
Τρεις καταξιωμένους λυρικούς μονωδούς, τον βαρύτονο Τάση Χριστογιαννόπουλο και τις υψιφώνους Βασιλική Καραγιάννη και Άννα Στυλιανάκη απολαύσαμε τον περασμένο Νοέμβριο σε αθηναϊκές αίθουσες συναυλιών. Αν η Καραγιάννη ερμήνευσε συνθέσεις για φωνή και ορχήστρα, οι άλλοι δύο καλλιτέχνες προσέφεραν προγράμματα τραγουδιών με συνοδεία πιάνου.
Το ρεσιτάλ του Χριστογιαννόπουλου, που συνόδευσε ο πιανίστας Θανάσης Αποστολόπουλος, εγκαινίασε ένα πολύτιμο αφιέρωμα της Εναλλακτικής Σκηνής της Εθνικής Λυρικής Σκηνής στον σημαντικό Σμυρνιό συνθέτη Γιάννη Κωνσταντινίδη (1903-1984), με αφορμή την συμπλήρωση 40 χρόνων από το θάνατό του. Αυτό αρθρώθηκε γύρω από ένα κύκλο τεσσάρων συναυλιών που επιμελήθηκε ο καθηγητής Εθνομουσικολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών Λάμπρος Λιάβας, στον οποίον κληροδότησε ο συνθέτης το αρχείο του (που ανήκει πλέον στο τμήμα Μουσικών Σπουδών της Φιλοσοφικής Σχολής του Παν/μίου Αθηνών).
Η βραδιά της 10/11/2024 ξεκίνησε με τους πρώτους κύκλους τραγουδιών που συνέθεσε ο Κωνσταντινίδης μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα από το Βερολίνο και είχαν ως αφετηρία διάφορες συλλογές ελληνικών δημοτικών τραγουδιών. Αρχικά ακούσθηκαν τα "Πέντε τραγούδια της αγάπης" (1930-31), τα οποία δεν γράφτηκαν πάνω σε παραδοσιακές μελωδίες, αλλά πάνω σε δικές του δημοτικοφανείς εμπνεύσεις. Ο 7λεπτης διάρκειας κύκλος ξεχώρισε για τις αργές ρυθμικές του αγωγές.
Ακολούθησαν τα "20 τραγούδια του ελληνικού λαού" (1937-47), τα οποία βασίσθηκαν σε μουσικές από τη Μικρά Ασία και τα Δωδεκάνησα. Εν προκειμένω, η αρμονική επένδυση αλλά και η ρυθμική εγρήγορση παρέπεμπαν σε αντίστοιχες εθνικοσχολικές απόπειρες ενός Γκρηγκ ή ενός Μπάρτοκ. Ο Χριστογιαννόπουλος φρόντισε να μεταδώσει με απλότητα και γλαφυρότητα τις ποικίλες διαθέσεις τους, όπως π.χ. το χιούμορ στα "Ερηνάκι", "Μαύρο γεμενί", "Μωρή κοντούλα λεϊμονιά" αλλά και το δράμα στο "Εχτές βραδύν εμπρόβαλα". Η υποδειγματική άρθρωση επέτρεψε τη διαφοροποίηση έκφρασης και αφήγησης σ’έναν κύκλο με διάχυτη την αίσθηση της χαρμολύπης, ενώ καθοριστική στάθηκε η αίσθηση του ύφους που ανέδειξε τον τρυφερά επιτηδευμένο χαρακτήρα της λιτής εθνικοσχολικής γραφής του Κωνσταντινίδη.
Θαυμάσια, ως μικρές δραματικές σκηνές, αποδόθηκαν στη συνέχεια δύο σύντομα, μεμονωμένα δημοτικοφανή τραγούδια, το "Μοιρολόϊ" και το "Η καλόγρια και ο τραγουδιστής".
Η βραδιά ολοκληρώθηκε με τα εξαιρετικά, εσωστρεφούς λυρισμού "Πέντε τραγούδια της προσμονής" σε ποίηση του Ταγκόρ, στα οποία θαύμασε κανείς την υψηλή συγκέντρωση του βαρύτονου αλλά και την ποιότητα της πιανιστικής συνοδείας του Αποστολόπουλου, η αρμονική δυσκολία της οποίας παρέπεμπε στον ιμπρεσιονισμό.
Εκτός προγράμματος ο Χριστογιαννόπουλος απέδωσε επιτυχημένα -έστω και χωρίς ιδιαίτερη προετοιμασία- τρία από τα κοσμαγάπητα ελαφρά τραγούδια που ο συνθέτης έγραψε με το ψευδώνυμο "Κώστας Γιαννίδης". Η μουσικότητα και οι γνωστές ποιότητές του diseur δημιουργούσαν διαρκώς την πεποίθηση ότι μια σοβαρότερη ενασχόληση με αυτά θα τον καθιστούσε ιδανικό ερμηνευτή τους!

