Ήταν εύστοχη η απόφαση του Καλλιτεχνικού Διευθυντή της Λυρικής Γιώργου Κουμεντάκη να ανεβάσει προ της επίσημης έναρξης της νέας καλλιτεχνικής περιόδου μία μεγάλη οπερατική παραγωγή στη μεγάλη -κατακόκκινη- «Αίθουσα Σταύρος Νιάρχος» του ΚΠΙΣΝ, όπου μεταφέρθηκε εδώ και λίγους μήνες η έδρα της.

Και ήταν εύστοχη γιατί για το αναγκαίο ροντάρισμα επελέγη ένα συναρπαστικό έργο, ο «Μάκβεθ» του Βέρντι, μία αξιόλογη σύγχρονη παραγωγή –αυτή του Ιανουαρίου 2014, που είχε πρωτοπαρουσιασθεί στο ΜΜΑ- σε σκηνοθεσία του Ιταλού Λορέντζο Μαριάνι και μία αμιγώς ελληνική διανομή. Σε κάθε περίπτωση, και ανεξάρτητα από τις θετικές πλην άνισες συνολικές εντυπώσεις, το στίγμα εξεπέμφθη με σαφήνεια, τα συμπεράσματα ήσαν πολλά και χρήσιμα… 
«Ψυχογραφία χωρίς δράμα» ήταν ο τίτλος της προ τριετίας κριτικής μας. Η εκ νέου παρακολούθηση της παραγωγής (27/4) -που περιείχε αρκετές αλλαγές, όπως την παράλειψη των μπαλέτων της αναθεωρημένης «παρισινής» εκδοχής του έργου στην Γ’ πράξη- δεν μετέβαλε δραστικά την άποψή μας. Παρά την ψυχρότητα της σκηνικής οπτικοποίησής της σ’έναν απροσδιόριστο «τόπο» (Μαουρίτσιο Μπαλό) και των φωτισμών (Λίνους Φέλμπομ), η δουλειά του Μαριάνι ήταν σαφής, πειστική και εστίασε στην ουσία του έργου: το φόβο και τα αιματοβαμμένα παιχνίδια εξουσίας, την άνοδο και πτώση του σατανικού -πλην ουσιαστικά αποξενωμένου- πρωταγωνιστικού ζεύγους, τη νέμεση/τιμωρία. 
Καθοριστικό ρόλο έπαιξαν η έντονη παρουσία χρωμάτων (γκρίζου, μαύρου και κόκκινου), συμβόλων (θρόνοι, κλίμακες), κυρίως δε 3 μαγισσών-βωβών χαρακτήρων (που σαν άλλες μοίρες κινούν τα νήματα της δράσης). Η προσαρμογή της παραγωγής σε λιγότερο σκηνικό βάθος σε σχέση με την «Αίθουσα Τριάντη» επέτρεψε την κατάδυση στη σκοτεινή, φορτισμένη ατμόσφαιρα της υπόθεσης, όσο και την εναργέστερη παρακολούθηση της ψυχολογικής εξέλιξης των -καλά καθοδηγημένων και κινησιολογικά- μονωδών. Το δράμα και η θεατρική αλήθεια παρέμειναν, πάντως, ζητούμενα. 
Σε μουσικό επίπεδο, η θαυμάσια ακουστική της αίθουσας επέτρεψε να εκτιμηθεί δεόντως η απόδοση των μουσικών συνόλων (Ορχήστρας-Χορωδίας) της ΕΛΣ. Σε μία όπερα, όπου διαδραματίζουν μείζονα ρόλο, εντυπωσίασε η φανερή βελτίωση στην ποιότητα ήχου, υπό τη συνεκτική καθοδήγηση του Λουκά Καρυτινού. Η παραδόξως αργή -μάλλον ελέω των τραγουδιστών!- μουσική διεύθυνση του καταξιωμένου βερντιανού αρχιμουσικού ταίριαξε με την όλη προσέγγιση «δωματίου» της παράστασης, έστω και με τίμημα κάποιους αποσυντονισμούς και την έλλειψη μεγαλύτερης πνοής στην αφήγηση.

