Οι 10 σκηνοθέτιδες που άλλαξαν το σινεμά και δεν τις ξέρετε: Μπάρμπαρα Κοπλ

Ανατρέχουμε στις λιγότερο γνωστές δημιουργούς που σημάδεψαν τον κινηματογράφο με τις ταινίες και την πρωτοποριακή ματιά τους από τις αρχές της 7ης τέχνης μέχρι σήμερα.

Στη δεκαετία του ’60 το αίτημα για έναν διαφορετικό κινηματογράφο, συχνά συνδεδεμένο με αυτό για μια καινούρια κοινωνία, γινόταν όλο και πιο επιτακτικό παγκοσμίως. Φρέσκιες ιδέες, μοντέρνοι ήρωες, τολμηρές αισθητικές προτάσεις και απαίτηση για ρεαλιστική προσέγγιση μιας πραγματικότητας που έμοιαζε να κυοφορεί κοσμογονικές αλλαγές. Στο ταραγμένο πολιτικοκοινωνικό τοπίο των ΗΠΑ η καθημερινότητα των 60s, ξεκινώντας από την αλλαγή των ηθών και τον αγώνα για τα πολιτικά δικαιώματα και φτάνοντας ως την έκρηξη της ροκ και τον πόλεμο του Βιετνάμ, έμοιαζε συναρπαστικότερη και από την πιο ευρηματική φαντασία. Έτσι, το ντοκιμαντέρ ήταν ένα κινηματογραφικό είδος το οποίο κέρδιζε διαρκώς έδαφος στη συνείδηση των Αμερικανών σκηνοθετών και του κοινού, συνεισφέροντας καθοριστικά στη μάχη για την αποτύπωση της αλήθειας στη μεγάλη οθόνη. Ρόμπερτ Ντρου («Primary», 1960), Φρέντερικ Γουάισμαν («High School», 1968), Ντι Έι Πένεμπεϊκερ («Don't Look Back», 1967), Άλμπερτ και Ντέιβιντ Μέισλς («Salesman», 1969) ήταν μερικοί απ’ αυτούς που αποτύπωσαν θαρραλέα στο σελιλόιντ τις ριζοσπαστικές μεταβολές των καιρών, ανοίγοντας το δρόμο για την πρώτη γυναίκα η οποία απέδειξε πως το αμερικανικό ντοκιμαντέρ μπορεί να διαθέτει πολιτική τόλμη και κινηματογραφική ευαισθησία.

banner
Η Μπάρμπαρα Κοπλ στα γυρίσματα του «Harlan County USA»
Η Μπάρμπαρα Κοπλ στα γυρίσματα του «Harlan County USA»

Στα χαρακώματα

Η καριέρα της Νεοϋρκέζας Μπάρμπαρα Κοπλ πίσω από την κάμερα ξεκίνησε όταν ως φοιτήτρια του Northeastern University ανέλαβε μια εργασία στο πλαίσιο ενός μαθήματος κλινικής ψυχολογίας. Αποφάσισε πως θα ήταν καλύτερα αντί να τη παραδώσει γραπτή να τη… γυρίσει σε φιλμ και μόλις την ολοκλήρωσε σιγουρεύτηκε ότι ήθελε να ακολουθήσει καριέρα κινηματογραφίστριας. Συνέχισε τις σπουδές της στη Σχολή Καλών Τεχνών και συνειδητοποιημένη πλέον πολιτικά άρχισε να συμμετέχει ενεργά στις αντιπολεμικές διαμαρτυρίες για το Βιετνάμ. Εκείνη την εποχή και στα 22 χρόνια της πλέον, γνώρισε τους αδελφούς Μέισλς, οι οποίοι γύριζαν ντοκιμαντέρ από τη δεκαετία του ’50. Δούλεψε μαζί τους στο αριστουργηματικό «Salesman» (1969) και κατόπιν στο εμβληματικό «Gimme Shelter» (1970), όπως και σε μια σειρά από άλλα ντοκιμαντέρ ως μοντέζ, καμεραγούμαν ή ηχολήπτρια, αρχίζοντας από το 1972 να ετοιμάζει την παραγωγή του «Harlan County USA».