Σχεδόν δύο βδομάδες αργότερα (26/11/2024) ήταν η σειρά της λυρικής υψιφώνου Άννας Στυλιανάκη να χαρίσει ένα από κάθε άποψη ενδιαφέρον ρεσιτάλ έντεχνου τραγουδιού στην "Αίθουσα Δημήτρης Μητρόπουλος" του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών. Το ενδιαφέρον δεν έγκειτο μόνο στο πολύ ωραίο και συνεκτικό πρόγραμμα με έργα του κεντρο-ευρωπαϊκού ρομαντισμού, ή στο ότι δεν είχαμε μέχρι τώρα απολαύσει την καλή τραγουδίστρια στο συγκεκριμένο μουσικό είδος, αλλά και στην παρουσία ως συνοδού ενός από τους απολύτως κορυφαίους διεθνώς πιανίστες με εξειδίκευση στο lied, του Αυστριακού Χέλμουτ Ντώυτς, με τον οποίο είχε μαθητεύσει η Στυλιανάκη στο Μόναχο. Η παρουσία του Ντώυτς συνοδεύθηκε από ένα τριήμερο masterclass στο αθηναϊκό Μέγαρο.
Το πρώτο μέρος του προγράμματος περιελάμβανε τα "Τσιγγάνικα τραγούδια" (έργο 55) του Ντβόρζακ (στην πρωτότυπη γερμανική εκδοχή), 5 τραγούδια του Μπραμς και 4 ελληνικά τραγούδια των Σαμάρα, Καλομοίρη και Σπάθη. Σε όλα η Στυλιανάκη επέδειξε σαφείς αρετές άρθρωσης και αφήγησης και ανέδειξε άρτια τις διαφορετικές διαθέσεις (ιδίως σε αυτά που χρησιμοποίησαν το παραδοσιακό/φολκλόρ στοιχείο ως αναφορά), μολονότι το σχετικά παχύ, κάπως θαμπό ηχόχρωμα δεν επέτρεπε μεγαλύτερες εκλεπτύνσεις νοηματοδότησης του λόγου και φωνητικές αποχρώσεις, προκαλώντας μιαν κάποια αίσθηση ομοιομορφίας. Προορισμένη για την όπερα, η φωνή ηχούσε πάντως αβίαστη και με ασφάλεια -αλλά και μια κάποια ένταση- στην υψηλή περιοχή.
Αυτά τα δεδομένα έγιναν ακόμη πιο ορατά στο δεύτερο μέρος της βραδιάς. Το τίμπρο της υψιφώνου δεν είναι το πλέον πρόσφορο για τα 5 "Τραγούδια σε ποίηση Ρύκερτ" του Μάλερ, πλην ίσως των δύο τελευταίων ("Από τον κόσμο έχω χαθεί" και "Τα μεσάνυχτα"), η μελαγχολική διάθεση των οποίων αποδόθηκε επιτυχημένα. Αντιθέτως, είναι εξόχως ενδεδειγμένο για τα τραγούδια του Ρίχαρντ Στράους, μια ανθολογία από τα οποία ολοκλήρωσε το πρόγραμμα. Ο Βαυαρός συνθέτης όχι μόνο αγαπούσε τη γυναικεία φωνή, αλλά ήξερε και να την αναδεικνύει. Η οπερατική γραφή του "Ύμνου στην αγάπη" και του "Πώς γίνεται να κρύψουμε" επέτρεψαν στην Στυλιανάκη να καταδείξει άνεση στα φωνητικά πορταμέντι, ενώ η ευαισθησία της υπηρέτησε υποδειγματικά τόσο την "Αφιέρωση", πρώτο από τα "3 τραγούδια από το έργο 10 σε ποίηση φον Γκιλμ", όσο και την περίφημη καταληκτική "Καικιλία", στην οποία δεν έλειψαν και οι πιο έντονες διατυπώσεις παράφορου ερωτικού πάθους.
Σε όλα τα κομμάτια έλαμψε η πιανιστική συνοδεία του Ντώυτς: μαλακή, θεατρική, υποστηρικτική της φωνής, με εκπληκτική αίσθηση του ύφους και σπάνια τέχνη προβολής των διακριτών όψεων της γραφής κάθε ρομαντικού συνθέτη. Η ποιότητα της συνοδείας υπήρξε ιδιαιτέρως αποκαλυπτική στα ελληνικά τραγούδια, που σπάνια έχουμε ακούσει με τέτοια ακρίβεια και πληρότητα. Δύο ακόμη από αυτά ολοκλήρωσαν, κάπως απρόσμενα, το ρεσιτάλ, ως ανκόρ: η "Μαρίνα" του Μίκη Θεοδωράκη και το "Όταν σε πρωτοαντίκρυσα" από την οπερέτα του Νίκου Χατζηαποστόλου "Οι Απάχηδες των Αθηνών".

