
Εξαιρετικά πλούσιο σε εκδηλώσεις κλασσικής μουσικής και μπαλέτου υπήρξε και το φετινό εορταστικό πρόγραμμα των βασικών αθηναϊκών μουσικών θεσμών. Όλες έγιναν sold out, μολονότι οι προτάσεις κινήθηκαν κλασσικά και εκ του ασφαλούς, με κυρίαρχη την παρουσία βιεννέζικης χορευτικής μουσικής και οπερέτας, αλλά και του οπερατικού Πουτσίνι. Η μεγαλύτερη πρωτοτυπία των εκδηλώσεων του κύκλου "Χριστούγεννα στο Μέγαρο", με κορωνίδα τις δύο εξαιρετικές συναυλίες που χάρισαν η Καμεράτα και ο Γιώργος Πέτρου, μόλις ένα μήνα μετά την επίσημη "επανεκκίνηση" του συνόλου ως Ορχήστρα των Φίλων της Μουσικής, το κατέστησαν το Μέγαρο επίκεντρο του ενδιαφέροντος.
Η πλέον επιτυχημένη εκδήλωση προσφέρθηκε, πάντως, στο ξεκίνημα της νέας χρονιάς (4/1) στην "Αίθουσα Χρήστος Λαμπράκης" υπό τον τίτλο "Πρωτοχρονιά με άρωμα Βιέννης".
Ίσως δεν είναι ευρέως γνωστό ότι η σύνδεση με την Πρωτοχρονιά των βιεννέζικων βαλς αλλά και της βιεννέζικης οπερέτας ανάγεται στο 1939-1940, όταν και πρωτοξεκίνησε η διάσημη σήμερα πρωτοχρονιάτικη συναυλία της Φιλαρμονικής Ορχήστρας της Βιέννης. Κατά τον 19ο αιώνα, όταν έλαμψε η οικογένεια Στράους, η κατ’εξοχήν περίοδος που παιζόταν αυτή η μουσική ήταν το καρναβάλι, ενώ δεν είναι τυχαίο ότι στις Απόκριες είχε μεταφέρει ο Γιόχαν Στράους ο νεώτερος ακόμη και την …Πρωτοχρονιά της "Νυχτερίδας"!
Ο κόσμος του βαλς, της πόλκας και της μαζούρκας είναι προσφιλής σε Καμεράτα και Πέτρου, καθώς είχαν προσφέρει, υπό τον ίδιο τίτλο "Άρωμα Βιέννης", επί τριετία (2016-2018) την πρωτοχρονιάτικη συναυλία του Μεγάρου. Μια αντίστοιχη είχε δώσει προ τριετίας ο Πέτρου -επικεφαλής τότε της Εθνικής Συμφωνικής Ορχήστρας της ΕΡΤ- και στο ΚΠΙΣΝ.
Οργανωμένο απόλυτα -μέχρι ανκόρ και ευχών!- στο πρότυπο της πρωτοχρονιάτικης συναυλίας της Βιέννης, το πρόγραμμα απαρτιζόταν σε μεγάλο βαθμό από έργα των Γιόζεφ και Γιόχαν Στράους του νεώτερου (τα 200 χρόνια από τη γέννηση του οποίου γιορτάζουμε φέτος) που είχαν παιχθεί και κατά το παρελθόν. Εύλογα, η εξοικείωση με αυτά επιβεβαίωσε το πόσο η ακριβής πλην ρυθμικά ευέλικτη αλλά και αβίαστα μελωδική μουσική διεύθυνση του Πέτρου δικαίωνε συνεχώς τις βασικές ποιότητες της νοσταλγικής αυτής μουσικής τόσο στις ανάλαφρες ή αιχμηρές πόλκες ("Μπλυέτ", "Τικ-Τακ") όσο και στα λικνιστικά ή περισσότερο ατμοσφαιρικά βαλς ("Κρασί, γυναίκες και τραγούδι", "Επιταχύνσεις", "Χίλιες και μία νύχτες", "Το βαλς του θησαυρού"), αλλά και σε πιο ιδιαίτερα έργα (όπως η πιο συναισθηματική Πόλκα-μαζούρκα "Από μακριά", η γαλλική "Πιτσικάτο Πόλκα" ή ακόμη η εισαγωγή στην οπερέτα "Μια νύχτα στη Βενετία"), άπαντα επεξεργασμένα σε βάθος λεπτομέρειας (τονισμούς, ανεπαίσθητες χρονικές καθυστερήσεις, καταλήξεις των φράσεων).
