Άστρα και Λήθη: Ταξιδεύοντας στον γαλαξία των Arcturus

Πέντε χρόνια μετά το sold out στο «Temple» (2018), οι Νορβηγοί ξανάρχονται σε μεγαλύτερο χώρο («Fuzz», 21/4), σκοπεύοντας να τιμήσουν και τους δεσμούς τους με τη Θεσσαλονίκη (Πολυχώρος «WE», 22/4). Ευκαιρία λοιπόν να ανατρέξουμε σε μια διαδρομή τριών δεκαετιών, που έκανε το όνομά τους συνώνυμο της περιπέτειας και της ποιότητας.

Arcturus_front

Ως φωτεινότερο αστέρι του Βοώτη μα και ολόκληρου του βόρειου ημισφαιρίου, ο Αρκτούρος σαγήνευσε τους ανθρώπους ήδη από την αρχαιότητα, περνώντας επιτυχώς και στην επιστημονική φαντασία του 20ού αιώνα –λ.χ. στο μυθιστόρημα του David Lindsay "A Voyage to Arcturus" (1920). Το φως του έμελλε να πέσει και στο υπό διαμόρφωση black metal εκεί στο μεταίχμιο των 1980s και των 1990s, τόσο με το εμβληματικό ΕΡ "Passage To Arcturo" των δικών μας Rotting Christ (1991), όσο και με τον σχηματισμό των Arcturus στη Νορβηγία. 

Οι Arcturus φάνηκαν, τότε, ως ιδιομορφία που αναζητούσε τον δικό της δρόμο στον χώρο. Στις δικές μας ημέρες, όμως, λογίζονται ανάμεσα στις δόξες του black metal, χαίροντας μάλιστα και ευρύτερης αναγνώρισης –ως συγκρότημα που όχι μόνο σμίλεψε την όλη αισθητική, μα που προχώρησε και τα σύνορά της, χάρη σε τολμηρότατους πειραματισμούς: ακόμα και χιπ χοπ ανακάτεψαν κάποτε με τη νορβηγική "μαυρίλα", τεντώνοντας τις αντοχές της στο μη παρέκει. 

Πλέον, βέβαια, πορεύονται με το στάτους των βετεράνων, μετρώντας πάνω από 30 χρόνια ύπαρξης. Κρατούν όμως το κοινό τους, κάτι που αναμένεται να το αποδείξουν για ακόμα μία φορά και επί ελληνικού εδάφους, στις επικείμενες συναυλίες σε Αθήνα ("Fuzz", Παρασκευή 21/4) και Θεσσαλονίκη (Πολυχώρος "WE", Σάββατο 22/4). Οι οποίες παρέχουν καλή ευκαιρία για να ξανακάνουμε μαζί τους την όλη δισκογραφική διαδρομή, σε κλασικό στυλ "για να θυμούνται οι παλιότεροι-για να μαθαίνουν οι νεότεροι".

Ἐν ἀρχῇ ἦν ...οι Mortem (1987-1990)

Για να κατανοηθεί σωστά η εκκίνηση των Arcturus, χρειάζεται μια βουτιά στο demo Slow Death των Mortem (1989). Στο Όσλο της εποχής, οι Marius Vold (φωνητικά) & Steinar "Sverd" Johnsen (κιθάρα/μπάσο) τα βρίσκουν με τον Hellhammer των Mayhem (ντραμς) και με παραγωγό τον μακαρίτη Euronymous –επίσης των Mayhem– αποπειράθηκαν να "αμαυρώσουν" μια κατά βάση death metal αισθητική. 

Arcturus_01
Το εξώφυλλο και τα περιεχόμενα της demo κασέτας των Mortem

Πολλά χρόνια μετά ακούσαμε και τη ραφιναρισμένη, στούντιο εκδοχή εκείνων των 6 κομματιών (2022), που πέτυχε να δείξει ότι η φυσιολογική εξέλιξη εκείνου του υλικού έτεινε στην επιβλητική μοχθηρότητα του black metal. Προστέθηκε επίσης το μέχρι πρότινος άγνωστο "Satanas" (1990), στο οποίο οριοθετείται ουσιαστικά το (τότε) τέλος των Mortem και η μετάβαση των Vold, Sverd & Hellhammer στους Arcturus. 

