60 χρόνια Cher, μέρος 2: Η Σερ στον Όλυμπο της Ποπ

Σε μία από τις πιο αναπάντεχες καλλιτεχνικές μεταμορφώσεις του 20ού αιώνα, το κορίτσι που έδειχνε εφησυχασμένο στη Sonny & Cher ρουτίνα έγινε μια εκτυφλωτική σταρ της μουσικής και του κινηματογράφου, πρεσβεύοντας τον χαμαιλεοντισμό που ορίζει τα ποπ φαινόμενα με εκείνον τον άχρονο και απόλυτο τρόπο που η φαντασία μας πάντα συσχέτιζε με τους θεούς.

Cher_front φωτογραφία σελίδας από το αφιέρωμα του περιοδικού People

Όταν ο Φράνσις Φορντ Κόπολα πήγε να δει τη Cher στο Λας Βέγκας, λίγο μετά την οριστική διάλυση των Sonny & Cher, δεν περίμενε ότι θα την έβρισκε να κλαίει στο καμαρίνι της. Όπως και οι περισσότεροι, θεωρούσε κι αυτός ότι ήταν ευτυχισμένη με τα όσα είχε πετύχει: το κορίτσι που έδειχνε εφησυχασμένο στην 1960s ρουτίνα με την οποία την είχε λανσάρει στον καλλιτεχνικό κόσμο ο Sonny Bono, είχε επιβιώσει του διαζυγίου μαζι του, είχε μετρήσει τις δικές της μουσικές και τηλεοπτικές επιτυχίες και ήταν, πλέον, μια ακριβοπληρωμένη σόου γούμαν. 

Ο Κόπολα δεν ήταν σίγουρος σε τι άλλο μπορούσε να στοχεύσει και σίγουρα δεν φανταζόταν ότι, μερικά χρόνια μετά, θα την έβλεπε να παίζει στο πλάι του ανιψιού του, Νίκολας Κέιτζ, κερδίζοντας Όσκαρ Α' Γυναικείου Ρόλου. Ωστόσο, της έδωσε ένα αποφασιστικό σκούντημα. Κι εκείνη, με τη σειρά της, πήρε ρίσκα: οι μάνατζέρ της τράβηξαν τα μαλλιά τους, μα για λίγο άφησε και το Λας Βέγκας και τη δισκογραφία και χώθηκε στα μικρά θεατράκια της Νέας Υόρκης, κυνηγώντας το όνειρο της ηθοποιίας

Όταν αναδύθηκε ξανά, ήταν ένας καινούριος άνθρωπος· με αυτοπεποίθηση που τσάκιζε κόκαλα. Ήταν η σταρ που γνώρισε η κωμικός Τζοάν Ρίβερς, λέγοντας –με δέος και φόβο, μαζί– ότι, έτσι κι επέβαινε στον "Τιτανικό", με κάποιον τρόπο θα είχαν γλιτώσει από το παγόβουνο και θα συνέχιζαν. Γιατί, από 'κει και πέρα, η Cher επαναδιεκδίκησε και ξανακέρδισε τα πάντα, πρεσβεύοντας όσο κανείς άλλος τον χαμαιλεοντισμό που ορίζει τα ποπ φαινόμενα. Με έναν τρόπο, μάλιστα, που φάνηκε τόσο άχρονος και απόλυτος όταν σάρωσε την υφήλιο με το "Believe", στα τέλη της δεκαετίας του 1990, ώστε της επέτρεψε να αναγορευτεί σε "Θεά", παραμερίζοντας ακόμα και τη Madonna στην αναρρίχηση προς τον Όλυμπο της Ποπ.

Έξι δεκαετίες μεταμορφώσεων 

Σε αντίθεση με το τι συμβαίνει συνήθως στο μουσικό στερέωμα, το σόλο ταξίδι της Cher δεν ξεκίνησε με τη διάλυση των Sonny & Cher, αλλά άρχισε παράλληλα με τη δράση τους –αν εξαιρεθεί η περιπέτεια με το single "Ringo, I Love You" (1964), που διηγηθήκαμε στο πρώτο μέρος του παρόντος αφιερώματος. Κι αυτό το οφείλει στο δαιμόνιο του Sonny Bono, ο οποίος, αφού εξασφάλισε δισκογραφικό συμβόλαιο για το ντουέτο τους, φρόντισε να διαπραγματευτεί και μια χωριστή συμφωνία για εκείνη στην Imperial (1965), με τον ίδιο να μένει στα μετόπισθεν, σε ρόλο συνθέτη και παραγωγού. 

CherSn_fron
Η Cher με τον Sonny, σε promo φωτογραφία του 1966

Επρόκειτο, φυσικά, για μια έξυπνη επιχειρηματική κίνηση, η οποία, εφόσον έβγαινε, θα διπλασίαζε το εισόδημα του ζεύγους. Παράλληλα, όμως, πρόσφερε στη Cher κι ένα πεδίο προσωπικής ανάπτυξης, που ο Sonny κατανοούσε ότι δεν γινόταν να έχει πλάι του, αφού χρειαζόταν να εξισορροπεί τις ανεπάρκειες της δικής του φωνής. Το όλο εγχείρημα, μάλιστα, ευτύχησε να κάνει ποδαρικό με το δεξί, αφού μια διασκευή στο "All I Really Want To Do" έγινε επιτυχία σε Η.Π.Α. και Βρετανία, αφήνοντας ικανοποιημένο ακόμα και τον ίδιο τον Bob Dylan: όταν διασταυρώθηκαν στην είσοδο/έξοδο ενός ασανσέρ, γύρισε και της πέταξε ένα "έι, μ' άρεσε αυτό που έκανες με το κομμάτι μου", πριν συνεχίσει τον δρόμο του. Το μεγαλύτερο δώρο, ωστόσο, της το χάρισε ο Sonny, αφού ήταν το δικό του "Bang Bang (My Baby Shot Me Down)" που την προίκισε μ' ένα κλασικό, πια, ποπ τραγούδι. Το οποίο δεν θα έπαυε ποτέ ν' αρέσει, καθώς θα κυλούσαν οι δεκαετίες. 

