
Με δύο σε γενικές γραμμές επιτυχημένες συναυλίες στην "Αίθουσα Χρήστος Λαμπράκης" του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών ξεκίνησαν την φετινή καλλιτεχνική περίοδο η Εθνική Συμφωνική Ορχήστρα της ΕΡΤ και ο διευθυντής της Μιχάλης Οικονόμου. Αμφότερες πιστοποίησαν τα βήματα προόδου, τα όρια αλλά και το ενδιαφέρον αυτής της κοινής διαδρομής, που όμοιά της έχει καιρό να γνωρίσει η χώρα (με την εξαίρεση ίσως της Καμεράτας και του Γ. Πέτρου).
Ως γνωστόν, στην Ελλάδα οι αρχιμουσικοί-διευθυντές των συμφωνικών ορχηστρών διορίζονται συνήθως από το κράτος, ερήμην των μουσικών τους. Το καλλιτεχνικό στίγμα τέτοιων συνεργασιών οφείλεται συχνά λιγότερο στις ικανότητες των πρώτων και περισσότερο στη χημεία τους (ή αυτήν των μετακαλούμενων ομολόγων τους) με τα σύνολα. Εδώ και ενάμιση χρόνο η συνεργασία ΕΣΟ ΕΡΤ και Οικονόμου έχει δώσει μερικά εξαιρετικά ενδιαφέροντα συναυλιακά δείγματα, κυρίως γιατί το αθηναϊκό σύνολο, χωρίς να συγκαταλέγεται μεταξύ των καλύτερων, καταφέρνει να υπερβαίνει εαυτόν, ενίοτε δε να μεταμορφώνεται υπό τη μπαγκέτα του συγκεκριμένου αρχιμουσικού. Το όλο προβάλλει ως προϊόν συστηματικής και στοχευμένης δουλειάς, και μάλιστα στο βασικό ρεπερτόριο, κάτι διόλου αυτονόητο! Οι δύο πρώτες φετινές συναυλίες επιβεβαίωσαν τα προρηθέντα και το πόσο ο Οικονόμου είναι αυτό που λένε οι Γάλλοι "dresseur d’orchestres" [εκπαιδευτής ορχηστρών], χωρίς, πάντως, να ενθουσιάσουν.
Τις προάλλες (27/11), την τιμητική της είχε η γαλλική μουσική και μάλιστα με δύο από τα εμβληματικότερα -αν και διόλου απλά- δείγματά της.
Τη βραδιά άνοιξε το υποβλητικό "Ρέκβιεμ" του Φωρέ, στην απόδοση του οποίου συνέπραξαν η Χορωδία της ΕΡΤ και ως σολίστ η υψίφωνος Μαίρη Γουγούση και ο βαρύτονος Τάσης Χριστογιαννόπουλος. Το έργο ακούσθηκε στην εκδοχή του 1901 για πλήρη ορχήστρα και σχετικά ευμέγεθες χορωδιακό σύνολο.
Χωρίς να είναι ανεπίληπτη, η σύγχρονου στίγματος ερμηνεία υπήρξε σίγουρα μία από τις εντελέστερες που έχουν προσφερθεί στο έργο αυτό από ελληνικά σύνολα, κυρίως λόγω της προσπάθειας του Οικονόμου να επιτύχει την τόσο καθοριστική εν προκειμένω διαφάνεια ήχου σε επίπεδο τόσο ορχήστρας όσο και χορωδίας. Ρευστές ταχύτητες, λεπταίσθητες δυναμικές, αυστηρός έλεγχος του λιτού μουσικού συντακτικού και νηφαλιότητα έκφρασης επέτρεψαν να γίνει αντιληπτό το εντελώς ιδιαίτερο στίγμα της άκρως υποβλητικής θρησκευτικής σύνθεσης, που εγείρει περισσότερο συναισθήματα κατάνυξης και ηρεμίας παρά πένθους.