Από πλευράς τραγουδιού, και παρά τη δεδομένη εμπειρία των Ελλήνων μονωδών που υπερασπίσθηκαν πρωταγωνιστικούς και δευτεραγωνιστικούς ρόλους, οι εντυπώσεις ήσαν λιγότερο ικανοποιητικές, κυρίως διότι σχεδόν άπαντες υπολείπονταν των βερντιανών απαιτήσεων τόσο σε μέγεθος και ηχόχρωμα φωνής όσο και δύναμη εξαγγελίας. Από το μουσικοδραματικά ισορροπημένο κεντρικό ζεύγος ξεχώρισε ο -λιγότερο εντυπωσιακός, πάντως, απ’ό,τι προ 3ετίας- Μάκβεθ του Τάση Χριστογιαννόπουλου. 
Χωρίς να διαθέτει τη φωνητική έκταση του ρόλου (κυρίως στην Α’ πράξη), ο εκλεκτός λυρικός βαρύτονος χάρισε μία σύνθετη, ψυχολογικά ψαγμένη προσωπογραφία βασιζόμενος στο ξεχωριστό εκφραστικό του οπλοστάσιο (κρυστάλλινη άρθρωση, έντονη θεατρικότητα, αποχρώσεις)! Εμμένοντας σ’ένα ρόλο βαρύ και ακατάλληλο -ήδη από την εποχή της ακμής της- για το φωτεινό τίμπρο της η υψίφωνος Δήμητρα Θεοδοσίου δεν κατάφερε να μεταδώσει την αιχμηρότητα της Λαίδης Μάκβεθ. Η έλλειψη ομοιογένειας σε όλα τα ρετζίστρα και κάποιοι μανιερισμοί σκίασαν την ερμηνεία της, μολονότι η παρτίδα σώθηκε και πάλι στην τελική σκηνή της υπνοβασίας. 
Σε ό,τι αφορά τους λοιπούς ρόλους, η καλλιέπεια του βαθύφωνου Πέτρου Μαγουλά δεν μπόρεσε να αμβλύνει την έλλειψη της ακριβούς φωνητικής διάστασης αυτού του Μπάνκο. Αντιθέτως, το γενναιόδωρο τραγούδι του τενόρου Δημήτρη Πακσόγλου (Μακντάφ) δίκαια έκλεψε την παράσταση και το θερμό χειροκρότημα του κοινού. Όπως πάντα αξιόπιστη -κυρίως στα σύνολα- η Ακόλουθος της υψιφώνου Αντωνίας Καλογήρου. 
Σε κάθε περίπτωση, η αθρόα προσέλευση του κοινού και στις 5 -sold out!- παραστάσεις προοιωνίζεται ελπιδοφόρο μέλλον για τη Λυρική στη νέα της, εντυπωσιακή από κάθε άποψη, στέγη. Βέβαια, τα παράπονα δεν έλειψαν και καλό θα είναι τόσο η Διοίκηση της ΕΛΣ όσο και αυτή του ΚΠΙΣΝ να ενσκήψουν άμεσα πάνω στα πιο εύλογα από αυτά, όπως π.χ. την έλλειψη μεγάλης, κεντρικής οθόνης προβολής υπερτίτλων υπεράνω της σκηνής, την απουσία ειδικότερης σήμανσης για χώρους του ισογείου (από την πρόσβαση στις δύο αίθουσες μέχρι το βεστιάριο) ή ακόμη -και εν αναμονή της σοβαρής ενασχόλησης του κράτους με την προσφορότερη συγκοινωνιακή εξυπηρέτηση του ΚΠΙΣΝ- την ανεπάρκεια, από πλευράς χωρητικότητας και συχνότητας, των μικρών λεωφορείων για τη μεταφορά των θεατών στο κέντρο της πόλης… 
Credit φωτογραφιών: Βασίλης Μακρής