
Το πόση σημασία έχει, πέρα από το "όνομα" του ερμηνευτή, η πρωτοτυπία και η στέρεη δομή του προγράμματος υπενθύμισαν σε διάστημα λίγων ημερών τα φωνητικά ρεσιτάλ λυρικών καλλιτεχνών.
Αυτό, πολυαναμενόμενο του Γιόνας Κάουφμαν στην ασφυκτικά γεμάτη "Αίθουσα Χρήστος Λαμπράκης" του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών (9/2) είχε σίγουρα όλα τα φόντα να θεωρηθεί το μέχρι τώρα καλλιτεχνικό γεγονός της νέας χρονιάς, έχοντας γίνει sold out από τους φιλόμουσους εδώ και πολλούς μήνες! Μολονότι δεν βρίσκεται πια στην απόλυτη ακμή του, ο 56χρονος διάσημος Γερμανός τενόρος εξακολουθεί να γοητεύει τα πλήθη σε όλον τον πλανήτη.
Μετακινούμενος με άνεση μεταξύ της όπερας και του έντεχνου τραγουδιού (lied), όπως απέδειξαν πρόσφατες εμφανίσεις του σε περιοδείες σε Ευρώπη και Άπω Ανατολή, ο Κάουφμαν επέλεξε για την Αθήνα ένα πρόγραμμα μάλλον ετερόκλητο και όχι ιδανικά δομημένο, περισσότερο αντιπροσωπευτικό της δισκογραφίας παρά της καριέρας του. Προφανώς για λόγους οικονομίας δυνάμεων, το πρώτο μέρος του ήταν εξ ολοκλήρου αφιερωμένο στην όπερα, αν και με μόλις …4 άριες από το ιταλικό και γαλλικό ρεπερτόριο ("Τζοκόντα" του Πονκιέλλι, "Κάρμεν" του Μπιζέ, "Τόσκα" του Πουτσίνι, "Αντρέα Σενιέ" του Τζορντάνο). Ασφαλείς και πολλάκις τραγουδισμένες επιλογές, στις οποίες, όμως, ο τενόρος έλαμψε ελάχιστα, λόγω ενός τίμπρου "σκούρου" (που μοιάζει με αυτό βαρύτονου στη μεσαία και χαμηλή περιοχή, αλλά διαθέτει δεδομένη άνεση στις ψηλές νότες), όθεν ελάχιστα μεσογειακού και φωτεινού, και μιας κάποιας ερμηνευτικής/τεχνικής επιτήδευσης (ιδιαίτερος τρόπος προσέγγισης της υψηλής φωνητικής περιοχής, εμμονή σε πιάνι και εκλεπτύνσεις δυναμικής), ενώ δεν έλειψαν και κάποιες άβολες στιγμές (όπως πχ. το lapsus memoriae στην άρια του Έντζο από την "Τζοκόντα").
Βέβαια, έστω και χωρίς την πολυπόθητη αμεσότητα, η εμπειρία των ρόλων και η γνωστή σκηνική ευγένεια και κομψότητα κατάφεραν να κλέψουν τις εντυπώσεις, πολλώ δε μάλλον που η συνοδεία της ΚΟΑ υπό τον αξιόπιστο Γερμανό αρχιμουσικό -και τακτικό συνεργάτη του τραγουδιστή- Γιόχεν Ρήντερ υπήρξε ανεπίληπτη (εξαιρετικό σόλο του Γιαννάκα στην άρια από την "Τόσκα"). Η ΚΟΑ βρέθηκε γενικώς σε άριστη φόρμα, χαρίζοντας υπερθετικές ερμηνείες σε αρκετά, εκτενή και κοσμαγάπητα ορχηστρικά αποσπάσματα από όπερες. Ιδιαίτερη μνεία πρέπει για τα ξύλινα πνευστά, που εντυπωσίασαν στις σολιστικές (Νικόπουλος, Παντελίδου στα κομμάτια από την "Κάρμεν") ή συνολικές τους παρεμβάσεις (πχ. στον "Χορό των ωρών" από την "Τζοκόντα").
