Με μία πολύ επιτυχημένη παραγωγή της όπερας του Γιάνατσεκ «Υπόθεση Μακρόπουλου» ολοκληρώθηκε κατά τον καλύτερο τρόπο η πρώτη καλλιτεχνική περίοδος της Εθνικής Λυρικής Σκηνής στο «Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος».
Από τις μέχρι σήμερα κορυφαίες παραγωγές της χρονιάς -η υλοποίηση των οποίων απέφερε πολλαπλά και διαφορετικής μορφής κέρδη στην ΕΛΣ- οι «Λουτσία ντι Λαμμερμούρ» και «Μαγικός Αυλός» εισήχθησαν από μεγάλα θέατρα του εξωτερικού, ενώ η «Ηλέκτρα» βασίσθηκε καθοριστικά σε δυνατές μετακλήσεις μονωδών. Αντιθέτως, και κάπως παράδοξα, το ανέβασμα της απαιτητικής τσέχικης όπερας υπέγραψαν σχεδόν αποκλειστικά (πλην αρχιμουσικού) εγχώριες δυνάμεις, επίτευγμα διόλου ευκαταφρόνητο!
Τρία χρόνια μετά την «Πονηρή Αλεπουδίτσα» και λίγους μόλις μήνες πριν από τη συγκλονιστική «Γενούφα», με την οποία θα εγκαινιασθεί η επόμενη σαιζόν, η Λυρική συνεχίζει ευπρόσδεκτα την εξερεύνηση του συναρπαστικού οπερατικού κόσμου του Γιάνατσεκ.
Η «Υπόθεση Μακροπούλου» δεν είναι ένα εύκολο έργο, καθώς συνδυάζει το φανταστικό στοιχείο (έντονα παρόν στο θεατρικό του Τσάπεκ, πάνω στο οποίο βασίσθηκε το λιμπρέτο) με το υπαρξιακό δράμα. Η πρωταγωνίστριά του συνειδητοποιεί τον κυνισμό και την απάθεια που έχει επιφέρει η κατάσταση της αιώνιας νιότης και αντιλαμβάνεται πόση αξία έχει η ζωή, όταν είναι πεπερασμένη χρονικά.
Τις κρίσιμες αυτές παραμέτρους αντιλήφθηκε απόλυτα ο εκλεκτός σκηνοθέτης Γιάννης Χουβαρδάς, στήνοντας μια παράσταση δραματουργικά ακριβή και εύστοχη, με σωστές δόσεις χιούμορ. Μέσα στο ψυχρά φωτισμένο από τον Λευτέρη Παυλόπουλο, κλειστοφοβικό σκηνικό της Εύας Μανιδάκη, εγκλώβισε όλους τους χαρακτήρες, όπως πράττει ο Μάρταλερ στις γλυκόπικρες παραγωγές του, προσθέτοντας και ένα βωβό και πανταχού παρόντα ρόλο κιουμπρικής έμπνευσης, αυτόν του Γιατρού/Θανάτου (που υποδύθηκε ο ηθοποιός Ιερώνυμος Καλετσάνος). Αποφεύγοντας ρεαλιστικές πινελιές, οριοθέτησε τη δράση σ’ένα «σπίτι του χρόνου» (ένα χώρο διαχρονικό, μεταφορικό της ίδιας της ζωής, ουσιαστικά έναν προθάλαμο αναμονής προς το επέκεινα), με τους «φροντιστές» και τους «ασθενείς» του, τη «ρουτίνα» και τις τελετουργίες του, το ρολόι και το θερμοκήπιό του, τη νομοτέλειά του, τις κωμικές στιγμές και τα τρομερά μυστικά του.
Αγγίζοντας συχνά τα όρια του ψυχολογικού θρίλερ, η σαφώς κινηματογραφική σκηνοθετική ματιά του συνοδεύθηκε από άριστη θεατρική καθοδήγηση των μονωδών και στιλιζαρισμένη κινησιολογία (Πατρίσια Απέργη), στοιχεία που υπηρέτησαν ιδανικά -σε πρώτο επίπεδο- την αφήγηση, χωρίς όμως να αμελούν συμφραζόμενα και νοηματικές παραλληλίες. Ο Χουβαρδάς πρότεινε, εν ολίγοις, μία παράσταση που συνδύαζε ουσία και ρυθμό!
