
Ξεκινάει τις καλοκαιρινές του συναυλίες, μαζί με τον Μίλτο Πασχαλίδη, την Παρασκευή 3 Ιουνίου, από το θέατρο Πέτρας. Μέσα σε ένα γενικά φορτωμένο και πιεστικό πρόγραμμα, βρεθήκαμε με τον Θάνο για μια κουβέντα πάνω στην περιοδεία και τα σχετικά με την δουλειά του θέματα…

-Αρχίζει το καλοκαιρινό τρέξιμο και, μερικές φορές, αναρωτιέμαι πως τα προλαβαίνεις όλα (συναυλίες, σύνθεση, ακροάσεις κ.λπ.)…
Σε γενικές γραμμές, είμαι καλά προπονημένος. Όταν έγραφα την όπερα «Ελένη», πριν βάλω καν την πρώτη νότα, υπολόγισα και είπα πως θέλω τουλάχιστον πέντε χρόνια, χίλιες σελίδες, χιλιάδες μέτρα κάθετα κ.λπ. Δεν μπορούσα ποτέ να καταλάβω πως ο Μότσαρτ τέλειωνε μια συμφωνία μέσα σε 15 μέρες! Εντάξει, είναι γνωστό πως όταν ήταν μικρός του τα έγραφε ο πατέρας του (δηλαδή αυτός έπαιζε τα θέματα και ο πατέρας του τα έγραφε στην παρτιτούρα). Αυτό όμως άλλαξε όταν το 2002 έγραψα ένα έργο 54 λεπτών για αφηγητή και ορχήστρα, με ένα θέμα που ήταν μεν παιδικό αλλά τη μουσική μόνο ενήλικες φιλόμουσοι μπορούσαν να την ακούσουν. Τότε έπαιζα στον Σταυρό του Νότου με τον Χρήστο Θηβαίο, είχα – έστω μέρα παρά μέρα – την ενασχόλησή μου με τα πολιτιστικά του 2004, και έγραψα αυτό το έργο σε 15 μέρες! 54 λεπτά: τριπλάσιο σε ποσότητα από μια συμφωνία του Μότσαρτ! Νομίζω ότι όταν παίρνεις φόρα, τότε το πράγμα πάει πάρα πολύ γρήγορα. Είμαι, λοιπόν, πάρα πολύ καλά προπονημένος!
-Μάλλον δεν χρησιμοποιείς πολύ το πιάνο όταν συνθέτεις…
Δεν χρησιμοποιώ ποτέ πιάνο όταν γράφω τη λεγόμενη λόγια μουσική – όταν έγραφα την όπερα που είναι τεράστιο έργο από άποψη όγκου, είχα ένα πιάνο δεξιά μου. Τώρα γράφω στο γραφείο και δεν σηκώνομαι σχεδόν ποτέ! Στο τραγούδι είναι αλλιώς: έχεις το κείμενο, έχεις το πιάνο – κατά κανόνα έτσι γίνεται. Αλλά όλα τα άλλα έργα τα γράφω στο γραφείο. Είναι θέμα training και όσο το αφήνεις, ας πούμε τώρα με τις συναυλίες του καλοκαιριού μαζί με τα ταξίδια και τα υπόλοιπα, δεν σου μένει χρόνος. Όταν γράφεις ένα μεγάλο έργο, πρέπει να έχεις μια προοπτική ότι θα το ολοκληρώσεις. Αν το αφήσεις, τρεις, τέσσερις, πέντε, έξι μήνες, θέλει ξανά δουλειά από την αρχή.
