Κάνουμε #cinematherapy βλέποντας ταινίες που χαλαρώνουν, φτιάχνουν το κέφι και πάνε κόντρα στην κλειστοφοβική διάθεση.
Χωρίς καμία ταινία του να έχει βρει διανομή μέχρι σήμερα στην Ελλάδα, οι περισσότεροι ανακαλύψαμε τον Μπεν Γουίτλι χάρη στο προς τιμήν του αφιέρωμα στις 19ες Νύχτες Πρεμιέρας το 2013. Έκτοτε ο Βρετανός δημιουργός έχει ξεχωρίσει ως ένας από τους καλύτερους σκηνοθέτες της Γηραιάς Αλβιόνας, ενώ το 2015 συνεργάστηκε με πρωτοκλασάτους ηθοποιούς στο φιλόδοξο «High-Rise», μια υποβλητική μεταφορά του κλασικού βιβλίου του Τζ. Γκ. Μπάλαρντ. Σπουδαία εξέλιξη στην καριέρα του, αν σκεφτείτε πως ο Γουίτλι ξεκίνησε ανεβάζοντας GIF στο ίντερνετ.
Για κάθε σκηνοθέτη, όμως, χρειάζεται μία ταινία η οποία θα ανοίξει το δρόμο και θα του δώσει την ευκαιρία για καταξίωση. Για τον Γουίτλι αυτή ήταν το «Sightseers» (2012), ένα αιματοβαμμένο κωμικό road movie που ξεκινά ως ρομάντζο προτού μετατραπεί σε μακελειό. Το κλειδί στη μίζα της δράσης μπαίνει όταν ένα αγαπημένο ζευγάρι (Άλις Λόου & Στιβ Όραμ) αποφασίζει να κάνει το πρώτο ταξίδι του στην αγγλική εξοχή οδηγώντας τροχόσπιτο. Στην πρώτη στάση, όμως, χτυπούν άθελά τους θανάσιμα έναν περαστικό, τον οποίο λίγο αργότερα διαδέχεται ένας ακόμα θάνατος, μετά ένας άλλος κ.ο.κ. Έτσι συνειδητοποιούν πως, τελικά, δεν είναι και τόσο άσχημα να δολοφονείς κόσμο.
Η μαύρη και εντελώς βρετανική αίσθηση του χιούμορ διασώζει την ταινία από το να γίνει γκροτέσκα, παρότι ο Γούιτλι φορτώνει με ποσότητες αίματος τα πλάνα. Υπάρχει σαφώς μια σατιρική διάσταση στα γκαγκς όπου κυνικά οι δύο ήρωες μακελεύουν αγνώστους, υπογραμμίζοντας μάλιστα με τη συμπεριφορά τους πόσο μπανάλ βρίσκουν τη διαδικασία, παρόλο που την ίδια στιγμή τους εξιτάρει.
Το τρικ του Γουίτλι είναι να φέρει το θεατή στη θέση του ενόχου. Την ώρα που γελάμε σε κάθε βίαιο τερτίπι ξεπερνάμε το όριο του τυχαίου περαστικού μάρτυρα και αρχίζουμε να κατανοούμε το δράστη. Για τον Βρετανό σκηνοθέτη εκείνο που έχει σημασία είναι η να συνειδητοποιήσουμε πως οι πρωταγωνιστές του ήταν εν αγνοία τους ψυχωτικοί και ανισόρροποι, επομένως καμία πράξη τους δεν δικαιολογείται. Οι χαρακτήρες των Λόου και Όραμ είναι άνθρωποι της διπλανής πόρτας, αόρατοι γείτονες με προσωπικά αδιέξοδα που τους πλακώνουν. Έτσι, όταν αρχικά αποκτούν ερωτική σχέση και στη συνέχεια συνωμοτούν στο ίδιο έγκλημα βρίσκουν μια δυσαναπλήρωτη έως και εθιστική διέξοδο από τη ρουτίνα.
Παράλληλα, το «Sightseers» λειτουργεί και σαν μια σπαρταριστή σάτιρα σε ένα κοινό άγχος που νιώθει κάθε ζευγάρι όταν βρίσκεται σε εκείνη τη φάση που ο ένας ναι μεν γνωρίζεται με τον άλλο, όμως δεν τον ξέρει τόσο καλά. Οι διακοπές λοιπόν παρουσιάζονται ως το απόλυτο τεστ, καθώς περνούν χρόνο ολομόναχοι με τις ιδιοτροπίες και τα κόμπλεξ πλήρως εκτεθειμένα. Ο Γουίτλι πάνω σε αυτό τοποθετείται με το τέλος που επιλέγει στην ταινία, αν και προτείνουμε να το εκλάβετε μόνο μεταφορικά.
Βρείτε όλες τις must see ταινίες για την καραντίνα εδώ.