Επικεφαλής ενός μεσαίου ορχηστικού κλιμακίου (σε σύγχρονα όργανα), αποτελούμενου από έγχορδα σαφούς ηχητικής εστίασης και σβελτάδας και μία εξαιρετική -πολυεθνικής σύνθεσης- υποομάδα ξύλινων και χάλκινων πνευστών, ο Πέτρου διέπλασε ένα ακρόαμα αέρινο και κομψό, που δικαίωσε το χορευτικό βηματισμό και τις μεταπτώσεις διαθέσεων της μουσικής, διασφαλίζοντας τη δέουσα γιορτινή, ζεστή ατμόσφαιρα.
Η βραδιά ολοκληρώθηκε με τρία διάσημα -"προγραμματισμένα" εκτός προγράμματος- κομμάτια (που υπολείπονταν, πάντως, σε φινίρισμα εκτέλεσης), την "Χωριάτικη Πόλκα" (με ελάχιστα τραχύ τραγούδι των μουσικών), τον "Γαλάζιο Δούναβη" και το "Εμβατήριο Ραντέτσκυ", στο οποίο, αναμενόμενα, συμμετέσχε ενθουσιωδώς το κοινό υπό την καθοδήγηση του αρχιμουσικού.

Λίγες μέρες νωρίτερα (27/12/2024) η Καμεράτα (σε όργανα εποχής) και ο Γιώργος Πέτρου χάρισαν ένα θαυμάσιο -και κάπως ιδιότυπα ταιριαστό με το εορταστικό πνεύμα των ημερών- πρόγραμμα με δύο σημαντικά έργα θρησκευτικής μουσικής του γαλλικού μπαρόκ, τα μοτέτα "Te Deum (laudamus)" των -συγχρόνων και ανταγωνιστών στην εποχή του "Βασιλιά Ήλιου"!- Λουλλύ και Μαρκ-Αντουάν Σαρπαντιέ. Μαζί τους συνέπραξε ένα κουιντέτο μονωδών αποτελούμενο από την υψίφωνο Μυρσίνη Μαργαρίτη, την Ιταλίδα υψίφωνο Φραντσέσκα Λομπάρντι Ματσούλλι, τον Ισπανό τενόρο Χουάν Σάντσο, τον τενόρο Γιάννη Φίλια και τον βαρύτονο Τάση Χριστογιαννόπουλο, όπως και η Χορωδία της ΕΡΤ.
Υιοθετώντας εύροα τέμπι, ο Πέτρου ανέδειξε με κομψότητα, ευγένεια και εκφραστικότητα τη μεγαλοπρέπεια και το κατανυκτικό θρησκευτικό συναίσθημα της γραφής αμφοτέρων των -γραμμένων σε μείζονα τονικότητα- έργων. Οι ιστορικά/υφολογικά ενημερωμένες ερμηνείες διακρίθηκαν αφενός για τη ρυθμική σβελτάδα και την ηχητική διαφάνεια του παιξίματος της ορχήστρας, αφετέρου για τις αβίαστες εναλλαγές μεταξύ δοξαστικών, μεγαλόφωνων μερών (φανφάρες, χορωδιακά) και λυρικών υμνητικών φωνητικών μερών των μονωδών, που υπήρξαν πιο έντονες στο έργο του Σαρπαντιέ.
Σε αμφότερα τα έργα εκτιμήθηκε η ομάδα σταθερού βασίμου (Ηλιόπουλος στο τσέμπαλο, Χρυσικόπουλος στο φορητό εκκλησιαστικό όργανο, Κίτσος και Κακίτσης στις θεόρβες), ενώ στο "Te Deum" του Σαρπαντιέ (που έγινε διάσημο λόγω της εισαγωγικής του φανφάρας, που αποτελεί από το 1954 το πασίγνωστο μουσικό σήμα της Eurovision) εκτιμήθηκαν τα ζεύγη των πνευστών, και δη των φλάουτων των Κούντουρα και Ζαχ. Ταρπάγκου, των όμποε των Γκουτιέρες και Βάμβα, κυρίως όμως των τρομπετών των Χάρα και Αρκούδη.
