O John Cale στον αφρό του Spotify (και λίγο πιο πέρα από αυτόν)

Μετέχοντας στους καθοριστικότερους δίσκους των Velvet Underground έγινε ένας από τους ανθρώπους που σμίλεψαν τα μεγάλα και σπουδαιότερα χρόνια του rock πολιτισμού. Τώρα, ο επικείμενος ερχομός του στην Αθήνα (Δευτέρα 19/6, στο Ηρώδειο) δίνει την ευκαιρία να περιηγηθούμε στην υποφωτισμένη σόλο καριέρα του.

JCale_front © Madeline McManus

Αισίως στα 81, ο John Cale, παιδί ενός ανθρακωρύχου και μιας δασκάλας από το χωριό Garnant της αέναα μυστηριακής Ουαλίας ("a strange, remote, some said mystical land", όπως το έχει θέσει στην αυτοβιογραφία του), μπορεί να κάθεται με το επιτελείο των New York Times και να διηγείται ιστορίες από δαφνοστεφανωμένες pop/rock ημέρες με τον Lou Reed, τον Andy Warhol και τη Nico. Συμπεριλαμβανομένης, φυσικά, της απόλυσής του από τους Velvet Underground στις αρχές του 1968, λίγο μετά την κυκλοφορία του άλμπουμ White Light/White Heat. 

Κι όταν αυτές τελειώνουν, έχει άλλες τόσες να πει, εξίσου σαγηνευτικές. Για το πώς, π.χ., ξέκοψε από τα ναρκωτικά παίζοντας ...σκουός ή για τη φιλία του με τον David Bowie. Για το πώς, με τη συμμετοχή του σε ένα tribute album, ανέσυρε από την αφάνεια το "Hallelujah" του Leonard Cohen, θέτοντας έτσι σε κίνηση τους τροχούς που οδήγησαν στη διασκευή του Jeff Buckley, την οποία έμελλε να λατρέψει το απανταχού alternative κοινό ως αναπόσπαστο τμήμα του Grace (1994). Ή για τις τολμηρές του παραγωγές και τη δεξιοτεχνία του στη βιόλα (και σε άλλα όργανα, ασφαλώς), που τον έφεραν κατά καιρούς στο πλάι του Brian Eno, της Patti Smith, των Stooges, του Nick Drake, της Nico (εποχής Desertshore), των Replacements, μα και των Siouxsie & The Banshees, των Sham 69, των Happy Mondays, των Super Furry Animals, των Manic Street Preachers ή του Marc Almond.

JCale_01
© Marlene Marino

Ο άνθρωπος αυτός, λοιπόν, καταφτάνει τώρα στην Ελλάδα: τη Δευτέρα 19/6 θα έχουμε την ευκαιρία να τον δούμε στο Ηρώδειο, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου, σε μία μοναδική σύμπραξη με τη Φιλαρμόνια Ορχήστρα Αθηνών –με το πρόγραμμα να ξεκινά από τους Velvet Underground και να φτάνει μέχρι το φετινό του άλμπουμ Mercy, για το οποίο συνεργάστηκε (μεταξύ άλλων) με τους Animal Collective, τους Fat White Family, τον Actress και τη Weyes Blood.

Το Mercy, όμως, οδηγεί και στο πλέον επίμαχο θέμα συζήτησης, όσον αφορά τον John Cale. Γιατί, ενώ πρόκειται για μορφή με τέτοιες περγαμηνές, για τον οποίον ο James Murphy των LCD Soundsystem δήλωσε κάποτε ότι "ένα τμήμα μόνο να είχες από την καριέρα του, θα γινόσουν θρύλος", είναι ταυτόχρονα κι ένας καλλιτέχνης χωρίς μαζικώς αναγνωρίσιμα τραγούδια, με πολύ λίγους επιτυχημένους δίσκους. 