Ψηλαφώντας το έρεβος (1990-1996)

Το non-album single "My Angel" [Putrefaction, 1991] έδειξε ότι οι Arcturus θα ήταν μια διαφορετική ιστορία από τους Mortem, στηριγμένη στο έντονο ενδιαφέρον του Sverd για τις δυνατότητες των synthesizers. Το πρώτο δείγμα γραφής ήταν μια άγουρη μα ελκυστική ιδιαιτερότητα, μάρτυρας του εξερευνητικού πνεύματος της μπάντας, η οποία πατούσε σε extreme metal καταβολές, μα φλέρταρε και με τις goth ατμόσφαιρες, αλλά και με τη λόγια ευρωπαϊκή συμφωνικότητα.

Ως το ΕΡ Constellation [Nocturnal Art Productions, 1994] ο Vold είχε αποχωρήσει και ο Sverd είχε μετακομίσει αποκλειστικά στα πλήκτρα: η κιθάρα και το μπάσο βρίσκονταν πλέον στα χέρια του Samoth των Emperor, ενώ στα φωνητικά πρωταγωνιστούσε ο Garm –δηλαδή ο Kristoffer Rygg των Ulver. Τα 4 τραγούδια έμελλε να αποτυπωθούν σε πιο ολοκληρωμένες εκδοχές στο άλμπουμ Aspera Hiems Symfonia (το "Icebound Streams And Vapours Grey", λ.χ., θα έδινε το "Wintry Grey"), παραμένουν ωστόσο τεκμήρια της σαγηνευτικής μελωδικότητας που αρχίζει να πλάθεται γύρω από τα πλήκτρα των Arcturus, όπως βέβαια και της επιτυχημένης ένταξης του Rygg σε αυτόν τον υπό διαμόρφωση νέο κόσμο.

Arcturus_02

Το Aspera Hiems Symfonia [Ancient Lore Creations, 1996] είχε τον Carl August Tidemann των Tritonus στην κιθάρα και τον Skoll των Ved Buens Ende στο μπάσο και ολοκλήρωσε με τον καλύτερο τρόπο τον πρώτο δημιουργικό κύκλο των Arcturus, χαρίζοντάς τους μια θέση στη νορβηγική black metal κοσμογονία των 1990s. Ο μεγαλειώδης μελωδικός καλπασμός των "To Thou Who Dwellest In The Night" και "Wintry Grey" συνδυαστικά με την κακοτράχαλη ξεραΐλα των ερμηνειών, η γενικότερη ματιά πάνω στη συγκατοίκηση κιθάρας και μπαρόκ πλήκτρων σε ένα metal πλαίσιο δίχως πολλά blast beasts, η ποιότητα των πιο καθαρών φωνητικών του Rygg και η ποιητική ματιά κάποιων στίχων πάνω στο μοχθηρό σκοτάδι και στην παγερή ισχύ του Χειμώνα έχτισαν μια ολόδική τους γωνιά, σε ένα είδος που γνώριζε τότε την πιο κλασική του εποχή.

"Η τρελή έμπνευση, η ύβρις, η τρέλα, το χάος" (1997-2007)

To Aspera Hiems Symfonia ήταν και black metal, ήταν και αρκούντως διαφορετικό από ό,τι ανάλογο συνέβαινε τότε στον χώρο. Όμως οι Arturus τόλμησαν να κάνουν ακόμα μεγαλύτερα άλματα με το La Masquerade Infernale [Music For Nations, 2007], το οποίο κεραυνοβόλησε με την τόλμη του και τη metal επικράτεια, αλλά και όσους εκτός αυτής έπεσαν πάνω του –λ.χ. το περιοδικό "Spin", το οποίο παραδέχτηκε ότι έμεινε με το στόμα ανοιχτό ακούγοντάς το. 