Από πλευράς τραγουδιού, περισσότερο από την σε γενικές γραμμές καλή απόδοση ενός όχι πάντοτε ισορροπημένου -σε χροιές και έκταση- κουιντέτου μονωδών, ευχαρίστησαν οι πρωτόγνωρα μαλακές και λαγαρά αρθρωμένες παρεμβάσεις της άρτια προετοιμασμένης από τον Μιχάλη Παπαπέτρου Χορωδίας της ΕΡΤ! Στο "Te Deum" του Λουλλύ κρισιμότερο ρόλο είχαν οι συνηχήσεις, ενώ τα σημαντικότερα σόλι ανατέθηκαν στις ανδρικές φωνές (εξαιρετικοί οι Σάντσο και Χριστογιαννόπουλος, παρά το κοπιώδες ξεκίνημα του τελευταίου). Σε αυτό του Σαρπαντιέ πάλι η φωνητική γραφή υπήρξε πολύ πιο απαιτητική, ενώ από τους σολίστ διακρίθηκε κυρίως η Μαργαρίτη με το πάντοτε φωτεινό ηχόχρωμα (και τις ωραίες συνηχήσεις με την Λομπάρντι Ματσούλλι στο 9ο μέρος Dignare, Domine).
Στη φετινή, μεταβατική για την Καμεράτα χρονιά, όπου επαναλαμβάνονται κατά βάση παλαιότερα προγράμματα, η συγκεκριμένη συναυλία έργων γαλλικού μπαρόκ, με το οποίο το σύνολο και ο αρχιμουσικός του είχαν ελάχιστα ασχοληθεί μέχρι σήμερα, δείχνει το δρόμο για τους προγραμματισμούς της επόμενης σαιζόν, που οφείλουν να είναι περισσότερο πρωτότυποι και τολμηροί! Η ενίσχυση του αριθμού των εγχόρδων και το φιλέρευνο πνεύμα του πολυτάλαντου Πέτρου αποτελούν εχέγγυα για τον αναγκαίο εμπλουτισμό της μουσικής μας ζωής.

Εμβόλιμα (29-30/12/2024) το Μέγαρο πρότεινε, σε συμπαραγωγή με την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών, το καθιερωμένο εορταστικό οπερατικό γκαλά, που ήταν αποκλειστικά αφιερωμένο στον Πουτσίνι, καθώς το 2024 σηματοδότησε την επέτειο 100 χρόνων από το θάνατο του διάσημου συνθέτη του βερισμού.
Σε συνεργασία με το Φεστιβάλ Πουτσίνι του Τόρρε ντελ Λάγκο, και συνδιοργάνωση με την Πρεσβεία της Ιταλίας και το Ιταλικό Μορφωτικό Ινστιτούτο Αθηνών, το γκαλά δόθηκε με αποκλειστικά Ιταλούς συντελεστές, την υψίφωνο Κλάουντια Παβόνε (που αντικατέστησε την αρχικώς ανακοινωθείσα Βαλέρια Σέπε), τον τενόρο Άντζελο Βίλλαρι και τον αρχιμουσικό Βαλέριο Γκάλλι.
Δεδομένου του σχετικά περιορισμένου, συγκεκριμένου στίγματος και οπωσδήποτε ευρύτατα γνωστού λυρικού έργου του Πουτσίνι, το γκαλά δεν είχε "εορταστικό" περιεχόμενο, ούτε προσέφερε ιδιαίτερες εκπλήξεις, πλην της ευπρόσδεκτης επιλογής όχι μόνο μεμονωμένων αριών αλλά και εκτενών σκηνών-ντουέτων από δημοφιλείς όπερες.