Κάποιοι βλέπουν την "κατάρα" των Velvet Underground σε όλα αυτά, οι οποίοι, παρά το στάτους που απόκτησαν, υπήρξαν μια εμπορικώς αποτυχημένη περίπτωση στο δικό τους εδώ και τώρα, στα ύστερα 1960s. Άλλοι, όμως, επισημαίνουν ότι εκείνο που κόστισε στον Cale ήταν η άρνησή του να δομήσει τη σόλο καριέρα του στον θρύλο της εν λόγω μπάντας –και πιστεύουν ότι πρόκειται για έναν ιδιαιτέρως ανεξερεύνητο καλλιτέχνη, ο οποίος θα επανεκτιμηθεί στο μέλλον.

O John Cale στον αφρό του Spotify - 5 δίσκοι

Ποια είναι, όμως, τα σημεία της σόλο καριέρας του στα οποία έχει σταθεί περισσότερο το υποψιασμένο κοινό που τον ακολουθεί; Παλιότερα ίσως δεν ήταν τόσο εύκολο να απαντήσεις σε ένα τέτοιο ερώτημα. Πλέον, όμως, η ψηφιακή μας εποχή και η δημόσια πρόσβαση στα Spotify plays επιτρέπει να φτιάξουμε μια λίστα με τα 5 άλμπουμ του John Cale που περιέχουν τα πιο πολυπαιγμένα του τραγούδια. Πάμε λοιπόν να τα δούμε, σε χρονολογική σειρά, με την απαραίτητη σημείωση ότι τα νούμερα των plays είναι τα καταγεγραμμένα στην πλατφόρμα τη στιγμή που γραφόταν το άρθρο.

Vintage Violence [Columbia, 1970] 

Όσοι περίμεναν κάτι πιο avant-garde από το ντεμπούτο του John Cale, με δεδομένη τη θητεία του στους Velvet Underground, ένιωσαν έκπληξη με τις απλές pop/rock ευθείες του Vintage Violence ή με ορισμένες πιο country λοξοδρομήσεις. Ίσως και κάποια απογοήτευση, με δεδομένο ότι στην παραγωγή εμπλεκόταν και ο Lewis Merenstein, ο οποίος είχε στο βιογραφικό του το Astral Weeks του Van Morrison. Ο ίδιος ο Cale, πάντως, δεν δίστασε να παραδεχτεί ότι σκεφτόταν τους Bee Gees καθώς έφτιαχνε το άλμπουμ.

JCale_02

Φαίνεται, ωστόσο, ότι οι ομορφιές του Vintage Violence άντεξαν στον χρόνο, αφού, 53 χρόνια μετά, ο κόσμος ακόμα απολαμβάνει τις κιθαροπιανιστικές μελωδίες του "Hello, There" (1.505.634 plays) και του "Cleo" (559.439 plays) ή τις έγχορδες χάρες του "Gideon's Bible" (787.931 plays). Πάνω από όλα, όμως, αναζητεί την ονειροπόληση του "Big White Cloud" (3.431.736 plays), το οποίο αφήνει ίσως και μια αίσθηση Phil Spector, ενορχηστρωτικά μιλώντας. Για να δούμε, κάποια στιγμή μπορεί να ανακαλυφθεί και το "Charlemagne".

Paris 1919 [Reprise, 1973]

Εδώ αγγίζουμε μάλλον τα άγια των αγίων όσον αφορά τους περισσότερους θαυμαστές του John Cale, αφού τόσο για τους παλιότερους, όσο και για τους νεότερους –όσους ενημερώθηκαν από το 9,5/10 του Pitchfork το 2013– το Paris 1919 είναι το αδιαφιλονίκητα σπουδαιότερο ανάμεσα στα σπουδαία του άλμπουμ. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι ήδη από το 1998 το The Wire το έβαλε στη θαυμάσια λίστα του με τους 100 δίσκους που Έβαλαν Φωτιά στον Κόσμο ενώ Κανείς δεν Άκουγε (ψάξτε την, αξίζει).

Πρόκειται για γεγονός που αποτυπώνεται θριαμβευτικά και στο Spotify, αφού όλα σχεδόν τα τραγούδια σημειώνουν υψηλά σκορ, με το ομώνυμο "Paris 1919" να ίπταται στα 18.192.843 plays, όντας μακράν το δημοφιλέστερο όλης της δισκογραφίας του Ουαλού δημιουργού. Ακολουθούν το "Andalucia" (2.017.441 plays), το "Hanky Panky Nohow" (1.188.436 plays) και το "Child's Christmas In Wales" (1.175.478 plays).

