
Στις 17/1 η ΚΟΑ υπό την Ζωή Τσόκανου υποδέχθηκε τον διάσημο Γαλλοκύπριο πιανίστα Συπριέν (Κυπριανό) Κατσαρή, ο οποίος ερμήνευσε στο πρώτο μέρος της βραδιάς δύο σύντομες και απολύτως αντιπροσωπευτικές του ρεπερτορίου του συνθέσεις για πιάνο και ορχήστρα.
Με αφορμή την φετινή επέτειο 100 χρόνων από τη γέννηση του Μίκη Θεοδωράκη αρχικά ακούσθηκε η 1η Σουίτα για πιάνο και ορχήστρα, ένα από τα πρώτα έργα που ο Έλληνας συνθέτης έγραψε μετά τη μετακόμισή του στο Παρίσι για σπουδές το 1954. Το κάπως ετερόκλητο έργο πρόδιδε τις νεανικές, συχνά ενδιαφέρουσες αναζητήσεις του σε ρυθμό, αρμονία και ενορχήστρωση, που ελάχιστα προδιέθεταν για τις ύστερες δημιουργίες του. Η φόρμα της πενταμερούς αυτής σύνθεσης παραπέμπει συχνά σε συμφωνία κοντσερτάντε για πιάνο και ορχήστρα, καθώς το πιάνο στα περισσότερα σημεία παραμένει ενσωματωμένο ή ελαφρά διαλεγόμενο με την ορχήστρα, ενώ οι μεταξύ τους εμφανείς ισορροπίες -και όχι μόνο σε επίπεδο δυναμικής- διευκολύνονται από την αρκετά διαυγή γραφή για τα έγχορδα. Σημειώνει κανείς τα έντονα νεοκλασικιστικά χαρακτηριστικά του εναρκτήριου presto, τις ατμοσφαιρικές παρεμβάσεις των κρουστών στο andante sostenuto, τα κρητικά φολκλορικά μοτίβα (δημοτικοφανείς μελωδίες και χορευτικά) στο τέταρτο μέρος, κυρίως όμως το λυρικό φινάλε με εκτενή σόλι του πιάνου, του αγγλικού κόρνου (Παντελίδου) και σταδιακά των λοιπών ξύλινων πνευστών (το όμποε του Βάμβα, το πίκκολο του Γιάρκε) μέχρι το ευφάνταστο κλείσιμο με απέριττες παρεμβάσεις των χάλκινων πνευστών (τρομπέτες και τρομπόνια).
Υπό την σταθερά ακριβέστατη συνοδεία της Τσόκανου ακολούθησε η σπάνια παιζόμενη "Ουγγρική φαντασία" του Λιστ, ένα σύντομο δεξιοτεχνικό κομμάτι, που βασίζεται στην 14η Ουγγρική ραψωδία για σόλο πιάνο. Η εκπληκτική ερμηνεία του Κατσαρή υπενθύμισε γιατί αποτελεί όχι μόνο έναν από τους διαχρονικά διαπρεπέστερους ερμηνευτές του Λιστ, αλλά και έναν από τους τελευταίους εν ζωή μεγάλους δεξιοτέχνες του πιάνου! Το θαυμάσιο παίξιμό του απέδωσε πεντακάθαρα και άκρως εκφραστικά τις διάσπαρτες τσιγγάνικες μελωδίες και τα έντονα ρυθμικά μοτίβα, ενώ η βαθιά κατανόηση της ρομαντικής γραφής επέτρεψε τη γλαφυρή απόδοση, χωρίς ίχνος κιτς, όλων των διαθέσεων της παρτιτούρας, από την πομπώδη του αρχικού αργού μέρους μέχρι την πιο χορευτική, χιουμοριστική του εκτενέστερου γρήγορου. Η ΚΟΑ τον ακολούθησε με προσήλωση και σβέλτα ανακλαστικά, ιδιαίτερα στην κρίσιμη εμβατηριακή κορύφωση, όπου ευχαρίστησαν και οι καλλιεπείς σολιστικές παρεμβάσεις των πνευστών (του κλαρινέτου του Μουρίκη, της τρομπέτας του Καραμπέτσου) και του πρώτου βιολιού (Χατζηνικολάου).
