
Φανταστείτε, για λίγο, ότι υπάρχουν χρονομηχανές, που επιτρέπουν να βρεθούμε στο Λος Άντζελες, μια ανοιξιάτικη μέρα του 1964. Όπου πέφτουμε πάνω στη Cher, η οποία είναι δεν είναι 18 χρονών, μα βιώνει μεγάλη απογοήτευση: το ντεμπούτο της στη δισκογραφία, με το single "Ringo, I Love You", καταχωρείται ως παταγώδης αποτυχία.
Αποφασίζουμε, λοιπόν, να της φτιάξουμε τη διάθεση. Αποκαλύπτουμε ότι είμαστε ταξιδευτές από το μέλλον και της λέμε να μην ανησυχεί, γιατί, 60 χρόνια μετά, το ανυπόληπτο single θα αλλάζει χέρια για πεντακόσια δολάρια κι εκείνη θα λατρεύεται ως πλανητική Θεά της Ποπ, έχοντας πωλήσεις 100.000.000 δίσκων και μια φαντασμαγορική καριέρα. Φυσικά, μας περνάει για τρελούς και μας "στολίζει", με το γνωστό της βρωμόστομα. Ενώ φεύγουμε, όμως, μας σταματά ο Sonny Bono. Και θέλει να μάθει περισσότερα.
Έως τότε, γνωρίζονταν για περίπου ενάμιση χρόνο. Και τους χώριζαν πολλά. Ο Σαλβατόρε "Σόνι" Μπόνο ήταν 11 χρόνια μεγαλύτερος, είχε ήδη έναν γάμο κι ένα παιδί, είχε χωθεί στα μουσικά πράγματα. Από την άλλη, η Σέρυλιν "Σερ" Σαρκισιάν ήταν μια ατίθαση 16άρα, η οποία είχε παρατήσει το σχολείο και το είχε σκάσει από το (διαλυμένο) της σπίτι, ερχόμενη σε σύγκρουση με τη μητέρα της, την ηθοποιό και τραγουδίστρια Georgia Holt. Μέσα στις δεκαετίες, οι σχέσεις μάνας και κόρης θα παρέμεναν εκρηκτικές. Αλλά, αν αναρωτιέστε από πού πήρε το ταλέντο, δεν έχετε παρά ν' ακούσετε το Honky Tonk Woman –τον μοναδικό δίσκο της Holt.
Το ρομάντσο δεν ξεκίνησε αμέσως: μόλις στο δεύτερο ραντεβού, η Cher αποφάσισε να πάει τον Sonny σε ένα μπαρ για λεσβίες, όπου πέρασε τη βραδιά χορεύοντας, δίχως να ξανασχοληθεί μαζί του. Εντούτοις, οι δυο τους ήρθαν κοντά, ως ψυχές που αποζητούσαν διακαώς την καλλιτεχνική δόξα. "Ήμουν ένα ντροπαλό, άσχημο παιδί, δοσμένο σε μια μεγάλη ζωή που υπήρχε μόνο στη φαντασία μου", θα παραδεχόταν αργότερα η Cher, μιλώντας για την αλήθεια κάτω από την επιφανειακή της αγριάδα. Ο Sonny, πάλι, παρότι είχε μια κάποια εμπειρία στον στρατηγικό σχεδιασμό καριέρας –αποκτημένη πλάι στον Phil Spector– ήταν ανήμπορος να ορθώσει κάτι το αξιοσημείωτο σε μια φωνή αντικειμενικά περιορισμένη, αν όχι αστεία.

Με τη μεσολάβησή του, πάντως, η Cher έγινε δεκτή στο εργοστάσιο επιτυχιών του Spector, ο οποίος προβληματίστηκε με τις ασυνήθιστες εντάσεις της φωνής της, μα την έβαλε στα σιγόντο: δεν την ξεχωρίζουμε, βέβαια, όμως βρίσκεται κι αυτή στην ηχογράφηση του θρυλικού "Be My Baby" των Ronettes (1963). Έπειτα, ο μέγας παραγωγός αποφάσισε να τη βγάλει και μπροστά με το "Ringo, I Love You" (1964), αλλά με το ψευδώνυμο Bonnie Jo Mason, γιατί ήθελε τις τραγουδίστριές του να έχουν αμερικάνικα ονόματα κι έβρισκε το Cherilyn La Pierre (που χρησιμοποιούσε τότε) πολύ ευρωπαϊκό.
