
Θερμότατης υποδοχής έτυχε στο θέατρο «Ολύμπια», όπου και θα παρουσιάζεται μέχρι τα τέλη του μήνα, η πρεμιέρα (13/2) της νέας παραγωγής του «Κουρέα της Σεβίλλης» του Ροσσίνι που πρότεινε η Εθνική Λυρική Σκηνή.

Οι αθηναϊκές παραστάσεις αποτελούν στη ουσία ροντάρισμα μιας δουλειάς που πρόκειται ν’ανεβεί και στο ιστορικό -και τόσο συνδεδεμένο με το ροσσίνειο έργο- Τεάτρο Κομουνάλε της Μπολόνια. Χωρίς να στερείται ενδιαφέροντος αλλά και χωρίς να έχει βρει ακόμη τον απαιτούμενο ρυθμό, η όλη παραγωγή άφησε ανάμικτες εντυπώσεις: θέατρο και μουσική δεν κινήθηκαν εν προκειμένω με τις ίδιες ταχύτητες!
Η σκηνοθεσία του Ιταλού Φραντσέσκο Μικέλι παρουσιάσθηκε ως «ανατρεπτική και σύγχρονη». Ο δεύτερος χαρακτηρισμός επιβεβαιώθηκε σίγουρα περισσότερο από τον πρώτο. Το ανατρεπτικό στοιχείο, κατά δήλωση του σκηνοθέτη, προήλθε από την εστίαση της δράσης στο πρόσωπο της Ροζίνας, στις επιθυμίες της και στις εναλλαγές συναισθημάτων. Οι αντιθέσεις μεταξύ του φανταστικού κόσμου και της ρεαλιστικής πραγματικότητας της ηρωίδας αναπαραστάθηκαν διαφορετικά σε κάθε πράξη, με τη σταδιακή μετάβαση από το σκοτάδι στο φως, με τη μεταμόρφωσή της από ένα αθώο κοριτσάκι-μπάρμπι σε μία αποφασισμένη κοπέλα των ΄70s, με τη χρήση διαφορετικού μεγέθους σπιτιών/κουτιών που συμβόλιζαν την πορεία από τον ακούσιο εγκλωβισμό στην εξουσία/κηδεμονία του Ντον Μπάρτολο σε αυτόν, εκούσιο, στην εξουσία/έρωτα του Κόμη Αλμαβίβα. Η ιδέα παρέμεινε, πάντως, δραματουργικά ανεπεξέργαστη και κυρίως ξένη προς την αφήγηση, ανήμπορη να αρθρώσει γύρω της τον κυνισμό όλων των χαρακτήρων που τόσο ζωντανά σκιαγραφούν οι Μπωμαρσαί/Στερμπίνι/Ροσσίνι!
Περισσότερο ευχαρίστησε η πραγματικά σύγχρονη όψη της δουλειάς, που συνυπέγραψαν οι Νικολά Μποβέ (σκηνικά) και Τζανλούκα Φαλάσκι (κοστούμια), θυμίζοντας, ειδικά στην πρώτη πράξη, την αντίστοιχη -αλλά περισσότερο εμπνευσμένη και ολοκληρωμένη- προσέγγισή τους στην «Ιταλίδα στο Αλγέρι» στο Φεστιβάλ Ροσσίνι του Πέζαρο το 2013. Αν το ημιαφαιρετικό σκηνικό του Μποβέ και τα σχεδιασμένα από τον Παναγιώτη Τομαρά οπτικά μέσα (με κυρίαρχη μία γιγαντιαία επιφάνεια με led φωτιστικά που εικονοποιούσε και τη μουσική) οριοθέτησαν ένα μάλλον άχρονο, συμβατικό πεδίο δράσης, τα εντυπωσιακά, πολύχρωμα κοστούμια του Φαλάσκι έδωσαν σαφέστερο στίγμα, προσφέροντας ένα διαχρονικό πανόραμα της μεταπολεμικής «ποπ» κουλτούρας.
Ολόκληρη η Α’ πράξη οπτικοποιήθηκε ως ψυχεδελική εκδοχή της opera buffa, με τους πρωταγωνιστές -πλην Φίγκαρο!- να παραπέμπουν σε διάφορες χαρακτηριστικές φιγούρες από τις δεκαετία του ‘60 ως αυτήν του ‘80: πέραν της Ροζίνας, ο Αλμαβίβα στον Λιμπεράτσε και τον Τζων Λένον, ο ντον Μπαζίλιο στον Μέριλυν Μάνσον, η Μπέρτα σε παραδοσιακή Σπανιόλα. Η Β’ πράξη προσπάθησε να επαναφέρει τη δράση σ’ένα πιο ρεαλιστικό, σφιχτοδεμένο πλαίσιο. Το όλο εμπλουτίσθηκε με σημειολογικές αναφορές οικείες σ’ένα μέσο σημερινό θεατή, που εκτείνονταν από την ιταλική κομέντια ντελ’άρτε και το βωβό κινηματογράφο μέχρι το κινούμενο σχέδιο, τη διαφήμιση, τα σύγχρονα μέσα.
