματικά τόσο φορτισμένου έργου, που γράφτηκε το 1948, σε μια ιδιαίτερα δύσκολη για την καριέρα και τη ζωή του συνθέτη περίοδο λόγω των κινδύνων που εγκυμονούσε η θεώρηση από το σοβιετικό καθεστώς της γραφής του ως "φορμαλιστικής".
Υπό την περισσότερο λυρική παρά δραματική μουσική διεύθυνση του Νεστερόβιτς, ο 54χρονος σολίστ αποκωδικοποίησε και κυρίως νοηματοδότησε κάθε ενότητα του τετραμερούς έργου, φωτίζοντας τις μπαρτοκικές "καταβολές" του. Τη σκοτεινή, μελαγχολική ατμόσφαιρα του εναρκτήριου, αργού "νυχτερινού" οριοθέτησε ένα παίξιμο ανεπίληπτης ηχητικής πληρότητας, υποδειγματικού φραζαρίσματος και χειρισμού της δυναμικής αλλά και σπάνιας ευγένειας συναισθήματος, υπό μια διακριτική ορχηστρική συνοδεία, ιδιαίτερα μαλακή σε επίπεδο πνευστών. Η υποδόρια ένταση απογειώθηκε στο σύντομο εφιαλτικό σκέρτσο μέσα από την αιχμηρότητα της συνομιλίας του -μοναδικής κινητικότητας!- βιολιού αρχικά με τα ξύλινα και μετά με το σύνολο της ορχήστρας, που τόνισε το σαρκαστικό και γκροτέσκο χαρακτήρα της μουσικής. Η δραματική είσοδος της ορχήστρας και η προσεγμένη ανάληψη του βασικού θέματος από διάφορα όργανα στο ξεκίνημα της έντονα συναισθηματικής πασσακάλιας έδωσαν τη σκυτάλη σε μια στοχαστική, υποβλητική καντέντσα, όπου εντυπωσίασαν οι δεξιοτεχνικές αρετές του Ρέπιν και η μεγάλη τέχνη με την οποία έχτισε την κορύφωση και το πέρασμα στο σύντομο καταληκτικό "μπουρλέσκ". Συνοδευόμενο με σβελτάδα και ακρίβεια από τα ηχητικά διάφανα έγχορδα, το πυροτεχνηματικά βιρτουοζίστικο παίξιμο του βιολιστή συνέβαλε στην ανάδειξη της σαρδόνιας χορευτικής διάθεσης του presto με το οποίο ολοκληρώθηκε το έργο. Δικαιολογημένη η αποθέωση για τον σολίστ αλλά και σειρά εξεχόντων μουσικών του συνόλου (Ραράκος, Κάραλης, Λιοδάκης, Μουρίκης, Σίσκος, Παντελίδου), των οποίων τα ορχηστρικά σόλι στην πασσακάλια είναι -όπως επισήμανε ορθά ο Ρέπιν στο διάλειμμα- εξίσου δύσκολα με αυτά του βιολιού!
Στη συνέχεια, αντί της πολυπόθητης αναμέτρησης με κάποια από τις 15 Συμφωνίες του Σοστακόβιτς, προσφέρθηκε η δημοφιλής, απερίφραστα ρομαντική 2η Συμφωνία του Ραχμάνινοφ. Ο Νεστερόβιτς απέσπασε από μια ΚΟΑ σε πλήρη ανάπτυξη μία εξαιρετική ερμηνεία του πανέμορφου, ραψωδικού λυρισμού έργου, που δόθηκε με ελάχιστες περικοπές, στη σχεδόν πλήρη, ωριαίας διάρκειας εκδοχή του.
Ο πανύψηλος (δίμετρος!) αρχιμουσικός αξιοποίησε ιδιαίτερα τη βελτίωση της εστίασης και της ποιότητας του ήχου των εγχόρδων (βιολιά και βιόλες υπό τους Χατζηνικολάου και Λιβιεράτο), πάντοτε κομβικών για την ανάδειξη των εκμαυλιστικών μελωδιών του Ρώσου συνθέτη. Η ηχητική αυτή διαύγεια σε συνδυασμό με τα εύροα τέμπι και τη ρυθμική ζωντάνια φώτισαν μοναδικά την πυκνή ενορχήστρωση, εξουδετερώνοντας τους κινδύνους (και τις ευκολίες) μιας γλυκερής, νωχελικής "χολλυγουντιανής" πληθωρικότητας.
