
Παρά τις κατά καιρούς επιφυλάξεις ή και ενστάσεις για την απόδοσή της, ουδείς παραγνωρίζει ότι η Κρατική Ορχήστρα Αθηνών αποτελεί ουσιαστικά το μόνο θεσμικό μας φορέα που προσφέρει σε βάθος γνωριμία με την ανεξάντλητη συμφωνική μουσική φιλολογία.

Και οι 3 τελευταίες συναυλίες της προσέφεραν έναν ανεκτίμητο πλούτο εμπειριών, τις οποίες, δυστυχώς και …ως συνήθως, απήλαυσε στη μεγάλη «Αίθουσα Χρ. Λαμπράκης» του Μεγάρου Μουσικής ένας σχετικά περιορισμένος αριθμός φιλομούσων. Είναι ν’απορεί κανείς τι θα έπρεπε/μπορούσε να κάνει η ΚΟΑ από πλευράς επικοινωνίας, -αν, βέβαια, έγκειται εκεί το πρόβλημα- για να προσελκύσει ένα κοινό που κατακλύζει το χώρο, όταν εμφανίζονται -σποραδικά, πλέον!- «μεγάλες» ορχήστρες, αρχιμουσικοί και σολίστ…
Η τελευταία συναυλία της 10/2 εντυπωσίασε για τη συνοχή και το ενδιαφέρον του προγράμματος, που περιελάμβανε έργα συνθετών με ευδιάκριτη προσωπική γλώσσα. Τη βραδιά άνοιξε, σε πρώτη παγκόσμια εκτέλεση, η συμφωνική σουίτα που ο Γιώργος Κουμεντάκης άντλησε από την όπερά του «Η Φόνισσα» που εντυπωσίασε την τελευταία διετία, όταν ανέβηκε στην Εθνική Λυρική Σκηνή.
Η αποτύπωση από τον συνθέτη της ιστορίας της Φραγκογιαννούς του Παπαδιαμάντη έγινε, ως γνωστόν, με όρους μουσικού ψυχογραφήματος. Τολμηρές, ευφάνταστες εναλλαγές μουσικών/ηχητικών εκπομπών, διεσπαρμένων σε όλο το σκηνικό χώρο, συνέθεταν ένα πραγματικά υπνωτιστικό, αλλόκοτα αρχέγονο ηχητικό σύμπαν, που έδινε υπόσταση στο μυστήριο ενός πολύπλοκου, σκοτεινού ψυχικού κόσμου. Ιδιαίτερα στην «περιγραφική» Α’ πράξη (όπου εικόνα και αφήγηση παρέπεμπαν περισσότερο σε ατμοσφαιρικό, ψυχολογικό κινηματογραφικό θρίλερ), από την οποία και προήλθε το βασικό θεματικό υλικό της σουίτας, η μουσική δραματουργία αναπτύχθηκε κυρίως ως εναλλαγή υποβλητικών, κορεσμένων από συναίσθημα ατμοσφαιρών. Η απουσία φωνών και σκηνικής εικόνας έδωσε εύλογα τον πρώτο λόγο στη συγκινησιακή φόρτιση και τους συνειρμούς δια της μουσικής, επιτρέποντας να εκτιμηθεί καλύτερα (διαφορετικά;) η τόσο γόνιμη αξιοποίηση από τον συνθέτη της ελληνικής παραδοσιακής μουσικής. Εμπειρότατος αρχιμουσικός, ο Λουκάς Καρυτινός διασφάλισε μιαν εξαιρετικά προσεγμένη και ακριβή ερμηνεία, με αξιόλογη, σχεδόν ιμπρεσιονιστική ποιότητα ήχου, που χρωμάτισαν τα πάντοτε αξιόπιστα και εκφραστικά σόλι των ξύλινων πνευστών.
