Οι 10 σκηνοθέτιδες που άλλαξαν το σινεμά και δεν τις ξέρετε: Τζέιν Άρντεν

Ανατρέχουμε στις λιγότερο γνωστές δημιουργούς που σημάδεψαν τον κινηματογράφο με τις ταινίες και την πρωτοποριακή ματιά τους από τις αρχές της 7ης τέχνης μέχρι σήμερα.

Η Τζέιν Άρντεν στο «Separation»
Η Τζέιν Άρντεν στο «Separation»

Διαχρονικά, οι αναφορές στους κορυφαίους ανθρώπους του κινηματογράφου ή στις σπουδαιότερες ταινίες όλων των εποχών, περιλαμβάνουν στη συντριπτική πλειοψηφία τους φιλμ φτιαγμένα από άντρες. Την παραπάνω διαπίστωση επαληθεύσαμε και πρόσφατα, όταν συλλέξαμε τις 100 καλύτερες σκηνές στην ιστορία του σινεμά. Η απουσία των σκηνοθέτιδων ήταν ενδεικτική ενός παγιωμένου και συνολικού ζητήματος στο κινηματογραφικό πεδίο. Εκείνου που θέλει τη συμμετοχή των γυναικών ως δημιουργούς στο σινεμά είτε να αποκλείεται είτε να υποβαθμίζεται ως προς τη σημασία του έργου τους κι ακολούθως της επιρροής του. Κάτι που, αντιθέτως, δε συμβαίνει όταν οι γυναίκες βρίσκονται μπροστά από την κάμερα, αποτελούν δηλαδή μέρος του θεάματος. Διότι, όπως έχει γράψει η Λόρα Μάλβι στο εμβληματικό «Visual pleasure and narrative cinema», αλλά και ο Τζον Μπέργκερ στους «Τρόπους του βλέπειν», έχουμε γαλουχηθεί στη νοοτροπία που θέλει τους άντρες να δρουν και τις γυναίκες απλώς να φαίνονται.

banner

Σε μια απόπειρα, λοιπόν, να αλλάξει η κυρίαρχη αφήγηση, ανατρέξαμε και επιλέξαμε τις 10 σκηνοθέτιδες που άλλαξαν ριζικά το σινεμά. Τη στιγμή που οι γυναίκες εξακολουθούν να διεκδικούν δυναμικά το χώρο που δικαιωματικά τους αναλογεί στο διεθνές προσκήνιο, επιδιώκουμε το παρών αφιέρωμα να αποτελέσει αφορμή για μια σινεφιλική επιμόρφωση. Να εκπαιδευθούμε, δηλαδή, από την αρχή γύρω από την ιστορία του κινηματογράφου, αλλά και στους τρόπους που η γλώσσα της κινούμενης εικόνας απελευθερώνεται από το κατεστημένο, παραδοσιακά αντρικό, σινεμά.

Για τους λόγους αυτούς, το αφιέρωμα έχει χαρακτήρα σημείου εκκίνησης, θέλοντας να αναδείξει τις φιλμογραφίες δημιουργών οι οποίες εξακολουθούν να βρίσκονται στο παρασκήνιο. Παρότι, μάλιστα, πολλές υπήρξαν καθοριστικές στη διαμόρφωση της 7ης τέχνης από το ξεκίνημά της ακόμα. Η τελική λίστα των ονομάτων που συγκεντρώσαμε, αντικατοπτρίζει μια ευρεία γκάμα θεματικών, στιλ και αφηγηματικών προσεγγίσεων. Έτσι συνίσταται μια αισθητικά πολυπρισματική ομάδα σκηνοθέτιδων, οι οποίες δε στέκονται συμπληρωματικά αλλά διαλεκτικά με τους άντρες συναδέλφους τους, από το βωβό και πειραματικό σινεμά μέχρι τα ντοκιμαντέρ και τις arthouse παραγωγές.

Σειρά αυτήν τη φορά έχει, η εν πολλοίς άσημη εκτός Αγγλίας, Τζέιν Άρντεν.

banner
«Separation»
«Separation»

Σιγά τον Νταλί

Η Άρντεν γεννήθηκε στην Ουαλία το 1927 κι αφού έζησε μερικά χρόνια μεταξύ Αγγλίας και ΗΠΑ, περνώντας ταυτόχρονα από το θέατρο ως ηθοποιός και σεναριογράφος, όταν επέστρεψε στη Γηραιά Αλβιόνα στα '60s, αφοσιώθηκε στη γραφή και στο Κίνημα για τη Γυναικεία Χειραφέτηση (Women's Liberation Front). Η πολιτική δράση αποτέλεσε το κυρίως καύσιμο για την έμπνευση της Άρντεν, μέσω της οποίας σκαρφίστηκε πρωτοποριακά έργα γύρω από τη σεξουαλικότητα και την έμφυλη καταπίεση. Πριν από όλα όμως «αναμετρήθηκε» με το Σαλβαντόρ Νταλί.