Με επιλυμένα τα ζητήματα σκηνοθεσίας, εξίσου σπουδαίο στοίχημα συνιστούσε η υπέρβαση των κάθε λογής μουσικών δυσκολιών.
Πρώτη απ’όλες, η εκμάθηση και κατανόηση μιας από τις πιο αινιγματικές παρτιτούρες του Γιάνατσεκ, με ιδιαίτερα «μοντέρνα» μουσική γλώσσα. Πράττοντας ορθά, η Λυρική μετεκάλεσε τον Σλοβάκο αρχιμουσικό Όντρεϊ Όλος, που κατάφερε ένα μικρό θαύμα. Παρά την ελλιπή εξοικείωσή της με το ρεπερτόριο του 20ού αιώνα, η Ορχήστρα της ΕΛΣ ανταποκρίθηκε με εγρήγορση (ιδίως τα πνευστά!) και επαρκή συντονισμό. Βέβαια, έλειψε η ηχητική διαφάνεια και αιχμηρότητα, βασικό ζητούμενο στα έργα του Γιάνατσεκ, όπου η μουσική διατηρεί κομβικό ρόλο στη δραματουργία: ο ορχηστρικός ήχος πρόβαλε συστηματικά θαμπός. Πάντως, ο Όλος συντόνισε καλά την ορχηστρική τάφρο με τα επί σκηνής δρώμενα, στηρίζοντας άρτια τους τραγουδιστές.
Εν συνεχεία, η εξεύρεση μιας υψιφώνου ικανής να αναδείξει κάθε πτυχή του μοναδικού και σαρωτικού πρωταγωνιστικού ρόλου. Και εδώ η Λυρική ευτύχησε να αξιοποιήσει μια μονωδό της στόφας της Έλενας Κελεσίδη. Η ομογενής σοπράνο από το Καζακστάν όχι μόνο ανταπεξήλθε με άνεση στις ιδιαιτερότητες προσωδίας (ρυθμός, τονισμοί) της τσέχικης γλώσσας, αλλά καθήλωσε με τη σκηνική παρουσία και την εκφραστικότητά της. Παρότι το θερμό, λυρικό τίμπρο της δικαίωσε περισσότερο τον τόσο εκφραστικό μονόλογο της Γ’ πράξης, η Κελεσίδη απέδωσε εξίσου επιτυχημένα τις πιο ψυχρές και αποστασιοποιημένες διαστάσεις του ρόλου στις δύο πρώτες πράξεις.
Τέλος, η ανάγκη όπως το σύνολο της διανομής αρθεί πέρα και πάνω από τη δυσκολία της γλώσσας, καταφέρνοντας να ανταποκριθεί στο -και φωνητικά- τόσο προσωπικό ιδίωμα του Γιάνατσεκ: τους κυρίαρχους έντονους και συχνά νευρικούς διαλόγους, τα σύντομα μουσικά θέματα και την απουσία εκτενών μελωδιών. Και οι υπόλοιποι -δευτεραγωνιστικοί- χαρακτήρες σκιαγραφήθηκαν, όντως, με σπάνια αρτιότητα, κάτι που διασφάλισε τη δραματική αλήθεια της όλης παράστασης. Ξεχώρισαν ιδιαίτερα ο μουσικοθεατρικά επιβλητικός βαρόνος Πρους του βαρύτονου Γιάννη Γιαννίση, ο ιδανικά μετέωρος Άλμπερτ Γκρέγκορ του τενόρου Δημήτρη Πακσόγλου (μολονότι η τεταμένη φωνητικά γραφή τον έφερε συχνά στα όριά του) και ο στιβαρός Δρ Κόλενατυ του βαρύτονου Βαγγέλη Μανιάτη. Πολύ καλοί ήσαν οι Νίκος Στεφάνου (Βίτεκ), Άρτεμις Μπόγρη (Κριστίνα), Χρήστος Κεχρής (Γιάνεκ) και Δημήτρης Σιγαλός (Κόμης Χάουκ).
Αναμφίβολα, μία εξαιρετική δουλειά συνόλου, που αξίζει να διατηρηθεί στο δραματολόγιο της ΕΛΣ, και η οποία πρέπει ν’αποτελέσει φάρο για το μέλλον…
Credit φωτογραφιών: Δημήτρης Σακαλάκης