Οι 50 καλύτερες σκηνές στην ιστορία του ελληνικού σινεμά: θέσεις 50-41

Αντίστροφη μέτρηση με τις πιο χαρακτηριστικές στιγμές, ατάκες και εικόνες που «μιλούν» ελληνικά.

«Xenia»
«Xenia»

Ένα από τα πιο συνηθισμένα πράγματα που λέγεται για το ελληνικό σινεμά, όχι άδικα, είναι πως έχει πολλά διαφορετικά πρόσωπα. Είτε μιλάμε για τις ρομαντικές βουβές παραγωγές και τις δημοφιλείς ταινίες της Φίνος Φιλμς είτε το πρώιμο arthouse των ‘50s-‘60s και τον τολμηρό Νέο Ελληνικό Κινηματογράφο αμέσως μετά. Είτε, πάλι, για τα σουξέ της δεκαετίας του ’90 και τις αισθητικές αναζητήσεις του καινούριου αιώνα είτε τέλος για το αταξινόμητο και πολυσυζητημένο Weird Wave. Όλα συνιστούν αντανακλάσεις μιας χώρας και της πολύμορφης φαντασίας των ανθρώπων της. Κομμάτια μιας ακατάτακτης εθνικής κινηματογραφίας η οποία συνεχίζει να αφορά και να εμπνέει δημιουργούς και σινεφίλ με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Ξεκινάμε, λοιπόν, την αντίστροφη μέτρηση των 50 καλύτερων σκηνών στην ιστορία ελληνικού σινεμά, θέλοντας να συγκεντρώσουμε σε μία λίστα τις πιο χαρακτηριστικές στιγμές, ατάκες και εικόνες που σκαρφίστηκε ο εγχώριος κινηματογράφος.

banner

Οι 50 καλύτερες σκηνές στην ιστορία του ελληνικού σινεμά: 50–41

50. Ονειρικό φλος ρουαγιάλ – «Η Εαρινή Σύναξις των Αγροφυλάκων» (Δήμος Αβδελιώδης, 1999)

Η λαϊκή παράδοση, η φυσιολατρική ποιητικότητα συγγραφέων όπως ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης ή ο Γεώργιος Βιζυηνός και ένας γλυκός ρομαντισμός σπαρμένος με τρυφερό χιούμορ συγκροτούν το σκηνοθετικό στιλ του Δήμου Αβδελιώδη. Ενός δημιουργού ο οποίος επιστρέφει στο παρελθόν (τη δεκαετία του ‘60) και τον τόπο καταγωγής του (τη Χίο), για να στήσει μια λυρική παραβολή πολιτικών αποχρώσεων. Η δράση μεταφέρεται σε ένα χωριό του νησιού, όπου αναζητείται ο αντικαταστάτης του αγροφύλακα που έχασε αιφνίδια τη ζωή του. Κανένας, όμως, δε στεριώνει στο πόστο. Μέσα από τις παραμυθένιες περιπέτειες τεσσάρων «διεκδικητών» της θέσης, ο Αβδελιώδης μιλά για την εναλλαγή των εποχών (ένας αγροφύλακας αντιστοιχεί σε κάθε μία), τις σχέσεις εξουσίας και τα ανθρώπινα πάθη. Όπως στη σκηνή όπου ο χειμωνιάτικος αγροφύλακας ονειρεύεται το τέλειο κόλπο, με τα χαρτιά μιας παρτίδας πόκερ να ενσαρκώνονται από… φτερωτούς ένστολους. Ιπτάμενους αστυνομικούς, οι οποίοι προσφέρουν χαρμόσυνο ύπνο στο συνάδελφό τους που είναι εθισμένος στην πρόσκαιρη χαρά.

banner

49. Φσσστ, μπόινγκ – «Κάτι να Καίει» (Γιάννης Δαλιανίδης, 1964)