Ο Sonny, πάλι, θεωρούσε το "Ringo, I Love You" ένα χαζό τραγουδάκι στηριγμένο στη Beatlemania των 1960s –και είχε κάθε δίκιο: δεν ήταν παρά μια κουτή ερωτική εξομολόγηση στον Ringo Starr, η οποία είχε χαραμίσει τις δυνατότητες της Cher. Αποφάσισε, λοιπόν, να την απεγκλωβίσει από τον Spector και να δουλέψουν μαζί. Αρχικά, το δίδυμο χρησιμοποίησε το όνομα Caesar & Cleo. Σύντομα, όμως, συστήνονταν ως Sonny & Cher.
Οι Sonny & Cher ως δισκογραφικά αστέρια
Ο Sonny Bono δεν διέθετε μεγάλη φαντασία. Ήταν, όμως, αρκετά καπάτσος για να ξέρει ότι η συνεργασία με τη Cher δεν θα πήγαινε μακριά, δίχως κάτι να τους ξεχωρίζει από τα υπόλοιπα ντουέτα της εποχής. Kάτι που και να εκμεταλλεύεται τις ερμηνευτικές της δυνάμεις, αλλά και να καλύπτει την επίπεδη φωνή του, που, ακόμα και στα πιο εκφραστικά της, ηχούσε σαν παράδοξο υβρίδιο μεταξύ Ringo Starr, Bob Dylan και Lee Hazlewood.
Έτσι, στράφηκε στο παράδειγμα των ήδη επιτυχημένων Dick & Dee Dee, οι οποίοι δεν ακολουθούσαν τη στάνταρ σύμβαση, που ήθελε το αγόρι να τραγουδά στις χαμηλές νότες και το κορίτσι στις ψηλές. Αντέστρεψε, λοιπόν, τον "κανόνα" και τον πρόσδεσε στην εικόνα που κοσμεί το εξώφυλλο του πρώτου τους δίσκου Look At Us, όπου ποζάρει σαν κάτι μεταξύ χίπη και ανθρώπου των σπηλαίων, φορώντας ένα γιλέκο-γούνα εξωφρενικής αισθητικής. Πλάι του, η Cher αποπνέει κι αυτή κάτι το αλλιώτικο, με τα μακριά της μαύρα μαλλιά και τις περασμένες με μολύβι ματιών βλεφαρίδες.

Το δίδυμο έδειχνε διαφορετικό, ηχούσε διαφορετικά, ενώ είχε κι ένα τραγούδι που έκανε πάταγο: το "I Got You Babe", ερωτικό κομμάτι της χρονιάς για το νεανικό ακροατήριο, το οποίο το εκτόξευσε στο νούμερο 1 Ηνωμένων Πολιτειών και Βρετανίας. Ο χαλαρός ρυθμός, το μήνυμα υπέρ της αγάπης κι ένα όμποε άψογα ενορχηστρωμένο από τον Harold Battiste, έκαναν το θαύμα. Το ανακάτεμα των φωνών, επίσης, αν και ατελές, διέθετε ζεστασιά. Έτσι, το καλοκαίρι του 1965 ανέδειξε τους Sonny & Cher σε ζευγάρι-ίνδαλμα για το κοινό που ακολουθούσε όσες εξελίξεις ταμπελοποιούνταν γοργά ως "flower power", ορίζοντας το πλαίσιο στο οποίο κινούνταν τα "Παιδιά των Λουλουδιών" και οι έφηβοι που εμπνέονταν από τη δράση τους.
Τα εννοούσαν, όμως, όλα αυτά; Σίγουρα, δεν ήταν μια στημένη περίπτωση. Κυκλοφορούσαν και στην καθημερινότητα, λ.χ., με τολμηρά ρούχα, τα οποία προξενούσαν σοκ και οργή στις μεγαλύτερες ηλικίες –σε σημείο που τους έδιωξαν από γνωστό ιταλικό εστιατόριο του Λος Άντζελες, λέγοντάς τους να μην ξαναπατήσουν, μέχρις ότου μάθουν να "ντύνονται σαν άνθρωποι". Η ίδια τους η ζωή, επίσης, έστεκε αδιάψευστος μάρτυρας για το ότι δεν θεωρούσαν τον γάμο ως αδιαπραγμάτευτο θεμέλιο έκφρασης των ερωτικών πόθων της νεολαίας, όπως οι παλαιότερες γενιές.
