Bonus: 15 αξέχαστες ατάκες του ελληνικού σινεμά

Σπαρταριστές φράσεις που έγιναν κομμάτι του καθημερινού λεξιλογίου και σφράγισαν την εποχή που ακούστηκαν για πρώτη φορά.

«Ορατότης Μηδέν»
«Ορατότης Μηδέν»

Στην κυρίως λίστα των καλύτερων σκηνών του ελληνικού κινηματογράφου δεν ήταν λίγες εκείνες που περιστρέφονταν γύρω από μία χαρακτηριστική ατάκα η οποία αιχμαλώτιζε το νόημα της δράσης. Συνήθως η επιτυχία μιας αξιομνημόνευτης φράσης δεν οφείλεται μόνο στην εξυπνάδα ή την πρωτοτυπία της, αλλά και στον ερμηνευτικό οίστρο του ηθοποιού, ο οποίος βρίσκει τον ιδανικό τρόπο να απογειώσει την επίδρασή της. Στην ιστορία του εγχώριου σινεμά πολλές ταινίες ταυτίστηκαν με μία ή περισσότερες ατάκες, ενώ άλλες έγιναν διασημότερες κι από τα φιλμ στα οποία ακούστηκαν. Σε κάθε περίπτωση, όμως, κέρδισαν μια διαχρονική θέση στο καθημερινό λεξιλόγιο και πλέον χρησιμοποιούνται σα να μην είχαν πρώτα προοριστεί για τη μεγάλη οθόνη. Ξεχωρίσαμε λοιπόν επιπλέον 15 αξέχαστες ατάκες του ελληνικού σινεμά, οι οποίες σφράγισαν την εποχή τους και έχουν διατηρήσει μια διαχρονική αξία.

banner

Είμαστε μια ωραία ατμόσφαιρα – «Ο Ατσίδας» (1962)

Η πατριαρχική πίεση, η νευρικότητα των άβολων κοινωνικών συναναστροφών κι η αγωνία να ξεπεραστεί μια παρεξήγηση ενσαρκώνονται μοναδικά στην ερμηνεία του Ντίνου Ηλιόπουλου. Ο Αλέκος του δεν έχει, εξάλλου, μια εύκολη αποστολή, αφού οφείλει να διατηρήσει από τη μία ικανοποιημένο τον αυταρχικό πατέρα του (Παντελής Ζερβός) και ταυτόχρονα να σμίξει με την κοπέλα του (Μαίρη Βούλγαρη). Όταν οι δυο μεριές συναντιούνται, αυτό που προκύπτει είναι κάθε άλλο παρά μια «ωραία ατμόσφαιρα»...

banner

Έχω και κότερο, πάμε μια βόλτα; – «Κορίτσια για Φίλημα» (1964)

Στην εμπορικότερη μετά το «Κάτι να Καίει» κωμωδία τού Γιάννη Δαλιανίδη δυο φίλοι αλλάζουν ονόματα και «ρόλους» για να κατακτήσουν την ίδια γυναίκα (Ζωή Λάσκαρη). Έτσι ο φτωχός Κώστας Καλιακούδας (Κώστας Βουτσάς) πλασάρεται ως Ανδρέας Ράμογλου (Αντρέας Ντούζος) και προσπαθεί να εντυπωσιάσει με τα πλούτη και δη το πολυτελές πλεούμενό του, αλλά εις μάτην…

Γυρίσατε; – «Δεσποινίς Διευθυντής» (1964)

Η Τζένη Καρέζη ως επιβλητική διευθύντρια και ο Αλέκος Αλεξανδράκης ως γοητευτικός μηχανικός, οι οποίοι διστάζουν να φλερτάρουν ο ένας τον άλλο, ανταλλάσουν μια τηλεφωνική στιχομυθία που έγινε αμέσως κλασική χάρη στη γλυκιά απορία της Καρέζη προς τον Αλεξανδράκη. Όταν εκείνος σηκώνει το ακουστικό, η ηθοποιός εκφράζει ένα μακρόσυρτο «γυρίσατε...;», κάτι που δεν πάει πολύ καλά, αφού συναντά το εκκωφαντικό «όχι» της άλλης γραμμής. Ευτυχώς η δεύτερη απόπειρα εξελίχθηκε διαφορετικά, όταν η Καρέζη μίλησε με το «κανονικό» διευθυντικό ύφος της...