Αμέσως μετά τη μεγάλη επιτυχία τού «Μερικοί το Προτιμούν Κρύο» (1963), το πρώτο του μιούζικαλ, ο Γιάννης Δαλιανίδης επαναλαμβάνει τη χρυσοφόρα συνταγή σε Σινεμασκόπ φορμά (φωτογραφία του Νίκου Δημόπουλου), σημειώνοντας το μεγαλύτερο εμπορικό σουξέ του. Το «Κάτι να Καίει», που έκανε πρεμιέρα στις 13 Ιανουαρίου 1964, έκοψε 660.791 εισιτήρια μόνο στην Αθήνα και κατέρριψε το σχετικό ρεκόρ το οποίο κατείχε από το 1950 ο «Μεθύστακας» του Γιώργου Τζαβέλλα. Ανάμεσα στα μουσικοχορευτικά κομμάτια της γνωστής πρωταγωνιστικής ομάδας του σκηνοθέτη (Κώστας Βουτσάς, Μάρθα Καραγιάννη, Ρένα Βλαχοπούλου, Χλόη Λιάσκου), η οποία πλαισιώνεται εδώ από τους Ντίνο Ηλιόπουλο, Χρήστο Νέγκα και Έλενα Ναθαναήλ, ξεχωρίζει το cult πλέον «Φσσστ, μπόινγκ» του… κιθαρίστα Κώστα Βουτσά, στην μπάντα του οποίου ο Τόλης Βοσκόπουλος παίζει σαξόφωνο(!) και ο Αλέκος Τζανετάκος κοντραμπάσο. Την πρώτη φορά το κομμάτι εκτελείται σε θεσσαλονικιώτικο κέντρο διασκέδασης, με την Καραγιάννη να συνοδεύει στο χορό τον ντροπαλό Ηλιόπουλο, ενώ τη δεύτερη φορά, σε συντομευμένη εκδοχή, στο γραφείο του τελευταίου στην Αθήνα, όπου ο αυστηρός προϊστάμενος Χρήστος Τσαγανέας εισβάλλει φουριόζος για να αποκαταστήσει την τάξη.

48. Ταξίδι στην ενηλικίωση – «Xenia» (Πάνος Χ. Κούτρας, 2014)

Δύο αδέρφια σε αναζήτηση του εαυτού, της καταγωγής και του μέλλοντός τους, κυνηγούν όνειρα τα οποία συγκρούονται με την κυνική πραγματικότητα που τους περιτριγυρίζει. Δέσμιοι μιας κοινωνίας που αρνείται να τους αποδεχθεί καθότι ο ένας είναι ομοφυλόφιλος ενώ αμφότεροι αλβανικής καταγωγής, ξεκινούν ένα ταξίδι εντοπισμού του πατέρα τους, ο οποίος μπορεί να τους εξασφαλίσει την ελληνική ιθαγένεια και μαζί τις ελπίδες της χειραφέτησής τους. Προτού ολοκληρωθεί όμως η ιδιότυπη οδύσσειά τους, καλούνται να ωριμάσουν απότομα. Αυτό συμβαίνει όταν ο μεγαλύτερος αδερφός (Νίκος Γκέλια) κληθεί να «σκοτώσει» το λούτρινο λαγουδάκι κι αχώριστο φίλο του νεαρότερου (Κώστας Νικούλι), μπροστά στα έκπληκτα μάτια του. Ενδεικτικό της αγάπης που διαχρονικά νιώθει ο Πάνος Χ. Κούτρας για τους χαρακτήρες του, την παραπάνω συμβολικά βίαιη σκηνή διαδέχεται μία πανέμορφη σεκάνς νυχτερινής βαρκάδας, όπου οι ήρωες συμφιλιώνονται με τα νέα δεδομένα. Καθώς διασχίζουν το κατώφλι της πρώιμης ενηλικίωσης, το λαγουδάκι «ζωντανεύει» για να τους αποχαιρετίσει, σε μια στιγμή μαγικού ρεαλισμού που συνολικά παραπέμπει στην αντίστοιχη σκηνή της σπουδαίας «Νύχτας του Κυνηγού» (Τσαρλς Λότον, 1955). Διαβάστε την κριτική της ταινίας εδώ.

