
Σε κάποιο σημείο της βραδιάς, στο οποίο ο πρωταγωνιστής της θέλησε να γίνει μια μικρή τροποποίηση στο τι άκουγε πάνω στη σκηνή, ένα αβρό "ευχαριστώ παρά πολύ" προς τον ηχολήπτη, εκφρασμένο σε άψογα ελληνικά, θύμισε κάτι που δεν αναλογιζόμαστε συχνά: ότι, αν και μεγαλωμένος στις Η.Π.Α. ήδη από τα 4 του, ο Iasos είναι γεννημένος στην Αλεξανδρούπολη· η Θεσσαλονίκη, που αναγραφόταν στα πληροφοριακά του συμποσίου Dream Palace, στο πλαίσιο του οποίου κι έπαιξε, ήταν λάθος (εκεί είχαν γεννηθεί οι γονείς του). Πρόκειται, βέβαια, για λεπτομέρεια με μάλλον συναισθηματική αξία για μας, που όμως δεν έπαιξε ποτέ κάποιον σημαίνοντα ρόλο στη μουσική την οποία δημιουργεί, ξεκινώντας από το συζητημένο του ντεμπούτο "Inter-Dimensional Music" (1975) και φτάνοντας ως το φετινό digital track "The Garden of Salathooslia".
Αυτή, άλλωστε, ήταν και η πρώτη συναυλία του Iasos στη χώρα μας, στην οποία μάζεψε ένα μικρό, αχαρτογράφητο κοινό αφοσιωμένων και φιλοπερίεργων: ανάμεσα δηλαδή σε αυτούς που βολεύτηκαν στις καρέκλες που είχαν στηθεί στο "Ρομάντσο", σε όσους κάθονταν οκλαδόν στο δάπεδο και σε εκείνους που στέκονταν όρθιοι, ακουμπώντας στους τοίχους του χώρου, βρίσκονταν και άνθρωποι που φανέρωσαν στενή επαφή με τις new age επιταγές μέσω του τρόπου με τον οποίον επικοινώνησαν τα συναισθήματά τους προς τον καλλιτέχνη, αλλά και άτομα με μπλουζάκια Kraftwerk και Einstürzende Neubauten.

Εξαρχής, βέβαια, η φράση "new age" δημιουργεί έναν επικίνδυνο ύφαλο, καθώς περιπλέκεται με την ιδεολογία ενός κινήματος με σημαντική απήχηση στις Η.Π.Α., που όμως παραμένει λίαν αμφιλεγόμενο στο πώς βλέπει, πώς κατανοεί και πώς χρησιμοποιεί τα πνευματικά, θρησκευτικά και φιλοσοφικά δάνεια τα οποία λαμβάνει από την Ανατολή ή από τις παραδόσεις των ιθαγενών Αμερικάνων, προκειμένου να επιτύχει μια ολιστική διασύνδεση μεταξύ νου, σώματος και ψυχής, αλλά και μια αρμονική συνύπαρξη Ανθρώπου και Φύσης. Εδώ, ασφαλώς, δεν είναι ο κατάλληλος τόπος για λεπτομέρειες. Ακροθιγώς, ωστόσο, μπορούμε να αναφερθούμε στην επιφύλαξη με την οποία έχουν γίνει δεκτές οι δοξασίες αυτές από διακεκριμένους σκεπτικιστές ή από στοχαστές που είτε έχουν μιλήσει για έναν πολιτιστικό ιμπεριαλισμό ανορθόδοξα εκπορευόμενο από την εντός Δύσης κριτική στη Δύση, είτε έχουν εστιάσει στα ανθηρά οικονομικά συμφέροντα που έχουν αναπτυχθεί στο πλάι της "Εποχής του Υδροχόου".
Σε κάθε περίπτωση, φτάνοντας στο "Ρομάντσο" (έστω και από περιέργεια), γνώριζες πού εισέρχεσαι. Κατά καιρούς, άλλωστε, διάφορα δημοσιεύματα απέδωσαν στον Iasos την πατρότητα της new age μουσικής, κάτι που έχει συχνά ενστερνιστεί και ο ίδιος, σε συνεντεύξεις. Προσωπικά, βέβαια, δεν συμμερίζομαι τέτοιες γενεαλογίες ή τις τόσο ξεκάθαρες απαρχές των καλλιτεχνικών φαινομένων: εν προκειμένω, ως το 1975 είχαν υπάρξει κι άλλοι εξερευνητές των ατμοσφαιρικών διαδρομών που μπορούσαν να χαράξουν τα Moog και γενικότερα τα synths της εποχής. Στην πράξη, λοιπόν, αν κάτι πιστώνουμε στον Iasos (και στον Steven Halpern) είναι η διασύνδεση αυτής της μουσικής με την ευρύτερη αισθητική και τη φιλοσοφία του new age κινήματος. Κάτι που αποτυπώνεται ευκρινώς και στα όσα λέει ο Ελληνοαμερικανός δημιουργός, ο οποίος δεν διαχωρίζει το έργο του από την επαφή του με την εξωκόσμια οντότητα Vista, από όπου και ισχυρίζεται ότι εκπορεύονται τα ηχητικά του οράματα, κατά τρόπο τηλεπαθητικό.