Ανταποκρινόμενος στις θερμές επευφημίες του κοινού, ο Κατσαρής χάρισε δύο κομμάτια εκτός προγράμματος, αρχικά έναν αυτοσχεδιασμό πάνω σε τρεις νότες που επέλεξαν οι ακροατές (θυμίζοντας τον σπουδαίο Γάλλο πιανίστα Πιερ Σανκάν) αλλά και ένα πιανιστικό medley δημοφιλών τραγουδιών του Θεοδωράκη, που υπενθύμισε εξίσου τη σημαντική συνεισφορά του στη διάδοση του έργου του μεγάλου συνθέτη και σε πιο κλασσικά ακροατήρια…
Μετά το διάλειμμα προσφέρθηκαν δύο ορχηστρικές συνθέσεις γαλλικής μουσικής. Αρχικά ακούσθηκε το σύντομο "Ένα ανοιξιάτικο πρωινό", μια από τις τελευταίες συνθέσεις της Λιλί Μπουλανζέ πριν τον τόσο πρόωρο χαμό της. Η λεπταίσθητη ενορχήστρωση κατέδειξε το μεγάλο ταλέντο της Γαλλίδας συνθέτριας, η οποία εμπλούτισε έναν κατά βάση υστερορομαντικό καμβά με ιμπρεσιονιστικές πινελιές ξύλινων (πχ. το φλάουτο του Νικόπουλου) που αναδείκνυαν τη φωτεινή ατμόσφαιρα του έργου, αλλά και ατμοσφαιρικές, μυστηριώδεις παρεμβάσεις από την τσελέστα (Γουβέλης) και το πρώτο βιολί.
Τη βραδιά ολοκλήρωσε μία πολύ επιτυχημένη ερμηνεία της "Θάλασσας" του Ντεμπυσσύ, σίγουρα η εντελέστερη απ’όσες κατά καιρούς έχει χαρίσει τα τελευταία χρόνια η ΚΟΑ υπό διάφορους αρχιμουσικούς. Κομβική στάθηκε εδώ αφενός η πολύ προσεγμένη διεύθυνση της Τσόκανου, η οποία, εκμεταλλευόμενη την ένταση σχηματισμού των φράσεων ή ακόμη τις διακυμάνσεις των δυναμικών, διαφοροποίησε διαθέσεις, κλίματα και αποχρώσεις των τριών συμφωνικών σκίτσων που συνθέτουν το έργο, αφετέρου η εξαιρετική φόρμα της ορχήστρας, που δικαίωσε τον ενορχηστρωτικό του πλούτο, τόσο σε ό,τι αφορά τα ποικίλα ρυθμικά σχήματα όσο και τα πρωτότυπα μελωδικά θέματα. Άξια αναφοράς ήταν το εστιασμένο, ευπρόσδεκτης ηχητικής διαφάνειας παίξιμο των υπό την Χατζηνικολάου εγχόρδων, ορισμένες έξοχες συμβολές, ατομικές (όπως του φλάουτου του Νικόπουλου στο πρώτο μέρος) ή συνόλων (όπως αυτές από τα -μαλακά- χάλκινα και τις άρπες στο δεύτερο μέρος), ή ακόμη το πολύ ωραίο χτίσιμο των κρεσέντι στο φινάλε, καθώς συνέβαλαν στη διάπλαση από την αρχή μέχρι το τέλος μιας ερμηνείας θεατρικής, με το αναγκαίο σασπένς, ταιριαστής στην "φωβιστική" (και όχι ιμπρεσιονιστική, όπως συνήθως θεωρείται) γοητεία του έργου!

Περισσότερο άνιση πρόβαλε η επόμενη συναυλία του συνόλου στις 7/2, υπό τον τόσο ταλαντούχο αρχιμουσικό Έκτορα Ταρτανή, που "συμμετέσχε" εν προκειμένω και υπό την ιδιότητα του συνθέτη.
Αποκορύφωμά της υπήρξε αναμφισβήτητα η ερμηνεία του δημοφιλέστατου "Κοντσέρτου για πιάνο" του Γκρηγκ από τον Ουκρανό και πλέον πολιτογραφημένο Αυστραλό πιανίστα Αλεξάντερ Γκαβρίλιουκ. Σ’ένα χιλιοπαιγμένο όσο και αριστουργηματικό έργο, ο 40χρονος σολίστ δεν προσέφερε μόνο γνήσια ρομαντικό ταμπεραμέντο, ανεπίληπτη δεξιοτεχνία (έξοχη καντέντσα!) και υποδειγματικό σεβασμό των αγωγικών ενδείξεων. Περισσότερο από το νεανικό παλμό και τη φρεσκάδα της γραφής, υπογράμμισε, με τη θερμότητα και τη συναισθηματική ευγένεια του παιξίματός του, τη ραψωδική, "βορινή" διάσταση του έργου. Η πλούσια εκφραστική παλέτα του συνδύαζε έναν πλούσιο όσο και ζεστό ήχο, όμορφες διαβαθμίσεις ταχυτήτων και δυναμικής, πλαστικότητα φραστικής και ρυθμική σβελτάδα, που επέτρεψαν να δικαιωθεί αβίαστα η ανάγλυφη δραματουργία του έργου, εξασφαλίζοντας μεγάλη αφηγηματική ευφράδεια! Θαύμαζε κανείς διαρκώς την ανεπιτήδευτη απλότητα με την οποία αποδιδόταν ο μελωδικός πλούτος, την ανάλαφρη απόδοση των χορευτικών ρυθμών, τον τρόπο αποφόρτισης των εντάσεων στις λυρικές ανάπαυλες…
Ιδιαίτερα ευχαρίστησε και η sostenuto ορχηστρική συνοδεία που άντλησε από μια συγκεντρωμένη ΚΟΑ ο Ταρτανής, καθώς κινήθηκε στο ίδιο μήκος κύματος, μακριά από κάθε έννοια ανταγωνισμού με τον σολίστ, ενώ χρωματίσθηκε από θαυμάσιες σολιστικές συνεισφορές (όπως αυτές του φλάουτου της Πιλαφτσή και του κλαρινέτου του Μουρίκη) αλλά και την υποδειγματική και συντονισμένη σύμπραξη των χάλκινων πνευστών (κόρνων και τρομπονιών).
