
Οι τρεις τελευταίες τακτικές συναυλίες της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών για το 2016 στην «Αίθουσα Χρ. Λαμπράκης» του Μεγάρου Μουσικής τράβηξαν και πάλι την προσοχή των φιλομούσων περισσότερο για τα ενδιαφέροντα προγράμματα και μερικές ωραίες στιγμές, παρά για την σταθερότητα απόδοσης του συνόλου.

Την 2/12/2016 η ΚΟΑ έδωσε την καθιερωμένη ετήσια συναυλία υπό την αιγίδα της Γαλλικής Πρεσβείας στην Αθήνα και του Γαλλικού Ινστιτούτου Ελλάδος. Ένας παλιός γνώριμος, ο σημαντικός Γάλλος οργανίστας και συνθέτης Τιερρύ Εσκαίς μετακλήθηκε εκ νέου σ’ένα πρόγραμμα αφιερωμένο στο εκκλησιαστικό όργανο, που έφερε τον τίτλο «Οι αυλοί του βασιλιά».
Η βραδιά άνοιξε με την πρώτη ελληνική εκτέλεση μετά από σχεδόν 85 χρόνια της ενορχήστρωσης από τον Δημήτρη Μητρόπουλο του γραμμένου για εκκλησιαστικό όργανο έργου «Πρελούδιο και Φούγκα BWV 544» του Γ.Σ. Μπαχ, σε επιμέλεια μουσικού κειμένου από τον Γιάννη Τσελίκα.
Απηχώντας δημοφιλείς τάσεις της εποχής του Μεσοπολέμου -στο μυαλό έρχονται οι μεταγραφές του Στοκόφσκι, γραμμένες βέβαια για τα θρυλικά τότε έγχορδα της Ορχήστρας της Φιλαδέλφειας- η πληθωρική, νεορομαντική ενορχήστρωση του Μητρόπουλου ηχεί σήμερα μάλλον πομπώδης και λίγο ξεπερασμένη.
Ακολούθως, ο Εσκαίς ερμήνευσε το σπάνια παιζόμενο «Κοντσέρτο για εκκλησιαστικό όργανο, έγχορδα και κρουστά» του Πουλένκ, ένα μορφολογικά χαλαρό, παράξενο μείγμα ατμοσφαιρικής μυσταγωγίας και γήινου αισθησιασμού. Τις εναλλαγές διαθέσεων της σύνθεσης (στοχαστική/υποβλητική – ζωηρή/ανάλαφρη) απέδωσαν επιτυχημένα σολίστ και ορχήστρα, άλλοτε ως αντίπαλοι άλλοτε ως συνοδοιπόροι. Προς τούτο έκαστος αξιοποίησε το σωστό οπλοστάσιο: ο οργανίστας την πλουσιότατη ηχοχρωματική παλέτα του οργάνου και εύπλαστη φραστική, η ορχήστρα το συντονισμένο, σβέλτο και διαυγές παίξιμο των εγχόρδων.
Ατυχώς, η ξαφνική βλάβη του οργάνου -οφειλόμενη πιθανότατα σε πρόβλημα του ηλεκτρονικού του συστήματος- σκίασε την εκτέλεση του κυρίως πιάτου της συναυλίας, της περίφημης 3ης Συμφωνίας («του εκκλησιαστικού οργάνου») του Σαιν-Σανς. Όσο και αν είναι γνωστά τα σοβαρότατα οικονομικά προβλήματα του Μεγάρου, καλό θα είναι να μην οδηγούν σε πλημμελή συντήρηση βασικών για τη λειτουργία του υποδομών. Ο Εσκαίς αντιμετώπισε το απρόοπτο με αξιοζήλευτη ετοιμότητα, εκτελώντας το μέρος του οργάνου στο πιάνο (από το οποίο …εκτόπισε, ανά τακτά διαστήματα, τους προβλεπόμενους πιανίστες Τίτο Γουβέλη και Θάνο Μαργέτη!), η αναπλήρωση όμως λειτούργησε καλά μόνο στο πρώτο μέρος, όπου ο σολίστ συνόδευε το αργό θέμα των εγχόρδων. Στο δεύτερο μέρος με την πληθωρική αντιστικτική ανάπτυξη, ο ήχος του πιάνου ήταν υπερβολικά ισχνός συγκρινόμενος με αυτόν του οργάνου…
Έστω κι έτσι, αυτό που εντυπωσίασε ήταν η κυριολεκτικά εκπληκτική απόδοση της ΚΟΑ, που οφείλει πολλά στην ψαγμένη διεύθυνση του Οικονόμου. Ο αρχιμουσικός εκμαίευσε από τους μουσικούς παίξιμο μεγάλης διαφάνειας, ακρίβειας και συντονισμού, με θαυμάσιες διακυμάνσεις ταχυτήτων και δυναμικής, προσεγμένη φραστική και ανάδειξη λεπτομερειών, που δικαίωσαν δομή (θεματικές μεταμορφώσεις) και περιεχόμενο της πυκνότατης, απαιτητικής παρτιτούρας. Ο ισορροπημένος συνδυασμός ευγένειας και ορμής, κατάνυξης και μεγαλοπρέπειας συνέβαλε στην εξαιρετική προβολή των αντιθέσεων της ανήσυχης δραματουργίας!