Ήταν όλα ρόδινα, λοιπόν; Όχι. Η Cher των 1960s ήταν ένα άβουλο κορίτσι και κάθε πλευρά της καριέρας της ελεγχόταν απόλυτα από τον Sonny. Κι αυτό, μαζί με τα καλά, είχε και τα στραβά του. Δεν θα αργούσε, ας πούμε, να δεχτεί ισχυρό εμπορικό πλήγμα, όταν η νεολαία των 1960s εγκατέλειψε το δίδυμο. Καλλιτεχνικά, επίσης, η εμμονή του συζύγου της σε μια ετησίως επαναλαμβανόμενη συνταγή διασκευών ανάκατων με δικές του δημιουργίες, δεν την πήγαινε πουθενά. Η ίδια δεν είχε τη δύναμη να το αλλάξει. Όταν, όμως, την έδιωξε η Imperial (1968), οι εταιρίες που δέχτηκαν να την υπογράψουν έβαλαν ως όρο ότι ο Sonny θα απείχε της παραγωγής. 

Cher_01
© Bob Mackie, βιβλιαράκι της DVD έκδοσης The Best Of Cher
Τα ρούχα του Bob Mackie μετέτρεψαν τη Cher σε διαχρονικό fashion icon

Έτσι, η Cher που ξέρουμε σήμερα γεννήθηκε το 1971, όταν πραγματοποίησε θεαματική επιστροφή, προσγειωνόμενη στο νούμερο 1 της Αμερικής με το "Gypsys, Tramps & Thieves". Τραγούδι που βρισκόταν σε πλήρη συνάφεια με τα φανταχτερά και αποκαλυπτικά φορέματα που έφτιαχνε ο Bob Mackie για τις τηλεοπτικές της εμφανίσεις, όπως και με τους ρόλους που υποδυόταν εκεί, αφού η τσιγγάνικη θεματική των στίχων (παρά την έγνοια για τον κοινωνικό ρατσισμό που υφίστανται αυτές οι πληθυσμιακές ομάδες) ήταν σαφώς πλασμένη για το λευκό φαντασιακό, συνεπικουρούμενη από μια τζούρα ερωτικού δράματος εμπνευσμένου από το "Bang Bang".

Όμως ο Sonny δεν ήταν ο μόνος που δεν ήξερε τι να της προσφέρει –άλλωστε σύντομα θα τον εγκατέλειπε, διεκδικώντας προσωπική και καλλιτεχνική ελευθερία, με μια αποφασιστικότητα που εξέπληξε ακόμα και όσους τη γνώριζαν. Στη Warner Bros., όπου την έφερε το νέο της αμόρε (ο David Geffen), το πλάνο ανασχεδιασμού της καριέρας της εξαντλήθηκε στην ιδέα μιας σύμπραξης με τον Phil Spector, μια δεκαετία μετά το ναυάγιο του "Ringo, I Love You". Παρά την αξία του, ο Spector φάνηκε ανίκανος να διαβάσει αυτή την ολοκαίνουρια Cher, η οποία έκανε εξώφυλλα στο "Vogue", είχε γίνει σύμβολο γυναικείας ανεξαρτησίας και αποτελούσε ένα από τα πρώτα παραδείγματα "σελέμπριτι", χρόνια πριν την Πάρις Χίλτον ή την Κιμ Καρντάσιαν. Το single "A Woman's Story" (1974) κι ένα αδιάφορο ντουέτο με τον Harry Nilsson έδειξαν ότι δεν υπήρχε μέλλον στη συνεργασία τους.

Cher_02
© Casablanca Records
Η Cher ως μέλος των Black Rose, σε promo φωτογραφία

Τι θα ταίριαζε, όμως, σε αυτήν τη νέα Cher; Τι είδους δίσκοι θα μπορούσαν να συμβαδίσουν με όλα τούτα; Η ίδια είχε άποψη: επιθυμούσε να δουλέψει με ροκ μουσικούς, φανερώνοντας ένα ακόμα πρόσωπο που θεωρούσε ότι την εξέφραζε. Η Warner, πάλι, ούτε το καταλάβαινε, ούτε και το πίστευε. Κι ένιωσε δικαιωμένη όταν την άφησε, τελικά, να προβεί σε μια ηλεκτρική συνεργασία με τον δεύτερο σύζυγό της Gregg Allman (1977), για να τη δει να κάνει μια τρύπα στο νερό. Το ίδιο σκηνικό επαναλήφθηκε και όταν μετακόμισε στην Casablanca, θέτοντας σε τροχιά το συγκρότημα Black Rose (1980), με τον Les Dudek στην κιθάρα και τον όρο να μη χρησιμοποιηθεί καθόλου το όνομά της στην προώθηση· κοινό και κριτικοί αδιαφόρησαν παντελώς. 

Η Cher απογοητεύτηκε από τα όσα έγιναν με τους Black Rose. Το μόνο που κέρδισε στην Casablanca ήταν ότι δέχτηκε να τσαλαβουτήσει στη ντίσκο, μουσική που δεν πίστευε ότι της ταίριαζε, μα της απέφερε ένα αναπάντεχο χιτ, όταν το "Take Me Home" σκαρφάλωσε στο #8 της Αμερικής. Έφτιαξε, μάλιστα, ένα ακόμα νόστιμο κομμάτι παρέα με τον Giorgio Moroder, που δεν ακούστηκε πολύ –το "Bad Love", για το soundtrack της ταινίας "Foxes" του Άντριαν Λυν (1980). Όμως θα επέστρεφε αργότερα στο πεδίο. Τότε, η καρδιά της δεν χτυπούσε εκεί. Και είναι σε αυτή τη φάση που τη βρήκε ο Κόπολα στο Λας Βέγκας, δίνοντάς της μια ώθηση προς την ηθοποιία. Η οποία την αναγέννησε, ξανοίγοντάς της ένα ακόμα πεδίον δόξης λαμπρό, που (όπως ήδη είπαμε) οδήγησε και σε ένα Όσκαρ Α΄ Γυναικείου Ρόλου για την ταινία του Νόρμαν Τζούισον "Κάτω Από Τη Λάμψη Του Φεγγαριού" (1987).  

