
Το 1997, το τέλος των Swans άφησε μια παρακαταθήκη σχεδόν ιερή για όσους είχαν ακολουθήσει με αφοσίωση τα 15 χρόνια δράσης τους. Οι οποίοι ήταν αυτονόητα λίγοι, αφού, ακόμα και κρίνοντας από το alternative μετερίζι των 1980s και 1990s –που δεν σκοτιζόταν για την εμπορικότητα και για τους καταλόγους επιτυχιών– θα ήσουν τρελός αν πίστευες ότι υπήρχαν περιθώρια μαζικής (ή, έστω, μαζικοτεροεναλλακτικής) αποδοχής γι' αυτό το θορυβώδες, ωμό, επαναληπτικά υπνωτικό, δυσοίωνο, συχνά μανιακό και φύσει εξερευνητικό rock που έπαιζε ο Michael Gira και οι εκάστοτε συνοδοιπόροι.
Μιλώντας μάλιστα στον John Doran του Quietus (2014), ο Gira επεσήμανε ότι, επί σειρά ετών, ακόμα κι εκείνοι που έρχονταν κοντά τους, έφευγαν. Παραδέχτηκε, ωστόσο, ότι τελικά απόκτησαν κάποιο κοινό: "με το να περιοδεύουμε ακατάπαυστα, βρήκαμε τους απροσάρμοστους κάθε πόλης που ήθελαν να ακούσουν αυτό που κάναμε". Οι αριθμοί, όμως, δεν υπήρξαν ποτέ αρκετοί για να τους μπάσουν στα charts: το περισσότερο που κατάφεραν ήταν ένα #74 στην Ολλανδία του 1992 για το άλμπουμ Love Of Life.

Αλλά το 2010, όταν ο Gira αποφάσισε να ξαναστήσει τη μπάντα και να ξανακαλέσει τους όσους πιστούς πίσω στο Swans όραμα, συνάντησε μια απρόσμενη αποδοχή –όχι ακριβώς "θριαμβευτική", όπως την ήθελε ο Jason Heller του Pitchfork (οι γνωστές υπερβολές), μα αρκετή ώστε να σηκώσει συζητήσεις στον Τύπο, να πυκνώσει αισθητά τα ακροατήρια στις διεθνείς εμφανίσεις και να αναπτύξει σημαίνουσα εμπορική δυναμική, η οποία έστειλε τη μπάντα στα 40 πρώτα της Αμερικής και της Βρετανίας, κάνοντάς την ορατή και στις χώρες της κεντρικής Ευρώπης. Έτσι, δόθηκε ευκαιρία και στο νεότερο εναλλακτικό κοινό να ζήσει από πρώτο χέρι την περίφημη βίαιη ενέργεια των συναυλιών τους (όπου παραμένει επικίνδυνο να πηγαίνεις δίχως ωτοασπίδες), βιώνοντας μια εμπειρία που μοιάζει πράγματι μοναδική για όσους ταυτίζουν το rock με τους Protomartyr και τους National.
Ενδέχεται βέβαια να είναι μια κατάσταση που ξεθωριάζει και πάλι στην παρούσα δεκαετία, φανερώνοντας μια κόπωση των πολλών με το σύμπαν του Gira και επαν-επιβεβαιώνοντας, παράλληλα, εκείνο το "those that came, left" που θέλει να γραφτεί και στην ταφόπλακά του. Αλλά γι' αυτό θα πρέπει να περιμένουμε, ώστε να δούμε πώς θα τα πάει το επερχόμενο άλμπουμ The Beggar, που αναμένεται να κυκλοφορήσει στις 23 Ιουνίου. Άλλωστε δεν έχει και πρωτεύουσα σημασία, εφόσον ο Gira εξακολουθεί (από την επιστροφή του 2010 και μετά) να αυτοχρηματοδοτεί την οικονομική βάση ύπαρξης των Swans εκδίδοντας δίσκους περιορισμένων αντιτύπων με demo ηχογραφήσεις, με τους οποίους οι fans αποκτούν κάτι με συλλεκτική αξία, στηρίζοντας παράλληλα τη στούντιο συνέχεια της αγαπημένης τους μπάντας.