Στο ενθουσιώδες κοινό ο Γκαβρίλιουκ χάρισε δύο κοσμαγάπητα ανκόρ, ένα αρκετά στοχαστικό "Βοκαλίζ" του Ραχμάνινοφ (στην εκδοχή για σόλο πιάνο) και την πρώτη από τις "Σπουδές" του έργου 2 του Σκριάμπιν.
Η βραδιά είχε ξεκινήσει με μια αρκετά δραματική εκτέλεση της περίφημης εισαγωγής "Οι Εβρίδες" του Μέντελσον, στην οποία αξιοποιήθηκαν εύροες ταχύτητες, προσεγμένες δυναμικές και σημειακές εξαιρετικές συνεισφορές των ξύλινων, όπως το θεϊκό σόλο κλαρινέτο του Σπύρου Μουρίκη. Όμως, για να δικαιωθεί η μοναδικής ευγένειας ενορχήστρωση του τόσο ατμοσφαιρικού, οιονεί συμφωνικού αυτού ποιήματος χρειαζόταν και ένας πιο γεμάτος ήχος στα έγχορδα και -κυρίως- μεγαλύτερο μυστήριο και γλαφυρότερη περιγραφική δύναμη των εικόνων και εντυπώσεων που αποτύπωσε ο συνθέτης κατά το ταξίδι του στη Στάφφα (ένα από τα μικρά νησιά του ομώνυμου σκωτικού συμπλέγματος), όπου βρίσκεται η ξακουστή "σπηλιά του Φίνγκαλ".
Το πρόγραμμα έκλεισε κάπως αμήχανα με την πρώτη ελληνική παρουσίαση του κοντσέρτου για άρπα, βαρύτονο και ορχήστρα υπό τον τίτλο "Ερατώ ψάλτριαν" που συνέθεσε πρόσφατα ο Ταρτανής. Το περίπου 35λεπτης διάρκειας έργο πρωτοπαρουσιάσθηκε πέρσι στο Φράϊμπουργκ της Γερμανίας με σολίστες τον βαρύτονο Άρη Αργύρη και την αρπίστρια Άνελην Λένερτς.
Εμπνευσμένο από τη μούσα Ερατώ, αρθρώνεται γύρω από τρία μέρη, τα οποία συμβολίζουν το πνεύμα, την ύλη και την ψυχή. Το πνεύμα αντιπροσωπεύεται από τον βαρύτονο (τον Δημήτρη Τηλιακό) και αντικατοπτρίζεται από το ψαλμωδικό τραγούδι, η ύλη αντιπροσωπεύεται από την ορχηστρική ποικιλομορφία και η ψυχή, που γεννιέται από τους δύο άλλους πόλους, συμβολίζεται από την άρπα (της Γωγώς Ξαγαρά).
Παρότι ενίοτε ατμοσφαιρικό λόγω της ιδιότυπης υστερο/νεο-ρομαντικού ιδιώματος ενορχήστρωσης, η οποία περιελάμβανε χάλκινα με σουρντίνα, κρουστά και τσελέστα, το έργο υπήρξε άνισο από πλευράς δομής και συνοχής, παραπέμποντας ελάχιστα σε κοντσέρτο, λόγω της μη συνομιλίας -και ώσμωσης- της φωνής και της άρπας, ως οργάνων, με την ορχήστρα. Το μέρος του βαρύτονου περιορίσθηκε σε ένα Sprechgesang όχι εύληπτων στίχων/ποιημάτων "φιλοσοφικής διάστασης" του ίδιου του συνθέτη και του Αναστάση Ασημακόπουλου, ενώ στην άρπα επιφυλάχθηκε ένα ενδιαφέρον και τεχνικά απαιτητικό σολιστικό μέρος στο ιντερμέτζο με το οποίο ολοκληρώθηκε το εκτενές πρώτο μέρος. Το συγκεκριμένο μουσικό υλικό θα άξιζε, ίσως, να τύχει μελλοντικά μιας διαφορετικής επεξεργασίας…
Λεζάντα πρώτης φωτογραφίας: Στιγμιότυπο από την ερμηνεία της "Ουγγρικής Φαντασίας για πιάνο και ορχήστρα" του Λιστ από τον Συπριέν (Κυπριανό) Κατσαρή και την ΚΟΑ υπό την αρχιμουσικό Ζωή Τσόκανου στο πλαίσιο τακτικής συναυλίας στην "Αίθουσα Χρήστος Λαμπράκης" του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών (17/1) © Μαργαρίτα Νικητάκη