
Λίγο μας χωρίζει, πια, από την πρώτη πανελλήνια εκτέλεση του "The Last Anthem" (Δευτέρα 18/11), που σου ανατέθηκε από το Φεστιβάλ Μουσικής Κωνσταντινούπολης και το Ίδρυμα Τεχνών & Πολιτισμού Κωνσταντινούπολης. Έχεις κάποια ιδιαίτερη σύνδεση με τη θρυλική Πόλη; Πώς έκλεισε αυτή η συνεργασία;
Η συνεργασία αυτή έκλεισε με έναν συνδυασμό τύχης και πρόθεσης. Με τη διευθύντρια του Φεστιβάλ Μουσικής Κωνσταντινούπολης, Efruz Çakirkaya, γνωριστήκαμε στο "Barbican Centre" του Λονδίνου, σε μια συναυλία της Ορχήστρας του BBC. Είχε τύχει απλά οι προσκλήσεις μας να είναι σε διπλανές θέσεις. Νιώσαμε, όμως, μια περίεργη οικειότητα μεταξύ μας και ξεκινήσαμε να συζητάμε, ιδιαίτερα όταν καταλάβαμε από ποιες χώρες καταγόμαστε.
Διατηρήσαμε μια επαφή μέσα στα χρόνια και παρακολούθησε τη δουλειά μου, ώσπου έφτασε με έναν τρόπο φυσικό η στιγμή της συνεργασίας μας. Είμαι ο πρώτος Έλληνας στον οποίο έγινε ανάθεση από το Ίδρυμα Πολιτισμού & Τεχνών της Κωνσταντινούπολης, κι αυτό με τιμά ιδιαίτερα. Μέρος της ανάθεσης ήταν η πρόσκλησή μου στην Πόλη, ώστε να γνωρίσω την κουλτούρα τους από κοντά. Είναι πραγματικά φιλόξενοι οι Τούρκοι του καλλιτεχνικού κόσμου. Οι Έλληνες έχουμε να μάθουμε κάτι από αυτό.
Σταδιακά, άρχισα να γνωρίζω κι άλλα άτομα και να περνάω χρόνο στην Πόλη. Μέχρι που άρχισε να γίνεται ένα νέο σπίτι για τη μουσική μου. Δεν μπορώ να περιγράψω το πόσο οικεία νιώθω εκεί. Είναι σαν να με καλεί κοντά της. Νιώθω, δηλαδή, ότι αυτή είναι μια μεγάλη αρχή για 'μένα: ένα παράθυρο προς την Ανατολή.
Το έργο έχει ως αφορμή την επέτειο των 100 χρόνων της Συνθήκης της Λωζάννης (1924) και στοχεύει στην ενίσχυση των ελληνοτουρκικών πολιτιστικών δεσμών. Είσαι αισιόδοξος, γενικότερα, για το τι μπορεί να φέρει το μέλλον στις σχέσεις δύο χωρών που έχουν μάθει να είναι αντίπαλες;
Είμαι αισιόδοξος και η ελπίδα πέφτει στις νέες γενιές. Οι νέοι Έλληνες του σήμερα δεν έχουν να χωρίσουν τίποτα με τους αντίστοιχους Τούρκους. Για όλα ευθύνεται η πολιτική, όχι ο λαός. Και στο πεδίο της τέχνης τα πράγματα είναι ακόμα πιο ανοιχτά. Μπορώ να σας πω ότι ο σεβασμός που λαμβάνω από την Κωνσταντινούπολη για τη μουσική μου είναι πρωτοφανής. Δεν το έχω δει πουθενά αλλού, σε τέτοιον βαθμό.
Το έργο μας, λοιπόν, είναι για τους ανθρώπους και για τις κοινές ρίζες, είναι με όραμα την ένωση μπροστά στην απώλεια του θρήνου, είναι πάνω από κάθε πολιτική διάσταση. Ένα άλλο τιμητικό γεγονός είναι πως το Φεστιβάλ Μουσικής της Κωνσταντινούπολης έδωσε τον τίτλου όλου του Φεστιβάλ προς τιμήν του έργου μου. Φανταστείτε πόσο όμορφο είναι αυτό.