Από την άλλη, ενώ η Cher μπορούσε απλώς να είναι ο 19χρονος εαυτός της, ο 30άρης (πλέον) Sonny έπρεπε λίγο να καμώνεται τον έφηβο. Επιπλέον, ήταν ένας συντηρητικός νέος, όπως ξεκαθάρισε στο "Revolution Kind" (1966). Επιθυμούσε ειλικρινώς κοινωνικές αλλαγές στην Αμερική· όμως δεν θα ταυτιζόταν με καμία αριστερού τύπου επανάσταση. Εντούτοις, οι καταστάσεις έρρεαν. Με το 1967 να αποτελεί έτος-καμπή για το πλήρες ξετύλιγμα της νεανικής αντικουλτούρας, και τις ψυχεδελικές ουσίες να έρχονται γερά στο προσκήνιο, οι Sonny & Cher, με ισχυρή δημόσια θέση κατά των ναρκωτικών και με ασαφή γνώμη για τον Πόλεμο του Βιετνάμ, έδειχναν εγκλωβισμένοι στο "παιδικό" στάδιο του αιτήματος για χαλαρότερα σεξουαλικά ήθη, που ήδη είχε ψιλοαγκαλιαστεί από τα νοικοκυριά των μεγάλων αστικών κέντρων, όπως φανέρωνε η απήχηση ταινιών τύπου "Where The Boys Are" (1960).
Αυτό που πάτησε φρένο στην περιθωριοποίησή τους ήταν το "The Beat Goes On" (Ιανουάριος 1967). Κομμάτι που τους επανέφερε εμφατικά στα 10 πρώτα της Αμερικής, βρίσκοντάς τους να τραγουδούν όχι για άδολους έρωτες, μα για τις αλλαγές που φέρνει ο χρόνος, καταγράφοντας, λ.χ., την επικράτηση των μίνι ή τη μετατροπή των παλιών μπακάλικων σε σούπερ μάρκετ. Η επιτυχία του, πάντως, παρέσυρε τον Sonny, ο οποίος πίστεψε ότι οι καιροί σήκωναν μια μουσική ταινία, στο στυλ εκείνων που είχαν φτιάξει και οι Beatles. Η Cher είχε σφοδρές αντιρρήσεις, μα, ως συνήθως, επικράτησε το δικό του, οδηγώντας σε εντυπωσιακό ναυάγιο: παρά την υπογραφή του Γουίλιαμ Φρίντκιν –ο οποίος έμελλε να σκηνοθετήσει τον "Εξορκιστή" και τον "Άνθρωπο από τη Γαλλία"– το ανερμάτιστο "Good Times" (Μάιος 1967) πάτωσε, μαζί με το soundtrack του.
Η αποτυχία στρίμωξε άσχημα το δίδυμο κι έδειξε, μαζί με ανέμπνευστα singles σαν το "Circus" (1968), ότι είχαν χάσει το τρένο. Ωστόσο, ο Sonny πίεσε για ακόμα μία ταινία, πιστεύοντας ακράδαντα ότι ήταν το σινεμά που θα τους ξανάβαζε στο παιχνίδι. Αλλά το "Chastity" του Allessio dePaola (1969) δεν απασχόλησε κανέναν. Και η πικρή αλήθεια είναι ότι μετά βίας βλέπεται. Ξοδεύεται σε φευγαλέα γυμνά, τσαλαβουτάει δίχως όραμα στην αμφισεξουαλικότητα και στην κακοποίηση, κι έχει τη Cher να μιλάει διαρκώς στον εαυτό της, ξεστομίζοντας τη μία αρλούμπα περί ζωής μετά την άλλη. Αν άφησε κάτι πίσω του, ήταν, το μοναδικό τους παιδί: την Chastity Bono (σήμερα Chaz Bono, καθώς αυτοπροσδιορίζεται ως άνδρας).