JCale_03

Και είναι αλήθεια, ακόμα και για όσους προτιμάμε άλλους δίσκους του Cale, ότι το Paris 1919 έχει μια ακαταμάχητη αύρα, κεντημένη σταυροβελονιά μεταξύ των κομψών, μετρημένων ερμηνειών, της ποιητικής –και κρυπτικής– διάθεσης των στίχων (π.χ. "Antarctica Starts Here") και μιας μουσικής που, ενώ συνεχίζει να απέχει από την αισθητική των Velvet Underground, βρίσκει άλλους τρόπους για να κερδίσει σε βάθος: στιγμές λ.χ. σαν τις προαναφερόμενες ή σαν το "The Endless Plain Of Fortune" (όπου συμμετέχει και η UCLA Symphony Orchestra) ρίχνουν τις δικές τους γέφυρες μεταξύ της παλιότερης baroque pop και μιας επίκαιρης, σοφιστικέ γραφής, αρεσκόμενες και σε πιο ηλεκτρισμένες απολήξεις (π.χ. "Macbeth").

Fear [Island, 1974]

Ήταν στον πέμπτο του δίσκο, έξι χρόνια μετά την έξωση από τους Velvet Underground, που ο John Cale έκανε τη χάρη σε όσους fans είχε ως τότε να ξαναπιάσει το νήμα που άφησε στο White Light/White Heat, καταπιανόμενος "με όσα αρνήθηκε να ασχοληθεί ο Lou Reed" –όπως το έχει θέσει. 

JCale_04

Αναρωτιέται δε κανείς αν ήταν η πρόσφατη διάλυση (1973) του παλιού του συγκροτήματος που πυροδότησε αυτή την απόφαση ή αν είχε να κάνει με το γεγονός ότι στις ηχογραφήσεις του Fear ενεπλάκη και ο Brian Eno, ο οποίος είχε μόλις αφήσει τους Roxy Music για παρεμφερείς λόγους. Όπως κι αν έχουν τα πράγματα, πρόκειται για ένα ακόμα σπουδαίο άλμπουμ, που κάποιοι ταγμένοι το προτιμούν κι από το Paris 1919. Η Patti Smith, μάλιστα, έχει παραδεχτεί ότι χάρη σε αυτό αναζήτησε τον Cale ώστε να αναλάβει την παραγωγή στο ιστορικό της Horses (μετά, βέβαια, έγινε χαμός στο στούντιο). 

Ίσως γιατί εδώ η art pop στόφα μπολιάζεται με το λοξό rock 'n' roll με το οποίο πάντα θα σχετίζουμε τον Ουαλό καλλιτέχνη, οδηγώντας σε φανταστικά τραγούδια σταμπαρισμένα με έναν ιδιαίτερο χαρακτήρα, ικανά να δράσουν και σε πρώτο επίπεδο, μα και υποδόρια.  Ορισμένα από αυτά έχουν ανακαλυφθεί, όπως π.χ. το "Barracuda" (5.466.422 plays), το "Fear Is A Man's Best Friend" (2.886.780 plays) ή το "You Know More Than I Know" (2.286.287 plays), άλλα, όμως, περιμένουν καρτερικά και δικαιωματικά τη σειρά τους. Το εκπληκτικό "Gun", κυρίως. 

Songs For Drella [Sire, Απρίλιος 1990]

Ο χρόνος αλλάζει τα πάντα, όπως είπε και ο Τζακ Νίκολσον υποδυόμενος τον Jake Gittes στο sequel του "Chinatown" ("The Two Jakes"). Το οποίο, παρεμπιπτόντως, βγήκε στα σινεμά την ίδια χρονιά με το Songs For Drella. John Cale και Lou Reed δεν μιλούσαν ο ένας στον άλλον, όμως τον Απρίλιο του 1987 ξανασυναντήθηκαν στην κηδεία του παλιού φίλου και μέντορά τους Andy Warhol και είπαν να ξαναπιάσουν το νήμα που άφησαν το 1968. Το αποτέλεσμα ήταν το Songs For Drella, παραλίγο top-20 επιτυχία στη Βρετανία (#22) και top-100 στην Αμερική (#103), το οποίο επανέφερε το μεταξύ τους κακό κλίμα, μέχρι να ξαναφιλιώσουν το 1993, ανασχηματίζοντας για λίγο και τους Velvet Underground. Και κάπως ανάλογα θα το πήγαιναν, ως τον θάνατο του Lou Reed· έτσι μάλωναν αυτοί οι άνθρωποι κι έτσι αγαπιούνταν.

