Οι Archers Of Loaf δεν αποκάλυψαν ποτέ τη σημασία του άκρως εκκεντρικού τους ονόματος (σχετίζεται κάπως με τη ρωσική λογοτεχνία, μα ως εκεί ξέρουμε). Αποφάσισαν πάντως να επανα-διεκδικήσουν τη θέση του στα indie/alternative πράγματα, παρά να το αφήσουν να αναπαύεται στο χρονοντούλαπο των αμερικάνικων 1990s. Γιατί όχι, άλλωστε; Σε μια pop/rock εποχή που ευνοεί τις διαρκείς αναβιώσεις παλαιότερων στυλ δεν έχουν οι πρώτοι διδάξαντες κάτι να προσφέρουν, έναντι των επιγόνων που τους μιμούνται λιγότερο ή περισσότερο επιτυχημένα;
Έτσι, μετά από μπόλικες σκέψεις και κάποιους αδιέξοδους πειραματισμούς, το γκρουπ από το Chapel Hill της Βόρειας Καρολίνας επιστρέφει τώρα στο προσκήνιο με το καινούριο άλμπουμ Reason In Decline· 24 ολόκληρα χρόνια μετά την τελευταία του στούντιο κατάθεση (1998), αλλά πάνω στην ώρα προκειμένου να εορταστούν 30 στρογγυλά έτη από τη ντεμπούτο εμφάνισή τους στη δισκογραφία (1992), με ένα ταπεινό single 45 στροφών, το οποίο μοιράστηκε δωρεάν με το πρώτο τεύχος του fanzine "Stay Free!". Παράλληλα, ασφαλώς, ξεκινούν και ζωντανές εμφανίσεις –και δεν αποκλείεται να έρθουν και προς την Ευρώπη μέσα στο 2023.
Όλα αυτά τα χαρμόσυνα, λοιπόν, δίνουν την ευκαιρία να ανθολογήσουμε τις πιο συζητημένες στιγμές στην πορεία μιας μπάντας που στα μέσα των 1990s έκανε αρκετή "φασαρία" στα εναλλακτικά πράγματα, τραβώντας ακόμα και το ενδιαφέρον της Madonna, η οποία αναζητούσε τέτοιου τύπου καλλιτέχνες για το label που έτρεχε τότε. Η συνεργασία δεν συνέβη, αλλά στους Archers Of Loaf αρέσει να διηγούνται ότι η "Βασίλισσα της Ποπ" ήρθε να δει μια συναυλία τους στη Νέα Υόρκη το 1995, εμφανιζόμενη έπειτα στα παρασκήνια. Μία ακόμα ιντριγκαδόρικη ιστορία χρονολογείται στο 1996, κάπου στην Αυστραλία, όπου η παρέα του Eric Bachmann κατάφερε και κέρδισε με τις κιθάρες και τον ζήλο της ένα κοινό από δύσπιστους μακρυμάλληδες με μπλουζάκια Metallica και Slayer –την αποκάλυψε χρόνια μετά ο δημοσιογράφος Ian Nicholson.
5 σταθμοί γρήγορης γνωριμίας με το γκρουπ
Web In Front
από το άλμπουμ "Icky Mettle" [Alias, Νοέμβριος 1993]
Είναι το πιο δημοφιλές τους κομμάτι στην εποχή του Spotify, αλλά κι αυτό που έχει χαρακτηριστεί ως "ένα από τα ωραιότερα indie τραγούδια που γράφτηκαν ποτέ" (από τον Matt LeMay του Pitchfork). Υπάρχει βέβαια μια υπερβολή σε όλα τούτα, όμως τα 2 λεπτά του –και κάτι δεύτερα– παραμένουν εθιστικά, οικονομημένα και αντιπροσωπευτικά των ζυμώσεων που γίνονταν τότε στο αμερικάνικο alternative rock πλάι στο κυρίαρχο grunge ρεύμα, εκπροσωπούμενες από συγγενείς μπάντες σαν τους Pavement και τους Superchunk.
Audiowhore
από το ΕΡ "Vs. The Greatest Of All Time" [Alias, Σεπτέμβριος 1994]
Η χαλαρή κιθαριστική εισαγωγή δεν προετοιμάζει για το γρεζαριστό, ηλεκτρισμένο ξέσπασμα που ακολουθεί, το οποίο προσπαθούσε να φέρει στο στούντιο κάτι από τον παλμό και την ενέργεια των συναυλιών της μπάντας. Διόλου τυχαία, άλλωστε, είναι τραγούδι που τιμούν όταν παίζουν live, οπότε αξίζει να αναζητήσετε και μια ζωντανή του ηχογράφηση στο club The Middle East του Cambridge της Μασαχουσέτης, τον Οκτώβριο του 1996, που συμπεριλήφθηκε στο ΕΡ Vitus Tinnitus (Alias, 1997). Έως τότε, βέβαια, ο Eric Bachmann έτρεχε στους γιατρούς προκειμένου να συμμαζέψει τη φωνή του, αλλά αυτό ακριβώς το κουρασμένο/διαβρωμένο της ερμηνείας του διαθέτει κάτι το γοητευτικό, όντας ταμάμ με τον στίχο "Sucking my voice, dragging me down".