Οι Sonny & Cher ως τηλεοπτικά αστέρια
Και μετά την καταστροφή, τι; Το μόνο σίγουρο ήταν ότι δεν θα τα παράταγαν. Συμφωνούσαν, επίσης, ότι έπρεπε να επανεφεύρουν την εικόνα τους· όμως η Cher ήθελε να ριχτούν στο ψυχεδελικό rock, ενώ ο Sonny πίστευε ότι έπρεπε να ξεχάσουν τη νεολαία και να στοχεύσουν σε εκείνους που ως τότε σνόμπαραν ή και προκαλούσαν, ακόμα: τους γονείς. Στη Cher άρεσε αργότερα να διηγείται πώς τον πολέμησε μέχρι τέλους, όταν της είπε να αγοράσει ένα μακρύ φόρεμα –καθώς αρνιόταν να εγκαταλείψει τα παντελόνια καμπάνα– μα γεγονός είναι ότι το έκανε, όσο ο Sonny μετέβη στο Λας Βέγκας, είδε διάφορα σόου και κράτησε σημειώσεις. Κι έπειτα, το 1970, σε ένα κλαμπάκι του Καναδά, επανασύστησε τους Sonny & Cher ως οικοδεσπότες ενός κωμικού σόου ανάκατου με τραγούδια.

Επρόκειτο για ρίσκο: σε κάποια clubs, π.χ., έπαιξαν μόλις για 45 άτομα. Εντούτοις, επέμειναν. Και τον Αύγουστο του 1971 δόθηκε η ευκαιρία να μεταπηδήσουν στην τηλεόραση, στο πανεθνικής εμβέλειας κανάλι CBS, όπου και βρήκαν μια νέα, δεύτερη ζωή. Βέβαια, η εκπομπή "The Sonny & Cher Comedy Hour" σήκωσε συζητήσεις ήδη από τα πρώτα επεισόδια, αφού οι πιο συντηρητικοί σοκαρίστηκαν που η Cher έδειχνε τον αφαλό της, φορώντας ρούχα φανταχτερά, σχεδιασμένα από τον Bob Mackie –μια κομβική συνεργασία, στην οποία οφείλουμε την ενδυματολογική υπερπαραγωγή που τόσο συχνά, πλέον, συσχετίζουμε με το όνομά της. Τελικά, όμως, εκατομμύρια Αμερικανών στήριξαν το σόου για 4 σεζόν, ως τον Μάρτιο του 1974. Με τη σειρά της, η επιτυχία αυτή δημιούργησε ζήτηση για ζωντανές εμφανίσεις στο Λας Βέγκας, οι οποίες αμείβονταν πλουσιοπάροχα.
Το "Comedy Hour" δεν κέρδισε ποτέ την εκτίμηση των πιο ακριβοθώρητων κριτικών, που έβλεπαν τέτοιες παραγωγές είτε ως ανούσια μικροαστική ρουτίνα, είτε ως τηλεοπτικά σκουπίδια. Άλλωστε, δεν παρουσίαζαν κάτι που δεν είχε ξαναγίνει, ούτε παρίσταναν ότι ήταν οι νέοι Lunt & Fontanne: έκαναν σκετσάκια και τραγουδούσαν, τραγουδούσαν κι έκαναν σκετσάκια, η Cher λάνσαρε πλήθος φορέματα ή/και περούκες και μαζί υποδέχονταν διάσημους καλεσμένους. Σαν τον ηθοποιό Μπαρτ Ρέινολντς, λ.χ., με τον οποίον γύρισαν μία από τις ωραιότερες στιγμές της 2ης σεζόν.

Ο καλλιτεχνικός ορίζοντας ήταν όντως μικρός. Μέσα στα σύνορά του, πάντως, έλαμψε μια αληθώς θελκτική χημεία, αρκετή ώστε να χαρίσει ένα "κάτι" στο κατά τα λοιπά ελαφρύ βαριετέ τους. Ασφαλώς, αρκετά από τα αστεία έχουν πλέον παλιώσει· όμως οι θεατές του 21ου αιώνα δεν αποκλείεται να γελάσουν με την ενίοτε ανελέητη αυτοπαρωδία τους. Ωραία, επίσης, ήταν συχνά και η διάδρασή τους με τους επισκέπτες. Στο πρώτο επεισόδιο της 3ης σεζόν, ας πούμε, ο μικρός Michael Jackson (μέλος, ακόμα, των Jackson 5) λέει ότι θέλει να γίνει είτε αστροναύτης, είτε κυβερνήτης της Τζόρτζια, προτού γυρίσει στον Sonny και τον ρωτήσει τι θα γίνει αυτός, όταν μεγαλώσει.