JCale_05

Το κοινό, πάντως, εξακολουθεί και λατρεύει το Songs For Drella: 6.232.728 plays για το "Nobody But You", 1.474.993 για το "Style It Takes", 1.333.587 για το "Smalltown", 747.089 για το "Hello It's Me", 725.752 για το "Open House". Και αυτά δεν είναι κι όλα τα ωραία τραγούδια, για όσους τουλάχιστον αγαπούν και το "Starlight", το "Forever Changed" ή το "A Dream". 

Κιθάρα, βιόλα, πλήκτρα (και τίποτα άλλο) με απτές μα και "προχωρημένες" pop/rock διαθέσεις, ερμηνείες-απαγγελίες γεμάτες από προσωπικότητα ("Faces And Names", "Trouble With Classicists"), νύξεις στο Velvet Underground παρελθόν, μνήμες από τον Andy Warhol και ευθείες αναφορές στη ζωή και στο έργο του, ενίοτε πικρές. Ένας δίσκος-performance, ο οποίος τον διατηρεί ως κεντρικό του ήρωα, με τους Cale & Reed να αναλαμβάνουν να τον ενσαρκώσουν και να τον αποτιμήσουν (χωρίς περιττούς εξωραϊσμούς και άγονες νοσταλγίες), καταθέτοντας παράλληλα κι έναν συγκινητικό αποχαιρετισμό. Τόσο στον ίδιο τον Warhol, όσο και σε μια ημι-μυθική πλευρά της δεκαετίας του 1960, της οποίας υπήρξαν κι εκείνοι μέρος.

Wrong Way Up [Opal/Warner Bros., Οκτώβριος 1990]

Ήταν μάλλον αναπόφευκτο ότι ο Cale θα ξανασυναντιόταν με τον Brian Eno σε κάποιο σημείο της διαδρομής, αφού, παρά τις διαφορετικές κατά καιρούς στοχεύσεις τους, μοιράζονται αρκετά πράγματα. Και το Wrong Way Up απέδειξε ότι ήταν ικανό να σταθεί στο ύψος της καλλιτεχνικής πρόκλησης, αποτυπωνόμενο ως ένας σπουδαίος δίσκος.

JCale_06

Όχι γιατί αψήφησε τη σαφή κατάταξη μεταξύ των ηλεκτρονικών και μιας αρτίστικης αντίληψης για την pop και το rock –αυτό θεωρούταν δεδομένο– αλλά γιατί κατόρθωσε και προέκυψε ευφορικό, με έναν δικό του κομψό και συνάμα εστέτ τρόπο. Ο οποίος επέτρεψε στον Cale να τραγουδήσει στίχους όπως "We pushed the empty frame of reason out the cabin door" ("Empty Frame") ή "I am the termite of temptation" ("Lay My Love") πλάι σε ήχους που υφαίνονταν μεν με άρτια ιντελεκτουέλ πλέγματα (στα συμμετέχοντα όργανα βρίσκει κανείς omnichord, στρογγυλές suzu καμπάνες από την Ιαπωνία και κάτι που περιγράφεται απλά ως "little Nigerian organ"), μα διατηρούσαν συνάμα μια ηλιόλουστη, χαμογελαστή υπόσταση. Ακόμα και στις μελαγχολικές, πιο ενδοσκοπικές (ενδεχομένως και ανησυχητικές, στιχουργικά) στιγμές, σαν π.χ. το "Cordoba" ή το "Grandfather's House".