Cher_03
© Metro-Goldwyn-Mayer
Η Cher και ο Nicolas Cage στην ταινία "Κάτω Από Τη Λάμψη Του Φεγγαριού" (1987)

Εδώ, βέβαια, δεν είναι ο κατάλληλος χώρος και χρόνος για να σχολιαστεί η κινηματογραφική της καριέρα. Σε μια σύντομη προσωπική σημείωση, ωστόσο, θα ισχυριστώ ότι το αληθινό της υποκριτικό ταλέντο δεν έλαμψε σαν το φεγγάρι του "Moonstruck" ούτε εκεί (παρά το Όσκαρ), ούτε στις "Μάγισσες του Ίστγουικ" (1987) ή στις "Γοργόνες" (1990), που είναι μάλλον η καλύτερη από αυτές τις διάσημες ταινίες. Αντιθέτως, θα πρέπει να πάτε πιο πίσω, να αναζητήσετε το "Mask" του Πίτερ Μπογκντάνοβιτς (1985) –για το οποίο πήρε βραβείο ερμηνείας στις Κάννες– το "Silkwood" του Μάικ Νίκολς (1983) και το υποτιμημένο "Come Back To The 5 & Dime, Jimmy Dean, Jimmy Dean" του Ρόμπερτ Άλτμαν (1982).  

Ανανεωμένη χάρη στον κινηματογράφο, η Cher αποφάσισε να ξαναπιάσει το μουσικό νήμα, κάνοντας επιτέλους εκείνο που ήθελε. Η εποχή, άλλωστε, το σήκωνε, αφού το αμερικάνικο χαρντ ροκ είχε εισβάλλει στο παγκόσμιο mainstream κι εκείνη είχε πρόσβαση στους κατάλληλους ανθρώπους: στον Desmond Child, στη Diane Warren, στους Bon Jovi. Λίγο αργότερα, μάλιστα, θα ζούσε ένα ακόμα ρομάντσο με τον κιθαρίστα των τελευταίων, Richie Sambora, αδιαφορώντας σταθερά για τα κουτσομπολίστικα έντυπα μιας συντηρητικής δεκαετίας, τα οποία επέκριναν τις διαρκείς της ερωτικές σχέσεις με μικρότερούς της άντρες –πράγμα, φυσικά, που ποτέ δεν ίσχυε για όσα αρσενικά έβγαιναν με νεότερές τους γυναίκες. 

Cher_04
© promo φωτογραφία από το επίσημο πρόγραμμα της Heart Of Stone περιοδείας
Η Cher στη ροκ περίοδό της

Βέβαια, τα ραδιόφωνα και οι μεγάλες αλυσίδες που πουλούσαν δίσκους το βρήκαν αστείο που η 40χρονη Cher γυρνούσε στη μουσική για να τραγουδήσει χαρντ ροκ και αρχικά αρνήθηκαν να υποστηρίξουν την επιστροφή της, πιστεύοντας ότι κανείς δεν θα ενδιαφερόταν. Όμως η αμερικάνικη νεολαία είχε διαφορετική άποψη, επιβραβεύοντάς τη με πέντε top-20 επιτυχίες. Ανάμεσά τους και το "If I Could Turn Back Time" (1989), που προξένησε το δικό του σκάνδαλο, λόγω του τολμηρότατου ενδύματός της στο βιντεοκλίπ, το οποίο άφηνε ακάλυπτα τα τατουάζ στα οπίσθιά της

Κάπου στα μέσα της δεκαετίας του 1990, ωστόσο, μετά από ένα αναπάντεχο νούμερο 1 στη Βρετανία με την υποδειγματικά τραγουδισμένη σούπα "Love Can Build A Bridge" –σε φιλανθρωπική συνεργασία με τον Eric Clapton, τη Neneh Cherry και την Chrissie Hynde– τη μη στήριξη των εταιριών σε μια απόπειρά της να σταθεί ως αυτόνομη τραγουδοποιός και μια διάγνωση για χρόνια κόπωση, φάνηκε ότι θα ξαναχανόταν από το προσκήνιο, οριστικά αυτή τη φορά. Όμως δεν είχε πει την τελευταία της λέξη.

Cher_05
© Nigel Dick (βιντεοκλίπ)
Η Cher ως υπερκόσμια οντότητα στο βιντεοκλίπ του "Believe"

Αποδεχόμενη ότι έπρεπε να φτιάξει κι έναν δίσκο για το gay κοινό που τη λάτρευε ως icon, καβάλησε το ηλεκτρονικό κύμα των 1990s, εκσυγχρόνισε τα ντίσκο διδάγματα (ό,τι θα έκαναν αργότερα και οι Daft Punk), αξιοποίησε τις δυνατότητες του άγνωστου στους πολλούς auto tune και το 1998 εξαπέλυσε το "Believe", προξενώντας σεισμό στα παγκόσμια charts. Είναι εδώ ακριβώς όπου αναγορεύεται σε "Θεά της Ποπ", αφήνοντας πίσω ακόμα και τη Madonna του εκπληκτικού Ray Of Light σε αντίκτυπο, καθώς, στα 54, πέτυχε μία ακόμα θεαματική μεταμόρφωση, μοιάζοντας, πια, με την άχρονη, υπερκόσμια οντότητα που βλέπουμε στο συνοδευτικό βιντεοκλίπ του Nigel Dick. Γι' αυτό, άλλωστε, φάνηκε τόσο πιστευτό και τόσο πετυχημένο το auto tune: ένα τέτοιο πλάσμα, δεν θα τραγουδούσε και κάπως εξωανθρώπινα; Οι δε περιοδείες αυτής της εποχής καταγράφουν μια εκθαμβωτική Cher, να βρίσκεται στο ζενίθ της χαμαιλεοντικής της δόξας. 

Από εκεί και πέρα, ο 21ος αιώνας διατήρησε λιγότερο ή περισσότερο τα κεκτημένα του "Believe" και η ίδια εξακολούθησε να παίζει με την υπερκόσμια διάσταση της υπόστασής της, ποζάροντας λ.χ. ως θλιμμένη εξωγήινη βασίλισσα στο βιντεοκλίπ του "The Music's No Good Without You" (2001). Για αρκετά χρόνια, ωστόσο, θα παρέμενε και σιωπηλή, σε καθεστώς ημι-σύνταξης, βγάζοντας δίσκους μόνο σποραδικά. Το 2018, όμως, η συμμετοχή της στην υπερ-επιτυχημένη ταινία "Mamma Mia! Here We Go Again" του Oλ Πάρκερ, όπου ουσιαστικά υποδύεται μια εκδοχή του εαυτού της, την έθεσε ξανά σε δισκογραφική και συναυλιακή τροχιά, ενώ πέρυσι κατέθεσε κι ένα χριστουγεννιάτικο άλμπουμ, που της χάρισε άλλη μία παναμερικανική μικροεπιτυχία, όπως κι ένα ακόμα βρετανικό top-20. Με τη Cher, λοιπόν, παίζεις με τη φωτιά, αν πας να βάλεις τελεία. Οπότε θα αφήσουμε τα πράγματα ανοιχτά, αποδεχόμενοι ότι ίσως μας περιμένουν και περαιτέρω εκπλήξεις, κόντρα στο αδιαμφισβήτητο βάρος του χρόνου.   