Μια διαφορετική, αλλά εξίσου ερεθιστική παρουσίαση σπάνιων έργων για φωνή συνοδεία ορχήστρας προσφέρθηκε εμβόλιμα (15/11) σε συναυλία της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών υπό τον αρχιμουσικό Στάθη Σούλη, που διοργανώθηκε από το Μέγαρο, με τη σύμπραξη της Βασιλικής Καραγιάννη. Η διακεκριμένη υψίφωνος ερμήνευσε το "Vocalise" του Ραχμάνινοφ αλλά και το σπάνια ακουόμενο "Κοντσέρτο για σοπράνο κολορατούρα και ορχήστρα" του Γκλιέρ. Σε αμφότερα οι διαθέσεις και ατμόσφαιρες της μουσικής οριοθετούνται μόνο από τις νότες, χωρίς να βασίζονται στο λόγο. Βασιζόμενα πρωτίστως στην υψηλή φωνητική περιοχή, δικαιώνονται από φωνές ακμαίες, αβίαστες και σταθερές.
Εδώ και μία 25ετία, η Καραγιάννη αποτελεί αδιαμφισβήτητα τη σημαντικότερη λυρική κολορατούρα της χώρας, που έλαμψε σε ρόλους γραμμένους γι’αυτό το είδος φωνής (Βασίλισσα της Νύχτας, Ολυμπία, Τσερμπινέττα). Παρότι χάθηκε ίσως η ευκαιρία να την απολαύσουμε σε αντίστοιχους ρόλους του γαλλικού ρεπερτορίου (Λακμέ, Οφηλία), η συνετή διαχείριση φωνής και καριέρας τής επέτρεψαν μία θαυμαστή μακροβιότητα, την επιτυχή ανάληψη ρόλων του ρομαντικού μπελ-κάντο (Λουτσία, Ελβίρα) αλλά και αυτήν, λιγότερο προφανή, ρόλων λυρικής σπίντο (Μιμή) ή λυρικοδραματικής σοπράνο (Βιολέττα).
Παρά την οπωσδήποτε προσεγμένη απόδοση και την ηχητικά ανάλαφρη και ακριβή ορχηστρική συνοδεία, η εμφάνισή της στην κατάμεστη "Αίθουσα Χρήστος Λαμπράκης" άφησε ανάμεικτες εντυπώσεις. Και τούτο, γιατί, μολονότι δεν υπάρχει στη χώρα μας πιο ενδεδειγμένη τραγουδίστρια για τα συγκεκριμένα έργα, η φωνή έχει πλέον βαρύνει αρκετά, όπως έγινε αντιληπτό και στα δύο σύντομης διάρκειας έργα. Έτσι, στο 5λεπτο "Vocalise" του Ραχμάνινοφ (που δεν ακούσθηκε στην αρχική εκδοχή του 1915 για φωνή και πιάνο αλλά στη μεταγενέστερη του 1916 για φωνή με ορχηστρική συνοδεία) το ξεκίνημα υπήρξε αρκετά επισφαλές, ενώ και η όλη ερμηνεία δεν ήχησε όσο αιθέρια έπρεπε, ανεξαρτήτως της ρευστής φραστικής.
Η σημασία του 13λεπτου κοντσέρτου του Γκλιέρ είναι ακόμη μεγαλύτερη, καθώς για πρώτη ίσως φορά στην ιστορία η φόρμα του κοντσέρτου για σόλο όργανο και ορχήστρα συνδέθηκε με τη φωνητική μουσική, η ανθρώπινη φωνή δηλ. αξιοποιήθηκε ως το τελειότερο και ωραιότερο μουσικό όργανο. Το αργό και παθιασμένο πρώτο μέρος αναδεικνύει το λυρισμό της φωνής, ενώ το ανάλαφρο δεύτερο (ένα χαριτωμένο, όλο ζωντάνια βαλς) τις δεξιοτεχνικές της ικανότητες. Η Καραγιάννη χάρισε μια ερμηνεία συναισθηματικά νηφάλια και δεξιοτεχνικά ασφαλή (πλην των στακκάτι), αλλά μια ακόμη περισσότερο κρυστάλλινη καθαρότητα ήχου θα ήταν επιθυμητή.