Κάπου στην όλη διαδικασία, ωστόσο, η Cher άλλαξε –κι άρχισε να αποζητά μεγαλύτερη ελευθερία, την οποία ο Sonny δεν ήταν διατεθειμένος να της δώσει: "ως άνθρωπος, δεν πήγαινα πουθενά", θα έλεγε αργότερα, "κι επιθυμούσα να αναπτυχθώ". Έτσι, το τέλος της εκπομπής τους δεν ήρθε λόγω κατρακύλας στις ακροαματικότητες, αλλά εξαιτίας της ρήξης στον γάμο τους (Οκτώβριος 1972), η οποία έγινε οριστική όταν η Cher έγινε ζευγάρι με τον συνιδρυτή της Asylum Records, David Geffen, και ζήτησε διαζύγιο (Φεβρουάριος 1974), κάνοντας μήνυση στον Sonny για τα οικονομικά της συνεργασίας τους. Με τη σειρά του, εκείνος τη μήνυσε για διαφυγόντα κέρδη κι έσπευσε να λανσάρει το σόλο τηλεοπτικό σόου "Sonny Comedy Revue", τον Σεπτέμβριο του 1974. Είχε ακριβώς την ίδια φόρμουλα με το "Comedy Hour", μείον τη Cher, γι' αυτό και το πήρε κατάκαρδα όταν το ABC του ανακοίνωσε ότι το ακυρώνει (Δεκέμβριος 1974), λόγω χαμηλής τηλεθέασης.

Η Cher, πάλι, δεν βιάστηκε. Πήρε τον χρόνο της κι έπειτα έκανε ένα διάσημο εξώφυλλο για το περιοδικό "Time", πριν επιστρέψει στο CBS με το δικό της σόου (ονόματι απλά "Cher"), τον Φεβρουάριο του 1975. Από εκεί πέρασε ο David Bowie, ο Elton John, ο Liberace, γρήγορα, όμως, έχασε την αρχική του δυναμική. Η Cher, εντωμεταξύ, δυσανασχετούσε με το βάρος υποχρεώσεων που παλιά φρόντιζε ο Sonny, ενώ και οι ιθύνοντες του CBS ανακάλυψαν ότι δεν ήταν βολική συνεργάτιδα: όταν, λ.χ., επεσήμαναν ότι η γκαρνταρόμπα της γινόταν υπερβολικά αποκαλυπτική, απάντησε πως τα ρούχα της τα φορούσε, δεν τη φορούσαν. Οι πηχιαίοι τίτλοι των κοσμικών στηλών, επίσης, για τον φλογερό της έρωτα με τον Gregg Allman –έναν μακρυμάλλη ροκ σταρ μπλεγμένο στα ναρκωτικά– δεν βοηθούσαν την εικόνα ενός βαριετέ απευθυνόμενου στη μικροαστική Αμερική. Παρά ταύτα, εκείνη τον παντρεύτηκε (Ιούνιος 1975), αδιαφορώντας για τον πιθανό αντίκτυπο.
Ενώ έτρεχε η δεύτερη σεζόν, το φθινόπωρο του 1975, η κουρασμένη απ' όλα αυτά Cher πήγε και βρήκε τον Sonny και του πρότεινε να ξανασυνεργαστούν. Μαζί, λοιπόν, κατέληξαν σε μια πολυσύνθετη συμφωνία για τηλεόραση και συναυλίες κι απέσυραν τις μηνύσεις. Το "Cher" πρόβαλλε το τελευταίο του επεισόδιο τον Ιανουάριο του 1976 και τον Φεβρουάριο ξεκίνησε το ολοκαίνουριο "The Sonny & Cher Show". Εκατομμύρια άνθρωποι συντονίστηκαν τότε στο CBS για να τους δουν ξανά μαζί και να ακούσουν τα δηκτικά τους σχόλια, με τα οποία διακωμωδούσαν τις μεταξύ τους τρικυμίες και τις νέες τους, χωριστές ζωές. Σήμερα, η πρεμιέρα αυτή θεωρείται ως μία από τις δέκα πιο δημοφιλείς στιγμές στην ιστορία της μικρής οθόνης.

