Ενδιαφέρον και όρια μιας πολιτικής (;) "Μαντάμα Μπατερφλάϊ"

Είδαμε τη νέα παραγωγή όπερας του Πουτσίνι σε σκηνοθεσία του Ολιβιέ Πι, ενός από τους σημαντικότερους θεατρανθρώπους της εποχής μας.

Μαντάμα Μπαττερφλάϊ

Πολλές συζητήσεις και μεγάλη εισπρακτική επιτυχία συνόδευσαν τη νέα παραγωγή της όπερας "Μαντάμα Μπατερφλάϊ" του Πουτσίνι στο Ωδείο Ηρώδου Αττικού, με την οποία η Εθνική Λυρική Σκηνή εγκαινίασε προ ημερών (1/6) το φετινό Φεστιβάλ Αθηνών.

Αυτή δεν είναι η πρώτη φορά που ένα έργο με σαφή οικειότητα δράσης παρουσιάσθηκε σε ανοιχτό χώρο. Ο καλλιτεχνικός διευθυντής της ΕΛΣ Γιώργος Κουμεντάκης υπενθύμισε σε σημείωμά του, ότι η μεγάλη χωρητικότητα του ρωμαϊκού κοίλου και η πληθώρα επισκεπτών στην Αθήνα καθιστά ουσιαστικά μονόδρομο για τις θερινές παραγωγές της την επιλογή δημοφιλών έργων.

Εν προκειμένω, όμως, το ενδιαφέρον κέντρισε η επιλογή ως σκηνοθέτη του Ολιβιέ Πι, ενός από τους σημαντικότερους θεατρανθρώπους της εποχής μας, ο οποίος είχε υπογράψει προ τριετίας στη Λυρική ("Αίθουσα Σταύρος Νιάρχος", 2020) έναν αξιομνημόνευτο "Βότσεκ". Αυτή ήταν η πρώτη του αναμέτρηση όχι μόνο με τη "Μαντάμα Μπατερφλάϊ", αλλά και με τον Πουτσίνι γενικότερα! Από έναν σκεπτόμενο καλλιτέχνη, όπως ο Πι, δεν θα προσδοκούσε φυσικά κανείς καμία μελό ή φολκλόρ προσέγγιση. Ποιοι ήταν οι άξονες της όλης δουλειάς, που υλοποίησε με τον στενό του συνεργάτη (σκηνικά και κοστούμια) Πιερ-Αντρέ Βάιτς;

Ο Πι τοποθέτησε αρχικά τη δράση στη δεκαετία του ’50, σε μιαν Ιαπωνία καθημαγμένη μεν από την ήττα στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και την καταστροφή των πόλεων Χιροσίμα και  Ναγκασάκι (τόπο όπου εκτυλίσσεται η υπόθεση της όπερας), αλλά ήδη προσδεδεμένη στο άρμα των ΗΠΑ και του μεταπολεμικού καπιταλιστικού εκσυγχρονισμού. Όχι τυχαία, τον τοίχο του Ηρωδείου κάλυπταν στην Α’ πράξη διαφημιστικά πανώ μεγάλων πολυεθνικών εταιρειών (που παρέπεμπαν οπτικά και σε εικόνες σύγχρονων ιαπωνικών μεγαλουπόλεων), στην Β’ πράξη φωτογραφικά ταμπλώ από τις συνέπειες των ατομικών βομβών. Στην έκρηξή τους -αλλά και στις μπουρμπουλήθρες με τις οποίες παίζει ο γιος της ηρωίδας- παρέπεμπε η εξύψωση των λευκών μπαλονιών που είχαν τοποθετηθεί περιμετρικά της σκηνής.

Ακολούθως, προσπάθησε να φωτίσει την έξωθεν και οίκοθεν αμφισβήτηση του ιαπωνικού πολιτισμού, αφενός μέσω της λαγνείας και του αλκοολισμού του Πίνκερτον, αφετέρου μέσω της αφέλειας της Τσο-Τσο-Σαν, πολύ έντονης ιδίως στη σκηνή της γνωριμίας των νεονύμφων (όπου η φέρουσα ξανθιά περούκα α-λα- Μέριλυν Μονρόε 15χρονη συνοδευόταν από γυναίκες της οικογένειάς της με δυτικές ενδυμασίες) – δείγμα απόπειρας πρόσδεσης στο "αμερικανικό όνειρο". Το παραδοσιακό στοιχείο εξαντλήθηκε σ’έναν Μπόντζο βγαλμένο από την παράδοση του Καμπούκι και σ’έναν χορό προγόνων/Οτοκέ, μια ομάδα πανταχού παρόντων ημίγυμνων ανδρών με σώματα καλυμμένα με πούδρα, οι οποίοι, μέσω της κινησιολογικής γλώσσας Μπούτο (χορογραφία: Ντανιέλ Ιζό), εκπροσωπούσαν τίνι τρόπω ένα σύστημα αξιών/κόσμο, που η ηρωίδα συνειδητά απαρνήθηκε, και τις τύψεις της.