Πολλά τα λεφτά Άρη – «Λόλα» (1964)

Εκπληκτικός ρολίστας και δη στο ρόλο του «κακού», ο Σπύρος Καλογήρου έχει αφήσει εποχή ως ο σκληρός άντρας για όλες τις δουλειές. Καθαρές και βρόμικες, νόμιμες και παράνομες, βάζοντας συχνά δύσκολα στο παλικάρι που πρέπει να «περάσει απ’ αυτόν» για να κερδίσει το όμορφο κορίτσι. Όπως πρέπει να κάνει και ο Νίκος Κούρκουλος για τα μάτια της Λόλας (Τζένη Καρέζη), με τον Μαύρο (Καλογήρου) να του εξηγεί, κρατώντας μαχαίρι, πως δεν πρέπει να το πάρει προσωπικά.

Μαύρο στον Μαυρογιαλούρο – «Υπάρχει και Φιλότιμο» (1965)

Γέννημα των Αλέκου Σακελλάριου (σεναριακό) και Λάμπρου Κωνσταντάρα (υποκριτικό), ο κινηματογραφικός υπουργός Εθνικής Ανασυγκροτήσεως και Περιθάλψεως Ανδρέας Μαυρογιαλούρος έχει γίνει πλέον πανελλήνιο συνώνυμο του παλαιοκομματισμού και του πολιτικού αμοραλισμού. Έτσι, κάθε προεκλογική περίοδο επιστρέφει απαραιτήτως στους τηλεοπτικούς δέκτες μας, απολαυστικός τόσο ως φαφλατάς που υπόσχεται αφειδώς, όσο και ως αμήχανα μετανοιωμένος που ανακαλύπτει πόσο άχτι τον έχουν πια οι ψηφοφόροι του, φωνάζοντας μαζί τους «μαύρο στον Μαυρογιαλούρο. Και μαύρο δαγκωτό!»

Μπόμπα χαρακίρι, εκατό – «Η Χαρτοπαίχτρα» (1965)

Μια από τις κωμικά αφοπλιστικότερες ερμηνείες ολόκληρου του ελληνικού σινεμά είναι αυτή της Ρένας Βλαχοπούλου ως εθισμένης χαρτοπαίχτρας στην ομώνυμη ταινία του Γιάννη Δαλιανίδη, βασισμένη σε πετυχημένο θεατρικό του Δημήτρη Ψαθά. Μιας Βλαχοπούλου η οποία ξεφεύγει επιδέξια από τις φαρσικές ευκολίες και τη γκροτέσκα επιτήδευση, πείθοντάς σε πως είναι μια αληθινά γεννημένη λάτρης του τζόγου όταν ανακοινώνει στους συμπαίκτες της το επόμενο κόλπο της πόκας («μπόμπα χαρακίρι, εκατό»). Ή όταν παρασύρει εν ώρα ακροάσεως τον κρυφά συμμετέχοντα στο καρέ πρόεδρο του δικαστηρίου (Ραφαήλ Ντενόγιας) στον… αντανακλαστικό διάλογο: Αλέκα: «Εντάξει, πάσο» - συγκατηγορούμενος (Άγγελος Μαυρόπουλος): «τα ρέστα μου» – πρόεδρος: «τα βλέπω!»

Μπουρλότο! – «Αχ! Αυτή η Γυναίκα μου» (1967)

Οι Νίκος Τσιφόρος και Πολύβιος Βασιλειάδης υπογράφουν μια από τις καλύτερες φάρσες παρεξηγήσεων στη φιλμογραφία της Αλίκης Βουγιουκλάκη, η οποία μετά από μια σειρά συμπτώσεων καταλήγει να παριστάνει την οικονόμο στο σπίτι του Γιάννη Μιχαλόπουλου, προϊσταμένου του άντρα της (Δημήτρη Παπαμιχαήλ). Καταγοητευμένος, εκείνος τη φλερτάρει έντονα, αλλά οι διαρκείς παρεμβάσεις της γραμματέως του τού χαλάνε τα σχέδια. Απολαυστική, η Σαπφώ Νοταρά κλέβει την παράσταση με τη σαρωτική παρουσία της και τις κλασικές πλέον ατάκες της, από το «μπουρλότο!» μέχρι το «εδώ μέσα γίνονται Σόδομα και Γόμορρα!»