Η Cher και η κριτική

Αν και οι δίσκοι της Cher απασχόλησαν συχνά-πυκνά την κριτική, η αντιμετώπιση δεν διακρίνεται για το βάθος της: με ορισμένες εξαιρέσεις, τα φίλα προσκείμενα στη σόου μπιζ μέσα έτειναν να αποθεώνουν αναίτια τις δουλειές που συνδυάστηκαν με μαζικές επιτυχίες, ενώ οι πιο βαριές υπογραφές είτε αδιαφορούσαν για τις κυκλοφορίες της, είτε τις έβλεπαν με εκείνη τη σύντομη και ιδιαίτερα αυστηρή ματιά που επιφυλάσσεται, συνήθως, για ό,τι το ποπ. Η γραμμή αυτή εμφανίζεται ήδη από τα 1970s, ανθεί όμως στα 1980s και στα 1990s, όταν μεσουρανούν οι εναλλακτικοί μουσικογραφιάδες, για τους οποίους η εναντίωση στο mainstream ήταν, πρωτίστως, ζήτημα ταυτότητας. Μόνο έτσι, λ.χ., μπορούν να αποτιμηθούν σήμερα ορισμένα κείμενα του ΝΜΕ για τη χαρντ ροκ περίοδό της, τα οποία ηδονίζονταν να βαθμολογούν με 1 ή 2 στα 10, δίχως να τεκμηριώνουν κάποια σημαίνουσα αισθητική θέση.

Cher_06
© Universal Studios
Η Cher στο sequel του "Mamma Mia!" (2018), ως απόμακρη ντίβα του Λας Βέγκας 

Όπως, λοιπόν, και με το μεγαλύτερο κομμάτι της mainstream ποπ παραγωγής, εκκρεμεί μια σοβαρή, συνολική άποψη για το τι έκανε και τι δεν έκανε η Cher: παρά τις έξι δεκαετίες καριέρας, δεν της έχει προσφερθεί η αναθεώρηση που, από ένα σημείο και μετά, παραχωρήθηκε στη Madonna, στην Kylie Minogue, εν μέρει και στους Abba, εφόσον κατάφεραν κάπως να συσχετιστούν με την alternative pseudo-αριστοκρατία των μουσικογραφιάδων. Αν υπάρχει μια κυρίαρχη γνώμη, είναι ότι άφησε κυρίως τραγούδια, παρά δίσκους ικανούς να λογιστούν ως "αναφοράς". Η άποψη αυτή δεν είναι αβάσιμη, αλλά θα γίνει χρησιμότερη εφόσον αποκαθαρθεί από την υποτίμηση που συνήθως τη συνοδεύει, αφού πολλοί αρνούνται να λάβουν υπόψη ότι η ποπ ανέκαθεν λειτουργούσε καλύτερα μέσω singles, παρά μέσω άλμπουμ. Ακόμα κι έτσι, πάντως, υπάρχουν κάποιες δουλειές της Cher που μπορούν να αποτιμηθούν ως "καλές", ενώ στοιχειώδες για την όποια συζήτηση είναι και το πόσο εκφραστικά πέτυχε να σταθεί ως τραγουδίστρια μέσα στα χρόνια, ανεξάρτητα από το υλικό που διέθετε κάθε φορά. 

Υπάρχουν, όμως, και βαθύτερα νερά. Παράλληλα, δηλαδή, λείπει και μια εμπεριστατωμένη γνώμη για το πώς η Cher υπερέβη τους συνήθεις ηλικιακούς περιορισμούς, κατορθώνοντας να ταιριάξει με τα γούστα πολλών διαφορετικών δεκαετιών. Όπως ήδη ειπώθηκε, αυτός ο χαμαιλεοντισμός είναι που τη θέτει στην καρδιά των Δυτικών ποπ φαινομένων του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα, οπότε έχει ιδιαίτερη σημασία να δει κανείς πώς κατόρθωσε να εκφράσει τόσο πετυχημένα και τη νεολαία του πρώτου μισού των 1960s και το 1970s ποπ/ροκ mainstream και τη ντίσκο πλευρά της ίδιας δεκαετίας και το αμερικάνικο χαρντ ροκ των 1980s και τα ηλεκτρονικά που κυριάρχησαν στα ύστερα 1990s, μα και σε μεγάλο κομμάτι των 2000s. Λίγοι καλλιτέχνες έχουν πετύχει να ανανεώσουν την οπαδική τους δεξαμενή σε τέτοιο βάθος χρόνου, δίνοντας την εντύπωση ότι επιπλέουν αλώβητοι από γενιά σε γενιά.

Cher_07
© Wikipedia Creative Commons
Η Cher το 2019, ρωτάει το κοινό "η δική σας γιαγιά, τι κάνει απόψε;

Η καριέρα της Cher, επομένως, χρειάζεται να εξηγηθεί και ως "σούμα", όχι απλώς με μια δίσκο-δίσκο προσέγγιση. Σίγουρα, επίσης, έχει να ωφεληθεί από μια κριτική στην ίδια τη σοβαρή κριτική του 1970s Τύπου, η οποία έπασχε από ιδεοληψίες και εμμονές που δεν είναι πάντα ορατές. Είναι πιο εύκολο, λ.χ., να πιστέψουμε ότι τα άλμπουμ της δεν άρεσαν στα πιο ψαγμένα αφτιά, παρά να υποψιαστούμε αυτό που με τόλμη έθεσε στο προσκήνιο η Stephanie Brush των New York Times, ήδη από το 1988: "είχαμε κάνει μια άτυπη συμφωνία με τα νεανικά μας είδωλα από τα 1960s, να χαθούν μέσα στις φλόγες προτού γίνουν 30, αλλιώς θα τα θάβαμε εμείς. Έτσι, μισούσαμε τη Cher που επέμενε να παραμένει διάσημη. Και δεν καταφέραμε να την εξαφανίσουμε γελοιοποιώντας την, γιατί έγινε πολύ καλή στο να κοροϊδεύει η ίδια τον εαυτό της". Χαρακτηριστικό που κράτησε ακόμα κι όταν αναγορεύτηκε σε Θεά της Ποπ, πότε σχολιάζοντας ότι με αυτό που φοράει μοιάζει λες και βγήκε από το "Braveheart" ή στις πιο πρόσφατες συναυλίες της, που ρωτούσε το κοινό "η δική σας γιαγιά, τι κάνει απόψε;".