Αυτό το κράμα δεν μπόρεσε δυστυχώς να περάσει στο ευρύ κοινό της εποχής: σε αντίθεση με τη συνεργασία Cale & Reed λίγους μήνες πριν, το Wrong Way Up δεν φάνηκε πουθενά στα charts, ενώ απέτυχαν και οι τρεις απόπειρες που έγιναν για να αναδειχθεί κάποιο single. Όμως οι πιστοί των δύο καλλιτεχνών δεν έπαψαν να ακολουθούν και να τιμούν, οδηγώντας έτσι στα 14.912.844 Spotify plays του "Spinning Away", στα 1.963.951 του "Lay My Love" και στα 937.752 του "The River". Και υπάρχουν κι άλλα τραγούδια να ανακαλύψει κανείς, ακόμα κι αν δεν μας έχουν κάνει τη χάρη να βγάλουν επιτέλους μια έκδοση που θα έχει και τη διασκευή που έκαναν τότε στο "Ring Of Fire" του Johnny Cash, με τον Eno στα φωνητικά.

O John Cale λίγο πιο πέρα από τον αφρό του Spotify - 5 δίσκοι

Όσο χρήσιμα πορίσματα κι αν προκύπτουν από την παραπάνω λίστα, μη νομίσετε ότι ξεμπερδεύετε έτσι εύκολα με έναν καλλιτέχνη σαν τον Cale. Υπάρχουν κι άλλα να ανακαλυφθούν στην εκλεκτή του δισκογραφία, η οποία μπορεί να είχε κατά καιρούς τα πάνω και τα κάτω της, όμως, ακόμα και στα δεύτερα, ποτέ δεν στερήθηκε ενδιαφέροντος. Έχοντας λοιπόν αυτά κατά νου, πάμε να εξερευνήσουμε και λίγο βαθύτερα, στεκόμενοι σε 5 δουλειές του που παραμένουν αποσπασματικά γνωστές.

The Academy In Peril [Reprise, 1972]

Στριμωγμένο ανάμεσα στο δοξασμένο Paris 1919 (1973) και σε μια ενδιαφέρουσα μα όχι σπουδαία συνεργασία του Cale με τον Terry Riley (Church Of Anthrax, 1971), το The Academy In Peril είναι ένας ντελικάτος δίσκος στηριγμένος στα ενδιαφέροντά του για τη μοντέρνα όψη της ευρωπαϊκής κλασικής μουσικής, που δεν προσφέρει εύκολες λαβές στο pop/rock κοινό. Το οποίο, ως εκ τούτου, τον αγνόησε και στις αρχές των 1970s, αλλά και στους καιρούς του Spotify. 

JCale_07

Πίσω λοιπόν από ένα εξώφυλλο σχεδιασμένο από τον Andy Warhol, ο Cale κάνει εν πολλοίς τα δικά του με τη σήμα κατατεθέν βιόλα, τα keyboards, την κιθάρα και το μπάσο. Φτιάχνει οργανικά κομμάτια με ευθείες αναφορές στις κλασικές του επιρροές ("Brahms"), γράφει μια τριμερή σουίτα ("Faust/The Balance/Captain Morgan's Lament") που την εκτελεί η Royal Philharmonic Orchestra, φέρνει τον pop/rock κόσμο επιλεκτικά στο όλο μείγμα με το θαυμάσιο "Days Of Steam" ή τη slide κιθάρα του Ron Wood των Rolling Stones στο "The Philosopher". Κερασάκι δε στην τούρτα είναι η πιο avant πλευρά του, η οποία εκφράζεται θεσπέσια στο "Legs Larry At Television Centre", με παραμορφωμένη/επεξεργασμένη αφήγηση από τον ίδιο τον Legs Larry Smith των Bonzo Dog Doo-Dah Band

Honi Soit... [A&M, 1981]

Αν και εντελώς ανυπόληπτο στην εποχή του Spotify, υπήρξε η μοναδική εμπορική επιτυχία του Cale πριν τη συμφιλίωσή του με τον Lou Reed, αλλά και "σπίτι" του εκπληκτικού "Dead Or Alive", το οποίο δοκίμασε ανεπιτυχώς την τύχη του και ως single. Και υπήρχαν κι άλλα ωραία τραγούδια, σαν το "Strange Times In Casablanca", το "Russian Roulette" ή το "Fighter Pilot"