Τέλος, με στόχευση την εστίαση στο δράμα, αντέστρεψε την παραδοσιακή στην όπερα χωροθέτηση των μουσικών συντελεστών, μεταφέροντας στο βάθος της μακρόστενης σκηνής την ορχήστρα και τοποθετώντας μπροστά της ("στη θέση της") τους τραγουδιστές, ενώ την κεντρική είσοδο της σκηνής συνέδεαν με την ορχήστρα του θεάτρου δύο συμμετρικές ιπτάμενες γέφυρες.

Μαντάμα Μπαττερφλάϊ
Η Τσο-Τσο-Σαν (Άννα Σον) ετοιμάζεται να θέσει τέλος στη ζωή της: το τραγικό φινάλε της όπερας του Πουτσίνι "Μαντάμα Μπαττερφλάϊ" που παρουσιάζει η ΕΛΣ στο Ηρώδειο μέχρι 10/6 ©  Ανδρέας Σιμόπουλος

Η επιλογή μιας τέτοιας "πολιτικής" θεώρησης είχε μεν λογική και φρεσκάδα, αλλά το στοίχημα της δραματουργικής της επεξεργασίας και συνοχής δεν ήταν διόλου απλό. Ιδίως όταν όλα παρέμειναν τελικά σε επίπεδο προθέσεων, δηλώσεων ή/και εικόνων, σε ένα επίπεδο δηλ. παράλληλης ανάγνωσης/συμφραζομένων, χωρίς να "κουμπώσουν" ουσιαστικά με το επί σκηνής δράμα. Αναπόδραστα, και με δεδομένη την απόλυτη λιτότητα σκηνικών και κοστουμιών, η δράση -και η διέγερση συναισθημάτων- αφέθηκε κατά βάση μόνο στους μονωδούς και τις -κυμαινόμενες- υποκριτικές ικανότητές τους, ενώ επαρκής υπήρξε η θεατρική καθοδήγηση, που απογειώθηκε στην έξοχη σκηνή "αντιπαράθεσης" μεταξύ Μπαττερφλάϊ και Σάρπλες.

Σε μια συνολικά στεγνή αφήγηση, η μόνη "παρέμβαση" υπήρξε αυτή των προγόνων/βωβών ρόλων, που επισχολίαζαν διαρκώς τη δράση – ενίοτε και χορευτικά, όπως π.χ. στη νύχτα της αγωνιώδους προσμονής, διαρρηγνύοντας όμως τη μαγεία της μουσικής και της όποιας ποιητικής ατμόσφαιρας δημιουργούσαν οι φωτισμοί με το έναστρο σύμπαν στο δάπεδο της ορχήστρας (επιμέλεια: Μπερτράν Κιγύ).

Μεγαλύτερη συμβατότητα με την προσέγγιση του Πι παρατηρήθηκε σε επίπεδο μουσικής διεύθυνσης. Ο αρχιμουσικός Βασίλης Χριστόπουλος έφερε άψογα σε πέρας το συντονισμό των δρώμενων, παρά την αντιστροφή θέσεων ορχήστρας/τραγουδιστών, ενώ υπέγραψε ένα ακρόαμα σπάνιας ακρίβειας και συναισθηματικής νηφαλιότητας, που ηχούσε όμως προεξαρχόντως συμφωνικό και συστηματικά ξηρό, ίσως και λόγω της τοποθέτησης/"εγκλεισμού" της -ανεπίληπτης- Ορχήστρας της ΕΛΣ επί της μακρόστενης σκηνής, με ό,τι αυτή συνεπαγόταν για την εστίαση και την ευκρίνεια ήχου εγχόρδων και, κυρίως, ξύλινων πνευστών. Αντίστοιχα ίσχυσαν και για το τραγούδι της Χορωδίας, που πρόβαλε συχνά αδρομερές. Η πανέμορφη μουσική είχε σίγουρα ανάγκη μεγαλύτερων "αναπνοών" και ευκρινέστερου ηχοχρωματικού πλούτου.

Κατά την άποψή μας, ούτε από πλευράς τραγουδιού δικαιώθηκε η συναισθηματική διάσταση της γραφής του Πουτσίνι, ανεξαρτήτως του ότι σε φωνητικό επίπεδο η πολυεθνική -και σκηνικά πειστική- διανομή υπήρξε σε γενικές γραμμές επιτυχημένη, αν και όχι πάντοτε ισορροπημένη. Στο επίκεντρο βρέθηκε η Τσο-Τσο-Σαν της Νοτιοκορεάτισσας υψιφώνου Άννας Σον, που διέθετε ισχυρή λυρικοδραματική φωνή, φίνα, νεανική παρουσία, επαρκή θεατρικότητα, αλλά και μια ευπρόσδεκτη αμεσότητα, έστω και με το τίμημα της απουσίας εκλεπτύνσεων. Πλάι της, ο έμπειρος Ιταλός τενόρος Αντρέα Καρέ χάρισε το περισσότερο μεσογειακό τραγούδι της βραδιάς, στερούμενος, πάντως, ενός ισχυρότερου μουσικοδραματικού αποτυπώματος.