Η δισκογραφία της Cher, με δυο πινελιές 

All I Really Want To Do [Imperial, 1965]
Στο ντεμπούτο της ως σόλο παρουσία, βρήκε έναν θελκτικό τρόπο να πει το ομώνυμο κομμάτι του Bob Dylan, όμως το έριξε στις διασκευές. Κι αυτό λειτούργησε συμπαθητικά σε ορισμένες περιπτώσεις ("I Go To Sleep"), καταστροφικά σε άλλες ("The Bells Of Rhymney").

Cher_08
The Sonny Side Of Chér (1966), ο δίσκος με το "Bang Bang"

The Sonny Side Of Chér [Imperial, Μάρτιος 1966]
Διασκευές και ορίτζιναλ δημιουργίες του Sonny Bono, τοποθετημένες σε ένα ηχητικό πλαίσιο που δείχνει να χρωστά τα πάντα στα κόλπα του Phil Spector. Εμφανώς άγουρη η Cher για να πει τα "Like A Rolling Stone" και "The Girl From Ipanema", όμως ο δίσκος ευτύχησε να φιλοξενήσει το δοξασμένο "Bang Bang (My Baby Shot Me Down)".

Chér [Imperial, Σεπτέμβριος 1966]
Βιαστική κυκλοφορία γεμάτη διασκευές, για να αξιοποιηθεί το μομέντουμ της μεγάλης επιτυχίας του "Bang Bang". Αν είναι ν' ακούσετε κάτι από εδώ, αναζητείστε την εκδοχή της στο θρυλικό "Sunny".

With Love, Chér [Imperial, 1967]
Η Cher βρίσκει σιγά-σιγά τα φωνητικά της πατήματα, παρότι τα γύρω-γύρω ποντάρουν στην ίδια "σπεκτορική" ρουτίνα. Στιχουργικά ενδιαφέρον το "You Better Sit Down Kids" του Sonny (μιλάει για ένα διαζύγιο), συμπαθητική η διασκευή στο "Behind The Door" του Graham Gouldman, μετέπειτα των 10cc.

Backstage [Imperial, 1968]
Διασκευές, διασκευές, μερικές ακόμα διασκευές. Κι όλες αχρείαστες, εκτός από εκείνη στο "Carnival"

Cher_09
To 3614 Jackson Highway (1969) ήταν το πρώτο άλμπουμ της Cher χωρίς τον Sonny Bono

3614 Jackson Highway [Atco, 1969]
Χάρη στην Atco, η Cher είχε για πρώτη φορά την ευκαιρία να δουλέψει με καινούρια πρόσωπα –με τους παραγωγούς της Dusty Springfield, πιο συγκεκριμένα, αλλά και με εκπληκτικούς μουσικούς, οι οποίοι εντυπωσιάζουν παικτικά και ενορχηστρωτικά. Έλειψε, όμως, η τόλμη, με αποτέλεσμα να το ρίξει πάλι σε έναν σωρό διασκευών, με εκείνη στο "For What It's Worth" των Buffalo Springfield να αποδεικνύεται η καλύτερη.

Chér [Kapp/MCA, 1971]
Εδώ, όπως είπαμε, γεννιέται η Cher που γνωρίζουμε σήμερα, με τον Snuff Garrett να την οδηγεί στον θρίαμβο του "Gypsys, Tramps & Thieves". Πολύ ωραία, πάντως, ήταν και η διασκευή στο "The Way Of Love", μια αγγλόφωνη προσαρμογή του γαλλικού chanson "J'Ai Le Mal De Toi".

Cher_10
Ο δίσκος με το "Gypsys, Tramps & Thieves", με το οποίο παρέμεινε σχετική για μία ακόμα δεκαετία

Foxy Lady [Kapp/MCA, 1972]
Ο Snuff Garrett προσπάθησε να ξανακάνει το θαύμα, αλλά τίποτα δεν βγήκε όπως το είχε στο μυαλό του. Αδιάφορο άλμπουμ.

Bittersweet White Light [MCA, Απρίλιος 1973]
Ο Sonny –που ακόμα είχε λόγο στο τι έκανε η Cher– απέλυσε τον Garrett κι έπεισε την MCA ότι ήταν καλή ιδέα να τη βάλουν να διασκευάσει τραγούδια του Μεσοπολέμου, με μοντέρνες ενορχηστρώσεις. Δεν ήταν. Ο Sonny δεν διέθετε κανένα φρέσκο όραμα, ενώ η ίδια ερμήνευσε αφύσικα, ενίοτε και άσχημα, προσπαθώντας να υπηρετήσει ένα ρεπερτόριο που δεν της ταίριαζε.  

Half-Breed [MCA, Σεπτέμβριος 1973]
Έστω και με το αμφιλεγόμενο "Half-Breed" (που μιλούσε πολύ για τους Τσεροκί χωρίς, στην ουσία, να τους γνωρίζει), ο Snuff Garrett βρίσκει τρόπο να ξαναθέσει τη Cher σε τροχιά, με την ίδια να προσφέρει ορμητικές ερμηνείες (π.χ. "Carousel Man"). Δεν είναι σπουδαίος δίσκος, αλλά, για όποιον αγαπάει αυτό το ελαφρύ, mainstream rock της δεκαετίας του 1970, έχει τη θαλπωρή του κυριακάτικου κοτόπουλου με πατάτες στον φούρνο.