Στην συνέχεια, προσφέρθηκε το «Κοντσέρτο για αγγλικό κόρνο» του κορυφαίου Λετονού συνθέτη Πέτερις Βασκς, γραμμένο σε μια περίοδο (1989) κατά την οποία οι μικρές Βαλτικές δημοκρατίες βίωναν την απαρχή απεξάρτησης από το σοβιετικό καθεστώς. Η νεορομαντική, μινιμαλίζουσα, πλην κάπως αβαρής γραφή με τις σαφείς επιρροές από τη ντόπια φύση και παράδοση διακρίνεται για την ατμοσφαιρικότητα και τη μελαγχολία της. Μουσικός με αδιαμφισβήτητες δεξιοτεχνικές και εκφραστικές αρετές, η Χριστίνα Παντελίδου δεν συνάντησε καμία δυσκολία να αποδώσει, με αριστοτεχνικό φραζάρισμα, τις μελωδικότατες δύο ελεγείες, το ρυθμικό δεύτερο μέρος και το αινιγματικό φινάλε. Σε αγαστή συνοδοιπορία, η ΚΟΑ ανέδειξε ικανοποιητικά την λεπταίσθητη ενορχήστρωση, παρότι υπήρξαν στιγμές που ο ήχος της κάλυπτε αυτόν του αγγλικού κόρνου…
Από λογοτεχνικό κείμενο, το διήγημα «Τάρας Μπούλμπα» του Γκόγκολ, εμπνεύσθηκε και ο Λέος Γιάνατσεκ την ομώνυμη ραψωδία του για ορχήστρα, με την οποία ολοκληρώθηκε το πρόγραμμα. Αντίθετα από το εξωτερικό, το έργο του σπουδαίου Τσέχου συνθέτη παραμένει στο σύνολό του σκανδαλιστικά αγνοημένο στη χώρα μας. Με γενικά σφριγηλές ταχύτητες και επαρκή περιγραφική ρευστότητα, ο Καρυτινός ηγήθηκε μιας οπωσδήποτε άρτιας εκτέλεσης με αρκετές αξιόλογες σολιστικές συνεισφορές (Μουρίκης, Γ. Οικονόμου). Για να απογειωθεί, όμως, η εξαιρετικά απαιτητική, δραματικά αιχμηρή, υστερορομαντική γραφή του Γιάνατσεκ απαιτείται ήχος καλύτερης ευκρίνειας και εστίασης, μεγαλύτερη σιγουριά στο σχηματισμό των φράσεων ή ακόμη στο χτίσιμο των κορυφώσεων!

Μία εβδομάδα νωρίτερα (3/2), το πρόγραμμα υπήρξε, αναμφίβολα, ένα από τα ωραιότερα που έδωσε τα τελευταία χρόνια η Κρατική. Υπό τη διεύθυνση του Γερμανού αρχιμουσικού Φρανκ Μπέερμαν (οικείου στους πιο ψαγμένους φιλόμουσους από την εκλεκτική δισκογραφία του) ακούσθηκαν τρεις αριστουργηματικές -και σπάνια παιζόμενες, τουλάχιστον στην Ελλάδα!- συνθέσεις.