Πολύ καλός ήταν ο Σάρπλες του βαρύτονου Διονύση Σούρμπη, ενώ ιδιαίτερη εντύπωση προκάλεσε η Ρωσίδα μεσόφωνος Αλίσα Κολόσοβα στο ρόλο της Σουτζούκι. Ο συγκεκριμένος ρόλος έχει πρωτίστως δραματ(ουργ)ική διάσταση και εν προκειμένω αποδόθηκε με μάλλον γενικόλογη υπόκριση. Φωνητικά, το απίστευτης έκτασης και πλούτου τίμπρο (με έντονο όμως σλάβικο βιμπράτο) γέμισε αβίαστα το Ηρώδειο, ενθουσιάζοντας -δίκαια- το κοινό! Καθώς όμως η υποδοχή υπήρξε περισσότερο ενθουσιώδης και από αυτήν των πρωταγωνιστών, εύλογα γεννήθηκε το ερώτημα για την ανάγκη μιας τόσο "πολυτελούς" μετάκλησης για έναν τέτοιο ρόλο – την Κολόσοβα θα άξιζε να ξανακούσουμε στην ΕΛΣ σε διαφορετικό, πιο απαιτητικό ρεπερτόριο.

Από την πληθώρα δευτεραγωνιστικών ρόλων ξεχώρισαν περισσότερο ο τενόρος Γιάννης Καλύβας (Γκόρο) και ο βαρύτονος Χάρης Ανδριανός (Γιαμαντόρι/αυτοκρατορικός επίτροπος).

Λεζάντα πρώτης φωτογραφίας: Τσο-Τσο-Σαν (Άννα Σον) και Σουτζούκι (Αλίσα Κολοσόβα) περιτριγυρίζονται από τις σκιές των προγόνων της πρώτης: σκηνή από την Β’ πράξη της όπερας του Πουτσίνι "Μαντάμα Μπαττερφλάϊ" που παρουσιάζει η ΕΛΣ στο Ηρώδειο μέχρι 10/6 © Χάρης Ακριβιάδης

Διαβάστε Επίσης

Διαβάστε ακόμα

Τελευταία άρθρα Μουσική

Το "Piaf! The Show" έρχεται στο Δημοτικό Θέατρο Λυκαβηττού

Όλα τα λατρεμένα τραγούδια της απόλυτης ντίβας θα μάς ταξιδέψουν στους σταθμούς της πολυτάραχης ζωής της, υπό την ερμηνεία της Nathalie Lermitte.

ΓΡΑΦΕΙ: ATHINORAMA TEAM
26/04/2024

Μία συναρπαστική μουσικά "Σταχτοπούτα" & μία σπουδαία τσελίστα (Εμμ. Μπερτράν) στο "Ολύμπια"

Οι δύο πολύ ωραίες βραδιές, που απόλαυσαν οι φιλόμουσοι σε διάστημα μόλις ενός μήνα στο "Ολύμπια" Δημοτικό Μουσικό Θέατρο της Αθήνας, έδωσαν τροφή για σκέψη όσον αφορά τις προοπτικές και τη θέση του θεσμού στα μουσικά μας πράγματα.

Release Athens 2024: Beak> και Mount Kimbie την ίδια μέρα με τους Massive Attack

Το συγκρότημα του Geoff Barrow, των μοναδικών Portishead, και το λονδρέζικο γκρουπ σε μια από τις πιο απολαυστικές βραδιές του φετινού καλοκαιριού.

"Φως! Ω, πού είναι το φως;": Τραγούδια σε ποίηση του Ραμπιντρανάτ Ταγκόρ

O ποιητικός κόσμος του μεγάλου Ινδού στοχαστή Ραμπιντρανάτ Ταγκόρ αποκαλύπτεται στην Εναλλακτική Σκηνή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής.

Piano City Athens 2024: Οι γειτονιές της Αθήνας πλημμυρίζουν ξανά με μουσική

Δείτε το αναλυτικό πρόγραμμα του φεστιβάλ που γεμίζει μελωδίες τις γειτονιές της πρωτεύουσας με 100 κοντσέρτα πιάνου.

Sivert Hoyem, θα γράψεις ποτέ τραγούδι στα Νορβηγικά;

Μιλήσαμε με τον frontman των Madrugada όσο βρισκόταν στη Δρέσδη με τη σόλο club show περιοδεία του, την οποία φέρνει στην Αθήνα, με αφορμή το νέο άλμπουμ του "On an Island".

Η Μαρίνα Σάττι μάς δίνει ραντεβού στην Τεχνόπολη

Η Μαρίνα υπόσχεται να μας μεταφέρει στο εθιστικό καλλιτεχνικό σύμπαν της.