-Δε νομίζω πως είσαι από τους συνθέτες που θα άφηνες κάτι ημιτελές…
Τη σύνθεση μεγάλων έργων στο χαρτί όσο πιο καθημερινά την κάνεις τόσο έχεις και πιο πολύ τον έλεγχό της. Το 90% των έργων μου το «ακούω» όλο καθώς το γράφω και το υπόλοιπο το ελέγχω σε μεγάλο βαθμό. Κι αυτό είναι το ουσιαστικό γιατί στη σύγχρονη μουσική, από το 1950 και μετά, ακόμα και μεγάλα ονόματα δεν ελέγχανε πάντα αυτό που έγραφαν. Η σύνθεση ήταν περισσότερο διανοητική διαδικασία. Υπήρχαν κάποιοι όπως ο Boulez ή ο Berio που το έλεγχαν απολύτως, αλλά πάρα πολλοί δεν ελέγχουν το υλικό τους. Ο Ξενάκης δεν έλεγχε το υλικό του – είχε μιαν άλλη λογική, ήταν περισσότερο ένας θεωρητικός που συνέδεσε τις μαθηματικές δομές με τη μουσική και λειτουργούσε το απρόβλεπτο ως προς το τι ήχος παράγεται. Και ο John Cage που ήταν περισσότερο φιλόσοφος παρά μουσικός… Εγώ έχω βάλει στοίχημα με τον εαυτό μου να μην δώσω παρτιτούρα για να παιχτεί αν δεν την ελέγχω πλήρως. Αυτός που έλεγχε τα πάντα ήταν ο Pierre Boulez.

-Και ο Zappa επίσης…
Έχει πλάκα που το λες γιατί σήμερα άκουσα τα μπαλέτα του Frank Zappa με το Ensemble InterContemporain που διηύθηνε ο Boulez το 1984. [Δίσκος: «Boulez Conducts Zappa: The Perfect Stranger»]. Πολύ σπουδαία κομμάτια – ο Zappa ήταν ένα δισυπόστατο ον. Μέγας πειραματιστής του ροκ και από την άλλη ένας συνθέτης σύγχρονης μουσικής αν και αισθητικά είχε τοποθετήσει τη σύγχρονη μουσική ως entertainment και όχι ως φιλοσοφική διαδικασία επί της ουσίας που οι της Σχολής του Darmstadt είχαν θεωρήσει μετά το ’50.
-Ο Zappa είχε πολύ καλή σχέση με το χιούμορ ή ακόμα και την πλάκα…
Εντελώς! Τα επτά αυτά μπαλέτα είναι πλακατζίδικα!
-Ας έρθουμε τώρα στο «πεδίο της μάχης». Μετά από μια μικρή ανάπαυλα, επιστρέφεις στις συναυλίες…
Στην Κρήτη ξεκουράστηκα δύο εβδομάδες χωρίς όμως να πάψω να συνθέτω. Τώρα, ξεκινάμε μια περιοδεία με τον Μίλτο Πασχαλίδη σε όλη την Ελλάδα. Αισιοδοξούμε ότι, παρόλη την κατάσταση, θα κάνουμε 30-35 συναυλίες. Εξωστρεφείς μεν συναυλίες, αλλά με ένα ρεπερτόριο πάρα πολύ προσεγμένο – με επιλογή από το δικό μου και του Μίλτου.