Η εκτέλεση ήχησε, βέβαια, αρκετά ελεγμένη και σφιγμένη εκφραστικά, όχι τόσο "φυσική" και αβίαστη, όσο ίσως θα έπρεπε. Σε κάθε περίπτωση, κρατάει κανείς την άρτια απόδοση της ορχήστρας (με καλλιεπή κόρνα υπό τον Αντώνη Λαγό), το προσεγμένο -αν και ενίοτε οριακά ακριβές και εστιασμένο- χορωδιακό τραγούδι (μουσική διδασκαλία: Νεκταρία Παλέτσου) και τις εξαιρετικές παρεμβάσεις των δύο σολίστ. Παρότι δεν διαθέτει το αγγελικό, λεπτό ηχόχρωμα που δικαιώνει το "Pie Jesu", η Γουγούση το απέδωσε με ευαισθησία, χωρίς οπερατικές εξάρσεις. Ο Χριστογιαννόπουλος πάλι διέθετε το ...ιδανικό τίμπρο βαρυτόνου για το έργο. Και μόνο για την ολιγόλεπτη συμμετοχή του στο υποβλητικό "Hostias" και το συγκινητικό "Libera me", η συγκεκριμένη βραδιά αξίζει να μείνει χαραγμένη στη μνήμη!
Παραδόξως, αμηχανία προκάλεσε, αμέσως μετά το διάλειμμα, η εκτέλεση της μεγαλειώδους 3ης Συμφωνίας ("του εκκλησιαστικού οργάνου") που έγραψε ο Σαιν-Σανς στο απόγειο της ωριμότητάς του, για όσους τουλάχιστον ακόμη θυμόμαστε τη θαυμάσια ερμηνεία του έργου που είχε προσφέρει στην ίδια αίθουσα το 2016 ο Οικονόμου με την ΚΟΑ και σολίστ τον περίφημο Τιερρύ Εσκαίς, έστω κι αν αυτή είχε σκιασθεί από την αδόκητη βλάβη του οργάνου! Γράφαμε τότε: "Αυτό που εντυπωσίασε ήταν η κυριολεκτικά εκπληκτική απόδοση της ΚΟΑ, που οφείλει πολλά στην ψαγμένη διεύθυνση του Οικονόμου. Ο αρχιμουσικός εκμαίευσε από τους μουσικούς παίξιμο μεγάλης διαφάνειας, ακρίβειας και συντονισμού, με θαυμάσιες διακυμάνσεις ταχυτήτων και δυναμικής, προσεγμένη φραστική και ανάδειξη λεπτομερειών, που δικαίωσαν δομή (θεματικές μεταμορφώσεις) και περιεχόμενο της πυκνότατης, απαιτητικής παρτιτούρας. Ο ισορροπημένος συνδυασμός ευγένειας και ορμής, κατάνυξης και μεγαλοπρέπειας συνέβαλε στην εξαιρετική προβολή των αντιθέσεων της ανήσυχης δραματουργίας!".
Δυστυχώς, ελάχιστα από αυτά έγιναν ορατά στην πρόσφατη συναυλία με την ΕΣΟ ΕΡΤ. Το πρόβλημα εστιάσθηκε κυρίως στο πρώτο μέρος, λόγω των υπερβολικά αργών ταχυτήτων που οριοθέτησαν ένα διστακτικό βηματισμό και μία εκ του ασφαλούς -παρότι προσεγμένη- έκθεση του μελωδικού θεματικού υλικού, συμβάλλοντας να διαρκέσει η εκτέλεση …10 ολόκληρα λεπτά περισσότερο απ’ό,τι είθισται! Να οφειλόταν, άραγε, σε εμμονικό σεβασμό των σαφών αγωγικών ενδείξεων (adagio – poco adagio) ή σε δυσκολία της ορχήστρας να αποκωδικοποιήσει το ιδιαίτερο μουσικό συντακτικό; Παρά την ακρίβεια της διεύθυνσης και τις ωραίες κατά τόπους συνεισφορές των κορυφαίων των ξύλινων (Μακρή, Κοντός, Πριόβολος) ή των υποομάδων των χάλκινων, το όλο υπολειπόταν διαρκώς σε ένταση, στερούμενο εσωτερικού παλμού…
Το δεύτερο μέρος με την πληθωρική αντιστικτική ανάπτυξη κύλησε επιτυχέστερα, με μεγαλύτερο σφρίγος, ωραία προβολή των διαφορετικών διαθέσεων της γραφής και θαυμάσια παρουσία του εκκλησιαστικού οργάνου. Η σολίστ Ελένη Κεβεντσίδου ανέδειξε τις πολυποίκιλες ηχητικές δυνατότητες του "βασιλιά των οργάνων", με τις άλλοτε μεγαλόπρεπες και θριαμβικές, άλλοτε πιο διακριτικές -όπως είχε πράξει στο πρώτο μέρος, συνοδεύοντας το αργό θέμα των εγχόρδων- παρεμβάσεις της.