Στάσου, μύγδαλα! – «Κορίτσια στον Ήλιο» (1968)

Χαμένοι στη μετάφραση, ένας βοσκός (Τάσος Βόγλης) και μια Αγγλίδα τουρίστρια (Αν Λόμπεργκ) θα δουν την αρχικά αθώα συναναστροφή τους να εξελίσσεται σε εφιάλτη, αφού εκείνη δικαιολογημένα τρομάζει από το αγριευτικό παρουσιαστικό τού – βουκολικά σέξι - άντρα ο οποίος ξεκινά ανεξήγητα να την κυνηγά στην ύπαιθρο. Εκείνος, βέβαια, το μόνο που θέλει είναι να την κεράσει φρέσκα αμύγδαλα...

Απαράδεκτον για πράκτορες – «Θου - Βου Φαλακρός Πράκτωρ, Επιχείρησις: Γης Μαδιάμ» (1969)

Βασιλιάς της σουρεαλιστικής γκάφας, ο Θου Βου (Θανάσης Βέγγος) σπέρνει την καταστροφή σε κάθε αποστολή που αναλαμβάνει τόσο ως εκπαιδευόμενος («Θου - Βου Φανερός Πράκτωρ 000») όσο και ως διπλωματούχος μυστικός πράκτορας (στο σίκουελ «Επιχείρησις Γης Μαδιάμ»). Αλλά δεν το βάζει ποτέ κάτω, κάνοντας διαρκώς γενναία αυτοκριτική για τις επιδόσεις της ομάδας του, δηλαδή του εαυτού του και του βοηθού του πράκτορα ΜΑΠ 31(Αντώνης Παπαδόπουλος), και διαπιστώνοντας πως για άλλη μια φορά το αποτέλεσμα ήταν «απαράδεκτον για πράκτορες!».

Σούζι τρως – «Η Παριζιάνα» (1969)

Ο προβληματισμός γύρω από τα «σωστά» κιλά και η ντροπή που τα συνοδεύει όταν... ξεφεύγουν, συνοψίζονται στην ωμή ειλικρίνεια που επιφυλάσσει η Ρένα Βλαχοπούλου στο ρόλο της μοδίστρας Πελαγίας, όταν καλείται να εξυπηρετήσει την πελάτισσα και φίλη Σούζι (Ρένα Πασχαλίδου). Το φόρεμα που προορίζεται για εκείνη έρχεται αντιμέτωπο με τεχνικές δυσκολίες κατά τη διάρκεια της δοκιμής, τις οποίες η Πελαγία επιλέγει να ξεπεράσει ρίχνοντας τις ευθύνες στη φίλη της. Την κατηγορεί λέγοντας «Σούζι, τρώς. Και ψεύδεσαι και τρως!», καταρρίπτοντας το μύθο που θέλει τον πελάτη να έχει πάντα δίκιο.

Όχι άλλο κάρβουνο – «Ορατότης Μηδέν» (1970)

Σε μια θαλασσοταραχή των δέκα μποφόρ, το ατμόπλοιο «Χριστίνα», συμφερόντων του εφοπλιστή Χορστ Ρίχτερ(!), βυθίζεται μετρώντας εικοσιέξι νεκρούς και μοναδικό επιζώντα τον Άγγελο Κρεούζη. Ο τελευταίος, μέσα από μια σειρά περιπετειών, θα αποκαλύψει την όλη καπιταλιστική σκευωρία, αφού πρώτα δώσει μια αξέχαστη, επώδυνη ένορκη κατάθεση. Εκεί ο Νίκος Φώσκολος θα χαρίσει στον παθιασμένο Νίκο Κούρκουλο ένα αλησμόνητο μονόλογο – «επιστροφή» στα μοιραία γεγονότα και στον τραγικό ρόλο του κάρβουνου, των κακοσυντηρημένων λεβήτων και της πλουτοκρατικής απληστίας.

