Δήμος Μούτσης: Με το σφυγμό ενός παιδιού

Ο Δήμος Μούτσης πέθανε την Τετάρτη, στα 85 του χρόνια, αφήνοντας πίσω του ένα κενό για το οποίο, ωστόσο, μας είχε προειδοποιήσει.

Δήμος Μούτσης

Μου τη σπάει που πέθανε ο Μούτσης. Μου τη σπάει που πρέπει να γράψω γρήγορα για το θάνατό του, με την "αηδιαστική ευκολία των γραφιάδων" όπως έλεγε η ξεχασμένη Νόρα Αναγνωστάκη, πριν ξεφυτρώσει κάποιος άλλος νεκρός στα σόσιαλ μίντια. Μου τη σπάει που θέλω να γράψω για τον Δήμο, άμεσα, πριν καλά καλά καεί το σώμα του. Πριν τον ξεχάσουμε κι αυτόν. Τι εποχή ταχύτητας! 

Τις προάλλες κατέβαινα τη Σκουφά μ’ έναν φίλο, διαφωνώντας για τη λέξη "γκόμενα". Στον φίλο μου άρεσε. Σ’ έμενα, όχι. Κι επειδή επέμενα, με ρώτησε: "Και ο Μούτσης;" Δεν είπα κουβέντα.

Ο Μούτσης είχε το χάρισμα να επανατοποθετεί μέσα σ’ ένα τραγούδι παρεξηγημένες και τετριμμένες λέξεις -εφόσον υπάρχουν τέτοιες-, εκφράσεις και αργκό του καιρού του, με τον πιο αφοπλιστικό τρόπο, να τις κλέβει από τα στόματα των περαστικών και, με διάθεση λοξής γενναιοδωρίας, να μας γυρίζει πίσω τα κλοπιμαία, σαν καρφιά: Να λέει "Γκόμενες" ή "Κούκλα μου" ή "Μου ανάβουνε τα λαμπάκια" με την αμεσότητα ενός πανκ τραγουδιού, όταν οι λέξεις δεν σημαίνουν τίποτα, αλλά ανοίγουν μια βρύση πικρής οργής. Τέτοια τραγούδια γράφονται, άραγε, σήμερα; Σίγουρα, ναι.

Μπορεί να μην έφτασε ποτέ την ακρίβεια των στίχων του Νιόνιου, τη ροκ ορμή του Αγγελάκα ή τον πειραματισμό της Πλάτωνος, μα νομίζω πως, κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’80, έγραψε μερικούς από τους πιο σκληρούς στίχους της ελληνικής στιχουργίας: "Αλήθεια ποια είναι η αλήθεια/ Έτσι που ζεις από συνήθεια/ Μια μέρα ακόμα και μια μέρα". Μόνο εκείνα τα σφιγμένα λόγια που ακούγονται στο παράξενο, πρώτο και τελευταίο, άλμπουμ των Εν Πλω, τον φτάνουν σε σκληρότητα. Επειδή κατάφεραν να συνοψίσουν ανατριχιαστικά το κρυφό κλίμα μιας αντιφατικής δεκαετίας που δεν ήταν τίποτα άλλο παρά ένα σκοτεινό γλέντι, όπως αποκαλύφθηκε εκ των υστέρων. Έτσι, μόλις έμαθα πως ο Δήμος πέθανε, η πρώτη σκέψη που έκανα ήταν: "Πάνε τα έιτις". Επιτέλους.

Στην τελευταία περίοδο της δισκογραφίας του, πριν εξαφανιστεί σε μια σιωπή που κράτησε τριάντα χρόνια, ο Μούτσης πέτυχε να εφεύρει τον εαυτό του για μια ακόμα φορά. Από παιδί του ωδείου, είχε γίνει μεσσίας του λαϊκού τραγουδιού, ώσπου εκεί, γύρω στη δύσκολη ηλικία των 45, πέταξε από πάνω του όλους τους στιχουργούς με τους οποίους είχε συνεργαστεί, από τον Γκάτσο ως τον Τριπολίτη, και αντιδρώντας στην πυκνότητα των στίχων τους, τόλμησε μια άτσαλη στιχουργία με ελλείψεις, θραύσματα και ρωγμές, σαν κουβέντες σφηνωμένες σ’ ένα κομμάτι χαρτί, λες και ήθελε να τρέξει ανυπόμονα στο σημείο που βρισκόμαστε αυτή τη στιγμή και να καλύψει τις τωρινές μας ανάγκες: όπως ένας ράπερ που τα χώνει ενάντια σε όλα τα μέτωπα, με όπλα τη φωνή, το μικρόφωνο και το ρυθμό του θυμού του -που είναι ο δικός μας θυμός-, υπενθυμίζοντάς μας πως έχουμε καταντήσει μια τρομαγμένη αγέλη που έχει μοναδική παρηγοριά τη μουσική.