JCale_08

Εδώ ο Cale φοράει τα πιο rock καλά του και τσαλαβουτάει στους new wave ρυθμούς, προσπαθώντας και να πιάσει τον παλμό της νέας δεκαετίας που ξημέρωνε, αλλά και να φτιάξει μια δουλειά με πιθανές εμπορικές προοπτικές –κάτι που φαίνεται και από την ανάθεση της παραγωγής στον Mike Thorne. Δίνει λοιπόν ένα κομμάτι από τον καλύτερο και πιο δυναμικό του εαυτό, τραγουδώντας με όλη την απαιτούμενη ζέση και ζωηράδα, χωρίς να αποποιείται και το ποιος είναι: οι στίχοι, ενίοτε, θίγουν και δύσκολα ζητήματα (π.χ. τον πόλεμο ή την πορνεία), ενώ η καταπληκτική διασκευή στο "Streets Of Laredo" διαστρέφει ευφυέστατα αυτή την παραδοσιακή καουμπόικη μπαλάντα. Mπλέκοντάς τη με ενορχηστρώσεις εμφανώς περιπετειώδεις, ακόμα και για τις εναλλακτικές παρυφές του τότε ηλεκτρικού mainstream.

Music For A New Society [ZE, 1982]

Αν και το τσακισμένο "Close Watch" μετρά 705.898 Spotify plays, το καταπληκτικό αυτό άλμπουμ παραμένει ανεξερεύνητο. Μερικοί οπαδοί, βέβαια, θεωρούν ότι εδώ κατέθεσε το αριστούργημά του, αλλά ο ίδιος ο Cale δεν έχει κρύψει το γεγονός της εμπορικής του αποτυχίας –η οποία ήρθε, παρεμπιπτόντως, μετά τη μοναδική του επιτυχία στην Αμερική. 

JCale_09

Πραγματοποιώντας έναν προσωπικό εξορκισμό στα σκοτάδια εκείνης της περιόδου (τα οποία συμπεριλάμβαναν κι ένα χάος με ναρκωτικές ουσίες), ο Cale καταδύεται αγωνιωδώς στα εσωτερικά τρίσβαθα κι επιστρέφει στην επιφάνεια με απογυμνωμένα ενορχηστρωμένες ανοιχτωσιές και με μαεστρικές μελωδίες, ξετυλίγοντας μια σειρά τραγουδιών απλά υπέροχων μέσα στον λοξό τρόπο με τον οποίον δομούν κι αποδομούν την pop, το rock, τα avant-garde ηλεκτρονικά και την κλασική μουσική (π.χ. "Library Of Force", "Chinese Envoy"). Μάλιστα, δεν διστάζει να βάλει την τρίτη σύζυγό του Risé Irushalmi-Cale να ερμηνεύσει υποβλητικά στο "Risé, Sam and Rimsky-Korsakov" ή να επαναδιαπραγματευτεί ακόμα και την περίφημη "Ωδή Στη Χαρά" του Μπετόβεν, αναστρέφοντάς τη ώστε να ταιριάξει στο κλίμα του "Damn Life" με τρόπο που θα ζήλευε ο Tom Waits. Υψηλή τέχνη στο μεταξύ ελπίδας και καθίζησης, με τους στίχους να βρίθουν νοημάτων και εκλεκτικών αναφορών, έστω κι αν οι δομές απομένουν θολωμένες. 

Σχεδόν 30 χρόνια αργότερα, ο Cale, επηρεασμένος από τον θάνατο του Lou Reed (2013), επέστρεψε στο επώδυνο σύμπαν του άλμπουμ, επανηχογραφώντας το με τον τίτλο MFANS [Domino/Double Six, 2016]. Ενημερωμένο από τις τότε ηλεκτρονικές του στοχεύσεις, αλλά και με το "Broken Bird" να τον οδηγεί ανέλπιστα κοντά στον Nick Cave, το αποτέλεσμα παρέμεινε ενδιαφέρον (ιδιαίτερα σε στιγμές όπως π.χ. τα "Thoughtless Kind" ή το Sanities mix στο "Sanctus"), χωρίς όμως να μπορέσει να επαναλάβει την αίσθηση αιχμής, χασίματος και αραιών πεδίων που διέκρινε το ορίτζιναλ υλικό.