Το δεύτερο μέρος υπήρξε πολύ λιγότερο ενδιαφέρον, παρότι ξεκίνησε με τις ωραιότερες ερμηνείες της βραδιάς σε δημοφιλείς άριες από γερμανόφωνες οπερέτες ("Η Χώρα του μειδιάματος" του Λέχαρ, "Η πριγκήπισσα του τσίρκου" του Κάλμαν) και μια θαυμάσια εκτέλεση από την ΚΟΑ της εισαγωγής στην πρώτη βιεννέζικη οπερέτα. Ατυχώς, ολοκληρώθηκε με αρκετά τραγούδια …από κινηματογραφικές ταινίες ("Κάποτε στην Αμερική", "Η Αποστολή", "Ο Μονομάχος"), τα οποία σίγουρα δεν ενδείκνυνται να ακούγονται σε αίθουσες συναυλιών (χωρίς δηλ. τη δύναμη της εικόνας) και αποδόθηκαν -παραδόξως!- με μικρόφωνο, σαν αυτό που χρησιμοποιούσαν οι σπουδαίοι κρούνερ του παρελθόντος… Μέχρι και η ΚΟΑ κλήθηκε να αναμετρηθεί με τη μουσική των τίτλων από τον χολλυγουντιανό "Σούπερμαν". Όπως ήταν εύλογο, μια ανθολογία τέτοιων επιλογών δεν μπορούσε να οδηγήσει το ρεσιτάλ στην επιθυμητή θριαμβευτική κορύφωση.
Αυτό δεν συνέβη, όμως, ούτε και με τα τέσσερα -από τα 6 αρχικά "προγραμματισμένα", μεταξύ των οποίων και η απαιτητική άρια του Κάλαφ "Nessun dorma" από την "Τουραντότ" του Πουτσίνι- ανκόρ. Όλα τους κινήθηκαν στη λογική του β’ μέρους του προγράμματος (πέρα από κομμάτια των Τάουμπερ, Μορρικόνε, Ρότζερς ακούσθηκε μέχρι και το περίφημο "Strangers in the night"!) και παρείχαν τουλάχιστον ευκαιρία να απολαύσει κανείς τη φωνή του Κάουφμαν χωρίς οπερατική τοποθέτηση, με μεγαλύτερη απλότητα.
Συγκεφαλαιωτικά, μάλλον ανάμεικτες εντυπώσεις από ένα ρεσιτάλ, από το οποίο ένα μέρος του κοινού έφυγε ενθουσιασμένο, και ένα άλλο -ίσως περισσότερο ψαγμένο μουσικά- αρκετά προβληματισμένο…

Κάπως απρόσμενα, πολύ πιο ερεθιστικό υπήρξε το ρεσιτάλ που έδωσε, τρεις μέρες αργότερα (12/2), στην Αίθουσα της Εναλλακτικής Σκηνής της Εθνικής Λυρικής Σκηνής η γνωστή -και εγκατεστημένη στη Γερμανία- Ελληνίδα υψίφωνος Αφροδίτη Πατουλίδου, υπό τη συνοδεία του διάσημου πιανίστα Έρικ Σνάιντερ. Συντριπτικά αφιερωμένο στο έντεχνο τραγούδι, το υπό τον τίτλο "My bloody Valentine" πρόγραμμα πήρε συνειδητά αποστάσεις από τη χαρμόσυνη ατμόσφαιρα της επικείμενης -τότε- γιορτής του Αγίου Βαλεντίνου, εξερευνώντας τις πιο σκοτεινές, συχνά ανομολόγητες όψεις του έρωτα, από την λαχτάρα της ανεκπλήρωτης αγάπης μέχρι την προδοσία, το μοιραίο πάθος και την οδύνη της απώλειας. Έφερε δε την προσωπική υπογραφή μιας λυρικής καλλιτέχνιδας που ερμηνεύει μέχρι μουσική μέταλ και παραδοσιακά τραγούδια, ενώ δραστηριοποιείται και ως εικαστικός!