47. Ο Χάρρυ κάνει μπάνιο – «Γάμος Αλά Ελληνικά» (Βασίλης Γεωργιάδης, 1964)

Πολλά χρόνια πριν γίνει γνωστός στο πανελλήνιο ως Τραμπάκουλας και ανανεωτής της ελληνικής κωμωδίας στα τέλη της δεκαετίας του ‘70, «εισάγοντας» τη stand-up αμεσότητα από τις ΗΠΑ όπου δούλεψε για μια δεκαετία, ο Χάρρυ Κλυνν είχε δοκιμάσει για λίγο την τύχη του στην ελληνική μεγάλη οθόνη. Το 1964 εμφανίστηκε στα «201 Καναρίνια» του Γρηγόρη Γρηγορίου και στο «Γάμο Αλά Ελληνικά» του Βασίλη Γεωργιάδη, δυο κομεντί που μοιράζονται ένα… σουρεαλιστικό άγγιγμα και αρκετά εύστοχα σκηνοθετικά ευρήματα, απόλυτα ταιριαστά με την περσόνα του νεότατου τότε Βασίλη Τριανταφυλλίδη – όπως ήταν και το πραγματικό όνομά του. Καρτουνίστικη φιγούρα με σλάπστικ στόφα και αίσθηση του τάιμινγκ, ο Κλυνν δίνει ένα δείγμα του σπουδαίου, αμιγώς κινηματογραφικού ταλέντου του στα βωβά ως επί το πλείστον γκαγκς τού «Γάμου…», όπου ως αδελφός της Ξένιας Καλογεροπούλου κάνει ανυπόφορη τη ζωή του συζύγου της Γιώργου Κωνσταντίνου. Άλλοτε παίζοντας φλογέρα, άλλοτε τούμπα μέσα στη νύχτα κι άλλοτε κάνοντας μπάνιο με την ησυχία του, προκαλώντας κυκλοφοριακό έξω από την τουαλέτα του διαμερίσματος.

46. Αδιέξοδο διπλής κατεύθυνσης – «Ο Εχθρός μου» (Γιώργος Τσεμπερόπουλος, 2013)

Από τις λίγες ταινίες οι οποίες έχουν αναμετρηθεί μετωπικά και πετυχημένα με το πρόβλημα της ξενοφοβίας στη σύγχρονη ελληνική κοινωνία, ο «Εχθρός μου» διαθέτει μια στιβαρή κινηματογραφική ματιά που ξεκινά από το καλογραμμένο σενάριο και φτάνει ως τις πειστικότατες, ρεαλιστικές ερμηνείες (Μανώλης Μαυροματάκης, Μαρία Ζορμπά, Γιώργος Γάλλος). Επιπλέον, η βραβευμένη σκηνοθεσία του Γιώργου Τσεμπερόπουλου («Ξαφνικός Έρωτας», «Πίσω Πόρτα») βαθαίνει ακόμα περισσότερο το στέρεο αυτό δράμα, στο θεαματικό τελευταίο πλάνο του οποίου ο απελπισμένος ήρωάς του στέκεται συλλογισμένος και αμήχανος πάνω στο διάζωμα το οποίο χωρίζει τα δυο ρεύματα της λεωφόρου Αλεξάνδρας. Ανίκανος να βοηθήσει την οικογένειά του, η οποία έχει δεχτεί την επίθεση «μεταναστών», φτάνει σε ένα σκληρό υπαρξιακό αδιέξοδο, το οποίο αντανακλά τα αναπάντητα, αντιφατικά διλήμματα μιας ολόκληρης χώρας. Μιας Ελλάδας αναποφάσιστης ανάμεσα σε δυο κατευθύνσεις ίδιας διεύθυνσης, αλλά εντελώς αντίθετης φοράς. Διαβάστε την κριτική της ταινίας εδώ.

45. Ο άνθρωπος από τη Τουρκία – «Κατάχρησις Εξουσίας» (Σταύρος Τσιώλης, 1971)

«Ο Μικρός Δραπέτης», «Πανικός», «Η Ζούγκλα των Πόλεων». Μετά από μακρόχρονη καριέρα ως βοηθός σκηνοθέτη, ο Σταύρος Τσιώλης εντυπωσιάζει με τη βιρτουοζιτέ του τον Φιλοποίμενα Φίνο όταν περνάει πίσω από την κάμερα. Εξαιρετικός δεξιοτέχνης για τα δεδομένα του ελληνικού σινεμά των 60s, ο κατοπινός δημιουργός τού «Έρωτα στη Χουρμαδιά» και του «Παρακαλώ Γυναίκες, Μην Κλαίτε» είχε ήδη γυρίσει μερικές εντυπωσιακές σκηνές αυτοκινητικής καταδίωξης πριν αναλάβει την «Κατάχρησιν Εξουσίας». Μια αστυνομική περιπέτεια σε σενάριο Νίκου Φώσκολου, με τον Νίκο Κούρκουλο στο ρόλο του υπηρέτη του νόμου ο οποίος με δική του πρωτοβουλία διεισδύει σε κύκλωμα διακίνησης ναρκωτικών για να αποκαλύψει το δολοφόνο του αδελφού του. Ως βαποράκι, λοιπόν, αναλαμβάνει να μεταφέρει από την Κωνσταντινούπολη στην Αθήνα 25 κιλά ηρωίνης σε μια BMW 2002 μέσω του τελωνείου των Κήπων. Εκεί, όμως, αναγνωρίζεται και καταδιώκεται από περιπολικό της αστυνομίας. Μπαντιλίκια, ανάποδα τιμόνια και το γκάζι στο πάτωμα, με τον αστυνόμο Χαρίδημο Σιόντη ως δικό μας Μπούλιτ.