Σήμερα, βέβαια, μπορούμε ίσως να επισημάνουμε ότι η απόπειρα μελοποίησης του ποιήματος "Alone" του Έντγκαρ Άλλαν Πόε υπήρξε αποτυχημένη, ότι ορισμένες στιγμές σαν το ομώνυμο instrumental ή το "Ad Astra" δεν έχουν και την ομαλότερη ένταξη στο σύνολο ή ότι ναι μεν ήρθε ως νέος κιθαρίστας ο Knut M. Valle, μα την εντυπωσιακότερη κιθάρα την έπαιξε ο απερχόμενος Tidemann. Όμως τίποτα από αυτά δεν αλλάζει το γεγονός ενός ορόσημου: είναι το άλμπουμ που έκανε τους Arcturus μεγάλους, αλλά κι ένα από τα εμβλήματα των καλλιτεχνικών οριζόντων του black metal και της ικανότητάς του να εξελίσσεται με τους πιο απρόσμενους τρόπους.

Arcturus_03

Αντλώντας από ένα πλούσιο σύμπαν αναφορών και συμβόλων –μνήμες από το μπαρόκ και το συμφωνικό παρελθόν της Ευρώπης, επιστολές του Απόστολου Παύλου που μιλούσαν για τον Διάβολο (ο Άρχων των Μεταμφιέσεων), ποίηση Σαρλ Μπωντλαίρ, το μικροσύμπαν των τσίρκων και των καμπαρέ– οι Arcturus ακούγονται εδώ σαν ένα παράδοξο κράμα metal, progressive rock και Tiger Lillies, με κάποιες κατά το δοκούν ηλεκτρονικές λοξοδρομήσεις. Ίσως, μάλιστα, να αφήνουν και την υπόνοια ότι ο Έξω Από Εδώ μπορεί να γίνει εργαλείο στην επιθυμία του Ανθρώπου για ανακαλύψεις, αν και στο τελευταίο κομμάτι "Of Nails And Sinners" ο επαναστάτης άγγελος εξακολουθεί να απεικονίζεται ηττημένος κι αφημένος στο σκοτεινό του βασίλειο.  

Ο παράδοξος κόσμος των Νορβηγών ανθεί μεγαλειωδώς στα "Master Of Disguise", "Painting My Horror" και "The Throne Of Tragedy", δείχνοντας και τη συνθετική εξέλιξη του Sverd, μα και τις εκπληκτικές ερμηνευτικές δυνάμεις του Rygg. Αλλά είναι στο "The Chaos Path" όπου πραγματικά τρελαίνεσαι, ακόμα και σήμερα, που πια έχουμε ακούσει τόσα και τόσα: σχεδόν ...τσιφτετέλι ανά σημεία, τουλάχιστον για τα δικά μας αυτιά, υπηρετείται τραγουδιστικά από τον απίστευτο ICS Vortex των Borknagar (και των Dimmu Borgir, λίγο αργότερα). Με το χέρι στην καρδιά, αναρωτιέσαι μερικές φορές αν όλα τούτα είναι για καλό του black metal. Όχι βέβαια ότι ήταν για καλό ο μανιερισμός που είχε ήδη διαφανεί. Σε κάθε περίπτωση, υποκλίνεσαι βαθιά στη γενναιότητα, στις ιδέες και στην ικανότητα αυτής της μπάντας. Ή, όπως ωραιότατα το έθεσε ο Rygg το 2021, μιλώντας στο Heavy Metal HQ, "στην τρελή έμπνευση, στην ύβρη, στην τρέλα, στο χάος".

Arcturus_04

Στο Disguised Masters [Jester, 1999] οι Arcturus επιχείρησαν να δουν πόσο ακόμα γινόταν να πιέσουν τα σύνορα που χάραξε το La Masquerade Infernale, επανηχογραφώντας διάφορα ήδη γνώριμα κομμάτια με τους πλέον απρόσμενους τρόπους –π.χ. παραδίδοντας το "The Throne Of Tragedy" στον παραγωγό Phantom FX για ένα φουλ jungle remix ή προσκαλώντας τον ράπερ S.C.N. σε μια προσπάθεια διαλόγου με το χιπ χοπ στη βάση του "Master Of Disguise". Το αποτέλεσμα, ωστόσο, δεν τους δικαιώνει. Περισσότερο δηλαδή φανερώνει τις ανερμάτιστες και μη ολοκληρωμένες ιδέες που υπήρχαν τότε στο κεφάλι τους (ιδίως του Rygg), όπως βέβαια κι ένα σαφές μουσικό αδιέξοδο: το όποιο "επέκεινα" φαντάζονταν στα όσα είχαν ήδη κατακτήσει, θα μπορούσε να σταθεί μόνο εάν έπαυαν να παίζουν metal.