Για το "The Last Anthem" στηρίχτηκες στην ποίηση του Κώστα Καρυωτάκη και του Γιουνούς Εμρέ, σε μοιρολόγια της τούρκικης παράδοσης, αλλά και στη βυζαντινή Νεκρώσιμη Ακολουθία. Έτσι, ενώ εκπέμπεις ένα μήνυμα για τους ανθρώπους του αύριο σε Ελλάδα και Τουρκία, φτιάχνεις, ταυτόχρονα, και κάτι σαν επικήδειο για όσους προηγήθηκαν. Προσωπικά, έχοντας έναν παππού που ξεριζώθηκε από το χωριό του στον Πόντο, το βρίσκω ιντριγκαδόρικο. Εσύ, όμως, πώς κατέληξες σε αυτές τις αποφάσεις για τον χαρακτήρα του έργου;
Κάποια φορές, τα δεδομένα καθορίζουν σημαντικά τη δημιουργία. Το έργο αυτό είναι ανάθεση της Τουρκίας με μια ανοιχτότητα προς την Ελλάδα. Το ίδιο το Ίδρυμα μου εξέφρασε ότι μπορώ να χρησιμοποιήσω και μόνο ελληνικά, αν το επιθυμώ. Όμως δεν το επιθυμώ. Ήθελα να φτιάξω ένα ψηφιδωτό σε τρεις γλώσσες: αγγλικά, τουρκικά και ελληνικά.
Ο πυρήνας του έργου είναι ένα ποίημα του Καρυωτάκη με τίτλο "Όταν Άνθη Εδένατε". Είναι από τα πιο ωραία ποιήματα που έχω διαβάσει ποτέ. Κι όμως, στο έργο το ακούς σε μετάφραση στα αγγλικά και στα τουρκικά! Τι ωραίο που είναι αυτό! Έχεις ένα ποίημα ελληνικό και το τραγουδούν σε δύο άλλες γλώσσες. Αυτό είναι η πραγματική ανταλλαγή πολιτισμών. Όπως και το ποίημα του Εμρέ: ενώ η χορωδία το τραγουδά στα τουρκικά, η μελωδία είναι επηρεασμένη από ψαλμούς της Μεγάλης Εβδομάδας. Ίσως φαντάζει ιντριγκαδόρικο, αλλά οι προθέσεις του έχουν βάθος και στόχο.
Πριν το "The Last Anthem", το κοινό που θα παραβρεθεί στο αμφιθέατρο "Ιωάννης Δεσποτόπουλος" του Ωδείου Αθηνών θα ακούσει το "Lux Aeterna" του Μorten Lauridsen, το οποίο επίσης παίζεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα. Με ποιο σκεπτικό το διάλεξες; Διακρίνεις συγγένειες με τη δική σου δουλειά;
Για να είμαι ειλικρινής, δεν υπάρχει σχεδόν καμία μουσική συγγένεια. Και γι' αυτό το διαλέξαμε. Θέλαμε ένα έργο αντιφατικό με τη δική μου αισθητική. Είναι ένα έργο που μιλάει, όμως, για το φως και την ελπίδα. Τι πιο ωραία να ξεκινήσεις έτσι μια συναυλία, που κλείνει με έναν επικήδειο θρήνο.

Είσαι ο πρώτος Έλληνας στον οποίον ανέθεσε πρωτότυπη σύνθεση η Συμφωνική Ορχήστρα του BBC. Διάκριση που "γράφει" σε επίπεδο εντυπώσεων, όμως αντιπροσωπεύει κι ένα βιογραφικό για το οποίο φαντάζομαι ότι ακούς συχνά ότι δείχνει δυσανάλογο της ηλικίας σου. Ξέρω ότι αυτό που θα ρωτήσω έχει λίγο-πολύ απαντηθεί στο ντοκιμαντέρ "Dimitris Skyllas: Afterpop" του Δημήτρη Ζιβόπουλου (2022). Αλλά, για όσους δεν το έχουν δει, πώς φτάνει ως εκεί ένας νέος δημιουργός μεγαλωμένος στον Βόλο; Και πώς επιδρά η εμπειρία της ζωής στο Λονδίνο με τη σχέση που είχες κι έχεις με την Ελλάδα;
Ακούω συχνά ότι έχω κάνει πολλά πράγματα για τα 37 μου χρόνια. Και δεν θα το κρύψω, είναι αλήθεια. Όμως νιώθω ότι μόλις ξεκινάω, πως έχω κάνει ελάχιστα. Είμαι στην πολύ αρχή της πορείας μου. Έχω μεγάλο όραμα. Και θέλω να το πετύχω –κι ας πεθάνω προσπαθώντας, που λένε. Ξέρω ότι δεν κάνω ποπ κι αυτό έχει ένα τίμημα. Αλλά έχω υπομονή. Και στόχο. Η ποπ και οι καλλιτεχνικές μόδες της στιγμής είναι σαν τα πιόνια στο σκάκι: τα αφήνεις να βγουν μπροστά πρώτα, ενώ εσύ περιμένεις για τις μεγάλες κινήσεις.