Σε κάθε περίπτωση, το The Beggar ξαναφέρνει τους Swans και στην Ελλάδα, περίπου 4 χρόνια μετά την τελευταία τους εμφάνιση στο "Temple" (2019), για δύο συναυλίες: την Κυριακή 11/6 θα παίξουν στην Αθήνα, στο Θέατρο Βράχων "Μελίνα Μερκούρη", ενώ την Τρίτη 13/6 θα βρεθούν στη Θεσσαλονίκη, στη Μονή Λαζαριστών. Στο συνοδευτικό δελτίο Τύπου, μάλιστα, είναι χαρακτηριστικό ότι η διοργάνωση τους περιγράφει ως "το σημαντικότερο μουσικοθρησκευτικό σχήμα του 22ου αιώνα", δείχνοντας εύγλωττα τη σημασία που εξακολουθούν να έχουν για όσους πορεύονται μαζί τους από το 1982 –πάνω από 40 χρόνια, πια.
Από την άλλη, αυτό το χρονικό φάσμα έχει δημιουργήσει και τις κωμικοτραγικές του καταστάσεις. Με τον διεθνή μουσικό Τύπο των καιρών μας να είναι στελεχωμένος από ανθρώπους με κατά βάση alternative pop/rock γούστα που έχουν σταθεί με δέος απέναντι στη νεότερη φάση των Swans, αγνοώντας όμως εκείνη που τελείωσε το 1997, μπορείς να πάθεις ό,τι έπαθε και η Liv Toerkell του Nothing But Hope And Passion πίσω στο 2019, όταν ρώτησε τον Gira από πού να αρχίσει κανείς να ξετυλίγει τη δισκογραφία του γκρουπ. "Ξεκίνα με το τελευταίο άλμπουμ", της είπε εκείνος, μα δεν θέλησε να τον ακούσει.

Πήγε λοιπόν κι άκουσε το Filth του 1983 (μάλλον στην έκδοση με το ΕΡ Swans του 1982) κι έπαθε σοκ. Συνειδητοποιώντας, στην πορεία, τα αυτονόητα για τους παλιότερους Σουανικούς: όσο κι αν η ζωή μας ...κύκνους κάνει –όπως το έθεσε χαριτολογώντας ο Αντώνης Ξαγάς– διατηρώντας τις σταθερές της, o Gira των 2010s είναι συνάμα κι ένας διαφορετικός άνθρωπος από τον Gira των 1980s και 1990s. Όπως λιγότερο ή περισσότερο είμαστε κι όλοι μας, σε βάθος δεκαετιών. Το ίδιο συμβαίνει και με τους Swans, ασφαλώς. Άλλωστε από την επιστροφή τους έλειψε ο κρίσιμος παράγοντας που ακούει στο όνομα Jarboe κι έχει χαρακτηριστεί από τους πιο κλισεδιάρηδες ως "Marianne Faithfull της σκοτεινής σκηνής" (συνεισέφερε μόνο κάτι δεύτερα φωνητικά στο The Seer του 2012).
Τολμώντας πάντως να διαφωνήσω με τον Michael Gira, το μέρος για να ξεκινήσει κανείς με τους Swans είναι πράγματι το Filth, αλλά στην τριπλή, remastered, deluxe επανέκδοση που εμφανίστηκε κάποια στιγμή κι έχει γίνει πλέον διαθέσιμη και μέσω Spotify. Όχι γιατί είναι το καλύτερό τους άλμπουμ (μια χαρά είναι, μα θα έβγαζαν και καλύτερα), αλλά γιατί περιέχει το ΕΡ Swans του 1982 με το λοξό post-punk που κληρονόμησαν από τους βραχύβιους Circus Mort, το ντεμπούτο Filth του 1983 συν τα ακυκλοφόρητα της μετέπειτα συλλογής Body To Body Job To Job (όπου πρωτολάξευσαν τη θορυβώδη τους ταυτότητα στο no wave πλαίσιο της εποχής) και μια σειρά live ηχογραφήσεων μεταξύ 1982-1984 σε Νέα Υόρκη, Λονδίνο και Βερολίνο, που δείχνουν ότι ήδη από εκείνες τις ημέρες οι συναυλίες τους ήταν μία ακόμα πιο βαριά υπόθεση, η οποία στόχευε να παίξει με τα όρια αν(τ)οχής του κοινού.

Από εκεί και πέρα, ξεκινά μια μεγάλη συζήτηση για το ποιοι είναι οι καλύτεροι δίσκοι των Swans, την οποία αξίζει κάποια στιγμή να κάνουμε διεξοδικότερα. Σίγουρα, πάντως, θα πρέπει να συμπεριλαμβάνουν το Soundtracks For The Blind του 1996 και την οριακή live εμπειρία που κατέγραψε το Swans Are Dead (1995-1997), όπως κι άλλες δουλειές με την Jarboe στη σύνθεση, καθώς και το προαναφερθέν The Seer, για το οποίο ορθώς έγραψε ο Άρης Καραμπεάζης ότι αναδείχθηκε σε βάθρο σωτηρίας "για τον υποψιασμένο ακροατή που θεωρεί ότι έχει ακούσει τα πάντα και έχει βαρεθεί τα πάντα".
Το τι γίνεται σε τέτοια άλμπουμ μπορεί να περιγραφεί με διάφορους ελκυστικά δυσοίωνους τρόπους, τελικά, όμως, κανείς δεν θα το θέσει καλύτερα από τον ίδιο τον Gira, όπως το δήλωσε σε παλιότερή του ελληνική συνέντευξη, στην Ελένη Μητσιάκη: "φαντάσου πως το σώμα σου αποτελείται από πολλούς κόκκους πούδρας. Ξαφνικά έρχομαι και σου ρίχνω ένα ποτήρι νερό. Διαλύεσαι".