Ήταν το 1966, όταν με τον διαχρονικό δημιουργικό παρτενέρ της και σύντροφο Τζακ Μποντ («It Couldn't Happen Here»), συνεργάζονται για πρώτη φορά στην παραγωγή του ντοκιμαντέρ «Dali in New York» για λογαριασμό της σειράς «New Releases» (BBC). Η Άρντεν, στα 29 της τότε, ανέλαβε το δύσκολο έργο των on camera συνεντεύξεων του καλλιτέχνη, ρόλο που υιοθέτησε εγκάρδια. Στο αποκαλυπτικό ντοκιμαντέρ, οι ερωτήσεις που κάνει είναι καίριες, αφορούν κυρίως την ανθρώπινη κατάσταση, τη σεξουαλικότητα και τη ψυχολογία, ενώ δεν αποφεύγει να σχολιάσει την υπερβολική αποθέωση που συναντά σε κάθε του βήμα ο Νταλί. «Νιώθω απογοητευμένη από αυτού του είδους την ιδιοφυία», δηλώνει χαρακτηριστικά η Άρντεν, συνοψίζοντας τη συνειδητοποιημένα κριτική στάση της απέναντι σε κάθε είδους (αντρική) αυθεντία.

«Dali in New York»
«Dali in New York»

Ψυχανάλυσέ το

Την ώρα που η Άρντεν έγραφε ιστορία ανεβάζοντας την πρώτη θεατρική παράσταση του Κινήματος, το άκρως ριζοσπαστικό «Vagina Rex And The Gas Oven» (1969), είχε ήδη ολοκληρώσει το σενάριο στο ασπρόμαυρο «Separation» (1968, Τζακ Μποντ). Εδώ, όπως προδίδει και ο τίτλος, ένας χωρισμός ταράζει βαθιά τη ψυχολογία μιας γυναίκας, την οποία υποδύεται η Άρντεν, σε τέτοιο βαθμό που καταλήγει να χάνει τον εαυτό της. Ο συναισθηματικός αποπροσανατολισμός που βιώνει έρχεται ως απόρροια του ελέγχου που επιδιώκουν να ασκήσουν πάνω στην ηρωίδα οι άντρες που την περιτριγυρίζουν. Οι οποίοι έχουν διαρκώς (σαρκικές) απαιτήσεις, τις οποίες εκφράζουν συνοδεία υποδείξεων για το πώς θα πρέπει να νιώθει σε κάθε περίσταση. Για την Άρντεν η απελευθέρωση από αυτού του είδους το αδιέξοδο μπορεί να έρθει μέσω της απενοχοποίησης της γυναικείας ψυχοσύνθεσης. Εκείνης που έχει στιγματιστεί ως ταυτόσημη με την υπερβολή, τις νευρώσεις και την υστερία. Έτσι, για να αναδειχθεί η αντίφαση ανάμεσα στο πώς μια γυναίκα «πρέπει» να νιώθει και πώς πραγματικά αισθάνεται, το «Separation» υιοθετεί μια αντισυμβατική αφηγηματική προσέγγιση. Η πλοκή κατακερματίζεται μεταξύ της αντικειμενικής εμπειρίας και του υποσυνείδητου, ενώ ο ειρμός του μοντάζ συγχέει διαφορετικούς χρόνους και οπτικές γωνίες, χωρίς ωστόσο να χάνεται ο έλεγχος της δράσης, γεγονός που συνιστά ένα σπάνιο επίτευγμα. Πρέπει εδώ να υπογραμμιστεί πως παρότι ο Μποντ λογίζεται ως σκηνοθέτης, η Ουαλή ευθύνεται σε μεγάλο βαθμό για το τελικό αποτέλεσμα, με χαρακτηριστική τη συμβολή της στη λογική που ακολουθεί η ταινία.

«The Other Side of the Underneath»
«The Other Side of the Underneath»