-Υπάρχει λόγος που επέλεξες τον Μίλτο Πασχαλίδη;
Με την εξαίρεση του Χατζιδάκι και τη δική μου, δεν θα δεις εύκολα συνθέτες ή τραγουδοποιούς της εποχής μου οι οποίοι να μιλάνε με ενθουσιασμό για τις νεώτερες γενιές. Δεν ξέρω αν αυτή η «τσιγγουνιά» είναι μία άποψη δυσπιστίας ή προσωπικής αντιζηλίας ή του γεγονότος ότι «η πίττα είναι μικρή, κάτσε να την κρατήσουμε αφού έχουμε ένα κομμάτι»! Υπάρχουν πολλοί λόγοι. Εγώ πάντοτε είχα την άποψη ότι στην αλυσίδα αυτή του τραγουδιού που ξεκίνησε με τον Τσιτσάνη, τον Θεοδωράκη, τον Χατζιδάκι, η κάθε γενιά βάζει τα δικά της όρια και κάποιοι από τη γενιά αυτή μπορούν και τα σπρώχνουν και τα διευρύνουν. Αυτό το βλέπω στην επόμενη από εμένα γενιά που είναι γενιά κυρίως τραγουδοποιών – οι συνθέτες είναι δυο-τρεις, οι τραγουδοποιοί πολύ περισσότεροι. Από τη δεκαετία του ’80 αρχικά οι Φατμέ με τον Πορτοκάλογλου και οι Τερμίτες με τον Μαχαιρίτσα, αμέσως οι δύο πρίγκηπες, ο Χάρης και ο Πάνος Κατσιμίχας, έχουμε μετά τον Μάλαμα και τον Τσακνή, στην αμέσως επόμενη δεκαετία έχουμε τον Περίδη, τον Πασχαλίδη που προηγουμένως είχε κάνει μια συνεργασία με τους Χαϊνηδες, τον Θηβαίο με τους Συνήθεις Υπόπτους, τον Αλκίνοο Ιωαννίδη, τον Φοίβο Δεληβοριά, τον Παντελή Θαλασσινό και σίγουρα ξεχνάω και κάποιους… Είμαι πολύ θετικά διακείμενος και έχω δει ότι υπάρχει πολύ ταλέντο στους επόμενους. Για τον Μίλτο, για τον οποίο οφείλω να σου πω ότι δεν τον γνώριζα από την αρχή που βγήκε, άρχισα να τον μαθαίνω στις αρχές της δεκαετίας του 2000. Εκεί άρχισα να αντιλαμβάνομαι ένα μεγάλο πλεονέκτημα: ότι κάποιοι λειτούργησαν δημιουργικά στο σταυροδρόμι Δύσης και Ανατολής – και όλα τα πολύ ωραία πράγματα κλείνουν το μάτι τους στην Ανατολή δεξιά και στη Δύση αριστερά.
-Ο Μίλτος λειτούργησε ανατολικοδυτικά;
Ο Μίλτος από πολύ νωρίς, με τη δουλειά που έκανε ως φοιτητής στην Κρήτη με τους Χαϊνηδες και με το κρητικό μέλος αλλά και ως ένα σύγχρονο παιδί, με την αγάπη του για τη ροκ μπαλάντα κυρίως, οδηγήθηκε και να γράψει και να λειτουργήσει σ’ αυτό το σταυροδρόμι. Ταυτόχρονα, ο Μίλτος έχει και ένα άλλο χαρακτηριστικό πολύ θετικό: επειδή ο μέσος όρος του τραγουδοποιού δεν μπορεί να τραγουδήσει τραγούδια συνθετών – δεν είναι εύκολο, τραγουδούν τα δικά τους, με εξαιρέσεις, φυσικά και ο Πασχαλίδης είναι μια περίπτωση που ανήκει στις εξαιρέσεις. Και το τρίτο χαρακτηριστικό του είναι ότι είναι ένα πολύ καλό παιδί και έχει έναν πολύ μεγάλο σεβασμό σ’ αυτό που του παραδόθηκε. Αυτοί είναι οι τρεις λόγοι που με ενεργοποίησαν να έχω μιαν ολοκληρωμένη συνεργασία μαζί του και, ταυτόχρονα, όλα αυτά τα χρόνια κατάφερε να κινηθεί με μία διαχρονικότητα. Τον ακολουθεί η γενιά του και με πάθος ένα πολύ μεγάλο κομμάτι των 20άρηδων και έχει πολύ μεγάλη διείσδυση στις νεώτερες γενιές. Η φετινή του παράσταση στον Σταυρό του Νότου ήταν εκπληκτική από άποψη ισορροπίας και είχε μιαν απίστευτη επικοινωνία την οποία την θαυμάζω.