Ό,τι γνώμη κι αν έχει κανείς για όλα τούτα, τώρα, είναι γεγονός ότι ο Iasos πρόσφερε μια αληθώς ατόφια new age εμπειρία σε όσους συνδύασαν τη συναυλία στο "Ρομάντσο" με το εργαστήριο "Sound for Light-Body Activation & Dream-Access" που παρουσίασε λίγες μέρες πριν στο "Bios", πάντα στο πλαίσιο του προαναφερθέντος συμποσίου Dream Palace: αν και το κοινό είχε τη δυνατότητα να τα βιώσει χωριστά, για τη δική του οπτική συγκροτούσαν μια ενότητα. Κι αυτό φάνηκε και κατά τη διάρκεια της performance του, αφενός στο φινάλε, όταν παρέμεινε στη σκηνή για να απαντήσει σε ό,τι ερωτήσεις υπήρχαν, αφετέρου κατά τη διάρκειά της. Όπως είπαμε, δηλαδή, παρατηρήθηκε ένας ιδιαίτερος τρόπος επικοινωνίας του Iasos με τους πιο μυημένους ανάμεσα στο ακροατήριο, που εκδήλωναν την ευαρέσκειά τους για όσα άκουγαν με ένα ομαδικό, παρατεταμένο μα ήπιας εκφοράς "ααααα", το οποίο ο ίδιος έδειχνε να ρουφάει σαν θετική ενέργεια, με μάτια κλειστά και χέρια διάπλατα ανοιχτά. Στο τέλος, μάλιστα, αρνήθηκε εμφατικά το χειροκρότημα, ζητώντας και πάλι να λάβει κάτι ανάλογο, σε ανταπόδοση.

"Και η μουσική;", ίσως αναρωτηθεί κανείς κάπου εδώ, αφού οι εκατοντάδες των λέξων αυξάνονται, μα εμείς κουβεντιάζουμε διαρκώς για τα γύρω-γύρω της. Αλλά μήπως αποτελεί εγγενές της χαρακτηριστικό κάτι τέτοιο, ακριβώς επειδή είναι μουσική new age; Αυτό, επιπρόσθετα, δεν υποδηλώθηκε και από την ίδια τη φύση της συναυλίας στο "Ρομάντσο", μιας και η εμπειρία ήταν εξαρχής σχεδιασμένη ως οπτικοακουστική παράσταση; Συμμετείχες και με τα αφτιά σου, λοιπόν, μα και με τα μάτια σου, τα οποία ήταν διαρκώς στραμμένα στις εικόνες που προβάλλονταν πίσω από τον Iasos.
Ο τελευταίος είχε παρατάξει τον εξοπλισμό του σε σχήμα ξαπλωτού Γ, με τη μία του άκρη να απολήγει σε μικρόφωνο. Και το πού ακριβώς βρισκόταν ο ίδιος κάθε φορά είχε να κάνει και με το τι όργανο έπαιζε, αφού δεν αρκέστηκε στα γνώριμα ηλεκτρονικά του: στην Αθήνα έφερε και το ηλεκτρικό του φλάουτο, αλλά και αυλούς του Πανός, τους οποίους, μάλιστα, συνδύασε με ένα καταπράσινο τοπίο γεμάτο κελαρυστά νερά, αποβλέποντας ίσως στη μετάδοση μιας ειρηνικά βουκολικής αίσθησης. Μια χαρά το έπραξε, αν με ρωτάτε. Έστω κι αν η σύνθεση θύμισε κινηματογραφικές περιπέτειες του Μάνου Χατζιδάκι με την Αλίκη Βουγιουκλάκη, έστω κι αν το όλο σύνολο περνούσε ξυστά από τις φαντεζί υπερβολές του σύγχρονου ταξιδιωτικού lifestyle περί ορεινών προορισμών.