Cher_11
Το Half-Breed (1973) έχει τη θαλπωρή του κυριακάτικου κοτόπουλου με πατάτες στον φούρνο

Dark Lady [MCA, 1974]
Μάγια, γητειές του έρωτα και λίγος ακόμα τσιγγάνικος "εξωτισμός", έστειλαν το εθιστικό ομώνυμο κομμάτι στο νούμερο 1. Τελικά, όμως, μόνο αυτό θυμόμαστε από το αξιοπρεπές, μα θαμπό σύνολο. 

Stars [Warner Bros., 1975]
Μετά από δύο σερί νούμερο 1 με πρωτότυπα τραγούδια, ήταν εξαρχής λάθος κίνηση να επανα-λανσάρεις τη Cher με έναν δίσκο στηριγμένο (ξανά-μανά) σε διασκευές. Όσο ωραία κι αν λέει το "Bell Bottom Blues" ή το "Stars"

I'd Rather Believe In You [Warner Bros., 1976]
Πίσω, ολοταχώς, προς την AOR/soft rock μπαλαντοποιία και το ορίτζιναλ υλικό, με νέους παραγωγούς στο πηδάλιο. Στην πράξη, όμως, αν και η Warner ήθελε τη Cher στο δυναμικό της, δεν ήξερε τι να την κάνει. Άντε να πούμε ότι διασώζεται το "Flashback", με κανά-δυο ακόμα συμπαθητικά κομμάτια.

Cherished [Warner Bros., Αύγουστος 1977]
Απελπισμένοι, οι ιθύνοντες της Warner κάλεσαν (κι αυτοί) τον Snuff Garrett. Όμως ούτε εκείνος είχε κάτι άλλο να προσφέρει, ούτε η Cher ένιωθε να την "καίει" ο AOR ήχος στον οποίον πίστευε η εταιρία.

Cher_12
Ο αμφιλεγόμενος δίσκος με τον δεύτερο σύζυγο, Gregg Allman

Two The Hard Way [Warner Bros., Νοέμβριος 1977]
Μετά από πολλές, πολλές διαφωνίες, η Warner την άφησε να κάνει το ηλεκτρικό άλμπουμ που ήθελε, παρέα με τον δεύτερο σύζυγό της Gregg Allman. Πολλοί έγραψαν, τότε, πως επρόκειτο για ένα χάλι και μισό –δημιουργώντας "κλίμα" που έμελλε να κρατήσει. Έφτασε ο καιρός, λοιπόν, να πούμε πόσο υπερβολικά ήταν όλα αυτά, για μια δουλειά δίχως σπουδαία έμπνευση, που είχε, όμως, ωραίες στιγμές (π.χ. "I Love Makin' Love To You").

Take Me Home [Casablanca, Ιανουάριος 1979]
Νέα εταιρία, νέες περιπέτειες, με τη Cher να δοκιμάζει τις δυνάμεις της στη ντίσκο και να βγαίνει νικήτρια χάρη στο ομώνυμο χιτάκι, στον εκφραστικό τρόπο με τον οποίον τραγούδησε το "Love And Pain", αλλά και με το σούπερ κιτς εξώφυλλο, το οποίο λατρεύτηκε από την αμερικάνικη γκέι κοινότητα. Κατά τα λοιπά, πάντως, μικρός ο ορίζοντας, με πολλές δευτεράντζες.

Prisoner [Casablanca, Οκτώβριος 1979]
Και τα ντίσκο που ήθελε η εταιρία, και τα ροκ που ήθελε η ίδια, πώς να μη βγει ανερμάτιστος ο δίσκος; Κρατήσαμε, ωστόσο, το "Holdin' Out For Love", αλλά και το πρώτο επαγγελματικό βιντεοκλίπ της καριέρας της –για την αμερικάνικη μικροεπιτυχία "Hell On Wheels".  

Cher_13
Το μοναδικό άλμπουμ των Black Rose (κατα)θάφτηκε από την κριτική

Black Rose [Casablanca, 1980]
Ο ροκ δίσκος που προσπαθούσε διακαώς να φτιάξει πραγματώθηκε, τελικά, με το συγκρότημα Black Rose και τον εγνωσμένης αξίας Les Dudek στην ηλεκτρική κιθάρα. Κι έφαγε ανελέητο θάψιμο και γελοιοποίηση, μ' έναν κριτικό να γράφει ότι το υλικό ίσως αναδεικνυόταν, εάν το επανηχογραφούσαν δίχως φωνητικά. Όντως, το γενικό επίπεδο της τραγουδοποιίας δεν καταγράφεται σπουδαίο, ενώ μερικές φορές η Cher προβαίνει σε ακαλαισθησίες, πάνω στην υπερπροσπάθεια να ροκάρει. Αλλά τα λέει με την καρδιά της, η κιθάρα κελαηδάει, ενώ τα "Julie", "Never Should've Started" και "We All Fly Home" υπήρξαν μια χαρά προάγγελοι του αστραφτερού χαρντ ροκ που έστηναν εκείνα τα χρόνια οι Van Halen στο αμερικάνικο φαντασιακό. 

I Paralyze [Columbia, 1982]
Χαμένη σε μια καινούρια καριέρα στην ηθοποιία, η οποία σίγουρα την ενθουσίαζε περισσότερο μετά τη Black Rose απογοήτευση, προσπάθησε να κρατήσει επαφή με τα μουσικά καταφεύγοντας σε synths, μπαλάντες και AOR, στο στυλ των Toto και των Foreigner. Κι έβαλε όσο συναίσθημα μπορούσε στα "Back On The Street Again" και "When The Love Is Gone", όμως το υλικό ήταν απελπιστικά δεύτερο. 

Cher [Geffen, 1987]
Μετά από επιμονή του John Kalodner επιστρέφει στη μουσική και, κόντρα σε κάθε προσδοκία, βγάζει έναν γερό δίσκο εγγραφόμενο στον αστερισμό των Bon Jovi, που τη βοήθησαν να αξιοποιήσει στο έπακρο εκείνη την αγριάδα που τόσο ξένισε τον Phil Spector, πίσω στο 1964. Θεαματικό το rock φρεσκάρισμα στο παλιό "Bang Bang", θεαματική και η ίδια στο "I Found Someone".