Η βραδιά ξεκίνησε με τα «Πεύκα της Ρώμης» του Ρεσπίγκι, δεύτερο από τα συμφωνικά ποιήματα που απαρτίζουν την περίφημη και εμπνευσμένη από την αιώνια πόλη Ρωμαϊκή τριλογία του. Η περιγραφική, εξαιρετικά περίτεχνης ενορχήστρωσης παρτιτούρα, κράμα πυκνής ρομαντικής συμφωνικής γραφής και ιμπρεσιονιστικών ηχοχρωμάτων, προϋποθέτει για τη δικαίωσή της υψηλού επιπέδου ορχηστρικό παίξιμο, τόσο σε επίπεδο υποομάδων όσο και σολιστικά. Παρά τα αρκετά ολισθήματα ιδίως στα χάλκινα πνευστά, η απόδοση της ΚΟΑ υπήρξε αξιοπρεπέστατη, με υπερβάσεις στα ξύλινα αλλά και στα κρουστά. Η εξωστρεφής, ρυθμικά ζωντανή αλλά ενίοτε πομπώδης εκτέλεση που διέπλασε ο Μπέερμαν αγνόησε, όμως, τη μυστηριώδη διάσταση του έργου, την ικανότητά του να διεγείρει τις αισθήσεις με εικόνες, αναμνήσεις…
Ακολούθως, η 27χρονη Ελληνοβενεζουελανή πιανίστρια Αλεξία Μουζά αναμετρήθηκε με το «Κοντσέρτο για πιάνο σε σολ μείζονα» του Ραβέλ. Στέρεη τεχνική, πλούσιος ήχος, αίσθηση του σουίνγκ, αυτοπεποίθηση, μουσικότητα οριοθέτησαν ένα πρώτης τάξεως οπλοστάσιο που υπηρέτησε μια θυελλώδη ερμηνεία. Εξίσου φροντισμένο, αν και όχι τόσο εκφραστικό, ήχησε το παίξιμο και στην αιθέρια καντέντσα ή ακόμη στο μελαγχολικό ενδιάμεσο adagio assai. Η επιλογή εξαιρετικά σβέλτων ταχυτήτων, πάντως, συχνά ανέτρεπε τις ισορροπίες στο διάλογο με την ορχήστρα (όπως π.χ. στο καταληκτικό presto), η οποία δεν μπορούσε πάντοτε να (παρ)ακολουθήσει την σολίστ… Αντίστοιχα τέμπι -σε συνδυασμό με το εκρηκτικό ταμπεραμέντο της Μουζά- απογείωσαν, λίγο αργότερα, το «Joropo» του Βενεζουελανού συνθέτη Μόϊζες Μολέϊρο που προσφέρθηκε ως ανκόρ!
Το ενδιαφέρον της συναυλίας εστιάσθηκε, πάντως, αναμενόμενα στη «Συμφωνία αρ. 2 ‘Τα τέσσερα ταμπεραμέντα’» του Νήλσεν. Και το έργο του σπουδαίου Δανού συνθέτη παραμένει, πλην σημειακών εξαιρέσεων, άγνωστο στη χώρα μας, ιδία δε το συμφωνικό του corpus που απολαμβάνει μεγάλης εκτίμησης διεθνώς. Αντιμέτωπη με μιαν άγνωστη παρτιτούρα, η ΚΟΑ ευτύχησε να βρει έναν άξιο καθοδηγητή στο πρόσωπο του Μπέερμαν, ο οποίος κατανοούσε ξεκάθαρα τις ιδιαιτερότητες και τις προκλήσεις της συγκεκριμένης συμφωνικής γραφής. Με σβέλτα τέμπι, ωραίες διαφοροποιήσεις δυναμικής, παλμό και ορμητικότητα οριοθέτησε μιαν εκτέλεση γεμάτη ενέργεια, που μετέδωσε επαρκώς το βορινό στίγμα του έργου και πρόβαλε αρκετά γλαφυρά την ποικιλία διαθέσεων των μερών του (έκαστο των οποίων παρέπεμπε στα διαφορετικά ταμπεραμέντα ανθρώπων που απεικονίζονταν σ’έναν πίνακα που ο συνθέτης κάποτε είδε σε ένα πανδοχείο!). Βέβαια, παρά τις σημειακές καλαίσθητες παρεμβάσεις των ξύλινων, η έλλειψη ενός περισσότερο εστιασμένου ήχου στα έγχορδα (ιδίως στο υποβλητικό andante), η διστακτική φραστική και η αναπόφευκτα ατελής εξοικείωση με το νηλσενικό σύμπαν μετρίασαν τον αντίκτυπο της ερμηνείας…

Εξίσου -αν όχι εντονότερα- άνισες εντυπώσεις άφησε και η συναυλία της 20/1, μολονότι θεωρητικά συνέτρεχαν όλες οι προϋποθέσεις επιτυχίας: ένας σημαντικός, εμπειρότατος αρχιμουσικός, ο Ισραηλινός Γιόαβ Τάλμι στην πρώτη (!) μάλιστα αθηναϊκή του εμφάνιση, ένας καταξιωμένος πιανίστας και παιδαγωγός, ο Δημήτρης Τουφεξής, δύο κοσμαγάπητα έργα.