Όμως η μαγεία δεν κράτησε. Το ενδιαφέρον του πολύ κόσμου είχε, πια, εξαντληθεί και δεν ξανατονώθηκε, παρότι το σόου άλλαξε ώρα δύο φορές. Μετά από δύο σεζόν, που έκλεισαν με μια υπέροχη εμφάνιση της Tina Turner (Μάρτιος 1977), το CBS τράβηξε την πρίζα. Οι Sonny & Cher, εντωμεταξύ, βγήκαν σε περιοδεία, με τις σχετικές συναυλίες να ολοκληρώνονται τον Δεκέμβριο. Εκεί, μπήκε και η οριστική τελεία της ιστορίας τους, αν και το 1979 έκαναν μια εμφάνιση-έκπληξη στα τηλεοπτικά πλατώ του Mike Douglas Show.
Η Cher συνέχισε (ως γνωστόν) στο τραγούδι και στον κινηματογράφο, ενώ ο Sonny στράφηκε στην ηθοποιία και ύστερα στην πολιτική, καταφέρνοντας να εκλεγεί Δήμαρχος του Παλμ Μπιτς (1988), αλλά και Γερουσιαστής με τους Ρεπουμπλικάνους (1994). Εν καιρώ, οι σχέσεις τους εξομαλύνθηκαν και τον Νοέμβριο του 1987 έκαναν μία αναπάντεχη επίσκεψη στο περίφημο "Late Night" του David Letterman, τραγουδώντας το "I Got You Babe". Ήταν και η τελευταία, ωστόσο. Τον Ιανουάριο του 1998, ενώ έκανε σκι σε χειμερινό θέρετρο των Η.Π.Α., ο Sonny έπεσε με φόρα πάνω σε ένα δέντρο και σκοτώθηκε, στα 62 του χρόνια. Τον επικήδειό του δεν εκφώνησε η τρίτη του σύζυγος, αλλά η Cher. Η οποία, με δάκρυα στα μάτια, τον αποχαιρέτησε ως τον "πιο αξέχαστο" χαρακτήρα της ζωής της.
Μια σύντομη ματιά στη Sonny & Cher δισκογραφία
Look At Us [Atco, 1965]
Με το "I Got You Babe" κι ένα συζητημένο εξώφυλλο, έγινε ο πιο διάσημος κι εμπορικός τους δίσκος. Οι φωνές, βέβαια, ηχούν άγουρες, ενώ η γενικότερη αισθητική δείχνει ξεπατικωμένη από τον Phil Spector. Παρ' όλα αυτά, το αποτέλεσμα κρίνεται συμπαθητικό: το "Sing C'est la Vie" έχει την πλάκα του, ενώ το "Just You" αποτελεί άξιο δείγμα της sunshine pop της εποχής.

The Wondrous World Οf [Atco, 1966]
Άνισο σύνολο, στημένο με τη συνταγή του προκατόχου του. Σκίζουν διασκευάζοντας το "Leave Me Be" των Zombies (από τα καλύτερα πράγματα που έκαναν μαζί), τα καταφέρνουν στο "What Now My Love", μα κανείς δεν είχε ανάγκη να τους ακούσει ντουέτο στο "Summertime" ή να αναπαράγουν το "I Got You Babe" ("But You're Mine"). Όσο κι αν φαίνεται περίεργο, είναι ο Sonny που φέρνει αίσθηση ισορροπίας, παίρνοντας πάνω του το προαναφερθέν μανιφέστο του "Revolution Kind", αλλά και το "Laugh At Me".
In Case You're In Love [Atco, Μάρτιος 1967]
Στο όριο, πλέον, των δυνατοτήτων τους ως γκρουπ που ανακύκλωνε τις pop/rock κατακτήσεις του Phil Spector, καμουφλάρουν διάφορες αδυναμίες κάτω από το δοξασμένο "The Beat Goes On" –ίσως το καλύτερό τους ορίτζιναλ κομμάτι. Κατά τα λοιπά, αφθονούν τα δεύτερα τραγούδια, παρά το σποραδικό ενδιαφέρον που καταγράφεται π.χ. στο "Love Don't Come" ή σε μια συμπαθητική διασκευή στο "Stand By Me".

Good Times soundtrack [Atco, Μάιος 1967]
Κάπως πιο συγκροτημένο από την ταινία που ανατίναξε όσα αναχώματα είχε στήσει το "The Beat Goes On" απέναντι στην επέλαση των ριζοσπαστικότερων όψεων της αντικουλτούρας των 1960s, αλλά όχι και αισθητά καλύτερο. Αξίζει, ωστόσο, η ηλιολουσμένη ποπ του "It's The Little Things", έστω κι αν δεν είναι παρά μία ακόμα επιτυχώς ανακυκλωμένη σπεκτοριάδα.
