
Μετά από 3 σπουδαίες ορχήστρες, η «Αίθουσα Χρ. Λαμπράκης» του Μεγάρου Μουσικής φιλοξένησε στις αρχές του μήνα (2/11) μίαν ακόμη συναυλία διεθνούς επιπέδου, το ρεσιτάλ Ροσσίνι του Αργεντινού κόντρα-τενόρου Φράνκο Φατζόλι, τον οποίο συνόδευσε η Καμεράτα υπό τον Γιώργο Πέτρου.

Αυτή ήταν η πρώτη εμφάνιση στη χώρα μας του νέου σούπερ-σταρ των κόντρα-τενόρων, ο οποίος βέβαια έχει επισκεφθεί συχνά το Μέγαρο για ηχογραφήσεις με την ορχήστρα και τον αρχιμουσικό, μεταξύ των οποίων και το πρόσφατο -και από κάθε άποψη εντυπωσιακό!- CD τους (στη Deutsche Grammophon) με άριες Ροσσίνι.
Το αθηναϊκό ρεσιτάλ, στο οποίο ρονταρίσθηκε το -ίδιο- πρόγραμμα που δόθηκε με εξίσου μεγάλη επιτυχία δύο ημέρες αργότερα στο παρισινό «Θέατρο των Ηλυσίων Πεδίων», έφερε τον τίτλο «Ανακαλύπτοντας τον Ροσσίνι». Θα αναρωτιόταν ίσως κανείς για την ακρίβεια αυτού του τίτλου, με δεδομένο ότι ο Ροσσίνι έγραψε ελάχιστα για τους καστράτους («απόγονοι» των οποίων θεωρούνται οι κόντρα-τενόροι), όπως π.χ. το ρόλο του Αρσάκη στην όπερα «Αυρηλιανός στην Παλμύρα», τον οποίο, παρεμπιπτόντως, ο Φατζόλι έχει ερμηνεύσει επί σκηνής. Κι όμως, το στοίχημα προσέγγισης του ροσσίνειου ρεπερτορίου με την οπτική του μπαρόκ -τόσο από φωνητικής όσο και από ορχηστρικής πλευράς- παραμένει ανοιχτό και γεμάτο προκλήσεις!
Το σίγουρο είναι ότι το ρομαντικό μπελ-κάντο, εμβληματικός εκπρόσωπος του οποίου υπήρξε ο Ροσσίνι, οφείλει πολλά στο μπαρόκ και την τέχνη των καστράτων. Βέβαια, τα μυθικά αυτά πλάσματα σπάνιζαν στις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα, όταν ο Ροσσίνι -που αποδεδειγμένα τους λάτρευε- άρχισε να συνθέτει, όμως οι σπουδαίοι ανδρικοί ρόλοι που αυτός έγραψε για μεσόφωνο ή κοντράλτο οφείλουν πολλά στην τέχνη και τεχνική τους.
Τα θερμότερα, πιο μεστά και χυμώδη γυναικεία αυτά ηχοχρώματα φαίνεται σήμερα να δικαιώνουν καλύτερα τους συγκεκριμένους «ανδρικούς» ρόλους, τους οποίους οι κόντρα-τενόροι (με το πιο ανδρόγυνο τίμπρο) συνήθως αποφεύγουν. Πάντως, μετά την προ δεκαετίας ηχογράφηση αριών του Ροσσίνι από τον εξίσου σπουδαίο Μαξ-Εμάνουελ Τσέντσιτς, ο Φατζόλι δηλώνει φέτος δυναμικά παρών όχι μόνο στα στούντιο ηχογραφήσεων αλλά και στις αίθουσες συναυλιών!
Και ας μην υπάρξει καμία αμφιβολία ότι ο Αργεντινός τραγουδιστής διαθέτει την ιδανική ερμηνευτική αρματωσιά για να δικαιώσει τη ροσσίνεια γραφή. Εν πρώτοις, μία φωνή εντυπωσιακής έκτασης (τρεις οκτάβες!), ομοιογένειας και ηχοχρωματικού πλούτου, με γεμάτη μεσαία περιοχή και ατρόμητες υψηλές νότες. Ακολούθως, μια τέχνη σε διανθίσεις, τρίλιες και κλίμακες, άριστο φραζάρισμα και λαγαρή άρθρωση που αυξάνουν την -τόσο καθοριστική στον Ροσσίνι!- εκφραστικότητα των ερμηνειών.