banner
«Harlan County USA»
«Harlan County USA»

Μικρή κομητεία στα Απαλάχια Όρη και στα σύνορα του Κάνσας με την Βιρτζίνια, το Χάρλαν είχε γίνει επανειλημμένα μάρτυρας μιας σειράς αιματηρών συγκρούσεων ανάμεσα στους εργάτες και τους ιδιοκτήτες των ορυχείων της περιοχής. Το 1972 οι ανθρακωρύχοι ξεκίνησαν μια καινούρια απεργία και η Κοπλ, με 12 χιλιάδες δολάρια δανεικά κι ένα μικρό συνεργείο, εγκαταστάθηκε εκεί κινηματογραφώντας τον αγώνα του κινήματος Miners for democracy. Για τέσσερα χρόνια πηγαινοερχόταν από το Χάρλαν στην Νέα Υόρκη αναζητώντας κεφάλαια για την ταινία, η οποία γυριζόταν μέσα σε διαρκή ένταση και απειλές ενάντια στη ζωή της, αναγκάζοντάς την να κυκλοφορεί με συνοδεία και… δυο περίστροφα. Το 1976 το κόστους 200 χιλιάδων «Harlan County USA» ήταν τελικά έτοιμο, σοκάροντας το φεστιβάλ της Νέας Υόρκης όπου και έκανε πρεμιέρα τον Οκτώβριο. Η ακατέργαστη δύναμη της εικόνας, η θαρραλέα καταγραφή (σε μια σκηνή οι απεργοί δέχονται πυρά και το συνεργείο ξυλοκοπείται), η απουσία επεξηγηματικής αφήγησης off, η διεισδυτική ανθρωπολογική ματιά και η πολιτική οξυδέρκεια της ταινίας αποθεώθηκαν από κοινό και κριτικούς, χαρίζοντας λίγους μήνες αργότερα στην 30χρονη Κοπλ ένα απροσδόκητο Όσκαρ (δια χειρός μάλιστα Λίλιαν Χέλμαν).

«American Dream»
«American Dream»

Δεν είναι αργία…

Η ζωή της Κοπλ δεν περιστρεφόταν αποκλειστικά γύρω από το σινεμά, γι’ αυτό και η επόμενη μεγάλου μήκους ταινία της ολοκληρώθηκε 14 χρόνια αργότερα. Μεσολάβησε το 1983 η σκηνοθεσία του τηλεοπτικού θεατρικού δράματος «Keeping On» του Χόρτον Φουτ, βραβευμένου με Πούλιτζερ συγγραφέα και οσκαρικού σεναριογράφου («Σκιές και Σιωπή», «Τρυφερές Σχέσεις»), στo πλαίσιo της σειράς «American Playhouse». Πάντα ενεργή πολιτικά, συμμετείχε στις διεκδικήσεις και κινητοποιήσεις πολλών εργατικών συνδικάτων ανά τη χώρα και όταν το 1985 άκουσε στο ραδιόφωνο πως οι 1.500 εργαζόμενοι της Hormel Foods στο Όστιν της Μινεσότα ξεκίνησαν απεργία πακετάρισε τη βαλίτσα της κι έφυγε κατευθείαν για το εργοστάσιο συσκευασίας κρεάτων της εταιρίας.

Το «American Dream» αποδείχτηκε εξαιρετικά δύσκολο εγχείρημα, κυρίως λόγω της αδυναμίας εξοικονόμησης πόρων, κάτι απόλυτα αναμενόμενο στη ριγκανική πραγματικότητα των 80s. Η Κοπλ όμως επέμενε, έμεινε δίπλα στους απεργούς 13 ολόκληρους μήνες, όσο διήρκεσε ο αγώνας τους, καταγράφοντας και τις συνέπειές του τόσο στην περιοχή και τους στους εργαζομένους. Έτσι, το 1990 απέσπασε το δεύτερο Όσκαρ της, το Μεγάλο Βραβείο στο φεστιβάλ του Σάντανς, αλλά και το Βραβείο του Σωματείου Σκηνοθετών (DGA), καταξίωση η οποία της άνοιξε το δρόμο σε μια «επίσημη» καριέρα ντοκιμαντερίστριας τόσο για τη μεγάλη όσο και τη μικρή οθόνη.

