"Λαϊκές Προσευχές" για τον Βασίλη Τσιτσάνη: Δεν ήταν άσχημα, μα έλειψε το κάτι παραπάνω

40 χρόνια μετά τον θάνατο του λαϊκού θρύλου (1984), η Βερόνικα Δαβάκη και η Ορχήστρα Βασίλης Τσιτσάνης αναμετρήθηκαν με τη βαριά του κληρονομιά στο Θέατρο Τέχνης Καρόλου Κουν (στη σκηνή της οδού Φρυνίχου), στήνοντας μια παράσταση με «σπιτικό» χαρακτήρα, στο πλαίσιο των δράσεων του Ελληνικού Σχεδίου.

Davk_front © Θωμάς Δασκαλάκης

Πάνω σ' ένα χαλί, στέκονταν 7 ξύλινες καρέκλες με υφασμάτινη επένδυση, βγαλμένες, θαρρείς, από παλιό καθιστικό-τραπεζαρία. Πλάι τους, στ' αριστερά, ένα πιάνο· πίσω τους, ένα κοντραμπάσο. Χάρη σε αυτό το λιτό, μα αποτελεσματικό στήσιμο, η συναυλία στο Θέατρο Τέχνης Καρόλου Κουν, στη σκηνή της οδού Φρυνίχου, ξεκίνησε ουσιαστικά πριν καν δούμε τους συντελεστές να λαμβάνουν θέσεις: σου μεταδιδόταν κάτι από τα λαϊκά πάλκα περασμένων δεκαετιών, αν και περισσότερο αισθανόσουν ότι βρίσκεσαι στο σαλόνι κάποιων φίλων, ανάμεσα σε άλλους φιλόμουσους καλεσμένους.

Ήταν μια ζεστή, καθοριστική αίσθηση, γιατί κατάργησε την απόσταση μεταξύ σκηνής και πλατείας/εξώστη. Γι' αυτό και δύο κυρίες, οι οποίες έφυγαν πριν τη λήξη της βραδιάς από φόβο μήπως χάσουν το τελευταίο μετρό, ένιωσαν άνετα να φωνάξουν "Μπράβο Βασίλη!" στον Βασίλη Προδρόμου, ενώ αποχωρούσαν –μ' εκείνον να ευχαριστεί, μα να προσπαθεί και να τις δελεάσει, λέγοντάς τους ότι τα καλύτερα έπονταν. Ένας άλλος κύριος, πάλι, ρώτησε δυνατά "ο Μανωλάκης δεν θα μας πει τίποτα;", βλέποντας (προφανώς) ότι, ενώ η συναυλία προχωρούσε, ο προεξάρχων της ορχήστρας Μανώλης Πάππος παρέμενε σιωπηλός. Η αιτία, βέβαια, ήταν ότι η φωνή του είχε κλείσει, όπως υπέδειξε στον θεατή με μια χαρακτηριστική κίνηση.

Davk_01

Η ατμόσφαιρα αυτή, εντωμεταξύ, δεν αφορούσε μόνο την εικόνα της παράστασης "Λαϊκές Προσευχές", μα και το περιεχόμενό της. Γιατί, 40 χρόνια μετά τον θάνατο του Βασίλη Τσιτσάνη (1984), το Ελληνικό Σχέδιο, η Βερόνικα Δαβάκη και τα μέλη της Ορχήστρας Βασίλης Τσιτσάνης τα οποία έκατσαν δίπλα της στις προναφερθείσες καρέκλες –Μανώλης Πάππος στο μπουζούκι, Φώτης Βεργόπουλος επίσης μπουζούκι, Βασίλης Προδρόμου στην κιθάρα, Δημήτρης Σίντος στο πιάνο, Dasho Kurti στο ακορντεόν & Μιχάλης Δαρμάς στο κοντραμπάσο– ήρθαν στη Φρυνίχου για να τιμήσουν την παρακαταθήκη του παίζοντας ακουστικά, δίχως καμία εξτρά, ηλεκτρική ενίσχυση. Σαν να ήταν, πράγματι, μια φιλική παρέα μαζεμένη σε σπίτι, όπως έδειξε και η εκκίνηση με το "Να Γιατί Γυρνώ": ένα τραγούδι του 1937 γραμμένο από τον Τσιτσάνη για τη φωνή του Μάρκου Βαμβακάρη (και της Σοφίας Καρίβαλη).