44. Ποιος μπήκε στο πλάνο; – «Τα Χρώματα της Ίριδος» (Νίκος Παναγιωτόπουλος, 1974)

Στην κριτική του στο «Ριζοσπάστη», ο Βασίλης Ραφαηλίδης περιέγραψε το δεξιοτεχνικό ντεμπούτο του Νίκου Παναγιωτούπουλου ως «μια απόπειρα μεταφύτευσης του παραλόγου στον ελληνικό κινηματογράφο». Πώς αλλιώς μάλιστα, όταν η πλοκή της ταινίας αφορμάται από την ξαφνική εμφάνιση ενός άντρα (ο σκηνοθέτης Κώστας Σφήκας) με κουστούμι κρατώντας μια διαφανή ομπρέλα, ο οποίος διακόπτει ένα γύρισμα προτού εξαφανιστεί μες τη θάλασσα. Μια ακατανόητη πράξη που διακόπτει τον έως τότε ρεαλισμό της εναρκτήριας ενότητας του φιλμ και κινητοποιεί τους μετέπειτα υπαρξιακούς προβληματισμούς των ηρώων. Ο Παναγιωτόπουλος επιχειρεί ένα γεμάτο αυτοπεποίθηση μεταμοντέρνο σχόλιο πάνω στο ίδιο το κινηματογραφικό μέσο, ειρωνεύεται την εμμονή με των σκηνοθετών με την καλλιέπεια, ενώ διερωτάται ανοιχτά για το εάν υπάρχουν άραγε όρια ανάμεσα στη συμβατική εμπειρία και τη φαντασία.

43. Με καπέλωσε! – «Η Γυνή Να Φοβήται τον Άνδρα» (Γιώργος Τζαβέλλας, 1965)

Σκηνοθέτης κλασικών ταινιών του ελληνικού σινεμά («Η Κάλπικη Λίρα», «Ο Μεθύστακας») ο Γιώργος Τζαβέλλας με την κινηματογραφική μεταφορά του δικού θεατρικού έργου «Η γυνή να φοβήται τον άνδρα», θα υπέγραφε ένα από τα πιο αγαπημένα και επιτυχημένα εγχώρια φιλμ. Μια καλόπιστη αναπαράσταση των αλλαγών στη συμπεριφορά, το πνεύμα και την ηθική των μικροαστών Ελλήνων τη δεκαετία του '60, η ταινία σατιρίζει ταυτόχρονα τους άντρες «παλαιάς κοπής» που ασκούν αυταρχικά την αρρενωπότητά τους με κάθε ευκαιρία. Χαρακτηριστικό δείγμα ο Αντώνης Κοκοβίκος (Γιώργος Κωνσταντίνου), ο οποίος παρότι βρίσκεται εδώ και δέκα χρόνια σε σχέση με την Ελένη (Μάρω Κοντού) αρνείται και να την παντρευτεί και να τη συστήσει στους λιγοστούς φίλους του. Όλα αυτά την ώρα που της φέρεται με τρόπο επιδεικτικά αγενή και απερίφραστα καταπιεστικό. Το πλήρωμα του χρόνου για εκείνον θα έρθει όταν, τελικά, φορέσει τα γαμπριάτικα, μα η σύζυγος «τολμήσει» να πατήσει το πόδι του στο άκουσμα της επίμαχης φράσης από τον ιερέα, η οποία βαφτίζει τον τίτλο. Η συνέχεια είναι ανάλογη, με την Κοντού να δίνει μια ερμηνεία σκέτη εξέγερση που παίρνει τον αέρα του... Αντωνάκη. Η κατάσταση βγαίνει εκτός ελέγχου όταν ο χαρακτήρας του Κωνσταντίνου απειλεί να εγκαταλείψει τη συμπρωταγωνίστριά του κι εκείνη απαντά «καπελώνοντάς» τον! Τότε ο ηθοποιός προχωρά σε ένα από τα ξεκαρδιστικά υστερικά ξεσπάσματά του, ανήμπορος να καταδεχθεί την επανάσταση της κ. Κοκοβίκου... Το εξαιρετικό υποκριτικό ντουέτο των Κοντού – Κωντσταντίνου παραμένει εμβληματικό, γεγονός που ενέπνευσε τον Χριστόφορο Παπακαλιάτη να τους χρησιμοποιήσει στο ρόλο του ζεύγους στην ταινία «Αν...» (2012). Διαβάστε την κριτική της ταινίας εδώ.