Τέλος, και η σκηνική εμπειρία του συνέβαλε στη θεατρικότατη, γεμάτη ενθουσιασμό αλλά και συναίσθημα ενσάρκωση των νεαρών ηρώων από σοβαρές όπερες, όπως οι Σιβένο (από την πρώτη του όπερα «Δημήτριος και Πολύβιος»), Μάλκομ (από την «Κυρά της λίμνης»), Τανκρέδος (και μάλιστα στην εναλλακτική άρια από την ομότιτλη όπερα), Αρσάκης (από τη «Σεμιράμιδα») και -εκτός προγράμματος- Εδουάρδος (από την όπερα «Εδουάρδος και Χριστίνα»)! Παρά την μια κάποια έλλειψη κομψότητας της γραμμής, η πειστικότητα των ερμηνειών από κοινού με την έντονη αίσθηση διακινδύνευσης έκανε πολλούς να αναρωτιούνται αν ο Φατζόλι μπορεί να υπερασπισθεί εξίσου επιτυχώς τέτοιους ρόλους και σκηνικά: η απάντηση αναμένεται προσεχώς στην «Σεμιράμιδα» που θα ανεβάσει η Όπερα της Λωρραίνης…

Η «ανακάλυψη», όμως, δεν περιορίσθηκε στο φωνητικό επίπεδο. Τόσο στις εισαγωγές από όπερες («Δημήτριος και Πολύβιος», «Τορβάλντο και Ντορλίσκα») όσο και κατά τη συνοδεία του Φατζόλι, η Καμεράτα, παίζοντας σε όργανα εποχής, χάρισε έναν ορχηστρικό ήχο διάφανο αλλά όχι αναιμικό, με καλλιεπείς, ποιητικές σολιστικές συνεισφορές (πχ. του εξάρχοντος Σέρτζιου Ναστάζα στην άρια του Τανκρέδου), που υπηρέτησε άρτια τόσο τις λυρικές, μελωδικές σελίδες όσο και τις πιο σφριγηλές, γρήγορες παραγράφους. Η δεδομένη αντίληψη και η θεατρική εμπειρία -και στον Ροσσίνι!- του Πέτρου διασφάλιζε συστηματικά τη σωστή δραματική θερμοκρασία και τη ρευστότητα της αφήγησης, οριοθετώντας μία «ιστορικά ενημερωμένη» ερμηνεία χωρίς υπερβολές.
Κερασάκια στην τούρτα αποτέλεσαν δύο συναυλιακές στιγμές με έντονα ελληνικό χρώμα. Αφενός, η ακρόαση της Εισαγωγής στην καντάτα «Ο Οδυσσέας στα Ηλύσια Πεδία» του Μάντζαρου -η οποία θεωρείται ως το παλαιότερα γνωστό ορχηστρικό κομμάτι έλληνα συνθέτη- κατέδειξε τις σαφείς επιρροές, πέραν του δύοντος κλασσικισμού, και του Ροσσίνι στον Κερκυραίο γενάρχη της νεοελληνικής έντεχνης μουσικής. Αφετέρου, η απαστράπτουσα ερμηνεία της ροσσίνειας σύνθεσης «Εισαγωγή, θέμα και παραλλαγές για κλαρινέτο» από τον Σπύρο Μουρίκη επιβεβαίωσε και σε ιστορικό όργανο (με λιγότερα κλειδιά!) την ασύλληπτη δεξιοτεχνία και μουσικότητα -με σπάνια αίσθηση των φωνητικών ποιοτήτων της γραφής!- του κορυφαίου σολίστα μας.
Το γεγονός ότι αμφότερες περιελήφθησαν και στο ρεσιτάλ στο Παρίσι επιβεβαίωσαν το ρόλο του εθνικού μουσικού πρέσβη που έχουν Πέτρου και Καμεράτα εκτός συνόρων. Ρόλο που ακόμη αρνείται να τους αναγνωρίσει, παντοιοτρόπως, η μίζερη πατρίδα μας και οι θεσμοί της…
Credit κεντρικής φωτογραφίας: Τάσος Λαζαρίδης