Καθοριστικές απέβησαν εν προκειμένω αφενός η γλαφυρή προβολή (άριστα περάσματα!) των εναλλασσόμενων σύντομων θεμάτων, πάνω στα οποία βασίζεται η αέναη εξέλιξη του συμφωνικού ειρμού, στο βαθμό που πυροδοτούσε διαρκώς εντάσεις κλιμακούμενες σε εκφραστικές κορυφώσεις. Αφετέρου η πλαστικότητα εναλλαγών και διαφοροποιήσεων των διαθέσεων μεταξύ των τριών γρήγορων μερών και του υποβλητικής μελωδικότητας adagio, που εισήγαγε το θείου καντάμπιλε σόλο κλαρινέτου του Σπύρου Μουρίκη. Τέλος, η αβίαστη προβολή των διάσπαρτων ορχηστρικών εφέ και των διακριτών ηχοχρωμάτων των ποιητικών ξύλινων (έξοχες παρεμβάσεις αγγλικού κόρνου της Χριστίνας Παντελίδου!) και των λαμπερών χάλκινων πνευστών.
Αναπόδραστα, η σε βάθος γνώση και "οργανική" ανάδειξη της παρτιτούρας και η κατανόηση της μουσικής δραματουργίας από τον Νεστερόβιτς σε συνδυασμό με το γεμάτο αυτοπεποίθηση παίξιμο της ΚΟΑ αποτέλεσαν εχέγγυα μιας διόλου αυτονόητης επιτυχημένης ερμηνείας!

Η προ ημερών (26/3) συναυλία της Εθνικής Συμφωνικής Ορχήστρας της ΕΡΤ άνοιξε με ένα φόρο τιμής του διευθυντή της Μιχάλη Οικονόμου για τον μέντορά του Θόδωρο Αντωνίου, με αφορμή τη συμπλήρωση 90 χρόνων από τη γέννησή του. Από μια σειρά συνθέσεων με τον τίτλο "Κομμός", το θρηνητικό δηλ. τραγούδι χορού και πρωταγωνιστών στην αρχαία τραγωδία, επελέγη ο σύντομος "Κομμός Β", που ο Αντωνίου έγραψε το 1996, κατόπιν του θανάτου του σημαντικού Αμερικανού συνθέτη, αρχιμουσικού και πιανίστα Μόρτον Γκουλντ. Το έργο δεν κρύβει μυστικά για τον Οικονόμου, που το έχει ερμηνεύσει επανειλημμένα με διαφορετικές ορχήστρες. Η εκτέλεση αυτής της θρηνωδίας για συμφωνική ορχήστρα, που ξεκινάει με την πρώτη φράση ενός ηπειρώτικου μοιρολογιού, υπήρξε ακριβής και φροντισμένη, ξεχώρισε δε για την επιτυχημένη ανάδειξη διαφόρων θεμάτων από τα ξύλινα πνευστά (το κλαρινέτο της Τσάμου, το φλάουτο της Μακρή).
Ακολούθησε το θαυμάσιο όσο και σπάνια παιζόμενο "Κοντσέρτο για βιολί και ορχήστρα" του Μπάρμπερ, με σολίστ τον Ανδρέα Παπανικολάου. Σ’αυτήν την τρίτη (!) μέσα σε ένα πεντάμηνο αθηναϊκή του εμφάνιση, ο Θεσσαλονικιός βιολιστής κατέδειξε για ακόμη μία φορά πόσο του ταιριάζουν τα έργα του 20ού αιώνα με διάχυτο λυρισμό. Τόσο στο μαγευτικό εναρκτήριο allegro όσο και στο ενδιάμεσο andante η υποδειγματική ορθοτονία, οι ποιότητες καντάμπιλε και η ευαισθησία του παιξίματος, η καλλιεργημένη φραστική και η αίσθηση διαλόγου με την ορχήστρα έκαναν θαύματα, ιδίως καθώς συνοδεύθηκαν με νηφάλιο συναίσθημα, χωρίς υπερβολικές ρομαντικές εξάρσεις. Η ίδια ευπρόσδεκτη νηφαλιότητα παρατηρήθηκε και σε ορχηστρικό επίπεδο, όπου ο Οικονόμου αξιοποίησε το μαλακό παίξιμο των εγχόρδων και κατά τόπους καλλιεπείς συνεισφορές των πνευστών (όπως των υπό τον Αρκούδη τρομπετών ή του όμποε της Σούκα), αναδεικνύοντας πολλές λεπτομέρειες της ενορχήστρωσης, παρότι στα κρεσέντι υπήρχαν περιθώρια για καλύτερο έλεγχο των δυναμικών. Το ολιγόλεπτο άκρως απαιτητικό καταληκτικό presto χάρισε ευκαιρία να εκτιμηθούν δεόντως η κινητικότητα και οι δεξιοτεχνικές αρετές του 43χρονου σολίστ αλλά και τα σβέλτα ανακλαστικά της ΕΣΟ ΕΡΤ, προκαλώντας τις δικαιολογημένες επευφημίες του κοινού.