Ακόμη πιο ευπρόσδεκτη υπήρξε η επιλογή των μη φωνητικών κομματιών, καθώς τα Πρελούδια της Α’ πράξης της σπάνια παιζόμενης, νεανικής όπερας "Έντγκαρ" αλλά και της "Ρέας" του ημέτερου -και σημαίνοντος συνθέτη του βερισμού- Σαμάρα (για την πρεμιέρα της οποίας στην Ιταλία τον συνεχάρη ο Πουτσίνι) πλαισίωσαν δύο νεανικές συμφωνικές του δημιουργίες, το λυρικό, ατμοσφαιρικό "Συμφωνικό πρελούδιο" και το πιο δραματικό, αν και άνισο "Συμφωνικό καπρίτσιο", στο μέσο του οποίου έγινε αισθητή η ορχηστρική αρχή της -μεταγενέστερης- "Μποέμ". Σε όλα εντυπωσίασε η μαλακή, ακριβής και αφηγηματικά εύροη μουσική διεύθυνση του Γκάλλι, που εκμεταλλεύθηκε τα εξαίρετα (υπό τον Γραμματικόπουλο) έγχορδα και τα όπως πάντοτε ποιητικά ξύλινα και φερέγγυα χάλκινα πνευστά της ΚΟΑ. Μακράν βεριστικών υπερβολών, εντυπωσίασαν οι ισορροπημένες δυναμικές και η προσεγμένη ανάδειξη του ηχοχρωματικού πλούτου της γραφής.
Οι ίδιες αρετές σε συνδυασμό με τη μεγάλη οπερατική εμπειρία του αρχιμουσικού εγγυήθηκαν μία θαυμάσια συνοδεία και των μονωδών, του πιο έμπειρου Βίλλαρι και της ταχύτατα ανερχόμενης Παβόνε. Αμφότεροι ερμήνευσαν κοσμαγάπητες άριες από την "Μποέμ" και την "Τουραντότ" και τρία ντουέτα από τις Α’ πράξεις της "Μποέμ", της "Τόσκας" και της "Μαντάμας Μπαττερφλάι".
Παρότι ασθενής το βράδυ της 30/12, κάτι που έγινε αισθητό από το διστακτικό ξεκίνημα (και τις δυσκολίες αναπνοών) στη βασική άρια του Ροντόλφο από την "Μποέμ", ο Βίλλαρι κατέδειξε ότι το στεντόρειο, αν και κάπως παλιομοδίτικο, τραγούδι του και η υποδειγματική άρθρωση μπορούν να υπηρετήσουν άρτια το ρεπερτόριο του βερισμού. Από την άλλη, το δροσερό αλλά ελαφρύ τίμπρο και οι άνετες ψηλές νότες της Παβόνε δεν φαίνεται να αρκούν για τους μείζονες βεριστικούς ρόλους, ενώ και το μεσογειακό της ταμπεραμέντο δεν μπορεί να κρύψει την έλλειψη φωνητικών εκλεπτύνσεων και μεγαλύτερης ευαισθησίας. Σε κάθε περίπτωση, το ιταλικό τραγούδι, η θεατρικότητα των ερμηνειών και η πειστική χημεία μεταξύ των δύο μονωδών άφησε συνολικά θετικές εντυπώσεις, με αποκορύφωμα το ερωτικό ντουέτο Πίνκερτον-Τσο-Τσο-Σαν από την "Μαντάμα Μπάττερφλαι".

Εξίσου παραδοσιακές και έμμεσα συνδεδεμένες με την εορταστική περίοδο των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς υπήρξαν και οι δύο βασικές οπερατικές προτάσεις.
Η Εθνική Λυρική Σκηνή επανέλαβε για πολλοστή φορά την "Μποέμ" του Πουτσίνι (που διαδραματίζεται εν μέρει τα Χριστούγεννα) στη γνωστή παραγωγή του αείμνηστου Γκράχαμ Βικ, η οποία είχε σχεδιασθεί για και πρωτοπαρουσιασθεί το 2010 στο θέατρο "Ολύμπια".
