Μήλο το οποίο έπεσε ακριβώς κάτω από τη μηλιά, η Σουζάν Λιντόν έμεινε πιστή στην καλλιτεχνική κληρονομιά των γονιών της, των γνωστών Γάλλων ηθοποιών Βενσάν Λιντόν και Σαντρίν Κιμπερλέν. Το 2016 έκανε ένα πέρασμα από τη μικρού μήκους της μητέρας της "Bonne Figure" και μόλις αποφοίτησε από το λύκειο έβαλε μπροστά την πρώτη δική της ταινία, στην οποία σκηνοθετεί και πρωταγωνιστεί, υπογράφοντας και το σενάριό της. Το "16 Φορές Άνοιξη" αφορά την ερωτική ιστορία της έφηβης Σουζάν με ένα μεγαλύτερό της σε ηλικία ηθοποιό, η οποία θα την οδηγήσει ένα βήμα πλησιέστερα στη γλυκόπικρη ενηλικίωση. Με διεθνή φεστιβαλική καριέρα, το φιλμ προβλήθηκε και στις περσινές αθηναϊκές "Νύχτες Πρεμιέρας", όπου και συναντήσαμε την ταλαντούχα, όσο σεμνή και casual δημιουργό.
Είστε κόρη δυο διασήμων και καταξιωμένων ηθοποιών. Πότε αποφασίσατε να ακολουθήσετε κι εσείς τον επαγγελματικό δρόμο τους;
Χάρη στους γονείς μου έβλεπα πολλές ταινίες από μικρή ηλικία. Δεν θυμάμαι ποτέ να ήθελα να γίνω κάτι διαφορετικό από ηθοποιός, αλλά ήμουν ντροπαλή στο να τους το αποκαλύψω. Το έκανα μέσα από την ταινία μου, την οποία την έγραψα κρυφά και τη γύρισα χωρίς να τους ενημερώσω σχετικά από πριν. Μου συμπαραστάθηκαν στην όλη προσπάθεια, αλλά επειδή όλα έγιναν γρήγορα - τα γυρίσματα κράτησαν μόνον τρεις εβδομάδες - δεν ενεπλάκησαν ενεργά στη διαδικασία. Την ταινία την είδαν ένα μήνα πριν την πρεμιέρα της και για μένα ήταν η προσωπική δοκιμασία μου για το αν αξίζει να συνεχίσω.
Είστε η απόλυτη δημιουργός της ταινίας, στην οποία πρωταγωνιστείτε κρατώντας το μικρό όνομά σας. Πόσο κοντά στον εαυτό σας βρίσκεται η ηρωίδα σας;
Αρκετά, αλλά όχι τόσο πολύ όσο φαντάζονται οι περισσότεροι. Έγραψα το σενάριο στα 15 μου και ένοιωθα λιγότερο βαριεστημένη και μοναχική απ’ όσο η Σουζάν της ταινίας. Τα γεγονότα είναι φανταστικά, αλλά τα συναισθήματα που ήθελα να αποτυπώσω είναι αληθινά. Όπως και οι φαντασιώσεις, ερωτικές και μη, που έχεις στην εφηβεία σου και οι οποίες απέχουν πολύ απ’ ότι πραγματικά συμβαίνει στην αληθινή ζωή.
Τότε που ερωτεύεσαι περισσότερο την ιδέα του έρωτα και λιγότερο τον συγκεκριμένο άνθρωπο τον όποιο έχεις απέναντί σου…
Αυτή ακριβώς η ιδέα, ιδιαίτερα στη σημερινή πραγματικότητα των κινητών τηλεφώνων και των social media, ήταν κάτι που ενδιέφερε πολύ. Ήθελα όμως να δώσω μια λίγο πιο "διαχρονική" διάσταση στην ιστορία μου για να ταυτιστούν όλοι μαζί της, ανεξαρτήτως γενιάς και ηλικίας. Γι’ αυτό δεν υπάρχουν κινητά και social media στην ταινία. Οι άνθρωποι συναντιούνται, μιλούν ζωντανά, αγγίζονται… Νομίζω πως τόσο στη ζωή όσο και στο σινεμά οι πράξεις είναι δυνατότερες από τις λέξεις.
Δεν βλέπουμε όμως ούτε μια ερωτική σκηνή στην ταινία.
Ήταν μια επιλογή που δεν έγινε από πουριτανισμό, αν και έχει σημασία το ότι εκείνος είναι ενήλικος κι εκείνη 16 χρονών. Νομίζω πάντως πως η ρομαντική, ανάλαφρη αύρα που έχει η ταινία δεν θα ταίριαζε με μια ερωτική σκηνή, ενώ θέλω συνειδητά να μην εξηγήσω τα πάντα στην ιστορία και να αφήσω πολλά στη φαντασία του θεατή.
Το γλυκό χιούμορ του φιλμ ενισχύει αυτή την ανάλαφρη αύρα, όπως φυσικά και η χορευτική σκηνή στο δρόμο ή εκείνη όπου οι δυο τους ακούν μουσική από τα ακουστικά στο μπιστρό. Στιγμές όπου η αφήγηση ξεφεύγει από τον καθαρό ρεαλισμό…
Αυτές είναι και οι πλέον προσωπικές στιγμές μου στην ταινία, οι "καλλιτεχνικές χειρονομίες" που με εκφράζουν και ένιωσα πως με απελευθερώνουν. Η μουσική, πάντως, κρατάει σημαντικό ρόλο στην ιστορία, γιατί μέσα απ’ αυτήν ο Ραφαέλ και η Σουζάν επικοινωνούν πιο άμεσα, πιο ειλικρινά. Μοιράζονται συναισθήματα που βγαίνουν από μέσα τους χωρίς να τα φιλτράρουν λογικά, γι’ αυτό και τους βάζω να ακούν μαζί μουσική, να χορεύουν αγκαλιασμένοι. Να εκφράζουν δηλαδή με το σώμα τους αισθήματα που δεν μπορούν να μεταφραστούν πιστά σε λόγια.
Αυτές οι σεναριακές και σκηνοθετικές επιλογές τι αφετηρία έχουν; Ποιες αναγνωρίζετε ως κινηματογραφικές επιρροές σας;
Υπάρχουν πολλές, αλλά όταν ξεκίνησα να γράφω και κατόπιν να σκηνοθετώ την ταινία δεν είχα κάποια στο μυαλό μου. Όχι συνειδητά τουλάχιστον. Τώρα που τη βλέπω με κάποια απόσταση αναγνωρίζω πολλά πράγματα που μου αρέσουν μέσα της…
Τη νουβέλ βαγκ φυσικά…
Πρώτη πρώτη, μιας και δεν υπάρχει σύγχρονη γαλλική ταινία η οποία να μην έχει επηρεαστεί λίγο έως καθοριστικά από τη νουβέλ βαγκ. Αλλά και πολύ Μορίς Πιαλά, ο οποίος είναι ένας από τους πιο αγαπημένους μου σκηνοθέτες.