Στις 31/10, η πρώτη φετινή συναυλία της ΕΣΟ ΕΡΤ ξεκίνησε με την εικοσάλεπτης διάρκειας σύνθεσης του Αλέξη Πορφυριάδη "For 54". Η καλογραμμένη, ατμοσφαιρική αυτή άσκηση πάνω στα ηχοχρώματα υπέβαλε ψυχολογικούς τόπους, χωρίς να αποφύγει, πάντως, μια κάποια στατικότητα.
Ακολούθησε το "Τριπλό κοντσέρτο (για βιολί, βιολοντσέλο και πιάνο" του Μπετόβεν, έργο το οποίο δεν ακούμε συχνά. Η εκτέλεση κέντρισε το ενδιαφέρον, γιατί οι 3 σολίστ, ο βιολιστής Φαίδων Μηλιάδης, ο βιολοντσελίστας Αλέξης Καραϊσκάκης-Νάστος και η πιανίστα Αλεξία Μουζά αποτελούν μέλη του Τρίο "El Greco", ενός από τους συνεπέστερους σχηματισμούς μουσικής δωματίου της χώρας.
Και ήταν η εμπειρία τους σ’αυτό το πολύτιμο είδος μουσικής (πχ. ως προς την καθαρότητα άρθρωσης των επιμέρους "φωνών") που σφράγισε την αξιοπρόσεκτη ερμηνεία μαζί με άλλα δύο δεδομένα: τη διαφορετική ηχητική εικόνα βιολιού και βιολοντσέλου από το πιάνο και τη θαυμάσια ορχηστρική συνοδεία που εκμαίευσε ο αρχιμουσικός. Το λυρικό στίγμα της ερμηνείας οριοθέτησε ο εξαιρετικά φωτεινός και ευαίσθητος ήχος του Μηλιάδη και -κυρίως- του Καραϊσκάκη-Νάστου (έστω και με κάποιες ορθοτονικές επισφάλειες στην αρχή του δεύτερου μέρους), η εκπληκτική προσαρμογή του μεγάλου -αυθεντικά μπετοβενικού- ήχου της Μουζά σ’αυτόν των συνοδοιπόρων της, χωρίς όμως ρυθμικές εκπτώσεις και άμβλυνση της αναγκαίας κρουστής διάστασης του πιάνου, και η ποιότητα του μεταξύ τους διαλόγου (ιδίως στο largo). Αντλώντας από το μεσαίο ορχηστρικό κλιμάκιο της ΕΣΟ ΕΡΤ ήχο μαλακό, "στρογγυλό" και απόλυτα εστιασμένο και υιοθετώντας εύροα τέμπι, ο Οικονόμου διασφάλισε και σε επίπεδο συνοδείας τις κρίσιμες ποιότητες μουσικής δωματίου.
Την ανάλαφρη, νεανικής ζωντάνιας ερμηνεία απογείωσε η κινητικότητα και το σφρίγος του παιξίματος στο καταληκτικό rondo alla polacca, όπου κομβική στάθηκε και πάλι η αξιοζήλευτη στάθμιση των δυναμικών και ο έλεγχος της γραμμής από την Μουζά!