Με εξαίρεση το διάλειμμα του Disguised Masters, χρειάστηκαν 5 χρόνια για να μπορέσει να ξανασυντονιστεί η μπάντα, καταθέτοντας ένα βήμα συνέχειας με το άλμπουμ The Sham Mirrors [Ad Astra Enterprises, 2002], όπου μπάσο έπαιζε πλέον ο Dag F. Gravem. Πρόκειται για μία ακόμα εξερευνητική αποστολή, ξεκομμένη αισθητά, πλέον, από ό,τι μπορεί να θεωρηθεί ως "black metal", από το οποίο απομένει μονάχα ένας γενικόλογα σκληρός ήχος, στηριγμένος σε κιθάρες και πλήκτρα. Πάνω σε αυτή τη δομή οι Arcturus χτίζουν με υλικά που μπορούν ίσως, χάριν συνεννόησης, να προσδιοριστούν ως progressive και ως avant-garde, ενώ και ο Rygg δοκιμάζει διαφορετικές προσεγγίσεις στο πώς τραγουδά. 

Arcturus_05

Το κολοσσιαίο "Kinetic" τα μορφοποιεί όλα τούτα κατά τρόπο θεαματικό, το  "Nightmare Heaven" τα απογειώνει στη στρατόσφαιρα, μετά όμως; Μετά, κατά τη δική μου τουλάχιστον γνώμη (γιατί επικρατεί διχασμός), δεν συμβαίνουν εξίσου ενδιαφέροντα πράγματα. Διατηρούνται ψήγματα ωραίων ιδεών κι ένα κάποιο επίπεδο, αλλά είναι μόνο στο "Radical Cut" όπου ουσιαστικά επανασυνδέεσαι με τον δίσκο, ακούγοντας τον καλεσμένο Ihsahn των Emperor να βρυχάται βαρυμεταλλικά πάνω από κλασικότροπα πλήκτρα, σκληρές εντάσεις και μελωδικά περάσματα με σχεδόν ποπ χαρακτήρα. 

Στα 3 χρόνια που ακολούθησαν ο Rygg έφυγε για να επικεντρωθεί στους Ulver και αντικαταστάθηκε αρχικά από τον Øyvind Hægeland των Spiral Architect –με τον οποίον έπαιξαν και στην ιστορική τους πρώτη εμφάνιση στην Ελλάδα, στην "Υδρόγειο" της Θεσσαλονίκης, τον Σεπτέμβριο του 2004– πριν φύγει κι αυτός, δίνοντας τη σκυτάλη στον ήδη γνώριμο ICS Vortex. Ο Skoll επέστρεψε επίσης ως μπασίστας, ενώ ήρθε και ο Tore Moren σαν δεύτερος κιθαρίστας. 

Arcturus_06

Στο Sideshow Symphonies [Season Of Mist, 2005] ο ICS Vortex πετυχαίνει να λειτουργήσει ως γοητευτική "πρόσοψη", άσχετα με τις δικαιολογημένες γκρίνιες για τη μίξη. Πίσω του, ωστόσο, δεν συμβαίνουν και πολλά πράγματα. Οι Arcturus επανα-συσκευάζουν την πρωτοπορία τους σε μια νέα σειρά κομματιών, τα οποία αφήνονται να βράσουν σε ένα prog metal καζάνι κομματάκι άχρωμο. Η ματιά τους, βέβαια, παραμένει "αιρετική" σε επίπεδο metal πρότασης, ορισμένες στιγμές ξεχωρίζουν (π.χ. "Moonshine Delirium", "Evacuation Code Deciphered"), αλλά, γενικά μιλώντας, μένεις με την αίσθηση ενός δίσκου αναπαυμένου στη δική τους εκδοχή για τη "ζώνη ασφαλείας". Ο οποίος δεν διαθέτει ούτε φλόγα, ούτε αληθώς πρωτοκλασάτα τραγούδια.