Όσο και αν η συγκεκριμένη παραγωγή εξακολουθεί, κατά την άποψή μας, να μην "κουμπώνει" ιδανικά στη μεγάλη σκηνή της "Αίθουσας Σταύρος Νιάρχος" του ΚΠΙΣΝ, η γόνιμη μεταφορά της δράσης από το Παρίσι του 19ου αιώνα στις ανήσυχες γειτονιές των σημερινών μεγαλουπόλεων φώτισε έξοχα το ρηχό συναισθηματισμό του έργου και τον κυνισμό των χαρακτήρων, αντιπαρατιθέμενη γόνιμα με την τρυφερή, ενίοτε γλυκερή μουσική του Πουτσίνι. Η Κατερίνα Πετσατώδη την αναβίωσε χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα, ενώ πολύ επιτυχέστερο -σε σχέση με πέρσι- υπήρξε το ακρόαμα, με μόνη επιφύλαξη την υπερβολικά "αντικειμενική" και νηφάλια συναισθηματικά μουσική διεύθυνση του Καναδού Ζακ Λακόμπ.
Στην οπωσδήποτε ισορροπημένη πρώτη διανομή (που παρακολουθήσαμε στην πρεμιέρα της 21/12/2024) ευχαρίστησε ιδιαίτερα το πρωταγωνιστικό ζεύγος Μιμής-Ροντόλφο της Κορεάτισσας υψιφώνου Άννας Σον και του Ιταλού τενόρου Ίβαν Μαγκρί λόγω του προσεγμένου, δεξιοτεχνικά και εκφραστικά γενναιόδωρου τραγουδιού τους και της επαρκούς σκηνικής χημείας. Από τους λοιπούς ρόλους ξεχώρισε ο μουσικοδραματικά θαυμάσιος Μαρτσέλλο του βαρύτονου Νίκου Κοτενίδη.
Για όσους έχασαν -λόγω των απανωτών sold out!- την παραγωγή, η ΕΛΣ θα την επαναλάβει για 4 παραστάσεις μεταξύ 14-23 Μαρτίου στη θέση της αναβληθείσας, πολυαναμενόμενης νέας παραγωγής της όπερας "Φλόρα μιράμπιλις" του Σαμάρα.

Το αδιαχώρητο παρατηρήθηκε και στις 10 παραστάσεις της νέας παραγωγής της δημοφιλούς "Νυχτερίδας" του Γιόχαν Στράους του νεότερου, που παρουσιάσθηκε -ως συνήθως, στην ελληνική γλώσσα στην παλιά μετάφραση του Άγγελου Τερζάκη- μεταξύ 19 Δεκεμβρίου 2024 και 5 Ιανουαρίου στο θέατρο "Ολύμπια".
Δυστυχώς, το αποτέλεσμα υπήρξε εξόχως απογοητευτικό, κατ’αρχάς λόγω της εν πολλοίς ανύπαρκτης σκηνοθεσίας του Γιάννη Σκουρλέτη, η οποία, μολονότι επικοινωνήθηκε ως "σύγχρονη" και "ανατρεπτική", φάνηκε να μένει μόνο στην επιφάνεια του έργου, την ελαφριά/διασκεδαστική όψη του, αγνοώντας απόλυτα την πιο σοβαρή/διδακτική. Η συγκεκριμένη "ελαφρότητα", εξάλλου, λειτούργησε εντελώς υπονομευτικά.
Σ’ένα μονοτοπικό σκηνικό (που ουδόλως εξυπηρέτησε την τελευταία πράξη της φυλακής), η κακοφωτισμένη και έντονα gay αισθητικής παραγωγή φάνηκε να περιορίζεται σε μια παρέλαση καρατεριστών που φορούσαν πολύχρωμα (και συχνά κακόγουστα) κοστούμια.
Η παράσταση δεν διέθετε ρυθμό, αλλά ούτε και στοχευμένη θεατρική διδασκαλία, αν κρίνουμε από το ατελές σκηνικό δέσιμο του συνόλου της διανομής (παρακολουθήσαμε την πρώτη εξ αυτών στις 3/1): έκαστος μονωδός έπαιζε και κινούταν κατά το δοκούν, ανάλογα με τη μανιέρα του!