Harnessed In Slums
από το άλμπουμ "Vee Vee" [Alias, Μάρτιος 1995]
Υπάρχει κι ένα πιο radio-friendly remix διά χειρός Bob Weston (βγήκε σε single μέσα στην ίδια χρονιά), το οποίο παίχτηκε αρκετά στους κολεγιακούς σταθμούς των Η.Π.Α. της εποχής. Αλλά η αληθινή κομματάρα είναι το ορίτζιναλ, με την πιο ωμή και φουριόζικη διάθεση. Οι Archers Of Loaf στα πιο μαστόρικα της αμιγώς κιθαριστικής τους φάσης, δείχνουν να προοικονομούν τις ηχητικές εξελίξεις μετά τον θρυμματισμό του grunge.
All The Nations Airports
από το άλμπουμ "All Τhe Nations Airports" [Alias, Σεπτέμβριος 1996]
Ο μόνος δίσκος των Archers Of Loaf που κατόρθωσε να μπει στους καταλόγους επιτυχιών των Η.Π.Α. (έστω και στο αμελητέο #236) υπήρξε μια γενναία απογοήτευση για τους οπαδούς. Ο χρόνος έδειξε βέβαια ότι αυτή η αποτίμηση ήταν κάπως βιαστική, αληθεύει πάντως ότι το άλμπουμ δεν περπατά και καταλήγει να χάνεται στις αναζητήσεις του, καθώς και σε αχρείαστα μεγάλες διάρκειες. Το indie κοινό προτιμάει το "Scenic Pastures", αλλά είναι στο ομώνυμο κομμάτι όπου διατηρείται η γνώριμη φλόγα της μπάντας και το πραγματικά καλό της πρόσωπο.
White Trash Heroes
από το άλμπουμ "White Trash Heroes" [Alias, Σεπτέμβριος 1998]
Στο κλίμα που δημιούργησε ο διεθνής θρίαμβος του OK Computer των Radiohead (1997), οι παράδοξοι synth πειραματισμοί ενός συγκροτήματος που δεν διέθετε άλλες αντοχές και είχε ήδη αποφασίσει να διαλυθεί, μα παρ' όλα αυτά αναζητούσε ένα δικό του, ηλεκτρονικό indie με αμερικάνικη σφραγίδα καθώς τραβούσε προς την έξοδο, έμοιαζαν με απίστευτη εκκεντρικότητα –και αντιμετωπίστηκαν ως κάτι τρομερά μη σχετικό. Όσοι έκαναν το τελικό άλμα πίστης παρέα με τους Archers Of Loaf, όμως, γνώρισαν το καλύτερο τραγούδι της καριέρας τους. Έστω κι αν βρισκόταν σε ένα άνισο άλμπουμ.
Δυο λόγια για τον καινούριο δίσκο
Ακούγοντας το "In The Surface Noise" βιώνεις déjà vu και σκέφτεσαι να τσεκάρεις μήπως κάτι συνέβη στον Χρόνο κι έχεις βρεθεί πίσω στη δεκαετία του 1990, να προβάρεις καρό πουκάμισα σε φοιτητικό δωμάτιο κάπου στις Η.Π.Α., με την κεραία του ραδιοφώνου να είναι κολλημένη στους alternative σταθμούς των κολεγίων. Έστω κι αν η φωνή του Eric Bachmann ακούγεται κάπως περίεργα. Γνώριμα μεν, μα και διαφορετικά, αφού το 1990s γρέζι είναι εδώ, τοποθετημένο όμως στο κέντρο της μίξης και όχι στο προσκήνιο, με την υπόλοιπη παλιοπαρέα (Matt Gentling, Eric Johnson & Mark Price) να το κυκλώνει με τα όργανά της.
Οι Archers Of Loaf του 2022 ηχούν κεφάτα μέτριοι. Δεν έχουν άγχος να ακουστούν εξερευνητικοί, ούτε κρύβουν ότι επιστρέφουν ως νοσταλγοί του alternative rock της δικής τους νεότητας. Ξέρουν βέβαια ότι το Reason In Decline δεν μπορεί να συναγωνιστεί τη μνήμη των Icky Mettle και Vee Vee, ενώ θα υποψιάζονται ότι, αν πέσει στα χέρια ενός κριτικού πιο αυστηρού από τον μέσο όρο του indie Τύπου των καιρών μας, ίσως κατηγορηθούν έως και για θαμπές αντανακλάσεις μιας παρελθούσας αίγλης. Το αντιπαραβάλλουν με ψυχραιμία, όμως, αντιτείνοντας μερικά νόστιμα καινούρια κομμάτια σαν το προαναφερθέν "In The Surface Noise", το "Screaming Undercover" ή το "Mama Was A War Profiteer". Γνωρίζουν –και γνωρίζουμε κι εμείς, ασφαλώς– ότι δεν τα λες πολλά, μα ότι είναι (ψιλο)αρκετά για την εποχή των Dry Cleaning, Alvvays και Snail Mail.