Cher_16
Με το θρυλικό χιτ "If I Could Turn Back Time", το Heart Of Stone έβαλε τη σφραγίδα του στα 1980s

Heart Of Stone [Geffen, 1989]
Ίσως ο καλύτερος στούντιο δίσκος της, με το "If I Could Turn Back Time" να βάζει τη δική του σφραγίδα στο τι σήμαινε 1980s. Οι Bon Jovi και ο Desmond Child κεντάνε στα μετόπισθεν ως σαμάνοι των μελωδικών, καλογυαλισμένων ρεφρέν, των πλήκτρων και των mainstream ηλεκτρικών εξάρσεων, τα δεύτερα φωνητικά προσφέρονται για σεμινάριο, η ίδια η Cher απογειώνεται στα "Just Like Jesse James" και "You Wouldn't Know Love", ενώ διασκευάζει ωραιότατα και το "Heart Of Stone" των Bucks Fizz.

Extravaganza: Live At The Mirage [Sony-BMG, 1992]
Μόνο η Cher μπορούσε να πείσει το "Mirage" του Λας Βέγκας να φιλοξενήσει ένα rock σόου στηριγμένο στο Heart Of Stone. Εδώ, λοιπόν, έχουμε στιγμιότυπα από δύο βραδιές του 1990, όπου τη βλέπουμε να τραγουδά φορώντας το σκανδαλώδες ένδυμα από το βιντεοκλίπ του "If I Could Turn Back Time", περιστοιχισμένη από μακρυμάλληδες κιθαρίστες. Το "Perfection" αποδόθηκε καλύτερα από τον δίσκο, η διασκευή στο "Take It To The Limit" των Eagles ήταν ωραιότατη, γενικά, όμως, δεν γίνεται να μην αναρωτηθείς γιατί χάθηκε η ευκαιρία να βγει σε μια περιοδεία με τους Bon Jovi.

Love Hurts [Geffen, 1991]
Ίδια περίπου συνταγή με το Heart Of Stone, μα υποδεέστερα αποτελέσματα, σε μια εποχή που αυτή η ροκ αισθητική έπνεε, πλέον, τα λοίσθια. Ωστόσο, η θριαμβευτική ανάγνωση στο "The Shoop Shoop Song (It's Ιn His Kiss)", το "Love And Understanding" και θερμά τραγουδισμένες στιγμές σαν τη διασκευή στο "Save Up All Your Tears" κράτησαν επαρκώς το ενδιαφέρον.

not.com.mercial [Isis, 2000]
Σε μια περίοδο προσωπικής εξουθένωσης, η Cher δούλεψε ως αυτόνομη δημιουργός και το 1994 προσπάθησε να συστηθεί (και) ως τραγουδοποιός. Αλλά οι εταιρίες αδιαφόρησαν, το υλικό μπήκε στο συρτάρι και είδε το φως της δημοσιότητας μετά τον θρίαμβο του "Believe", ως ανεξάρτητη κυκλοφορία. Ευπρόσωπα και φροντισμένα πράγματα, μα και ολίγον βαρετά. Τίποτα δεν ακούγεται χάλια, τίποτα, όμως, δεν κρίνεται και σπουδαίο. 

It's A Man's World [WEA, 1995]
Μετά την απόρριψη του not.com.mercial, η Cher προσανατολίστηκε σε έναν ακόμα δίσκο διασκευών, με το σκεπτικό να πει τραγούδια ανδρών δημιουργών με γυναικεία ματιά. Έβαλε τα δυνατά της, εν τέλει, όμως, μόνο το "Walking In Memphis" ξεπέρασε το πρωτότυπο. Εδώ, επίσης, αρχίζει να ασχολείται και με ηλεκτρονικά remixes στα singles της, ενώ κάνει και την πρώτη της χιπ χοπ συνεργασία, φιλοξενώντας τον Melle Mel σε κάποιο remix του "One By One".

Cher_14
To Believe (1998) μετέτρεψε τη Cher σε "Θεά της Ποπ"

Believe [WEA, 1998]
Το ανυπέρβλητο "Believe" έχει, πλέον, το στάτους του "κλασικού" ενώ το auto tune μπήκε, έκτοτε, στο παγκόσμιο mainstream. Ο δίσκος περιλαμβάνει και το υπέροχο "Strong Enough" –κάτι σαν "I Will Survive" για την Εποχή της Οθόνης– μα όχι και πολλά παραπάνω, αφού αργότερα χάνει εμφανώς τον ειρμό του. Αυτά, ωστόσο, έφταναν και περίσσευαν, αν και προσωπικά δεν θα πάψω να αναρωτιέμαι τι θα γινόταν εάν είχε επιδιωχθεί και μια συνεργασία με τους Pet Shop Boys. Ψάξτε, επίσης, το μπόμπα Definitive remix των Βρετανών Almighty στο "All Or Nothing".

Live In Concert [HBO, 1999]
Στην περιοδεία για το Believe, η Cher φιγουράρει ως μια χαμαιλεοντική καλλιτέχνιδα στο ποπ ζενίθ της, κάτι που φαίνεται αληθώς εξωπραγματικό, αν σκεφτεί κανείς ότι ήταν, τότε, 54 ετών, με μια μακρά καριέρα πίσω της. Το DVD φιλοξενεί τη συναυλία της στο MGM Grand Garden Arena του Paradise της Νεβάδα και είναι πραγματικό απόκτημα: η "Θεά της Ποπ" βγαίνει από το δάπεδο –κόλπο που θα ξεπατίκωνε η Madonna, λίγα χρόνια μετά– παρωδεί τον εαυτό της και στέκεται επί σκηνής ως ντίβα με χίλια πρόσωπα, πότε με τις ροκιές που αγάπησε, πότε ως αστραφτερή ντίσκο βασίλισσα ("Take Me Home"), πότε συγκινώντας με τις 1970s επιτυχίες της ("The Way We Love").

Living Proof [WEA, 2001]
Τα κομψά synths και τα ηλεκτρονικώς επεξεργασμένα φωνητικά του "The Music's No Good Without You" τη διατήρησαν ως top-10 καλλιτέχνιδα στη Βρετανία, περιφρουρώντας τα κεκτημένα του "Believe", ενώ σε επίπεδο maxi singles έδωσαν την ευκαιρία στους Almighty για ένα ακόμα φοβερό remix. Στην υπόλοιπη διάρκεια, βέβαια, δεν υπάρχει κάτι ανάλογο, βρίσκουμε πάντως κάμποσα συμπαθητικά τραγούδια ("Alive Again", "Different Kind Of Love Song" κ.ά.), που κρατάνε τη ροή και τη συνοχή. Έστω κι αν μένει, εν τέλει, μια αίσθηση επανάληψης των κόλπων του προηγούμενου δίσκου.