Το πρόβλημα εντοπίσθηκε κυρίως στο «Κοντσέρτο για πιάνο και ορχήστρα αρ. 1» του Μπραμς, έργο στο οποίο σολίστ και ορχήστρα διατηρούν ισόκυρο ρόλο. Ήδη από τα πρώτα μέτρα, η εκτενέστατη ορχηστρική εισαγωγή ήχησε μετέωρη, ασύνδετη, ανεπαρκώς συντονισμένη, με αποτέλεσμα η τόσο κρίσιμη έννοια του διαλόγου με το πιάνο να υπονομευθεί πολύ νωρίς. Η είσοδος του Τουφεξή βελτίωσε κάπως τα πράγματα, κυρίως στο βαθμό που ο έμπειρος πιανίστας διέθετε την παλέτα ήχου (σε βάρος, δυναμικές, ευελιξία) και έκφρασης (νηφάλιο συναίσθημα) που απαιτεί η πυκνή γραφή του Μπραμς. Η δικαίωσή της υπήρξε πληρέστερη στις μελωδικές παραγράφους και σε ολόκληρο το αργό ενδιάμεσο adagio, ιδίως όταν δεν συνέπραττε …η ορχήστρα! Στα πιο γοργά περάσματα και στο δεξιοτεχνικό καταληκτικό ροντό, όμως, ούτε το πιανιστικό παίξιμο υπήρξε ανεπίληπτο, ούτε αποκαταστάθηκε ο δέων κοινός βηματισμός. Η ατελής προετοιμασία των κοντσέρτων από την ΚΟΑ πρέπει κάποια στιγμή ν’αντιμετωπισθεί με υπευθυνότητα…
Η συνολικά μέτρια εκτέλεση ευτυχώς ξεχάσθηκε γρήγορα, λόγω του θαυμάσιου κομματιού που αντιχάρισε, εκτός προγράμματος, ο Τουφεξής -δεινός γνώστης και ερμηνευτής της αμερικανικής μουσικής- στο θερμό χειροκρότημα του κοινού: τον επίκαιρο, λόγω της ορκωμοσίας την ίδια μέρα του νέου προέδρου των ΗΠΑ Τραμπ, πιανιστικό αυτοσχεδιασμό πάνω στη μελωδία «The Man I love» από την όπερα «Πόργκυ και Μπες» του Γκέρσουιν.
Μετά το διάλειμμα, τα πράγματα κύλησαν πολύ καλύτερα στις περίφημες -και καταφανώς αρτιότερα προετοιμασμένες- «Παραλλαγές ‘Αίνιγμα’» του Έλγκαρ. Αρχιμουσικός και ορχήστρα ανέδειξαν με ακρίβεια τον κυρίαρχο λυρισμό αυτού του εμβληματικού έργου του βρετανικού ρομαντισμού, ανταποκρινόμενοι, ταυτόχρονα, με επάρκεια στις αυξημένες (δεξιο)τεχνικές προκλήσεις που θέτει η λαμπρή ενορχήστρωση των πιο εξωστρεφών/ζωηρών παραλλαγών. Κυρίως, όμως, ο Τάλμι κατάφερε να αντιδιαστείλει με αφηγηματική σαφήνεια τις 14 μουσικές προσωπογραφίες προσώπων οικείων στον συνθέτη, που συνιστούν οι μυστηριώδεις παραλλαγές.