Το πρώτο μέρος εστίασε στις μυθικές και μεταφυσικές όψεις της ερωτικής εμμονής, όπως καταγράφηκαν σε ρομαντικά τραγούδια των Βολφ, Σούμπερτ, Λαίβε και Σιμπέλιους αλλά και σε σπάνια -και πανέμορφα- κομμάτια του Ριάδη. Το δεύτερο μέρος υπήρξε περισσότερο εκλεκτικιστικό, καθώς συνέδεσε διαφορετικά μουσικά ρεύματα, από πρωτότυπα παραδοσιακά τραγούδια της Σουηδίας ή της Αγγλίας (σε μεταγραφή Μπρίττεν) μέχρι ρομαντικά τραγούδια των Ρίχαρντ Στράους, Μάλερ, Ραχμάνινοφ ή ακόμη ένα τραγούδι της Ρεμπέκκας Κλαρκ και από διασκευασμένα φωνητικά αποσπάσματα έργων μουσικού θεάτρου (των Μενόττι και Ρότζερς) μέχρι φωνητικές προσαρμογές/επεξεργασίες -από την ίδια την υψίφωνο- πιανιστικών κομματιών του Σοπέν (ενός στοχαστικού "Νυχτερινού" με στίχους από την "Άννα Μπολένα" του Ντονιτζέττι και -εκτός προγράμματος- ενός "Πρελουδίου" με βοκαλίζ), απρόσμενες για όσους τουλάχιστον αγνοούν τις φωνητικές ποιότητες της μουσικής του Πολωνού συνθέτη.
Πέρα από τη λογοτεχνική του διάσταση (σημειώνεται ότι οι στίχοι όλων των τραγουδιών προβλήθηκαν σε υπερτίτλους σε ελληνική μετάφραση της Λένιας Ζαφειροπούλου), το πρόγραμμα είχε και εικαστικό ενδιαφέρον, καθώς έλαβε χώρα μέσα σ’ένα ατμοσφαιρικά -αν και ελάχιστα!- φωτισμένο από τον Χρήστο Τζιόγκα ρομαντικό σκηνικό, που οριοθετούσαν η αχλή και δύο κορμοί ξερών δέντρων. Και μουσικά, όμως, κινήθηκε σε υψηλό επίπεδο. Αν η συναρπαστική, ευέλικτη και αφηγηματικά γλαφυρή συνοδεία του Σνάιντερ επιβεβαίωσε γιατί αυτός θεωρείται σήμερα ως ένας από τους σημαντικότερους διεθνώς πιανίστες με εξειδίκευση στο lied, η Πατουλίδου πιστώνεται με την όλη σύλληψη, μια πολύ καλή προετοιμασία και ένα προσεγμένο τραγούδι σε επτά (!) διαφορετικές γλώσσες (γερμανική, φινλανδική, σουηδική, ελληνική, αγγλική, γαλλική, ρωσική). Μολονότι το μεταλλικό τίμπρο της δεν επιτρέπει εντονότερες αποχρώσεις και εκλεπτύνσεις, όντας προσφορότερο για την όπερα απ’ό,τι για τον κόσμο του έντεχνου τραγουδιού, η θεατρικότητα των ερμηνειών -που θύμισε την εξπρεσιονιστική προσέγγιση της μέντορός της Μπάρμπαρας Χάννιγκαν- τράβαγε διαρκώς την προσοχή.
Η ερμηνεία -με την υποβλητική συνοδεία νικελάρπας, ιδιόμορφου παραδοσιακού έγχορδου οργάνου από τη Σουηδία- ενός δημοτικού σουηδικού τραγουδιού και, χωρίς παύση, της ελαφρώς "πειραγμένης" άριας της Μόνικας από την όπερα "Το μέντιουμ" του Μενόττι αποτέλεσε την κορυφαία στιγμή μιας αξιόλογης, "διαφορετικής" παραστατικής εμπειρίας…
Λεζάντα πρώτης φωτογραφίας: Στιγμιότυπο από το ρεσιτάλ που έδωσε ο διάσημος Γερμανός τενόρος Γιόνας Κάουφμαν στην "Αίθουσα Χρήστος Λαμπράκης" του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών (9/2) συνοδευόμενος από την ΚΟΑ υπό τον Γερμανό αρχιμουσικό Γιόχεν Ρήντερ © Χάρης Ακριβιάδης