42. Το αυγό του φιδιού – «Άρπα Colla» (Νίκος Περάκης, 1982)

Η ταινία έσκασε σαν βόμβα στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης του 1982, ρίχνοντας το κοινό του Θεάτρου της Εταιρίας Μακεδονικών Σπουδών στο πάτωμα από τα γέλια. Σε κάθε επόμενη προβολή ταινίας που δεν άρεσε στους θεατές, μάλιστα, την αίθουσα δονούσε το σύνθημα «Βγάλτε τη φόλα και βάλτε "Άρπα Colla"». Ήταν η ξεκαρδιστική επιστροφή του γερμανοθρεμμένου Νίκου Περάκη στην πατρίδα του, μια σινεφίλ σάτιρα γεμάτη ευρηματικές ιδέες, φρέσκο χιούμορ και απολαυστικές ατάκες. Ο δε τρόπος με τον οποίο παίρνουν «σάρκα και οστά» στην οθόνη οι κινηματογραφικές φαντασιώσεις των δυο πρωταγωνιστών (Νίκος Καλογερόπουλος και Μίμης Χρυσομάλλης) παραμένει αξεπέραστος, με κορυφαία σεκάνς την αριστουργηματική σάτιρα των μπεργκμανικών δραμάτων. Εκεί όπου ο διανοούμενος Χρυσομάλλης και η υστερική σύζυγός του Ρόκι Τέιλορ βγάζουν τα σώψυχά τους σε μια μετωπική οικογενειακή αντιπαράθεση φωτογραφημένη σε ψυχρές μπλε αποχρώσεις. Η… πρωτότυπη χρήση των ελληνικών επιτείνει τη σύγχυση, με την Δέσποινα Παγιάνου ως έτερη κορυφή του ερωτικού τριγώνου και φιλόλογο που κάνει μαθήματα στην Τέιλορ, την οποία διαρκώς διορθώνει εκφραστικά, ακόμα κι όταν εκείνη πυροβολεί τελικά τον άντρα της!

41. «Πορτοκαλάδα θέτε;» – «Τα Κίτρινα Γάντια» (Αλέκος Σακελλάριος, 1960)

Η παρεξήγηση που οδηγεί στα άκρα την παθολογική ζήλεια του μονίμως υποψιασμένου για απιστία έμπορου Ορέστη (Νίκος Σταυρίδης), ξεπηδά μέσα από μια σκηνή που ισορροπεί μεταξύ της καλογραμμένης κωμωδίας καταστάσεων και του σουρεαλιστικού χιούμορ. Όλα συμβαίνουν στο εσωτερικό ενός καφενείου στους Αγίους Θεόδωρους, όπου ο Σταυρίδης αναγκάζεται να κάνει στάση έπειτα από βλάβη στο αμάξι του. Εκεί τον υποδέχεται ο τοπικός «αλλοπαρμένος» Μπρίλης (Γιάννης Γκιωνάκης), ο οποίος του προσφέρει μια... σπέσιαλ εξυπηρέτηση. Ο ένας ακλόνητα νωχελικός, ο άλλος υπέρμετρα αγχώδης κι οι δύο ηθοποιοί σε ένα ρεσιτάλ κωμικών ερμηνειών διάσπαρτο με ατάκες, εκ των οποίων φυσικά παραμένει διαχρονική η στιχομυθία:
«-Πορτοκαλάδα θέτε;
-Ναι!
- Από πορτοκάλια;
- Όχι από μούσμουλα».


Οι λίστες + Bonus