Ασφαλώς, ήταν φυσικό κι επόμενο ότι δεν γινόταν να χωρέσει όλος ο Τσιτσάνης στο πρόγραμμα μιας τέτοιας βραδιάς: σκέφτηκαν αρχικά να κάνουν διήμερο το αφιέρωμα, μας εξήγησε η Δαβάκη καλησπερίζοντας, αλλά δεν το μπόρεσαν, οπότε έκαναν τις επιλογές τους. Ακόμα κι έτσι, ωστόσο, προξένησε εντύπωση ότι άφησαν απέξω τη "Συννεφιασμένη Κυριακή". Τα περισσότερα από τα τραγούδια που διάλεξαν, πάντως, ήταν πραγματικά πρώτης γραμμής. Κάτι που σημαίνει ότι διέθεταν κι από μόνα τους μεγάλο ειδικό βάρος, άσχετα με τις εκτελέσεις που τους επιφυλάχθηκαν. Καλώς ή κακώς, δηλαδή, όταν πιάνει κανείς να πει την "Αχάριστη", την "Αρχόντισσα", το "Πάλιωσε Το Σακάκι Μου", το "Τι Σήμερα, Τι Αύριο, Τι Τώρα", το "Ακρογιαλιές Δειλινά" ή το "Παλιόσπιτο", δημιουργούνται άμεσα εντυπώσεις. Πόσο μάλλον όταν έχεις απέναντί σου κόσμο έτοιμο να τραγουδήσει με πάθος κάθε τους στίχο και να χειροκροτήσει θερμά, απλά και μόνο στο όνομα της όλης μέθεξης. 

Davk_02

Εντούτοις θα την πω την αμαρτία μου, μιας και λέμε για το κοινό. Ήδη από την αρχή, ενώ χάζευα την προσέλευση, παρατήρησα τον ανεβασμένο μέσο όρο ηλικίας όσων έρχονταν στη Φρυνίχου. Άφαντοι οι νέοι, οριακά υπαρκτοί οι νεότεροι: με ορισμένες εξαιρέσεις λίγο προς τα πάνω-λίγο προς τα κάτω, δηλαδή, ήταν η γενιά του πρωτεργάτη του Ελληνικού Σχεδίου, Δημήτρη Παπαδημητρίου, η οποία έδινε το παρών. Βρισκόταν κι ο ίδιος ανάμεσα στους θεατές, μάλιστα, ενώ εκεί ήταν και ο Κώστας Τσιτσάνης, ο μεγάλος γιος του αείμνηστου δημιουργού. Δεν μπόρεσα, λοιπόν, να μην αναρωτηθώ: άραγε τι θα σημαίνει "Βασίλης Τσιτσάνης", όταν έρθει το πλήρωμα του χρόνου για τον κόσμο αυτόν; Όταν η συναυλιακή κίνηση στην πόλη θα ορίζεται, πλέον, από εκείνους που σήμερα είναι 10-15 ετών, όσους, ενδεχομένως, πρωτοριζώνουν στον εγχώριο μουσικό πολιτισμό μέσω των τραγουδιών του ΛΕΞ και του Toquel; Άσχετα αν κάπου στο βάθος εξακολουθεί να παίζει (και) η "Αχάριστη". 

Davk_05

Αλλά οι "Λαϊκές Προσευχές" δεν μοιράζονταν αυτές μου τις διερωτήσεις. Σχεδόν μισό αιώνα από τον θάνατo του Τσιτσάνη, σκέφτηκα με απογοήτευση, ένας φορέας επιγόνων σαν το Ελληνικό Σχέδιο –ο οποίος δίνει ποικιλοτρόπως το παρών με τις δράσεις του κι απολαμβάνει στήριξης από το Ίδρυμα Ωνάση– δεν αναρωτιέται για τέτοια πράγματα, δεν αισθάνεται το βάρος των επίκαιρων προκλήσεων, δεν έχει μια έγνοια, έστω, για τους μετασχηματισμούς της λαϊκότητας και για τον νυν προσδιορισμό της έννοιας; Σε έναν χώρο ποτισμένο από τις ρηξικέλευθες παρεμβάσεις του Μάνου Χατζιδάκι περί ρεμπέτικου, πρότεινε απλά έναν νοσταλγικό φόρο τιμής σε εποχές αναμφίβολα μεγάλες, μα κι αναμφίβολα περασμένες; Έναν Τσιτσάνη ευσεβώς ευθύγραμμο, για ένα κοινό που έδινε την εντύπωση ότι θα χειροκροτούσε και λιγότερα από όσα παρουσιάστηκαν, αρκεί να πατιούνταν τα σωστά κουμπιά, όσα συσχέτιζαν τα κομμάτια με τα δικές τους νεανικές μνήμες;

Η κριτική οφείλει, βέβαια, να ρωτάει, όχι όμως και να επιβάλλει τις δικές της επιθυμίες στο όποιο καλλιτεχνικό αποτέλεσμα. Όχι, λοιπόν: οι "Λαϊκές Προσευχές" δεν διέθεταν καμία τέτοια παράμετρο. Επρόκειτο για μια δεξιοτεχνικά εκτελεσμένη επίκληση στη νοσταλγία για έναν κόσμο χαμένο, η οποία δόθηκε με το "σπιτικό" κλίμα που περιγράφηκε άνωθεν. Και ως τέτοια οφείλει να αποτιμηθεί.