Στις άλλες δύο συναυλίες, η ορχήστρα δεν ξέφυγε από τη …συνήθη ρουτίνα της, αφήνοντας άνισες εντυπώσεις.
Αυτήν της 25/11/2016, ενταγμένη στον κάπως γενικόλογο θεματικό κύκλο «Οι πόλεις της μουσικής» και εστιασμένη στο Λονδίνο, διηύθυνε ο ταλαντούχος 36χρονος Γερμανός αρχιμουσικός Ντάνιελ Χούπερτ. Το πρώτο μέρος της είχε έντονο ελληνικό ενδιαφέρον. Αρχικά, παίχθηκε η τριμερής «Suite Giocosa» του Κωστή Κριτσωτάκη, ουσιαστικά μία νέα επεξεργασία παλαιότερου μουσικού υλικού. Καλογραμμένη, «χατζιδακικά» μελωδική, με έντονα αρώματα και αρκετές επιρροές κινηματογραφικής μουσικής, η σύνθεση αποδόθηκε καλά, δίχως προβλήματα.
Στη συνέχεια, ακούσαμε μετά από καιρό σε σολιστικό ρόλο τον κορυφαίο τσελίστα της ΚΟΑ Γιάννη Τσιτσελίκη, ο οποίος ερμήνευσε το συγκλονιστικό «Κοντσέρτο για βιολοντσέλο» του Έλγκαρ. Η εκτέλεση υπήρξε (δεξιο)τεχνικά ασφαλής, χωρίς λάθη, γενικά φροντισμένη, με μίαν κινητική καντέντσα. Έλειψαν όμως η ένταση της αφήγησης και κυρίως το μεγαλύτερο εκφραστικό βάθος, η μετάδοση δηλ. του διάχυτου μελαγχολικού συναισθήματος του υστερο-ρομαντικού έργου, για το οποίο, πάντως, δεν ήταν άμοιρη ευθυνών και η αμέτοχη ορχηστρική συνοδεία.
Περισσότερο επιτυχής, παρότι ατελής, υπήρξε η ανάγνωση της 4ης Συμφωνίας του Μέντελσον, με την οποία ολοκληρώθηκε η βραδιά. Η γοητεία αλλά και η δυσκολία της «Ιταλικής» συμφωνίας έγκειται στην ποικιλία των διαθέσεων (το κομμάτι αποτελεί μουσική αποτύπωση ταξιδιωτικών εντυπώσεων του συνθέτη από την φύση, την τέχνη και το λαό της Ιταλίας) και στην αριστοτεχνική συναρμογή των θεμάτων. Ως γνωστόν, ο παλμός και η ορμητικότητα ταιριάζουν στον Μέντελσον, και υπό την έννοια αυτή η νευρώδης, πλην ακριβής διεύθυνση του Χούπερτ δικαίωσε συχνά πνεύμα και ύφος της μουσικής (ιδίως στο ενθουσιώδες καταληκτικό σαλταρέλλο), αντιδιαστέλλοντας μάλιστα επαρκώς παραγράφους και επεισόδια του έργου. Όμως, εξίσου κρίσιμη είναι και η ισότιμη προβολή της κομψότητας και του μελωδικού του στοιχείου, για τα οποία φρόντισε πρωτίστως -ως συνήθως- το εξαίρετο κουαρτέτο των ξύλινων πνευστών (Πιλαφτσή, Βάμβας, Μουρίκης, Λιοδάκης). Σίγουρα, πάντως, ο φωτεινός χαρακτήρας της συμφωνίας μεταδόθηκε γλαφυρά…

