Δύο ακόμη ενδιαφέροντα ρεσιτάλ πιάνου φιλοξενήθηκαν το τελευταίο δεκαήμερο του Μάρτη στην κατάμεστη «Αίθουσα Δημήτρης Μητρόπουλος» του Μεγάρου Μουσικής, στο πλαίσιο του κύκλου «Πιανόραμα», ολοκληρώνοντας ένα απρόσμενα πλούσιο συναυλιακά πιανιστικό δίμηνο.

Στις 27/4, ο Θοδωρής Τζοβανάκης επιβεβαίωσε τον κυρίαρχο πλέον ρόλο της γενιάς των σαραντάρηδων πιανιστών στην εγχώρια μουσική πραγματικότητα μ’ένα απαστράπτον ρεσιτάλ με ρωσικές μινιατούρες. Το υπό τον τίτλο «Η μεγάλη τέχνη της μικρής φόρμας» εξαιρετικά σχεδιασμένο πρόγραμμα περιελάμβανε σύντομα κομμάτια Ρώσων συνθετών που γράφτηκαν στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ού αιώνα, άρχισε δε και τελείωσε με κομμάτια Σκριάμπιν …υιού και πατρός! 
Η δεξιοτεχνική δεινότητα του σολίστ σε συνδυασμό με τη σπάνια ικανότητά του να κατανοεί και νοηματοδοτεί ό,τι ερμηνεύει αποδείχθηκαν περίτρανα στα έργα του πρώτου μισού του προγράμματος, ως επί το πλείστον νεανικά και μεταιχμιακού στίγματος, παρότι κατά βάση ρομαντικής καταγωγής και αισθητικής. 
Ανεξαρτήτως της αμφισβητούμενης ακόμη πατρότητάς τους, τα «4 Πρελούδια» που ο Γιούλιαν Σκριάμπιν έγραψε στα …11 του χρόνια, λίγους μήνες πριν τον πρόωρο θάνατό του, πρόδιδαν ένα σπάνιο ταλέντο, που εμπνεύσθηκε ανοιχτά από την ιδιοφυή, πρωτοπόρο και τόσο προσωπική γραφή του πατέρα του. Την υπέροχα ανάλαφρη εκτέλεση οριοθέτησε μια σπάνια οικονομία και απλότητα εκφραστικών μέσων, χωρίς καμία επιτήδευση. 
Ανάλογη ευαισθησία και ευγένεια συναισθήματος επενδύθηκε και στα ρυθμικά περίπλοκα «4 λυρικά σπαράγματα» του Μέντνερ, ενώ καθαρότητα άρθρωσης και φραστικής αξιοποιήθηκε στην περισσότερο φορτισμένη «1η Σονάτα» του Προκόφιεφ (που ερμηνεύθηκε στην αναθεωρημένη της εκδοχή του 1909). Εμβόλιμα, η εθνικοσχολικά ρομαντική «Ντούμκα – Χωριάτικη ρωσική σκηνή» του Τσαϊκόφσκι δικαιώθηκε τόσο με την υποδειγματική ανάδειξη των λεπταίσθητων αγωγικών ενδείξεων που επέτρεψε ανάγλυφες εναλλαγές εντάσεων και νοσταλγικών καταλλαγών, όσο και με την αβίαστη ρυθμική ακρίβεια των φολκλορικών στοιχείων. 
Εύλογα, βέβαια, το ενδιαφέρον εστιάσθηκε στα περίφημα «24 Πρελούδια» του Αλεξάντρ Σκριάμπιν, κύκλο σπάνιας ποιητικής λεπτότητας και τρυφερότητας -φόρο τιμής στον Σοπέν- τον οποίο ο πρωτο-μοντερνιστής συνθέτης επεξεργαζόταν επί σχεδόν τριάντα χρόνια, από το 1888 έως το 1915. Με ευφυή χρήση του πεντάλ, περίτεχνες διακυμάνσεις ταχυτήτων και δυναμικής, άπειρες φωτοσκιάσεις αλλά και αρκετές παράφορες εξάρσεις, ο Τζοβανάκης πρόβαλε την ανήσυχη δραματουργία ενός εκάστου από τα πρελούδια, κρατώντας αμείωτη την προσοχή του ακροατηρίου. 