Το δεύτερο μέρος του προγράμματος καλύφθηκε ευπρόσδεκτα με τρεις από τις σημαντικότερες εισαγωγές σε όπερες του Ρίχαρντ Βάγκνερ, εγχείρημα δύσκολο αλλά και αναγκαίο για κάθε ορχήστρα που θέλει να κάνει βήματα προόδου. Με δεδομένη την ελλιπή σχετική τριβή του συνόλου αλλά και την ηχητική του ταυτότητα (ιδίως στα έγχορδα), θα ήταν άδικο να αναμένει κανείς ερμηνείες γερμανικής στιβαρότητας και μεγαλοπρέπειας. Η μουσική διεύθυνση του Οικονόμου εντασσόταν, εξάλλου, εν προκειμένω, μάλλον στην εξίσου σπουδαία -πλην διαφορετική- βαγκνέρια προσέγγιση ενός Τοσκανίνι, που εστίαζε στη διαύγεια ήχου και δομής και σε σβέλτες ταχύτητες.
Κάπως αναπάντεχα, τις λιγότερο καλές εντυπώσεις άφησε η άκρως απαιτητική πρώτη εισαγωγή, αυτή των "Αρχιτραγουδιστών της Νυρεμβέργης", η επισημότητα βηματισμού της οποίας προβλήθηκε ατελώς – λόγω ελλιπούς προετοιμασίας ή ενδεχομένως "κακιάς στιγμής"; Το μεγαλύτερο πρόβλημα εδώ έγκειτο αφενός στην ατελέστατη ώσμωση στον ήχο της ορχήστρας αυτού των εγχόρδων και των χάλκινων (παρά τις καλές επιδόσεις των τελευταίων και δη των τρομπονιών), αφετέρου στα πολύ γρήγορα τέμπι του αρχιμουσικού, που αδυνατούσαν να ακολουθήσουν τα έγχορδα…
Αντιθέτως, εξαιρετική από κάθε άποψη και αφηγηματικά ρευστή υπήρξε η ερμηνεία της εισαγωγής στον "Ριέντσι", στην οποία και πάλι ευχαρίστησαν τα χάλκινα (θαυμάσιο εναρκτήριο σόλο τρομπέτας του Σπύρου Αρκούδη, προσεγμένα κόρνα, λαμπερά τρομπόνια), κυρίως όμως η εμφανής δουλειά που έγινε με τα έγχορδα και τη φραστική τους.
Η επαρκής διαφάνεια ήχου των εγχόρδων (καλό σόλο του εξάρχοντα Οδυσσέα Κορέλη) και οι ωραίες συνεισφορές των καλλιεπών ξύλινων αξιοποιήθηκαν κυρίως στην εξίσου επιτυχημένη, ευπρόσδεκτα αέρινη απόδοση της εισαγωγής στον "Τανχώυζερ". Οι σχετικά γοργές ταχύτητες και οι φροντισμένες δυναμικές διασφάλισαν εντελέστερα το ντράιβ παρά το μυστήριο και την ανάταση της μουσικής. Στο φινάλε, πάντως, τα βιολιά άγγιξαν και πάλι τα όριά τους…
Λεζάντα πρώτης φωτογραφίας: Στιγμιότυπο από την ερμηνεία του "Ρέκβιεμ" του Φωρέ από την Εθνική Συμφωνική Ορχήστρα και Χορωδία της ΕΡΤ υπό τη διεύθυνση του Μιχάλη Οικονόμου – εκατέρωθεν του αρχιμουσικού διακρίνονται οι δύο σολίστ, η υψίφωνος Μαίρη Γουγούση και ο βαρύτονος Τάσης Χριστογιαννόπουλος ("Αίθουσα Χρήστος Λαμπράκης" Μεγάρου Μουσικής Αθηνών, 27/11) © Ιδιωτική φωτογραφική λήψη