Davk_03

Σε μουσικό επίπεδο, λοιπόν, οι εκτελέσεις ήταν τόσο διαυγείς και τόσο άρτιες, ώστε χαιρόσουν να στήνεις αφτί και να παρατηρείς κάθε λεπτομέρεια των λαμπερών ενορχηστρώσεων, που αναδείκνυαν σωστά όλα τα όργανα τα οποία συμμετείχαν, ακόμα κι αν πρόσφεραν (δικαιωματικά) τη μερίδα του λέοντος στα μπουζούκια, όπου Πάππος και Βεργόπουλος έδωσαν ρέστα. Η Ορχήστρα Βασίλης Τσιτσάνης είναι, στ' αλήθεια, ένα ζηλευτό σύνολο βιρτουόζων. Έρχονται, βέβαια, καλά διαβασμένοι και πίσω τους βρίσκονται, σίγουρα, πολλές πρόβες και σκληρή δουλειά. Όμως υπάρχει και κάτι βαθύτερο στη σχέση τους με το ρεπερτόριο που αποδίδουν, το οποίο και "ακούστηκε" στη συναυλία: το ζουν και το απολαμβάνουν το τσιτσάνειο corpus και είναι σε θέση να στη μεταγγίσουν κι εσένα αυτήν τους τη θέρμη.

Αλλά ο ερμηνευτικός τομέας δεν κατάφερε να συμβαδίσει με όλα τούτα τα θαυμαστά, με αποτέλεσμα να προκύψουν δύο αντίρροπες δυναμικές. Οι οποίες μπορεί τελικά να μην αλληλοεξουδετερώθηκαν, όμως καθήλωσαν το αποτέλεσμα σε ένα επίπεδο που θα το έλεγα χλιαρώς συμπαθητικό ή συμπαθώς χλιαρό. Στις πιο πετυχημένες στιγμές της βραδιάς, το από καρδιάς τραγούδι του Φώτη Βεργόπουλου και του Βασίλη Προδρόμου έφερνε επί σκηνής έναν καλώς νοούμενο ερασιτεχνισμό, ο οποίος έδεσε ταιριαστά με το παρεΐστικο, unplugged πνεύμα των "Λαϊκών Προσευχών" –όπως έδεσαν και ορισμένες ομαδικές εκτελέσεις, στις οποίες σιγόνταρε πρόθυμα και το κοινό, βαθαίνοντας την ακροαστική εμπειρία (π.χ. στο έξω καρδιά "Καΐκι Μου Άη-Νικόλα"). Και πάλι, όμως, δεν μπορώ να πω, προσωπικά, ότι στάθηκα συγκλονισμένος. Μείον την απαράμιλλη δεξιοτεχνία των συγκεκριμένων μουσικών, δηλαδή, ήταν κάτι που θα βίωνες, ίσως, και σε ένα ταβερνάκι όπου παίζουν ρεμπέτικα με μερακλίδικο τρόπο (κατά προτίμηση με κοντραμπάσο).

Davk_04

Οι λιγότερο πετυχημένες στιγμές, πάλι, είχαν (κυρίως) να κάνουν με τα σημεία όπου τα ερμηνευτικά ηνία τα έπαιρνε η Βερόνικα Δαβάκη. Στο πλευρό του Δημήτρη Παπαδημητρίου, η ηθοποιός και τραγουδίστρια έχει καταφέρει να δοκιμαστεί σε διάφορα ποιοτικά πράγματα δίχως να εκτεθεί ή να εκθέσει την εμπιστοσύνη που της έχει χαριστεί, κάτι που αφορά και τις συνεργασίες της με τον Νίκο Ξυδάκη και τον Βαγγέλη Κορακάκη. Από το δεν εκτείθεμαι, όμως, έως το αφήνω αποτύπωμα, απλώνεται μια απόσταση που δεν μπόρεσε να διανύσει, όσον αφορά τον Τσιτσάνη. 

