Συμφωνικές ορχήστρες και χορωδίες αφήνουν τις πολυτελείς αίθουσες και τον τακτοποιημένο κόσμο στον οποίον ανήκουν και κυκλοφορούν στις μη προνομιούχες γειτονιές των σύγχρονων πόλεων. Εκεί όπου μια πολύ πιο αβέβαιη καθημερινότητα γεννά και θρέφει τους ραπ ρυθμούς και τις ρίμες όσων στελεχώνουν το ελληνικό χιπ χοπ των ημερών μας.
Πρόκειται για το τολμηρό όραμα του παραγωγού Beats Pliz (Φώτης Γεωργιάδης), ο οποίος επιχειρεί, τρόπον τινά, να αντιστρέψει το δούναι και λαβείν που ο ΛΕΞ περιέγραψε με τον στίχο "ο πόνος των φτωχών γίνεται η τέχνη των αστών" (2018), βάζοντας μπουρλότο στα ταξικά στεγανά. Και είναι σημειολογικά σημαντικό ότι κάνει τον Θεσσαλονικιό ράπερ σημαία αυτής της προσπάθειας, αφού η συμμετοχή του με το "Ευτυχισμένες Ημέρες In C Minor" προβάλλει ως η μεγαλύτερη επιτυχία του "Arte Povera" σε επίπεδο Spotify. Το όλο εγχείρημα, μάλιστα, αφού μας συστήθηκε σαν άλμπουμ, έγινε έπειτα ντοκιμαντέρ και τώρα παρουσιάζεται και ως συναυλία (Σάββατο 14/10, Θέατρο Λυκαβηττού), με τη βραδιά να είναι ήδη από μέρες sold out.
Αναντίρρητα, η ιδέα εξάπτει την περιέργεια, ακόμα κι αν δεν είναι η πρώτη φορά που η κλασική μουσική συναντά τη ραπ κουλτούρα. Το έκαναν οι Cypress Hill το 1996 για χατίρι των Σίμσονς, το 1997 το δοκίμασε και o αμφιλεγόμενος δίσκος "The Rapsody Overture: Hip Hop Meets Classic", ενώ πρόσφατα είδαμε και τον MC Yinka να ανακατεύεται σε μια "Rap and Classic" εκδήλωση. Αλλά ο Beats Pliz το σκέφτηκε βαθύτερα από όλους. Και το πραγμάτωσε και καλύτερα, σε επίπεδο ισορροπιών, εξασφαλίζοντας ηχηρές συνεργασίες –εκτός από τον ΛΕΞ, συναντάμε εδώ και τους Bloody Hawk, Μικρό Κλέφτη, Εθισμό, Dani Gambino, Wang, VLOSPA, Hawk & Sadam.
Παρά το φροντισμένο σμίλευμα, ωστόσο, κρίνεται συζητήσιμο αν το "Arte Povera" έχτισε τις γέφυρες που οραματίστηκε. Όπως και το αν μπορεί να διεκδικήσει ουσιαστική σχέση με τον ριζοσπαστισμό απέναντι στο ό,τι το εδραιωμένο, όπως δείχνει να ευαγγελίζεται ο τίτλος, διασυνδέοντάς το με τα τέλη των 1960s και τον Germano Celant. Η αντίληψη για την κλασική μουσική, πρώτα-πρώτα, μένει σε ρηχά νερά και σε φαντεζί, πομπώδη πυροτεχνήματα. Τα οποία δημιουργούν την υποψία ότι προέρχονται από εξοικείωση με κινηματογραφικά soundtracks και όχι από καταδύσεις στον Μπαχ, στον Μότσαρτ ή στον Μπετόβεν.
Κυρίως, όμως, επικρατεί μια αίσθηση ότι τα βιολιά, τα πνευστά και οι χορωδίες περπατάνε παράλληλα με τους συμμετέχοντες ράπερ. Βέβαια, ορισμένοι από τους τελευταίους συνεισφέρουν καλούς στίχους και ριμάρουν με αξιοσημείωτη φλόγα. Τελικά, όμως, μένεις με την εντύπωση ότι ένα βράδυ οι κλασικοί βγήκαν βόλτα με τους ράπερ, διασκέδασαν διαφεύγοντας για λίγο έξω από τα καβούκια τους και ύστερα συνέχισαν τις ζωές τους όπως τις ξέρουν και τις ξέρουμε. Δίχως μια πιο ιντριγκαδόρικη διάδραση ή κάποια αληθινή ανατροπή.