Η τεχνική και εκφραστική αρτιότητα των ερμηνειών, η σπάνια ποιότητα ήχου και ο υψηλός βαθμός διανοητικής συγκέντρωσης υπηρέτησαν έξοχα τις διόλου «εύκολες» μινιατούρες, οι οποίες είχαν κατά το παρελθόν δεσπόζουσα θέση στις συναυλιακές εμφανίσεις των μεγάλων βιρτουόζων του πιάνου. Στην εμπροσθογραμμή των λίγων τέτοιων που διαθέτει η χώρα μας ανήκει, πέραν πάσης αμφιβολίας, και ο Τζοβανάκης…

Λίγες ημέρες νωρίτερα (21/3), ο εκλεκτός πιανίστας Ούβε Μάτσκε χάρισε ένα ομοίως ενδιαφέρον πρόγραμμα, με πιανιστικά κομμάτια των κορυφαίων ρομαντικών συνθετών Σούμπερτ και Μπραμς, αφήνοντας καλές πλην άνισες εντυπώσεις. 
Το ρεπερτόριο του ρομαντισμού θέτει, ως γνωστόν, για τον ερμηνευτή πολύ περισσότερες προκλήσεις από τη νηφαλιότητα και την άρτια αποκωδικοποίηση του μουσικού συντακτικού, αρετές για τις οποίες φημίζεται ο καταξιωμένος Γερμανός σολίστ και παιδαγωγός. Ειδικά στον Σούμπερτ, για να αποδοθεί επιτυχημένα η συναισθηματικά φορτισμένη γραφή του απαιτείται ένας συνδυασμός καθοριστικών παραγόντων, όπως το μελωδικό καντάμπιλε της γραμμής, η πλούσια παλέτα ηχητικών αποχρώσεων, η τρυφερότητα και γλυκύτητα του παιξίματος. Στους 2 πρώτους από τους «Αυτοσχεδιασμούς» του έργου 90, τα συγκεκριμένα στοιχεία έλειψαν έντονα, χωρίς (να μπορούν) να αναπληρωθούν από άλλα -εξίσου, πάντως, σημαντικά- όπως η ρυθμική ζωντάνια, η ακρίβεια φραστικής, η εσωτερικότητα. 
Αντίστοιχη εγκράτεια και ξηρότητα προσέγγισης χαρακτήρισε και την ιδιαίτερα απαιτητική «Φαντασία του οδοιπόρου», με την οποία ολοκληρώθηκε το πρώτο μέρος του ρεσιτάλ. Παρά τη δεξιοτεχνική ασφάλεια και την αξιόλογη προσπάθεια προβολής των διαφόρων επεισοδίων του έργου, αναζητούσε κανείς εν προκειμένω μια γλαφυρότερη αφήγηση, π.χ. μέσω της ανάδειξης των ποιητικών ξέφωτων της ορμητικής, οιονεί «μπετοβενικής» παρτιτούρας. 
Αν ο Σούμπερτ ενεργοποιεί πρωτίστως το συναίσθημα, ο Μπραμς απευθύνεται εξίσου και στο νου, με τη σπάνια μορφολογική τελειότητα των δημιουργιών του. Όπως ήταν αυτονόητο, το υψηλού πνευματικού επιπέδου παίξιμο του Μάτσκε ήχησε περισσότερο εύστοχο εκφραστικά στα -ελευθεριότερης, πάντως, φόρμας- έργα του συγκεκριμένου συνθέτη που δόθηκαν μετά το διάλειμμα. Αν στο νεανικό «Σκέρτσο» προβλήθηκε με ενάργεια -αλλά και πάλι αρκετά αυστηρά- το δεσπόζον φλογερό, ρωμαλέο στοιχείο, η έκπληξη και κορυφαία στιγμή του ρεσιτάλ ήλθε από τις «Φαντασίες» της ωριμότητας. Λιγότερο αποστασιοποιημένα, με πιο γενναιόδωρο λυρισμό αλλά και με ευρύ φάσμα δυναμικής, ο σολίστ κατάφερε να φωτίσει θαυμάσια τις εναλλαγές διαθέσεων της συγκεκριμένης συλλογής, κυρίως δε τη διάχυτη φθινοπωρινή ποιητικότητα των 7 καπρίτσιων και ιντερμέδιων που την απαρτίζουν. 
Credit φωτογραφιών: Χάρης Ακριβιάδης