Λίγες μέρες μετά την κυκλοφορία του νέου άλμπουμ οι Arcturus έπαιξαν ζωντανά στο "Rockefeller Music Hall" του Όσλο, στο πλαίσιο του Sonic Solstice Festival (Σεπτέμβριος 2005), με τη βραδιά να καταγράφεται και να εκδίδεται έπειτα σε DVD, υπό τον τίτλο Shipwrecked In Oslo [Season Of Mist, 2006] –το δε 2014 θα έβγαινε και σε περιορισμένα αντίτυπα βινυλίου, από τη Blood Music. 

Arcturus_07

Όπως αναμενόταν, φυσικά, το μισό περίπου set βασίστηκε στο υλικό του Sideshow Symphonies, πράγμα που, ως κάποιον βαθμό, αποτελεί βαρίδι για τη συναυλία. Ο ICS Vortex, επίσης, πασχίζει λίγο να μπει στα παπούτσια του Rygg σε κάποια παλιότερα τραγούδια, αν και συνολικά στέκεται πολύ καλά. Κάτι βέβαια που ισχύει και γενικότερα για τους Arcturus, οι οποίοι παίζουν ωραία ακόμα και τα πιο δευτεροκλασάτα τραγούδια τους, δίνοντας μια αρκούντως παθιασμένη και συνεκτική συναυλία, που τους εγγράφει ως metal μπάντα –έστω, ως ιδιαίτερη metal μπάντα– σε σαφέστερο βαθμό συγκριτικά με τη δισκογραφική τους εικόνα. Μάλιστα, φροντίζουν και για ορισμένες σκηνικές πινελιές στα σημεία που συνυπάρχουν επί σκηνής με μασκαρεμένες χορεύτριες βγαλμένες θαρρείς από κάποιο σκοτεινό καρναβάλι.

Κάπου εκεί, ωστόσο, ελλόχευε το τέλος της διαδρομής. Τον Μάρτιο του 2007 το κοινό στη Μελβούρνη της Αυστραλίας άκουσε με έκπληξη τον ICS Vortex να το καλωσορίζει στην "τελευταία συναυλία των Arcturus". Έναν μήνα μετά διαλύθηκαν και επισήμως, λέγοντας ότι εξαιτίας των όσων έτρεχαν πλέον στις ζωές τους και στις παράλληλες καριέρες τους αδυνατούσαν να συνεχίσουν το συγκρότημα. Μερικά χρόνια αργότερα (2015) ο ICS Vortex εξήγησε στο γιαπωνέζικο περιοδικό Marunouchi ότι είχαν φτάσει σε ένα στάδιο όπου αισθάνονταν καμένοι, δίχως άλλη έμπνευση.

Στον αστερισμό του Αρκτούρου

Εκ των πραγμάτων, αποδείχθηκε τελικά ότι οι Arcturus μπορούσαν να αποφύγουν το δράμα της διάλυσης και της επανασύνδεσης, κάνοντας απλά ένα μεγάλο διάλειμμα από την κοινή τους δράση. Κι αυτό γιατί δεν άργησαν να επανασυνδεθούν, μόλις εκτονώθηκαν τα όποια ζόρια αντιμετώπισαν το 2007: ως τον Σεπτέμβριο του 2011 ήταν και πάλι μαζί, συνεχίζοντας με την ίδια σύνθεση.

Από τότε μέχρι τις μέρες μας, βέβαια, ενώ έχουν δώσει κάμποσες συναυλίες, έβγαλαν μόλις έναν καινούριο δίσκο –το Arcturian [Prophecy Productions, 2015]. Ο οποίος έγινε δεκτός με επιφυλάξεις ακόμα και από πιστούς οπαδούς, μα τελικά μάλλον κέρδισε τα στοιχήματά του. Είναι άνισος ως σύνολο και δεν αποφεύγει την επανάληψη πραγμάτων ήδη δοκιμασμέων. Το κάνει, όμως, με μια σοφότερη αίσθηση ισορροπίας, η οποία διατηρεί και τον χαρακτήρα των Arcturus, καθώς και τη διάθεσή τους για μια πιο καθάρια metal βάση –τα ηλεκτρονικά παραμένουν παρόντα, ακουμπούν όμως εκεί, τουλάχιστον πριν έρθει το bonus CD της deluxe έκδοσης, όπου τα τραγούδια παραδίδονται πια σε remixes. Κανένα τους δεν επιτυγχάνει κάτι τις ιδιαίτερο (πέρα, ίσως, από το Geisterbahn remix των Sun Of The Sleepless στο "Archer"), κατορθώνουν πάντως και διατηρούν τον ευρύ ορίζοντα έκφρασης της μπάντας.