Πολύ πιο φορτισμένη συναισθηματικά ήχησε η εκτός προγράμματος διασκευή για βιολί και ορχήστρα του τραγουδιού "Après un rêve" του Φωρέ, που αφιερώθηκε στη μνήμη των 57 θυμάτων του τραγικού δυστυχήματος των Τεμπών.
Τη βραδιά ολοκλήρωσε μία πολύ επιτυχημένη εκτέλεση της 7ης Συμφωνίας του Μπετόβεν, έργου που μοιράζεται την ίδια ακριβώς ενορχήστρωση με τον "Κομμό Β" του Αντωνίου (και δικαιολόγησε εκ νέου την κοινή συναυλιακή τους παρουσίαση, μετά από αυτήν της πρώτης παγκόσμιας παρουσίασης του τελευταίου στο Carnegie Hall της Νέας Υόρκης).
Ένα μόλις δίμηνο μετά την αναμέτρηση με την 5η Συμφωνία (την οποία διηύθυνε το ίδιο διάστημα και στο Λονδίνο, επικεφαλής της Βασιλικής Φιλαρμονικής Ορχήστρας), ο Οικονόμου απέδειξε ότι κατανοεί το μπετοβενικό ιδίωμα όσο ίσως ελάχιστοι Έλληνες ομόλογοί του.
Έχοντας αφομοιώσει τις κατακτήσεις της ιστορικής ερμηνευτικής στο συγκεκριμένο ρεπερτόριο (περιορισμένα ορχηστρικά κλιμάκια, αιχμηρή φραστική), ο αρχιμουσικός δεν περιορίσθηκε στην ανάδειξη του παλμού και της αίσθησης του δραματικού επείγοντος ενός έργου σαφώς συνδεδεμένου με τους αισθητικούς στόχος του κινήματος "Θύελλα και ορμή". Η συναρπαστικά ανήσυχη, δραματική διεύθυνσή του αξιοποίησε μεν γλαφυρές διαφοροποιήσεις διακυμάνσεων ταχυτήτων και δυναμικής, αλλά μερίμνησε εξίσου για τις σωστά ζυγιασμένες στίξεις-ανάσες, υπογραμμίζοντας με θεατρικότητα λεπτομέρειες και μεταπτώσεις διαθέσεων, που αναδεικνύουν τις περίτεχνες ισορροπίες μεταξύ του διονυσιακού και του απολλώνιου χαρακτήρα της σύνθεσης.
Παρά κάποιες σημειακές ανακρίβειες και μικροολισθήματα, ο συντονισμός και η εγρήγορση της ορχήστρας ικανοποίησαν και πάλι. Η διαρκώς σωρευμένη ρυθμική ενέργεια ιδίως στα δύο τελευταία μέρη διασφαλίσθηκε από το ευέλικτο παίξιμο των υπό τον Επαμ. Φίλιππα εγχόρδων και το σωστό χρονισμό των δραματουργικά κρίσιμων τυμπάνων του Λιάτσου, τα λυρικά ξέφωτα χρωματίσθηκαν από τα ωραία σόλι των ξύλινων (με κορυφαία αυτά φλάουτου της Μακρή και κλαρινέτων των Τσάμου και Γκίνου), ενώ αρμονικά ενταγμένα στον ορχηστρικό ήχο υπήρξαν τα χάλκινα πνευστά (και δη τα υπό τον Γ. Μιχαήλ κόρνα), με μόνη εξαίρεση τις συναρπαστικά αιχμηρές -αλλά και ενίοτε οριακά σταθερές- παρεμβάσεις της τρομπέτας του Σπύρου Αρκούδη (που δεν έκρυβαν την προφανή εξοικείωσή του με την …πρακτική των οργάνων εποχής).
Η καλή ώσμωση μεταξύ Συμφωνικής Ορχήστρας της ΕΡΤ και Οικονόμου καλά κρατεί, προς όφελος -και τέρψη!- των Αθηναίων φιλόμουσων…
Λεζάντα πρώτης φωτογραφίας: Ο Ρώσος βιολιστής Βαντίμ Ρέπιν ερμηνεύει το 1ο Κοντσέρτο για βιολί του Σοστακόβιτς, συνοδευόμενος από την ΚΟΑ υπό τον Πολωνό αρχιμουσικό Μίχαλ Νεστερόβιτς στο πλαίσιο συναυλίας στην "Αίθουσα Χρήστος Λαμπράκης" του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών (27/2) © Μαργαρίτα Νικητάκη