
Μοιάζει σχήμα οξύμωρο να σε αποκαλούν οι New York Times "ένα από τα σπουδαιότερα συγκροτήματα στον κόσμο", τη στιγμή που το όνομά σου δεν είναι ευρύτερα αναγνωρίσιμο και κανένας δίσκος σου δεν έχει δρασκελίσει με εμπορικές αξιώσεις το κατώφλι των charts στις μεγάλες μουσικές αγορές της υφηλίου. Αλλά η τζαζ ήταν –και παραμένει– ένα τερέν όπου μπορεί να ανδρωθεί ένα σημαίνον καλλιτεχνικό μέγεθος δίχως να το συντροφεύει (απαραίτητα) η απήχηση εκείνη που μετριέται με τους όρους της ποπ.
Τελικά, όμως, είναι ή δεν είναι τζαζ οι Necks; Τα χρόνια κυλούν, η φήμη τους σίγουρα μεγαλώνει, μα το ερώτημα εξακολουθεί να αιωρείται, κυρίως γιατί οι ίδιοι (φαίνεται ότι) προτιμούν μια πιο ανοιχτή και ευμετάβλητη ταυτότητα για τις ηχητικές τους περιπέτειες.

Θεωρητικά, πάντως, το τρίο από την Αυστραλία έχει τα δίκια του, εφόσον σταθερή του έδρα είναι μια αυτοσχεδιαστική διάθεση, η οποία μπορεί να εκτείνεται και στην τζαζ, αλλά και σε ό,τι εξακολουθούμε να αντιλαμβανόμαστε ως "avant-garde", αγγίζοντας, κατά το δοκούν, ακόμα και τον λόγιο μινιμαλισμό ή την ambient αισθητική. Το πράγμα, με λίγα λόγια, τείνει στο ρευστό και σε ό,τι θα ονομάζαμε "ακαθόριστο". Στην πράξη, όμως, είναι βασικά το διεθνές τζαζ κοινό που ακολουθεί τη δράση τους, η οποία συμπλήρωσε (πια) τα 36 χρόνια. Ίσως γιατί, συγκριτικά με άλλα ακροατήρια, είναι αυτό, κυρίως, που διατηρεί ένα προβάδισμα εξοικείωσης με το ηχητικό πεδίο όπου κινούνται οι Necks.
Είναι αλήθεια, επίσης, ότι χρειάζεται και μια κάποια δέσμευση στην προσεκτική παρακολούθηση της πορείας των Chris Abrahams (πιάνο, hammond, synths ενίοτε), Lloyd Swanton (μπάσο, κοντραμπάσο) & Tony Buck (ντραμς, κρουστά, μα και ηλεκτρική κιθάρα). Ώστε να αντιληφθείς και τη σημασία των όσων κάνουν μαζί, αλλά και τη δημιουργική τους θέση μεταξύ του συμπαθέστατου, μα όχι ξεχωριστού προγονικού γκρουπ The Benders –οι οποίοι έδρασαν στο Σίδνεϊ μεταξύ 1980 και 1985– και των λιγότερο ή περισσότερο διαφοροποιημένων σόλο καταθέσεων του Abrahams.

Πιάνοντας το νήμα από το ντεμπούτο "Sex" (1989), προχωρώντας έπειτα σε άλμπουμ σαν το "Aquatic" (1994), το "Hanging Gardens" (1999) και το "Chemist" (2006), αλλά και σε πιο πρόσφατους δίσκους σαν το "Open" (2013) ή το "Unfold (2017), που έφεραν κοντά τους ένα σκεπτόμενο alternative rock κοινό –μαζί, φυσικά, με τις συμπράξεις με τους Underworld και τους Swans– και συμπεριλαμβάνοντας, τέλος, δουλειές σαν το soundtrack για την ταινία "The Boys" του Rowan Woods (1998) ή το ζωντανά ηχογραφημένο "Athenaeum, Homebush, Quay & Raab" (2002), αποκτάς μια βασική πανοραμική άποψη στο τι εστί Necks. Σε ένα μουσικό σύμπαν, δηλαδή, που διαπνέεται από ό,τι οι ίδιοι αποκαλούν "παραπλανητική απλότητα": μια αισθητική με σαφώς εγκεφαλική απεύθυνση, στηριγμένη σε γραμμικώς εξελισσόμενα θέματα και σε επάλληλους μουσικούς κύκλους αυτοσχεδιαστικά σμιλεμένους, που σε μια πρώτη, πρόχειρη επαφή, ίσως βιαστείς να τη θεωρήσεις απλή. Με λίγη προσήλωση, ωστόσο, δεν θα αργήσεις να διαπιστώσεις ότι μόνο τέτοια δεν είναι.

Στην Ελλάδα, τώρα, ελάχιστοι τα έχουν περιγράψει όλα αυτά καλύτερα από τον Βαγγέλη Πούλιο, που έχει δει τους Necks ως ποιητές διακριτών, δραστήριων μικροκόσμων, στηριγμένων στην κοινή τους διάνοια· οι οποίοι αποζητούν τη μέθεξη του αποδέκτη τους, διατηρώντας, συνάμα, μια ηχητική ταυτότητα ρευστή, αταξινόμητη και βραδύκαυστη, "πεισματικά μετεωριζόμενη στη θάλασσα της ενδεχομενικότητας".
Πράγματα που, πλέον, θα έχουμε τη σπάνια ευκαιρία να βιώσουμε και από πρώτο χέρι, αφού η περιοδεία για το φετινό άλμπουμ "Travel" φέρνει τους Necks για πρώτη φορά και στην Ελλάδα. Και μάλιστα για μια ξεχωριστή βραδιά, αφού όσοι παραβρεθούν στο αμφιθέατρο "Ιωάννης Δεσποτόπουλος" του Ωδείου Αθηνών το Σάββατο 9/12 θα έχουν την ευκαιρία να παρακολουθήσουν και το 44λεπτο ντοκιμαντέρ του Πέτρου Κολοτούρου "Παράλληλοι Αυτοσχεδιασμοί" (2022), πριν από την έναρξη της συναυλίας.