-Τι περιλαμβάνει το πρόγραμμα; Και πόσο διαφοροποιείται από άλλες δικές σου συναυλίες;
Μαζί με ένα γκρουπ καλών μουσικών που έχουμε θα ξεκινήσουμε να παρουσιάζουμε μια σειρά τραγουδιών – δικών μου και δικών του – με έναν τρόπο, δεν θα τον έλεγα απρόβλεπτο, αλλά με τις προσωπικότητες των μουσικών παρούσες. Τώρα, είναι ο τρόπος που θα παιχτούν τα κομμάτια και η επιλογή τραγουδιών να είναι «κοινού αισθήματος». Αυτά τα τραγούδια είναι που ο ίδιος ο κόσμος έχει επιλέξει και τα μεταφέρει από γενιά σε γενιά και θα ακουστούν σε μια εξωστρεφή συναυλία όπου θέλω ένα κομμάτι της παράστασης να κάνει focus στην ερμηνευτική διαδικασία των τραγουδιών και ένα άλλο στο πως ενώνεται η φωνή μας με τον κόσμο αφού, εξάλλου, η εποχή μας είναι εποχή που απαιτεί εμψύχωση, όχι μόνο από πάνω προς τα κάτω αλλά αμφίδρομη. Ξεκινάμε 3 Ιουνίου από το Θέατρο Πέτρας, 10 είμαστε στους Λαζαριστές στη Θεσσαλονίκη, 15 στο Θέατρο Πολιτεία στην Πάτρα, και 30 στο Αλκαζάρ στη Λάρισα (σε ότι αφορά τις μεγάλες πόλεις).
-Ανεξάρτητα από οτιδήποτε, νομίζω πως εδώ και πολλά χρόνια τα κυνηγάς τα tour!
Υπάρχει μια πραγματική ανάγκη στην επαγγελματική μας διάσταση. Η κρίση δημιούργησε τεράστια προβλήματα σε όλους μας. Ακόμα και κάποιοι άνθρωποι που ζούσαμε με άνεση, αυτή τη στιγμή με βάση και υποχρεώσεις προς τρίτους είμαστε υποχρεωμένοι να δουλέψουμε – παρότι στο επάγγελμα των μουσικών υπάρχει πια μια ανεργία της τάξης του 70%. Ακόμα και μόνο αυτός ο λόγος να υπήρχε, θα ήταν θεμιτός. Όμως εγώ κρύβομαι πίσω από αυτό τον λόγο. Νομίζω πως η ώρα που θα εγκαταλείψω τη σκηνή θα είναι και το τέλος μου. Θέλω να πιστεύω ότι εγώ και οι πολύ κοντινοί μου άνθρωποι θα με προφυλάξουν από τη γραφικότητα να σέρνομαι πάνω στη σκηνή! Θέλω την τελευταία φορά που θα παίξω να είμαι αυτό που ξέρει ο κόσμος και να είμαι όρθιος. Όμως θέλω πάντα να φθάνω στα όριά μου γιατί εκεί ανανεώνομαι. Μέσα από αυτή τη διαδικασία νιώθω ότι παραμένω νέος – παρόλο που έχω κλείσει τα 68! Γίνομαι όμως λίγο πιο επιλεκτικός ως προς αυτό: αντί να κάνω 150 παραστάσεις, όπως έκανα πέρσι τον χειμώνα, θα μπορούσα να αποφύγω την κόπωση και να κάνω λιγότερες. Από τη στιγμή που ανεβαίνω στη σκηνή όμως μεταμορφώνομαι.
Περισσότερες πληροφορίες
Θάνος Μικρούτσικος, Μίλτος Πασχαλίδης
Έρχονται πλήρως φορμαρισμένοι για να ξορκίσουν το «κακό» με τραγούδια κοινού αισθήματος. Τραγούδια αγαπημένα που τρεις γενιές πορεύτηκαν μαζί τους, καθιστώντας τα έτσι διαχρονικά.