Γι’ αυτό, το "Γουόκμαν", που κυκλοφόρησε το ’83 και περιλαμβάνεται στον πρώτο προσωπικό του δίσκο, φτιαγμένο εξ ολοκλήρου με τα χέρια του, ίσως είναι ένα από τα πιο σημαντικά τραγούδια που έχουν γραφτεί στη γλώσσα μας. Επειδή μας προειδοποιεί για μια εποχή που τελικά έφτασε και είναι πιο σκοτεινή από το σκοτάδι, ενώ εμείς, βυθισμένοι στ’ ακουστικά μας, προσπαθούμε να επιβιώσουμε με συναισθήματα άλλων: "Παραιτήσου, παραιτήσου από παντού/ Είναι τα ίδια μου τα λόγια που επιστρέφουν σε μένα,/ Έτσι καθώς σου τραγουδώ με το σφυγμό ενός νεκρού". Για να συνεχίσει, ο άτιμος, και να μας αποτελειώσει: "Και ως πότε τούτη η άμυνα και ως πού θα μας βγάλει;/ Ακούω μόνο γουόκμαν".

Ο Μούτσης δεν απομονώθηκε. Τον απομονώσαμε. Ποιος ήθελε στίχους που να τον χτυπάνε στο πρόσωπο, όπως η αντανάκλαση ενός ατσάλινου καθρέφτη που μας δείχνει ακριβώς όπως είμαστε, γυμνοί από κάθε είδους προσποίηση; Στίχοι που μας ξεσκεπάζουν, αποκαλύπτοντας πως τα πράγματα δεν πήγανε και τόσο καλά, πως άλλα λέγαμε και άλλα κάναμε, πως με άλλους ζήσαμε και άλλους αγαπήσαμε, πως χάσαμε τους φίλους μας. Πως έσβησε ο παιδικός μας σφυγμός.

Ακούω το "Γουόκμαν" στο ριπίτ, περπατώντας στη γειτονιά μου, κοιτάζω τον όγκο του Υμηττού που μαυρίζει και ύστερα χαζεύω τον ήλιο που φεύγει προς το Χαϊδάρι, πριν χαθεί μέσα στη θάλασσα. Φοράω τα φθαρμένα μου ακουστικά αλλά δεν έχω πια γουόκμαν. Δεν έχει σημασία. Τουλάχιστον ακόμα διατηρώ το δικαίωμα ανά πάσα στιγμή να παραιτηθώ.

Διαβάστε ακόμα

Τελευταία άρθρα Μουσική

Ματαιώνεται η συναυλία των Machine Head στο Δημοτικό Θέατρο Λυκαβηττού

Το αντίτιμο των εισιτηρίων θα επιστραφεί στους κατόχους.

01/05/2024

Άνισες εντυπώσεις από συναυλίες της Συμφωνικής Ορχήστρας της ΕΡΤ στο Μέγαρο

Παρά το ενδιαφέρον του προγραμματισμού, οι "άτακτες" εμφανίσεις του συνόλου σε διάφορους χώρους δεν επιτρέπουν ξεκάθαρη αποτίμηση της προόδου του.

Dave Holland: Τζαζ θρίαμβος στα St Paul's Sessions, παρέα με το νέο του τρίο

Εκπληκτική βραδιά στο αμφιθέατρο "Ιωάννης Δεσποτόπουλος" του Ωδείου Αθηνών, με διαρκείς ζητωκραυγές για τον σπουδαίο Βρετανό κοντραμπασίστα και τις καινούριες του περιπέτειες με τους Αμερικανούς παιχταράδες Jaleel Shaw (άλτο σαξόφωνο) & Eric Harland (ντραμς).

Indie Playground Festival vol.2: Ένα διήμερο πάρτι στο Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου

Ένα event αφιερωμένο στη σύγχρονη ανεξάρτητη ελληνική indie, alternative rock, pop και electronica σκηνή.

Η Ταράτσα του Φοίβου ανάβει ξανά τα φώτα της στο θέατρο Άλσος

Καλεσμένοι στις δύο πρώτες παραστάσεις η Νατάσσα Μποφίλιου και ο Βύρων Θεοδωρόπουλος.

O συνθέτης Σταύρος Σοφιανόπουλος μάς λέει "Λέξεις που δεν είπαμε"

Με μια εξαιρετική ομάδα μουσικών παρουσιάζουν την νέα του δισκογραφική δουλειά, καθώς και παλαιότερες μουσικές και τραγούδια, που κέρδισαν την αναγνώριση και αγάπη του κοινού.