Σε ένα παρόμοιο μεταίχμιο κινήθηκε, νομίζω, ολόκληρη η συναυλία. Ο Iasos μπορεί να έπαιζε με τα μάτια κλειστά και να έμοιαζε πλήρως αφοσιωμένος στους ήχους που έβγαιναν από τα μηχανήματά του, ωστόσο το τι ακούγαμε ήταν πάντα προσεκτικά ταιριασμένο με το τι βλέπαμε. Ήταν, άραγε, τα αναλογικά synths που "έντυναν" τις εξωτικές παραλίες και τις πορτοκαλί μέδουσες που αναδύονταν από τα παραδεισένια νερά; Ή συνέβαινε το αντίθετο; Όμως δεν είχε και τόση σημασία η απάντηση, γιατί όλο το ζουμί βρισκόταν σε αυτό το εντέχνως κατασκευασμένο μεσοδιάστημα. Το οποίο, με τη σειρά του, αναδείκνυε επιτυχώς μια ηλεκτρονική παρακαταθήκη που μπορεί να μη δρασκέλισε ποτέ το κατώφλι του σπουδαίου, μα ήταν –και παραμένει– αρκούντως συμπαθητική, παρά τις απλές και συχνά απλοϊκές της ιδέες ή την έμφασή της σε επαναλαμβανόμενα μοτίβα.

Ταυτόχρονα, πάντως, η συναυλία υπήρξε και δοκιμασία αντοχών για όσους ήρθαν δίχως να συμμερίζονται τις new age διαστάσεις και απολήξεις της. Υπήρξαν σημεία, ας πούμε, όπου τα τόσα γραφικά με ψηφιακώς φτιασιδωμένη φύση ή οι καταιγισμοί από πλούσια και λαμπερά χρώματα, συνδυαστικά με την επαναληπτική χαλαρότητα των synths, πετύχαιναν το αντίθετο από το να σε καταπραΰνουν, να σε κάνουν να νιώσεις κοντά στη Φύση ή να σε οδηγήσουν στην όποια αρμονία –σκεφτόσουν, αντιθέτως, πόσο πλήττεις. Όταν, δε, περάσαμε σε φωτιές που άναβαν τελετουργικά σε αρχαία ερείπια, δημιουργώντας δέσμες φωτεινής ενέργειας οι οποίες κατέληγαν σε υπερκόσμιους θόλους ή/και σε πεπλοφορούσες θηλυκές μορφές που χόρευαν εκεί ή μέσω αχνών νεφών πάνω από το γήινο τοπίο, το μόνο που έβλεπα, προσωπικά μιλώντας, ήταν μια Δυτικών καταβολών κιτς κακογουστιά άχαρα ανακατεμένη με κάτι που μου θύμιζε (αδιόρατα, όχι ευθέως) διαβάσματα γύρω από τις Βέδες και γενικότερα τις ανατολικές θρησκείες.
Σε τέτοια σημεία, λοιπόν, φοβάμαι ότι αισθανόσουν και τη μουσική να φτηναίνει πλάι στην εικόνα, καθώς την αντιλαμβανόσουν πια όχι ως πρωταγωνίστρια, μα ως όχημα ώστε να σερβιριστεί επιτυχώς κάτι άλλο. Κι εδώ φτάνουμε σε ένα καταλυτικό σημείο μη-επικοινωνίας με το έργο του Iasos, όπως βλέπω εγώ τα πράγματα. Ωστόσο δεν επιθυμώ να ακουστώ συλλήβδην καταδικαστικός απέναντι σε έναν δημιουργό που είχε κάτι να πει στο πεδίο της ηλεκτρονικής έκφρασης των 1970s και πρώιμων 1980s. Και η συναυλία στο "Ρομάντσο", ακόμα και μέσα στην ακραιφνώς new age ταυτότητά της, το διατήρησε αυτό: αν ξέχναγες όλα τα τριγύρω, δηλαδή, έμενες με ένα πλέγμα ήχων φτιαγμένο με κλασικές ambient ποιότητες που, αν τις άκουγες από άλλους μουσικούς, πιο εδραιωμένους σαν "σημαντικούς" (είτε στο ηλεκτρονικό πεδίο, είτε στις kosmische περιπλανήσεις του γερμανικού krautrock), θα τις χειροκροτούσες προθυμότατα, δίχως μα ή μου. Θα ήταν άδικο, επομένως, να μην το κάνεις και για τον Iasos, έστω και πιο μεταφορικά, συνεισφέροντας σε εκείνο το παρατεταμένο "αααα" που ήθελε.