Η άλλη όψη του χάους

Στο επόμενο εγχείρημά της η Άρντεν θέλησε να πάρει περισσότερα καλλιτεχνικά ρίσκα και να ξεπεράσει τους περιορισμούς του τυπικού αφηγηματικού σινεμά. Κάτι που κατάφερε με το παραπάνω, καθώς δεν υπάρχει ταινία αντίστοιχη του παροξυσμικού «The Other Side of the Underneath» (1972). Τα επεισοδιακά τεκταινόμενα της ομαδικής ψυχοθεραπείας ενός μικρού αριθμού γυναικών, μεταξύ των οποίων και η Άρντεν, αποδίδονται με αβάν-γκαρντ τόλμη, ψυχεδελικό σουρεαλισμό κι εικόνες που προκαλούν σοκ και δέος. Το έργο είναι εξίσου δυσπρόσιτο και ανεπανάληπτο, εξαπολύοντας επίθεση στις αισθήσεις τόσο του κοινού όσο και των ηθοποιών. Αφορμή για τα παραπάνω ήταν η ενεργή ενασχόληση της Άρντεν εκείνη την περίοδο με το αντιψυχιατρικό κίνημα και ιδιαίτερα με τα γραπτά του Ρ. Ντ. Λέινγκ. Ο Σκωτσέζος ψυχίατρος, μεταξύ άλλων, περιέγραφε τη σχιζοφρένεια ως «οντολογική ανασφάλεια», ενώ υποστήριζε πως η εκδήλωση σε γυναίκες ασθενείς οφειλόταν στα «διπλά δεσμά» που επέβαλαν ο πατριαρχικά ορισμένος κοινωνικός ρόλος στον οποίο καλούνταν να ανταποκριθούν και οι ανεκπλήρωτες προσωπικές επιθυμίες. Στο «The Other Side...» η Άρντεν θέλησε κινηματογραφικά να αντιστρέψει τη φορά των δυνάμεων χρησιμοποιώντας το παράλογο ως όπλο εναντίον των καταπιεστών. Εξ ου και η ύπαρξη σκηνών οι οποίες βγαίνουν εκτός ελέγχου, όπως εκείνη όπου το παρατεταμένο τζαμάρισμα ενός συγκροτήματος εξελίσσεται αιφνίδια και φαινομενικά αναίτια σε αιματηρή σφαγή.

«Anti-Clock»
«Anti-Clock»

Δίχως μέλλον

Εν τέλει, η επαναστατική δυναμική που θέλησε να δώσει η Άρντεν στην απεικόνιση των ψυχικών ασθενειών, αλλά και τη χειραφέτηση που μπορεί να επιτευχθεί διαμέσου ενός καινοτόμου κινηματογραφικού λεξιλογίου, αποτυγχάνει στο πρώτο - αλλά όχι και στο δεύτερο. Η ρηξικέλευθη σκέψη της Άρντεν γύρω από το σινεμά αντανακλάται στο κύκνειο άσμα της, το πειραματικό sci-fi «Anti-Clock» (1979). Η ψυχολογία βρίσκεται για ακόμα μια φορά στο επίκεντρο, καθώς ο νεαρός πρωταγωνιστής (ο γιος της δημιουργού, Σεμπάστιαν Σάβιλ) βρίσκεται υπό την ασφυκτική πίεση γιατρών οι οποίοι θέλουν να του θεραπεύσουν τις τάσεις αυτοκτονίας του. Το «Anti-Clock» είναι η πρώτη ταινία που χρησιμοποιεί βίντεο και συγκεκριμένα ένα κλειστό κύκλωμα παρακολούθησης (CCTV) για την κινηματογράφηση, δείγμα διορατικότητας από μεριά της Άρντεν. Τότε οι κάμερες δε χρησιμοποιούνταν εκτεταμένα για την παρακολούθηση των πολιτών, κάτι που συμβαίνει στη χαρακτηριστικά πεσιμιστική ταινία, η οποία ολοκληρώνεται με τον ήρωα να παραδίδει τη βούλησή του στους μηχανισμούς ελέγχου που θέλουν να τον «διορθώσουν».

«Anti-Clock»
«Anti-Clock»

Κληρονομιά που ξεθωριάζει

Λίγα χρόνια μετά, η Τζέιν Άρντεν αυτοκτόνησε σε ηλικία 55 ετών, το Δεκέμβριο του 1982. Η απώλειά της συνέτριψε τον Τζακ Μποντ, ο οποίος πήρε την πρωτοβουλία να «εξαφανίσει» κάθε ίχνος του κοινού τους έργου. Για χρόνια ήταν αδύνατο στον οποιονδήποτε όχι απλώς να δει, αλλά ακόμα και να γνωρίζει την κατάσταση στην οποία βρίσκονται οι ταινίες της Άρντεν. Η βαθιά συναισθηματική εμπλοκή του Μποντ με τις εν λόγω ταινίες, πέρα από την προσωπική σχέση του με την Ουαλή, είναι πολύ πιθανό να τον οδήγησε στην «αποσιώπηση» της δουλειάς τους. Ευτυχώς όμως το BFI στις αρχές των '00s, φρόντισε η φιλμογραφία τους να κυκλοφορήσει ξανά, προσφέροντας στο κοινό την ευκαιρία να αποκτήσει πρόσβαση σε μια αυθεντικά τολμηρή και ανυπότακτη φωνή του σινεμά.

Διαβάστε ακόμα για την:

Αλίς Γκι-Μπλασέ

ΤΟΠΟ ΣΤΙΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ!


Οι 10 σκηνοθέτιδες + 5 must δημιουργοί