The Farewell Tour [Warner Bros., 2003]
Η συναυλία στην American Airlines Arena του Μαϊάμι (Νοέμβριος 2002) δοσμένη με εικόνα και ήχο, σε μία ακόμα φαντασμαγορία, που ποιοτικά βρίσκεται πολύ κοντά στο προαναφερθέν Live In Concert. Χορευτές, ακροβάτες, video walls, ένας μηχανικός ελέφαντας, διψήφιος αριθμός φορεμάτων, αλλά και μία ακόμα θαυμαστή επί σκηνής απόδοση, η οποία σε κάνει να απορείς για την απόφασή της να αποσυρθεί.

Cher_15
© φωτογραφία σελίδας από το ειδικό αφιέρωμα του People
Η Cher στη "Farewell Tour"

Clοser To The Truth [Warner Bros., 2013]
Για πολλά χρόνια, φάνηκε ότι η Cher θα κρατούσε την απόφασή της για "συνταξιοδότηση" και θα έμενε αναπαυμένη στις δάφνες της. Μετά τη συμμετοχή στην ταινία "Burlesque", όμως, της ξανάνοιξε η όρεξη και δοκίμασε να κάνει μία ακόμα επιστροφή. Οι παλιοί fans έμειναν ικανοποιημένοι, αλλά ο δίσκος είναι πολύ φασαρία για το τίποτα, με παρεμβάσεις στη φωνή της που φλερτάρουν ανοιχτά με την ακαλαισθησία, δεδομένου του εξτρά βάθους που έχει προσθέσει η φθορά του χρόνου. Διασώζεται μόνο το "Lovers Forever", όχι γιατί δεν το μαστίζουν ανάλογα προβλήματα, αλλά επειδή πετυχαίνει ως διασκευή, αποκτώντας μια εθιστική ντίσκο "ψυχή" μέσα στον όλο ορυμαγδό.

Dancing Queen [Warner Bros., 2018]
Σε αντίθεση με το Closer To The Truth, η Cher βρέθηκε στο στοιχείο της όταν έκατσε να διασκευάσει Abba. Τα τραγούδια των Σουηδών, βέβαια, χαίρεσαι να τα ακούς: αποτελούν αξία και από μόνα τους και δεν θέλουν πολύ να σε καταπιούν. Μερικές φορές απείλησαν και τη Cher, όμως το ποπ ένστικτό της λειτούργησε, οδηγώντας σε θεσπέσια αποτελέσματα στο "Gimme! Gimme! Gimme! (A Man After Midnight)", στο "Fernando" ή στο "Mamma Mia".

Christmas [Warner Bros., 2023]
Έβαλε τα γιορτινά της με χαρά, τραγούδησε με ενθουσιασμό στάνταρ σαν τα "Please Come Home For Christmas" ή "I Like Christmas", ευχαριστήθηκε εμφανώς τα ντουέτα με τον Stevie Wonder, τη Darlene Love και τη Cyndie Lauper ("Put A Little Holiday In Your Heart"). Δεν είναι και λίγα όλα τούτα, όσο κι αν τα κλυδώνισε μια γελοία ραπ συνεργασία με τον Tyga ή το παράταιρα ηλεκτρονικό "DJ Play A Christmas Song", που, περιέργως, της χάρισε την τελευταία μέχρι σήμερα επιτυχία στα μεγάλα charts.

Διαβάστε Επίσης

Διαβάστε ακόμα

Τελευταία άρθρα Μουσική

Ο Ορέστης Παπαϊωάννου "ξαναγράφει" το soundtrack της όπερας "The Fall of the House of Commons"

Με αφορμή την αναβίωση της φουτουριστικής όπερας στην Εναλλακτική Σκηνή της ΕΛΣ, ζητήσαμε από τον συνθέτη να δημιουργήσει μια playlist για τους αναγνώστες του "α".

30/04/2025

Όταν η Κρήτη συναντά την Ελλάδα: Μια μουσική βραδιά με τον Βασίλη Δραμουντάνη και τον Θοδωρή Κοτονιά

Ένα ταξίδι με τραγούδια από όλη την Ελλάδα, με τελικό προορισμό την Κρήτη.

Η ρεμπέτικη ρίζα του Γιώργου Νταλάρα

Οι δεκαετίες μπορεί να κυλούν, αλλά ο δημοφιλής τραγουδιστής δεν ξεχνά τις καταβολές του, προς τις οποίες και γυρνά συχνά-πυκνά, με διάφορα αφιερώματα. Το ίδιο ετοιμάζεται να κάνει και τώρα, στήνοντας δύο ρεμπέτικες συναυλίες στο Μέγαρο Μουσικής.

Tο μεγαλύτερο τζαζ φεστιβάλ της πόλης επιστρέφει

Η Τεχνόπολη Δήμου Αθηναίων γεμίζει ήχο, ρυθμό και ενέργεια από το 24o Athens Jazz, όπου αναμένουμε 21 μπάντες από 19 διαφορετικές χώρες.

Το πλήρες πρόγραμμα του Ametric Festival 2025 στα Χανιά

Ένα πρόγραμμα αφιερωμένο στη σύγχρονη και πειραματική μουσική και στόχο την ανάδειξη της καλλιτεχνικής έκφρασης μέσα από τη συνάντηση διαφορετικών πολιτισμών και ήχων.

Φ Hill: Το νέο φεστιβάλ της πόλης στον Λόφο Φιλοπάππου

Η φρέσκια μουσική διοργάνωση φέρνει στο θέατρο "Δόρα Στράτου" -μεταξύ άλλων- τους: Λένα Πλάτωνος, Χειμερινούς Κολυμβητές, Μάρθα Φριντζήλα, Γιάννη Αγγελάκα και Dhafer Youssef.

Νατάσα Θεοδωρίδου: Με νέο δίσκο και παλιές επιτυχίες σε καλοκαιρινή περιοδεία

Η αγαπημένη λαϊκή ερμηνεύτρια ξεκινά από το Κατράκειο Θέατρο Νίκαιας την καλοκαιρινή της περιοδεία.