Live [Kapp/MCA, 1971]
Δεν έχω καταφέρει να το διασταυρώσω, μάλλον, όμως, έχει υλικό από δύο εμφανίσεις στο Westside Room του ξενοδοχείου "Century Plaza", στο Λος Άντζελες. Είναι Απρίλιος 1970, τρία χρόνια μετά την καταστροφή του "Good Times" και οι Sonny & Cher κάνουν, πλέον, βαριετέ, με σποραδικές στιγμές ενδιαφέροντος ("What Now My Love", "I Got You Babe", "Danny Boy", κ.ά.).

Nitty Gritty Hour [View Video, 1991]
Υλικό, λέει, του 1970, από μια σπέσιαλ τηλεοπτική εμφάνιση, που πρωτοδημοσιεύτηκε σε βιντεοκασέτα, πριν βγει και σε DVD. Προσωπικά, πάντως, θεωρώ ότι βρισκόμαστε στο 1971, λίγους μήνες πριν ξεκινήσει το "Sonny & Cher Comedy Hour", αφού είναι η δική του φόρμουλα που αναπαράγεται εδώ. Ο Sonny έχει αλλάξει το Beatles κούρεμα και ντύνεται ευυπόληπτα –με σακάκι και παπιγιόν– ενώ η Cher τα έχει βρει με τα μακριά φορέματα. Κατά τα λοιπά, τίποτα το ξεχωριστό.
All I Ever Need Is You [Kapp/MCA, 1972]
Με το "Comedy Hour" να τους έχει τυλίξει σε μια τηλεοπτική αύρα, η κριτική της εποχής αδιαφόρησε γι' αυτήν την επιστροφή στη δισκογραφία, για την οποία αφέθηκαν στα χέρια του παραγωγού Snuff Garrett. Η Cher, πιο ώριμη κι ενδιαφέρουσα ως τραγουδίστρια, απογειώνει τη διασκευή στο "All I Ever Need Is You" του Ray Charles, αλλά αληθινό διαμαντάκι του άλμπουμ είναι το γραμμένο από τον Sonny "A Cowboy's Work Is Never Done", που τους χάρισε μια τελευταία top-10 επιτυχία. Η υπόλοιπη διάρκεια κρατά το ενδιαφέρον, έστω και με μετρίως συμπαθητικές στιγμές.

Mama Was A Rock And Roll Singer, Papa Used To Write All Her Songs [Kapp/MCA, Φεβρουάριος 1973]
Ευτυχούν να έχουν τους Jeff Porcaro (ντραμς) & David Paich (synths) των Toto στην ορχήστρα και να μη στηρίζονται μόνο στη ματιά του Sonny, στα της παραγωγής. Κάνουν, όμως, μια τρύπα στο νερό: τα φωνητικά της Cher δεν φαίνονται σωστά τοποθετημένα, ενώ ο δίσκος καταρρέει θεαματικά από το (χάλια) ομώνυμο τραγούδι και μετά. Διασώζονται, πάντως, τα "I Believe In You" και "Rhythm Of Your Heartbeat", που, ΟΚ, φοβερά τραγούδια δεν τα λες, μα διαθέτουν μελωδική γλύκα με αντοχή στον χρόνο.
Live Vol. 2 - In Las Vegas [Kapp/MCA, Δεκέμβριος 1973]
Υλικό από τις εμφανίσεις του Ιουλίου-Αυγούστου 1973 στο ξενοδοχείο "Sahara" του Λας Βέγκας, που θα ήταν χάρμα εάν συνοδευόταν και από εικόνα (η τεχνολογία υπήρχε, μα ήταν πανάκριβη). Γιατί, παρότι πρόκειται για προϊόν μιας περιόδου γκρεμίσματος της σχέσης τους, αποτυπώνεται ως δεμένο και ενίοτε φορτσάτο λάιβ, εντός, πάντα, της βαριετέ ρουτίνας. Ο μονόλογος μετά το "Superstar" δείχνει τη χημεία του πρώην ζεύγους, ο Sonny αποτολμά να πει το "Bang Bang (My Baby Shot Me Down)", ενώ το "Brother Love's Travelling Salvation Show" του Neil Diamond βγήκε πολύ καλύτερο, συγκριτικά με τη στούντιο ηχογράφηση, λίγους μήνες πριν.