Όμως, ενώ δεν έλειψαν η ευρηματικότητα, το χιούμορ, η κίνηση και η καλή σκην(οθετ)ική καθοδήγηση του συνόλου της διανομής, η δουλειά έμεινε στην επιφάνεια, χωρίς να προωθεί τη σύζευξη θεάτρου-μουσικής, χωρίς να επιτρέπει την οποιαδήποτε κατάδυση στην ψυχολογία των προσώπων. Ο «μοντερνισμός» εξαντλήθηκε στο επίπεδο της εικόνας…

Ανεξαρτήτως των συγκεκριμένων ενστάσεων, είναι προφανές ότι μια τέτοια παραγωγή θα μπορούσε να απογειωθεί από μία ομάδα τραγουδιστών που θα ήταν σε θέση να αφεθεί και να προσαρμοσθεί στα -διόλου εύλογα- σκηνοθετικά ζητούμενα, ανταποκρινόμενη συνάμα στις -ουδέποτε απλές- μουσικοδραματικές απαιτήσεις του Ροσσίνι. Τούτο συνέβη μόνο εν μέρει στην πρεμιέρα, ίσως γιατί το μεγαλύτερο μέρος της εμπειρότατης πρώτης διανομής (που ερμηνεύει τους βασικούς ρόλους στο ίδιο θέατρο επί 15ετία!) παραμένει εξοικειωμένο με πιο παραδοσιακές προσεγγίσεις.
Από τους περισσότερους εκ των βασικών πρωταγωνιστών έλειψε σίγουρα το κέφι και η σπιρτάδα της υπόκρισης, αλλά όχι μόνο! Ο Μπάρτολο του βαθύφωνου Δημήτρη Κασιούμη ήχησε κουρασμένος. Ο ρόλος του Αλμαβίβα δείχνει πλέον να ξεπερνά τις σημερινές φωνητικές δυνατότητες του Αντώνη Κορωναίου, άλλοτε κορυφαίου Έλληνα ροσσίνειου τενόρου και μάλιστα με διεθνή αναγνώριση. Ο άξιος καλλιτέχνης θα ώφειλε να τύχει μεγαλύτερης προστασίας, που δεν θα περιοριζόταν στην -αδικαιολόγητη πλέον- παράλειψη της υπερδεξιοτεχνικής άριας του φινάλε «Cessa di più resistere»… Ούτε όμως η Ροζίνα της υψιφώνου Βασιλικής Καραγιάννη ικανοποίησε. Η φωνή έχει βαρύνει, αποκτώντας οξύτητα στη μεσαία περιοχή (εμφανή και στα ρετσιτατίβι!). Και όσο αν η κολορατούρα παραμένει αξιόπιστη (με διανθίσεις, πάντως, υφολογικά ξεπερασμένες), οι πιο γεμάτες χαμηλές νότες απέχουν μακράν αυτών της τεσσιτούρας κοντράλτο με την οποία αποδίδεται πλέον ο ρόλος … Μόνο ο Φίγκαρο του βαρύτονου Διονύση Σούρμπη διέθετε το κρίσιμο σκηνικό και φωνητικό κύρος, μολονότι αναζητούσε κανείς τη γνήσια κωμική φλέβα και ένα πιο ενημερωμένο στιλιστικά (π.χ. σε ταχύτητες, αποχρώσεις, γλωσσοδέτη) τραγούδι.
Εύλογα, την παράσταση έκλεψαν ο μπάσος Τάσος Αποστόλου, που δεν στηρίχθηκε αυτή τη φορά μόνο στο ωραίο τίμπρο του (εντυπωσιακή άρια της συκοφαντίας), αλλά μπήκε απόλυτα στο πετσί του καρτουνίστικα γκόθικ Μπαζίλιο και η υψίφωνος Αλεξάνδρα Ματθαιουδάκη που σμίλευσε μία έξοχη περσόνα της -πανταχού παρούσας σε όλο το έργο- Μπέρτας. Μάλλον υπερβολικά καρατερίστικος πρόβαλε ο Φιορέλλο του βαρύτονου Ζαφείρη Κουτελιέρη.
Τα σύνολα (Ορχήστρα-Χορωδία) της ΕΛΣ κατηύθυνε με ασφαλές χέρι ο αρχιμουσικός Μίλτος Λογιάδης. Αξιοποιώντας την υψηλού επιπέδου απόδοση (έξοχα ξύλινα!) και τα σβέλτα αντανακλαστικά της ορχήστρας, κατάφερε όχι μόνο να αντλήσει ήχο διάφανο με επιτυχημένες διαβαθμίσεις σε ταχύτητες και δυναμικές, αλλά και να υποστηρίξει καλά τη δράση. Η -αξιέπαινη- προσπάθεια, όμως, προσαρμογής της συνοδείας κάθε τραγουδιστή ανάλογα με τις ιδιαιτερότητές του, είχε σαν αποτέλεσμα τη διάρρηξη της συνοχής του ακροάματος. Και, ως γνωστόν, ο Ροσσίνι -όπως και ο Μότσαρτ- δεν συγχωρεί κανενός είδους έκπτωση…
Credit φωτογραφιών: Βασίλης Μακρής