Artificial Intelligence [Beggars Banquet, 1985]

Έτσι απλά, θα μπορούσαμε να το αποκαλέσουμε το άλμπουμ με το "Dying On The Vine". Γιατί είναι πράγματι το καλύτερό του τραγούδι (με 2.248.654 plays στην εποχή του Spotify), για πολλούς κι ένα από τα ωραιότερα στη σόλο πορεία του John Cale –πικρό, απογοητευμένο, μα και με την ψωροπερηφάνια του παράλληλα, αφού πίσω από τη βιτρίνα του "όλα καλά" ο πρωταγωνιστής παραδέχεται πως "Ι'd lay down my sword if you would take it/And tell everyone back home I'm doing fine", αντανακλώντας στιγμές όπου ίσως ένιωθε ότι χάνει τη μάχη κόντρα στο αλκοόλ και την κοκαΐνη. Βάσει της τελευταίας, ωστόσο, έχει συγκροτηθεί ένα προβληματικό αφήγημα, που θέλει το Artificial Intelligence ως το πρώτο του άλμπουμ όπου, παρότι δεν αγγίζει σπουδαία επίπεδα, δείχνει να επανακάμπτει δημιουργικά.

JCale_10

Αλλά να επανακάμπτει από τι; Δεν είχε καταθέσει το αριστουργηματικό Music For A New Society, μόλις 3 χρόνια πριν; Το γεγονός ότι το ακολούθησε ο ίσως πιο αδιάφορος δίσκος του (Caribbean Sunset, 1984) δεν σημαίνει ότι βρισκόταν σε κάποιο καλλιτεχνικό ναδίρ σαν κι αυτό που υπονοείται. Πιο ορθό, λοιπόν, είναι να δούμε το Artificial Intelligence ως άνισο απότοκο του ενδιαφέροντος του Cale για τα synths των 1980s, τα οποία στις επόμενες δεκαετίες ήχησαν είτε ως "ξεπερασμένα", είτε ως "ρετρό". Η έμπνευση, τώρα, πάει κι έρχεται και κάμποσες στιγμές είναι, όντως, καταφανώς μέτριες. Υπάρχουν εντούτοις κι άλλα τραγούδια να προσέξει κανείς πέρα από το "Dying On The Vine", ακόμα κι αν στερούνται της δικής του αύρας –το "Song Of The Valley", για παράδειγμα, ή το "The Sleeper". 

Fragments Of A Rainy Season [Hannibal & Revenge, 1992]

Εδώ, κάτω από τον ίδιο τίτλο, μιλάμε για δύο διαφορετικές μα αλληλοσυμπληρούμενες κυκλοφορίες, που θα πρέπει κάποια στιγμή να μπουν σε μια οριστική CD/DVD έκδοση. Το άλμπουμ πρωτοβγήκε από τη βρετανική Hannibal (και συμπληρώθηκε το 2016 από έξτρα υλικό) περιλαμβάνοντας ηχογραφήσεις του Cale από διάφορα μέρη στα οποία περιόδευσε το 1992. Το οπτικό υλικό, πάλι, πρωτοφάνηκε από τη γαλλική Revenge σε VHS (αργότερα υπήρξε και DVD εκδοχή, από άλλες εταιρείες), φιλοξενώντας 1 ώρα από τη συναυλία του στο "Palais des Beaux-Arts" των Βρυξελλών (Απρίλιος 1992).

JCale_11

Σε κάθε περίπτωση, είτε με εικόνα, είτε χωρίς, σε αυτά τα Aποσπάσματα από μια Eποχή Bροχών ο Cale ξεδιπλώνει την ουσία της σόλο τραγουδοποιίας του στην πιο λιτή της μορφή, αφού παίζει μόνος, συνοδεύοντας εαυτόν στο πιάνο (κυρίως) και στην κιθάρα (δευτερευόντως). Είναι μια λογική συναφής με την περίοδο στην οποία βρέθηκε τότε (ύστερα από τον αγώνα του για αποτοξίνωση και τις δύο σερί συνεργασίες με τον Lou Reed και τον Brian Eno), που βέβαια βρίσκεται στον αντίποδα αυτού που αναμένουμε να δούμε στο Ηρώδειο τον Ιούνιο, όπου θα τον συνοδεύσει η ορχήστρα Φιλαρμόνια. 