Συνολικά, αν η εμπειρία και η τεχνική αρτιότητα της Καραγιάννη έσωσαν την παρτίδα, δεν ήραν τον προβληματισμό ότι ένα τέτοιο πρόγραμμα έπρεπε να της έχει προσφερθεί στα χρόνια της απόλυτης φωνητικής της ακμής! Σήμερα, αυτό φάνηκε πρωτίστως ως η οφειλόμενη πλην καθυστερημένη αποκατάσταση μιας μείζονος παράλειψης….
Εξαιρετικές εντυπώσεις άφησαν τα άλλα δύο έργα της βραδιάς, η οποία άνοιξε με τέσσερα αποσπάσματα από την μελωδικότατη Πρώτη Σουίτα που ο Γκρηγκ άντλησε από την σκηνική μουσική του για το θεατρικό έργο του Ίψεν "Πέερ Γκυντ". Αν και προσφέρθηκαν εκατέρωθεν του "Βοκαλίζ" και όχι με την κανονική σειρά τους (ο "Θάνατος της Ώζε" δόθηκε πριν από τον "Χορό της Ανίτρας"), η ερμηνεία τους διέθετε θεατρικότητα, χαρακτήρα, αποχρώσεις. Η περιγραφική δύναμη και η συναισθηματική ευγένεια της διεύθυνσης ωφελήθηκαν τα μάλα από την ηχητική διαύγεια της ορχήστρας και δη των υπό την Χατζηνικολάου εγχόρδων (έξοχα, σβέλτα τσέλα!) και τις ποιητικές συνεισφορές των κορυφαίων του κουαρτέτου των ξύλινων πνευστών (Νικόπουλος, Βάμβας, Γιαννάκας, Λιοδάκης).
Εξίσου ευχαρίστησε η εκτέλεση της εκτενούς συμφωνικής σουίτας που δημιούργησε ο Στραβίνσκυ από το χορόδραμα "Το πουλί της φωτιάς" (αξιοποιώντας υλικό από την πρώτη συνεργασία του με τα "Ρωσικά μπαλέτα" του Ντιάγκιλεφ), με την οποία ολοκληρώθηκε η συναυλία. Εν προκειμένω ακούσθηκε η τελευταία εκδοχή του 1945, που χρησιμοποιεί μεγάλο μέρος από την αρχική μουσική μπαλέτου αλλά για μικρότερο ορχηστρικό κλιμάκιο. Η ευρηματικά πλούσια ενορχήστρωση του ανεξάντλητα δημοφιλούς έργου με τις σαφείς επιρροές από τον Ρίμσκυ-Κόρσακοφ είναι διάστικτη από τολμηρές αρμονίες και πολύπλοκα ρυθμικά σχήματα, δείγματα αιχμηρής, πρώιμα μοντερνιστικής γραφής.
Ορχήστρα και αρχιμουσικός χάρισαν μιαν ερμηνεία περισσότερο "συμφωνικής" παρά "χορευτικής" λογικής (πιστή δηλ. σε γράμμα και πνεύμα της εκδοχής του 1945), ανταποκρινόμενοι επιτυχημένα και με καλά σταθμισμένες κλιμακώσεις δυναμικής στην ακρίβεια και το νεύρο που έχει ανάγκη η πολύχρωμη παρτιτούρα, ιδίως στις έντονα δραματικές, πυρετώδεις μουσικές σελίδες ("σατανικός χορός"!). Ο Σούλης μερίμνησε, όμως, εξίσου για τη γλαφυρή προβολή των ορχηστρικών λεπτομερειών που δικαιώνουν και τις -τόσο κομβικές για την τόνωση της αφήγησης- υποβλητικές ατμόσφαιρες με τα κυρίαρχα οριενταλίζοντα στοιχεία. Αρωγούς του βρήκε εδώ τα γεμάτα εγρήγορση έγχορδα, κυρίως όμως το σύνολο των ξύλινων και χάλκινων πνευστών (που απογείωσαν με τα σόλι ή/και τις στιχομυθίες τους πχ. το "Χορό του πουλιού" και το "Νανούρισμα") ή τη δραματουργικά ενεργή άρπα της Μαρκοπούλου.
Τι κρίμα που μεγάλη μερίδα του ακροατηρίου διέκοπτε με τα ενθουσιώδη χειροκροτήματα το ακρόαμα σε άσχετα σημεία, διαρρηγνύοντας τον ειρμό του…
Λεζάντα πρώτης φωτογραφίας: Συνοδευόμενος από τον πιανίστα Θανάση Αποστολόπουλο, ο βαρύτονος Τάσης Χριστογιαννόπουλος ερμηνεύει τραγούδια του Γιάννη Κωνσταντινίδη στην πρώτη από τις 4 συναυλίες αφιερώματος της Εναλλακτικής Σκηνής της ΕΛΣ στον συνθέτη (10/11/2024) με αφορμή την επέτειο 40 χρόνων από το θάνατό του © Μυρτώ Κυρίτση