Τράβα μαλλί, ανεβαίνουμε – «Μια Ελληνίδα στο Χαρέμι» (1971)

Η τελευταία πραγματικά αστεία και επιτυχημένη μουσικοχορευτική κωμωδία του Γιάννη Δαλιανίδη θέλει την τηλεφωνήτρια Ρένα (Βλαχοπούλου) να μπλέκει σε ένα σωρό περιπέτειες χάρη στα ανεπρόκοπα αδέλφια της Χρόνη (Εξαρχάκο) και Βαγγέλη (Σειληνό). Σε μια απ’ αυτές οι τρεις τους και η φιλενάδα του Βαγγέλη Μαρία (Ιωαννίδου) το σκάνε από την Ρόδο με ένα μονοκινητήριο αεροπλάνο, το οποίο κάνει όμως τα δικά του. Όπως όταν τραβάς το μαλλί τού πιλότου ανυψώνεται, ενώ σε αντίθετη περίπτωση χάνει απότομα ύψος! Οπότε κι ο Χρόνης δίνει στην Ρένα επιτακτικά τις κατάλληλες αεροπλοϊκές εντολές μπας και καταφέρουν να φτάσουν σώοι στον προορισμό τους.

Άκου πτώμα να μαθαίνεις – «Τα Κουρέλια Τραγουδάνε Ακόμα» (1979)

Δεξιοτέχνης των κυνικών παρατηρήσεων με υποψία χιούμορ και ειρωνείας, ο Νίκος Νικολαΐδης θα εμπνευστεί μια από τις χαρακτηριστικότερες ατάκες της φιλμογραφίας του όταν ο Κωνσταντίνος Τζούμας έρθει τετ-α-τετ με το τελευταίο σε μια σειρά θυμάτων του έτερου «κουρελιού», το οποίο ενσαρκώνει ο Άλκης Παναγιωτίδης. Καθώς οι δυο φίλοι αναπολούν τα παλιά, ο Τζούμας διαπιστώνει: «Λοιπόν, νομίζω ότι το πράγμα χάλασε ξέρεις πότε; Όταν εκείνος ο κρετίνος ο Πέρι Κόμο τραγούδησε την "Glendora". Άκου πτώμα να μαθαίνεις...»

Κούλα, μ' ακούς; – «Βασικά Καλησπέρα σας» (1982)

Χρόνια πριν το ίντερνετ, το ghosting στα social media, τις ερωτικές εξομολογήσεις μέσω δημόσιων αναρτήσεων καψουροτράγουδων, τα podcast και τους online σταθμούς, τρομερή δημοφιλία γνώρισε στα '80s το πειρατικό ραδιόφωνο. Ήταν ο αυτονόητος προορισμός όλων όσων ήθελαν είτε να κάνουν ερασιτεχνικά την εκπομπή τους είτε να κάνουν τραγουδιστικές παραγγελιές, μιας και εκεί σίγουρα οι επιθυμίες τους θα εισακούγονταν και το ενδιαφερόμενο... πρόσωπο θα ήταν σίγουρα συντονισμένο. Έτσι, λοιπόν, ο παραγωγός - πειρατής Στάθης Ψάλτης ετοιμάζει μια «σπέσιαλ εκπομπή, με πολλά αχ και βαχ» όταν πληγώνεται από το κορίτσι που αγαπά. Τότε, εκδηλώνει on air τον πόνο του ώστε να ακουστεί παντού με το αμίμητο: «Κούλα, μ' ακούς; Πολύ κωλόπαιδο ο Κυριάκος!»

Γυναίκες... Πεταμένα λεφτά. – «No Budget Story» (1997)

Στο κυριολεκτικά no budget σκηνοθετικό ντεμπούτο του Ρένου Χαραλαμπίδη, ο Γιάννης Μποσταντζόγλου κρατά το ρόλο ενός ταξιτζή ο οποίος αναλαμβάνει ρόλο παραγωγού και πρωταγωνιστή στην ταινία ενός φέρελπι σκηνοθέτη (ο Χαραλαμπίδης). Μόνο που παρότι δεν έχει το ταλέντο ενός Ρόμπερτ Ντε Νίρο, κουβαλά τη νοοτροπία του δρόμου μαζί με το μισογυνισμό που τη συνοδεύει. Έτσι όταν κατά τη διάρκεια ενός γυρίσματος η συμπρωταγωνίστριά του (Βάνα Πεφάνη) ξεφεύγει και κάνει ναρκωτικά στο σετ, εκείνος με μια ανέκφραστη υποτίμηση ξεστομίζει: «Γυναίκες... Πεταμένα λεφτά».


Οι λίστες + Bonus