Έχει επανειλημμένα επισημανθεί ότι η βιεννέζικη οπερέτα (αλλά και γενικά η οπερέτα) είναι ένα εξαιρετικά δύσκολο -ή απατηλά "εύκολο"- είδος και η μεταφορά της δράσης από την αριστοκρατική Βιέννη του 1874 στο ελληνικό σήμερα (έστω άχρονο και χωρίς ιστορικές αναφορές, όπως εν προκειμένω) δεν πρέπει να εξωκείλει, λόγω και της έντονης παρουσίας της πρόζας, σε -εντελώς ξένους προς την αισθητική της- εγχώριους θεατρικούς/κινηματογραφικούς κώδικες! Η παλιότερη, διεξοδικά δουλεμένη παραγωγή του Αλέξανδρου Ευκλείδη για την Εθνική Λυρική Σκηνή (2014, επανάληψη 2020) είχε δείξει εξάλλου τα όρια μιας τέτοιας απόπειρας.
Εν προκειμένω, χιούμορ και χαμόγελο παρέμεναν διαρκή ζητούμενα, όπως κατέδειξε και η χλιαρή υποδοχή του κοινού. Αντιπροσωπευτικά δείγματα του απόλυτου αλαλούμ αποτέλεσαν η πρωτοφανής ένδεια του γκαλά του Πρίγκηπα Ορλόφσκυ (που περιορίσθηκε σ’έναν σχολικά χορογραφημένο "Γαλάζιο Δούναβη") και η εισαγωγική σκηνή της Γ’ Πράξης, όπου ο δεσμοφύλακας Φρος τραγούδησε το … "Ένας αητός καθότανε" συνοδεία επί σκηνής κλαρίνου…
Και μουσικά, όμως, η παράσταση κινήθηκε σε χαμηλές πτήσεις. Αν η ισορροπημένη ρυθμικά και μελωδικά μουσική διεύθυνση του Μίλτου Λογιάδη διασφάλισε ένα κάποιο επίπεδο και συντόνισε με άνεση τα -όποια- επί σκηνής δρώμενα, τα έγχορδα του μεσαίου κλιμακίου της Συμφωνικής Ορχήστρας του Δήμου Αθηναίων δεν διέθεταν την τόσο απαιτούμενη στην οπερέτα διαύγεια και πτητικότητα ήχου.
Σε φωνητικό επίπεδο, και ανεξαρτήτως των παγίων ενστάσεων ως προς τις ενδεδειγμένες για βασικούς ρόλους φωνητικές κατηγορίες ή ηχοχρώματα, οι επιδόσεις ήσαν χειρότερες, παρά τη μεγάλη εμπειρία των περισσότερων μονωδών. Το τραγούδι τους διεπόταν άλλοτε από έντονο βιμπράτο άλλοτε από οριακή ορθοτονία άλλοτε από υπερβολές ή νωθρότητα, σπάνια δε από ευγένεια. Μάταια αναζητούσε κάνεις κάποιον διακριθέντα, ενώ επιφυλάξεις προκάλεσαν οι αναθέσεις συγκεκριμένων ρόλων σε καταξιωμένους λυρικούς τραγουδιστές, καθώς μάλλον τους εξέθεταν στην παρούσα φάση της σταδιοδρομίας τους. Εξίσου διεκπεραιωτική υπήρξε και η συμμετοχή της Χορωδίας του Δήμου Αθηναίων.
Εν κατακλείδι μία εντελώς αδιάφορη δουλειά που οφείλει να προβληματίσει πολύ σοβαρά τον καλλιτεχνικό διευθυντή -και βαθύ γνώστη της όπερας- Τάση Χριστογιαννόπουλο ως προς το στίγμα των λυρικών παραγωγών, με τις οποίες θέλει να συνδέσει την παρουσία του στο τιμόνι του θεάτρου "Ολύμπια"…
Λεζάντα πρώτης φωτογραφίας: Επικεφαλής της Καμεράτας, ο αρχιμουσικός Γιώργος Πέτρου διευθύνει τη συναυλία "Πρωτοχρονιά με άρωμα Βιέννης" στην "Αίθουσα Χρήστος Λαμπράκης" του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών (4/1) © Χάρης Ακριβιάδης