
Ο επιτυχημένος «Σικελικός Εσπερινός» της Εθνικής Λυρικής Σκηνής επιστρέφει στις 14, 16 και 18/4 στο Μέγαρο Μουσικής (αίθουσα «Αλεξάνδρα Τριάντη») και με αυτήν την αφορμή ξαναθυμόμαστε την κριτική του Ευτύχη Δ. Χωριατάκη για το πρώτο ανέβασμα της παράστασης πριν λίγους μήνες.
Μεγάλο επαγγελματισμό επέδειξε ξανά η ΕΛΣ με το ανέβασμα του απαιτητικότατου «Σικελικού Εσπερινού» του Βέρντι, σε συμπαραγωγή με το Μέγαρο Μουσικής. Η σκηνοθεσία του διευθυντή του μπαλέτου Ρενάτο Τζανέλα υπήρξε σαφής και δεν κούρασε, παρά την τρίωρη διάρκεια της παράστασης.
Ο «εκσυγχρονισμός» της ιστορικής δράσης, με μεταφορά στον ιταλικό Μεσοπόλεμο, δεν προσέφερε όμως κάτι ιδιαίτερο σε σχέση με την πάγια στον Βέρντι σύγκρουση συναισθημάτων και καταστάσεων που διαδραματίζονται σε ένα συγκεκριμένο πολιτικοκοινωνικό περιβάλλον.
Η οπτικοποίησή της δικαιώθηκε, ευτυχώς, τόσο από τα κοστούμια της Κάρλα Ρικότι όσο και από το λειτουργικά μεταλλασσόμενο, πλην ενδεές σκηνικό του Αλεσάντρο Κάμερα, ο οποίος εμπνεύστηκε από τη φασιστική αρχιτεκτονική της εποχής και κάπως νεφελωδώς από την pittura metafisica του Ντε Κίρικο. Περισσότερο προβλημάτισαν η κάπως στατική κίνηση και το μετωπικό στήσιμο των μονωδών (αλλά όχι της χορωδίας) και η συχνή και μάλλον ανώφελη παρουσία χορευτών σε καθοριστικές σκηνές του έργου, οι οποίοι περιέπλεκαν –αποσυντονίζοντας– τη δράση.
Οι φωτισμοί του Τζανέλα ήταν, πάντως, εξαιρετικοί, όπως και οι χορογραφίες της τρίτης πράξης, που υποστηρίχτηκαν θαυμάσια από το βαρύ πυροβολικό του μπαλέτου της ΕΛΣ.
Ήταν τελικά το μουσικό επίπεδο της όλης παραγωγής που άφησε τις καλύτερες εντυπώσεις, επίτευγμα διόλου αυτονόητο! Αμφότερες οι διανομές ικανοποίησαν απόλυτα, η πρώτη διότι διέθετε έμπειρους τραγουδιστές, που έδεσαν άρτια μεταξύ τους, η δεύτερη διότι οι ηλικίες των πρωταγωνιστών ταίριαζαν στους ρόλους, προσδίδοντας αυξημένη σκηνική πειθώ. Στην πρώτη διανομή εντυπωσίασαν ο βαρύτονος Δημήτρης Πλατανιάς (Μονφόρτε) με τη ρωμαλέα, γνήσια βερντιανή φωνή του και ο Αμερικανός τενόρος Γκρέγκορι Κούντε (Αρίγκο) με τη συναρπαστική φωνητική παρουσία του.
Η Ρουμάνα υψίφωνος Τσέλια Κοστέα (Έλενα) χάρισε τραγούδι υψηλής τέχνης κι εκλεπτύνσεων. Στον κομβικό ρόλο του Πρότσιντα ο μπάσος Τάσος Αποστόλου, παρά τις τονικές αστάθειές του, υπήρξε πειστικότερος του βετεράνου Δημήτρη Καβράκου, το κύρος του οποίου δεν άρκεσε αυτήν τη φορά για να καλύψει ούτε την κόπωση του τίμπρου ούτε τη σκηνική αμηχανία.
Εξαιρετικές εντυπώσεις άφησε, εξάλλου, η μουσική διεύθυνση του Μύρωνα Μιχαηλίδη, η οποία αποτέλεσε υπόδειγμα ακρίβειας, στιβαρότητας κι ευγένειας, δείχνοντας πώς πρέπει να ερμηνεύεται η grand opera. Πρόσθετο ατού ο άρτιος συντονισμός των μονωδών και τής –συνεχώς βελτιούμενης υπό την καθοδήγηση του Αγαθάγγελου Γεωργακάτου– χορωδίας με μια ανεπίληπτη ορχήστρα της Λυρικής.
Σημ.: Στην τωρινή επανάληψη η Τσέλια Κοστέα ενσαρκώνει την Έλενα, οι Δημήτρης Πλατανιάς και Ιγκόρ Γκολοβατένκο εναλλάσσονται στο ρόλο του Μονφόρτε, οι Ρέντζο Τζούλιαν και Ραφαέλ Άλβαρες σε αυτόν του Αρίγκο, οι Δημήτρης Καβράκος και Τάσος Αποστόλου σε αυτόν του Πρότσιντα.