Arcturus_08

Κατά τα λοιπά, το κυρίως σώμα του Arcturian βρίσκει τους Arcturus να κοιτάνε ξανά τους ουρανούς, αποζητώντας να αποδράσουν από μια πραγματικότητα που απεικονίζεται να χάνει γοργά κάθε νόημα, προς τα άστρα και τη λήθη που τόσο εύστοχα περιγράφονται στο "The Arcturian Sign" –παρεμπιπτόντως, είναι στους στίχους αυτούς όπου σφυρηλατήθηκε όχι μόνο ο τίτλος του παρόντος αφιερώματος, αλλά και το box set Stars And Oblivion (2021), με την πλήρη εργογραφία τους από το 1991 ως και το 2002. Το πραγματικό διαμάντι, όμως, ήταν το "Crashland": ένα τραγούδι που θύμιζε την ορμή και την περιπέτεια των καλύτερών τους ημερών, το οποίο ο ICS Vortex ερμήνευσε υποδειγματικά.

Ίσως οι Arcturus να μην έχουν πολύ δρόμο ακόμα, δημιουργικά μιλώντας. Ο κύκλος της μεγάλης έμπνευσης δείχνει δηλαδή να έχει κλείσει, αν δεν καραδοκεί κάποια αναπάντεχη έκπληξη. Ενδεχομένως, όμως, να είναι σε θέση να συντηρήσουν ωραία τα κεκτημένα –που λίγα δεν τα λες– για μερικά ακόμα χρόνια, δίνοντας έτσι την ευκαιρία να τους βλέπουμε και ζωντανά.

Διαβάστε Επίσης

Διαβάστε ακόμα

Τελευταία άρθρα Μουσική

Άνισες εντυπώσεις από συναυλίες της Συμφωνικής Ορχήστρας της ΕΡΤ στο Μέγαρο

Παρά το ενδιαφέρον του προγραμματισμού, οι "άτακτες" εμφανίσεις του συνόλου σε διάφορους χώρους δεν επιτρέπουν ξεκάθαρη αποτίμηση της προόδου του.

ΓΡΑΦΕΙ: ΕΥΤΥΧΙΟς Δ. ΧΩΡΙΑΤΑΚΗς
01/05/2024

Dave Holland: Τζαζ θρίαμβος στα St Paul's Sessions, παρέα με το νέο του τρίο

Εκπληκτική βραδιά στο αμφιθέατρο "Ιωάννης Δεσποτόπουλος" του Ωδείου Αθηνών, με διαρκείς ζητωκραυγές για τον σπουδαίο Βρετανό κοντραμπασίστα και τις καινούριες του περιπέτειες με τους Αμερικανούς παιχταράδες Jaleel Shaw (άλτο σαξόφωνο) & Eric Harland (ντραμς).

Indie Playground Festival vol.2: Ένα διήμερο πάρτι στο Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου

Ένα event αφιερωμένο στη σύγχρονη ανεξάρτητη ελληνική indie, alternative rock, pop και electronica σκηνή.

Η Ταράτσα του Φοίβου ανάβει ξανά τα φώτα της στο θέατρο Άλσος

Καλεσμένοι στις δύο πρώτες παραστάσεις η Νατάσσα Μποφίλιου και ο Βύρων Θεοδωρόπουλος.

O συνθέτης Σταύρος Σοφιανόπουλος μάς λέει "Λέξεις που δεν είπαμε"

Με μια εξαιρετική ομάδα μουσικών παρουσιάζουν την νέα του δισκογραφική δουλειά, καθώς και παλαιότερες μουσικές και τραγούδια, που κέρδισαν την αναγνώριση και αγάπη του κοινού.

José Carreras και Plácido Domingo σε μια ιστορική βραδιά στο Καλλιμάρμαρο

Σε ένα πρόγραμμα δομημένο με άριες που άφησαν εποχή και ντουέτα από μερικές από τις πιο αγαπημένες όπερες όλων των εποχών.