Η επαρχία μου έδωσε πολλά. Ο Βόλος μου έμαθε να επικοινωνώ με τον συνάνθρωπο. Αυτό δεν θα συνέβαινε αν μεγάλωνα στο Λονδίνο. Η μικρή κλίμακα είναι το πιο ωραίο προσχέδιο για τη μεγάλη –τόσο στη ζωή μας, όσο και στα έργα μας. Ύστερα από 18 χρόνια στο Λονδίνο, μπορώ πλέον να έρχομαι και να περνάω χρόνο στην Ελλάδα κάνοντας ακριβώς αυτό που θέλω ως συνθέτης. Έχω τη χαρά να αναλαμβάνω μονάχα τις ευκαιρίες που με πάνε μπροστά. Είναι θέμα στάσης ζωής και ηθικής.
Διαβάζω ότι ακούς από Μadonna μέχρι ψαλμούς του 13ου αιώνα. Φαντάζομαι ότι υπάρχουν πολλά ακόμα, όμως θα ήθελα να μάθω περισσότερα για το τι θαυμάζεις στη "Βασίλισσα της Ποπ" και τι στα ιερά τραγούδια μιας μακρινής εποχής...
Δεν έχουν καμία σύνδεση μεταξύ τους. Οι ψαλμοί των παλαιών αιώνων έχουν βάθος και αιωνιότητα, η Μadonna όχι. Αλλά απολαμβάνω το φάσμα. Είναι σαν να έχω δύο περσόνες, οι οποίες συνυπάρχουν: αυτή του λόγιου κι αυτή του ποπ. Πλέον, έχω βρει μια ισορροπία μέσα μου. Αν έπρεπε να διαλέξω, όμως, θα άφηνα την ποπ στο λεπτό. Νιώθω πως ανήκω στην άλλη πλευρά.
Όσον αφορά τη Madonna, απολαμβάνω τη μουσική αφέλεια και την όρεξη της εποχής της, κάτι που έχει χαθεί, πλέον, από την ποπ. Έδωσε πολλά ως στάση ζωής κι άφησε και ωραία τραγούδια πίσω της. Φυσικά και δεν είναι Björk, ούτε και με έχει επηρεάσει συνθετικά. Αλλά τη σέβομαι.

Αλήθεια, ποιον δίσκο της Madonna θα μας πρότεινες;
Το "Confessions On A Dance Floor" (2005)!
Μετά τη συναυλία της Αθήνας, πώς θα κινηθείς; Μπορείς να ανακοινώσεις κάποια από τα σχέδια που κάνεις για όσα έρχονται;
Φυσικά. Έχουμε την τεράστια χαρά να παρουσιάσουμε το "The Last Anthem" στις Ηνωμένες Πολιτείες. Το έργο είναι παραγγελία της Τουρκίας με τους Cappella Romana, μια διεθνούς φήμης χορωδία λατρευτικής μουσικής. Μάλιστα, οι Αμερικανοί ήρθαν στην Κωνσταντινούπολη για να ακούσουν το έργο. Έχω μεγάλη ανυπομονησία για το πώς θα παρουσιαστεί εκεί. Παράλληλα, έχω δύο μεγάλες δουλειές για το 2025, για τις οποιες ανυπομονώ ειλικρινά. Η μία είναι στην Κωνσταντινούπολη!