Από τον Μάικ Τάισον στην Σίντι Κρόφορντ

Μπαίνοντας στη δεκαετία του ’90 η Κοπλ είχε γίνει πρότυπο για τους σκηνοθέτες ντοκιμαντέρ με πολιτικοκοινωνικό προσανατολισμό, αλλά και για όλες τις γυναίκες οι οποίες ήθελαν να αποκτήσουν ανεξάρτητη φωνή μέσα στην κινηματογραφική βιομηχανία. Μετά το «American Dream» εκείνη άρχισε να διευρύνει τους θεματικούς ορίζοντές της, εστιάζοντας σε πορτραίτα διασήμων και εγκληματικές υποθέσεις, υπέγραψε μάλιστα και τρία τηλεοπτικά επεισόδια του αστυνομικού «Homicide: Life on the street» και ένα του δράματος φυλακών «Oz». Το «Fallen Champ: The Untold Story of Mike Tyson» (1993), βιογραφία του διαβόητου πυγμάχου, της χάρισε ένα ακόμα Βραβείο του Σωματείου Σκηνοθετών και μια υποψηφιότητα για Έμι, το «Γούντι Άλεν, Ένας Ανήσυχος Άνθρωπος» («Wild Man Blues», 1997), πάνω στην ευρωπαϊκή περιοδεία της τζαζ ορχήστρας του διάσημου κωμικού, προβλήθηκε στις κινηματογραφικές αίθουσες όλου του κόσμου και το αιχμηρό «Shut Up & Sing» (2005) σχολίασε καυστικά τη σχέση εξουσίας, φεμινισμού και show biz, εξιστορώντας την αντιπαράθεση του θηλυκού συγκροτήματος Dixie Chicks  με τον τότε πρόεδρο Τζορτζ Μπους.

«Wild Man Blues»
«Wild Man Blues»

Το 2005 η Κοπλ έκανε τη μοναδική προσπάθειά της στη μυθοπλασία με το «Havoc», ένα ενδιαφέρον, αλλά όχι απόλυτα πετυχημένο δράμα στο οποίο δυο νεαρές κοπέλες (Αν Χάθαγουεϊ, Μπιζού Φίλιπς) των προαστίων μπλέκουν σε μια σειρά περιπετειών στο ανατολικό Λος Άντζελες των λατινόφωνων συμμοριών. Η υπόλοιπη φιλμογραφία της αποτελείται αποκλειστικά από ντοκιμαντέρ τηλεοπτικά και μη, μικρού και μεγάλου μήκους, πάντα γύρω από καυτά κοινωνικά, πολιτικά ή περιβαλλοντολογικά θέματα («Killing the Colorado») και εμβληματικές προσωπικότητες («A Force of Nature», «Miss Sharon Jones!»). Ενεργή μέχρι σήμερα, γύρισε μέσα στο 2018 τα «New Homeland» και «Desert One», πάνω στην πολιτική του Καναδά για τους νεαρούς πρόσφυγες και τα γεγονότα της επιχείρησης Argo στην Τεχεράνη του 1979, αντίστοιχα, ενώ ετοιμάζει την τηλεοπτική μίνι σειρά «The Supermodels», με τις Ναόμι Κάμπελ, Λίντα Εβαντζελίστα, Σίντι Κρόφορντ και Κρίστι Τέρλινγκτον να αναπολούν την καριέρα τους και τις λαμπερές πασαρέλες της δεκαετίας του ’90.

Διαβάστε ακόμα για τις:

Τζέιν Άρντεν
Αλίς Γκι-Μπλασέ
Μάγια Ντέρεν
Κινούγιο Τανάκα
Σίρλεϊ Κλαρκ
Μπάρμπαρα Χάμερ
Λότε Ρέινινγκερ
Ντόροθι Άρζνερ

ΤΟΠΟ ΣΤΙΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ!


Οι 10 σκηνοθέτιδες + 5 must δημιουργοί