Ναι, δεν λέω: τραγούδησε σωστά και με καλή άρθρωση, το συναίσθημά της ήταν πάντα ταιριαστό με την περίσταση, ενέταξε πετυχημένα το ντέφι της και κάποια κρουστά χειρός στο μουσικό μικροσύμπαν που λάμβανε σάρκα και οστά επί σκηνής, ενώ υπήρξαν και τρεις ή τέσσερις στιγμές όπου στάθηκε πολύ άξια. Κορύφωσε θαυμάσια το ρεφρέν "Και αρπάζει τη Σεράχ/κι όλες λέν' Αλλάχ, Αλλάχ/εϊ γκιουλέ ολσούν" της "Σεράχ", για παράδειγμα, είπε ωραιότατα το "Καράβι" εκμεταλλευόμενη και τη θεατρικότητά της, ενώ το ντουέτο της με τον Βεργόπουλο στον "Κόκορα" ήταν τόσο θεσπέσιο, ώστε θα του άξιζε να ηχογραφηθεί. 

Davk_06

Αν, λοιπόν, είχε κάνει απλά μια συμμετοχή στη συναυλία, η Δαβάκη θα έβγαινε ασπροπρόσωπη. Ως πρωταγωνίστρια, όμως, δεν (με) έπεισε. Στο Θέατρο Τέχνης της Φρυνίχου η φωνή της αποτυπώθηκε ως έχουσα συγκεκριμένες δυνατότητες έκτασης, έντασης και χρωματικής ευελιξίας, ηχώντας "λίγη" για τα όσα κλήθηκε συνολικά να εκπροσωπήσει, ειδικά σε στιγμιότυπα σαν π.χ. το "Τι Σήμερα, Τι Αύριο, Τι Τώρα" ή το "Γεννήθηκα Για Να Πονώ", τα οποία χρειάζονταν ένα διαφορετικό λαϊκό βάρος από εκείνο που γινόταν να προσφέρει. 

Βγαίνοντας από το θέατρο μας περίμενε κέρασμα τσίπουρο από το Παραδοσιακό Καζάνι Σαγιά (από το ορεινό χωριό Καθενοί της Εύβοιας) –μια ωραία χειρονομία, όσο κι αν υπεισέρχεται και η "προώθηση προϊόντος" σε κάτι τέτοιο. Η επίγευση ήταν δυνατή και σκέφτηκα ότι το ίδιο θα ήθελα να έγραφα και για τη συναυλία. Δεν ήταν άσχημη εμπειρία, υπήρχαν όμως βάσεις για κάτι περισσότερο, το οποίο δεν επιτεύχθηκε.

Διαβάστε Επίσης

Διαβάστε ακόμα

Τελευταία άρθρα Μουσική

Ματαιώνεται η συναυλία των Machine Head στο Δημοτικό Θέατρο Λυκαβηττού

Το αντίτιμο των εισιτηρίων θα επιστραφεί στους κατόχους.

01/05/2024

Άνισες εντυπώσεις από συναυλίες της Συμφωνικής Ορχήστρας της ΕΡΤ στο Μέγαρο

Παρά το ενδιαφέρον του προγραμματισμού, οι "άτακτες" εμφανίσεις του συνόλου σε διάφορους χώρους δεν επιτρέπουν ξεκάθαρη αποτίμηση της προόδου του.

Dave Holland: Τζαζ θρίαμβος στα St Paul's Sessions, παρέα με το νέο του τρίο

Εκπληκτική βραδιά στο αμφιθέατρο "Ιωάννης Δεσποτόπουλος" του Ωδείου Αθηνών, με διαρκείς ζητωκραυγές για τον σπουδαίο Βρετανό κοντραμπασίστα και τις καινούριες του περιπέτειες με τους Αμερικανούς παιχταράδες Jaleel Shaw (άλτο σαξόφωνο) & Eric Harland (ντραμς).

Indie Playground Festival vol.2: Ένα διήμερο πάρτι στο Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου

Ένα event αφιερωμένο στη σύγχρονη ανεξάρτητη ελληνική indie, alternative rock, pop και electronica σκηνή.

Η Ταράτσα του Φοίβου ανάβει ξανά τα φώτα της στο θέατρο Άλσος

Καλεσμένοι στις δύο πρώτες παραστάσεις η Νατάσσα Μποφίλιου και ο Βύρων Θεοδωρόπουλος.

O συνθέτης Σταύρος Σοφιανόπουλος μάς λέει "Λέξεις που δεν είπαμε"

Με μια εξαιρετική ομάδα μουσικών παρουσιάζουν την νέα του δισκογραφική δουλειά, καθώς και παλαιότερες μουσικές και τραγούδια, που κέρδισαν την αναγνώριση και αγάπη του κοινού.