Με 3.192.224 plays για τη διασκευή στο "Hallelujah" του Leonard Cohen –που είναι ωραία κι έτσι σε live εκδοχή, αλλά κατά τι υποδεέστερη της στούντιο υπόστασής της στο tribute album I'm Your Fan– και με  769.338 για το (I Keep A) Close Watch, το Spotify έχει ανακαλύψει ένα μέρος αυτής της δουλειάς. Μένει ωστόσο να τη δει και πιο συνολικά, καθώς τούτος ο "σκέτος" Cale αποδεικνύεται αφοπλιστικός και συγκινητικός και σε κάμποσες άλλες στιγμές (π.χ. στη μελοποίηση του "On A Wedding Anniversary" του Dylan Thomas, στο "Leaving It Up To You" ή στη διασκευή του στο "Heartbreak Hotel" του Elvis Presley). Ένας άνθρωπος που μέσα σε περίπου 1,5 ώρα μπορεί να φανεί εξαιρετικά πειστικός και ως μάστορας της κομψής μελαγχολίας, αλλά και σαν rock performer με πιο "ακατέργαστες" όψεις.

Διαβάστε Επίσης

Διαβάστε ακόμα

Τελευταία άρθρα Μουσική

Ryuichi Sakamoto: Το "κύκνειο άσμα" του παγκοσμίου φήμης Ιάπωνα συνθέτη στο Subset Festival

Οι θεατές θα έχουν την ευκαιρία να ζήσουν την τελευταία παράσταση ενός εμβληματικού συνθέτη που επηρέασε με πρωτοποριακό τρόπο τη σύγχρονη μουσική. Οι επιλογές του Sakamoto στο "Opus" καλύπτουν ολόκληρη την καριέρα του.

ΓΡΑΦΕΙ: ATHINORAMA TEAM
17/05/2024

Όσα δεν θα χάσουμε από τον τριήμερο προγραμματισμό του φετινού Athens Music Week

Ξεχωρίζουμε τα must-see της φετινής διοργάνωσης που επιστρέφει μεγαλύτερη από ποτέ στη γειτονιά της Τεχνόπολης (22-25/5).

"Μυστήριο 66 Φωνές στην πόλη": Ένα πάρτι για το παρόν και το μέλλον του Arkopolis

Η 2023 Ελευσίς και η ομάδα Cultterra προσκαλούν την τοπική κοινότητα της Ελευσίνας και του Θριάσιου πεδίου να συνδιαμορφώσει τον δημόσιο χώρο αλλά και να χορέψει στους ρυθμούς της eurodance μουσικής που θα επιλέξει το dj δίδυμο Arvanite Pistols από την Ελευσίνα.

Πανελλήνιοι διαγωνισμοί πιάνου, κιθάρας και βιολιού από την musicArte

Δείτε πώς μπορείτε να δηλώσετε συμμετοχή στους διαγωνισμούς για παιδιά και νέους που θα πραγματοποιηθούν τον Ιούνιο στο Μέγαρο Μουσικής.

Οι Apocalyptica παίζουν Metallica στον Λυκαβηττό

Το νέο άλμπουμ τους "Plays Metallica Vol.2" είναι ο διάδοχος του περίφημου "Apocalyptica Plays Metallica By Four Cellos".

Ένα διήμερο αφιέρωμα στον Μιχάλη Αδάμη έρχεται στην Εναλλακτική Σκηνή της ΕΛΣ

Η Ένωση Ελλήνων Μουσουργών τιμά έναν από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της σύγχρονης ελληνικής μουσικής.

Αυτό είναι το αναλυτικό πρόγραμμα του Athens Music Week 2024

Η τετραήμερη γιορτή ανθρώπους της μουσικής βιομηχανίας, που απλώνεται σε 4 venues στην ευρύτερη γειτονιά του Κεραμικού, προσκαλεί 40 καλλιτέχνες και 160 ομιλητές από 26 χώρες.