Η συναυλία της 9/12/2016 υπό τον Στέφανο Τσιαλή, με άξονα τη Βιέννη, ξεκίνησε με τους καλύτερους οιωνούς, με αφορμή την πρώτη πανελλήνια εκτέλεση του βαλς «Εορταστικοί χαιρετισμοί» του άγνωστου ομογενούς συνθέτη Θεμιστοκλή Μεταξά (1816-1880). Το έργο ανακαλύφθηκε πρόσφατα -στην πιανιστική του αναγωγή- στη Βιέννη από τον ερευνητή Αθανάσιο Τρικούπη (στο πλαίσιο συνεργασίας του Παν/μίου Αθηνών με το Μουσικό Παν/μιο του Γκρατς), ενορχηστρώθηκε δε -επιτυχημένα- από το μουσικολόγο Γιάννη Σαμπροβαλάκη. Σμυρνιός στην καταγωγή, αλλά γέννημα-θρέμμα Βιεννέζος, ο επιχειρηματίας Μεταξάς συνδεόταν με προσωπική φιλία με τον Γιόχαν Στράους. Η περίτεχνη διαδοχή 5 βαλς -που αναπτύχθηκε μετά από μίαν εισαγωγική τσάρντας- ανέδειξε σαφή γνώση και κατανόηση των χαρακτηριστικών του δημοφιλούς χορού. Η θαυμάσια ερμηνεία που διέπλασε ο αρχιμουσικός βασίσθηκε στα σωστά τέμπι και τη διασφάλιση αβίαστου, ευγενούς λικνιστικού βηματισμού.
Οι δυσκολίες εμφανίσθηκαν όταν η σκυτάλη πέρασε στον Μότσαρτ. Το ευλόγως συνεπτυγμένο ορχηστρικό κλιμάκιο απέδωσε μεν στρωτά την εισαγωγή στην όπερα «Ντον Τζοβάννι», με το τόσο συμπυκνωμένα και ιδιοφυώς επεξεργασμένο θεματικό υλικό γύρω από την περιπετειώδη ζωή του κεντρικού ήρωα, χωρίς πάντως να αναδείξει ανάγλυφα την εσωτερική ένταση της μουσικής, τη δραματική της διάσταση.
Η ΚΟΑ χάρισε εξίσου στρωτή, πλην μάλλον διακριτική συνοδεία στο 5ο Κοντσέρτο για βιολί του ίδιου συνθέτη, κάτι που υπονόμευσε τον τόσο αναγκαίο στο συγκεκριμένο έργο -ιδίως στο ζωηρό «τουρκικό» επεισόδιο του καταληκτικού ροντό- διάλογο με την σολίστ Δανάη Παπαματθαίου-Μάτσκε. Ούτε αυτή, όμως, μπόρεσε να αποδώσει το ακριβές στίγμα του κοντσέρτου, τον τόσο ιδιαίτερο συνδυασμό λάμψης και λυρισμού. Ο μεγάλος «ρομαντικός» ήχος της φάνηκε ανήμπορος να αποδώσει όλες τις αποχρώσεις της γραφής, η δεξιοτεχνία υπήρξε μάλλον οριακή, το φραζάρισμα διστακτικό. Παρά τη δεδομένη της μουσικότητα, η καλή βιολίστρια έδειχνε να μην έχει εν προκειμένω αποκρυσταλλωμένη αίσθηση του ύφους…
Τέλος, η βραδιά έκλεισε με μίαν ατελέστατη εκτέλεση του Adagio από την ημιτελή 10η Συμφωνία του Μάλερ. Εάν η αισθαντική εναρκτήρια μουσική παράγραφος αποδόθηκε αξιοπρεπώς (χωρίς, βέβαια, την κρίσιμη εκφραστικότητα παιξίματος από τα έγχορδα), στη συνέχεια ο ειρμός χάθηκε. Η δύσκολη ορχηστρική γραφή, που προαναγγέλλει την ατονικότητα, ηχούσε μετέωρη, ασύνδετη, συναισθηματικά αβαρής. Όσο και αν είναι αξιέπαινη η προσπάθεια της ΚΟΑ ν’αναμετρηθεί με το συμφωνικό corpus του Μάλερ, χρειάζονται πολύ περισσότερες πρόβες και μεγαλύτερο βάθος προετοιμασίας για ένα ουσιαστικό ερμηνευτικό αποτέλεσμα!