
Με τρεις εμφανίσεις στο Ηρώδειο ολοκλήρωσε τις προάλλες (13/7) την φετινή καλλιτεχνική περίοδο η Κρατική Ορχήστρα Αθηνών. Η σαιζόν αυτή υπήρξε μία από τις πλέον επιτυχημένες της μακρόχρονης ιστορίας της αφενός λόγω του σταθερά υψηλού επιπέδου των συναυλιών, αφετέρου λόγω των μετακλήσεων εκλεκτών -καταξιωμένων αλλά και ανερχόμενων- σολίστ και αρχιμουσικών και εκ τρίτου λόγω του ενδιαφέροντος και πολυσχιδούς προγραμματισμού, που καθιστά την ΚΟΑ την πρώτη επιλογή για κάθε λάτρη της συμφωνικής μουσικής. Όλα τούτα δε, ανεξαρτήτως της πληθώρας άλλων εξίσου επιτυχημένων δράσεων (εκπαιδευτικών, συναυλιών μουσικής δωματίου κλπ) του συνόλου, που θα επαναληφθούν και την επόμενη χρονιά, όπως φαίνεται από το άρτι ανακοινωθέν νέο πρόγραμμα.
Η σημαντικότερη εμφάνιση της ΚΟΑ στο φετινό Φεστιβάλ Αθηνών υπήρξε η πρώτη συναυλία της 27/6 υπό τον διευθυντή της Λουκά Καρυτινό με σολίστ τον διάσημο Αμερικανό πιανίστα Ιμάνουελ Αξ, την οποία δεν μπορέσαμε να παρακολουθήσουμε λόγω έκτακτου κωλύματος. Οι άλλες δύο ήσαν η σύμπραξη στη βραδιά με μουσικές του Νικόλα Πιοβάνι που διοργάνωσε το Μέγαρο Μουσικής (8/7) και η πρόσφατη συναυλία με το αειθαλούς δημοφιλίας -αλλά και αενάως επαναλαμβανόμενο!- "Άξιον εστί" των Ελύτη/Θεοδωράκη υπό τη διεύθυνση του Μύρωνα Μιχαηλίδη (13/7).
Το πρώτο μέρος της παρουσίαζε, πάντως, ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς περιελάμβανε το εξόχως απαιτητικό και αραιά παιζόμενο "Συμφωνικό κοντσέρτο για πιάνο και ορχήστρα" του Καλομοίρη με σολίστ έναν από τους κορυφαίους πιανίστες μας, τον Τίτο Γουβέλη. Οι εντυπώσεις προέρχονται από την παρακολούθηση -κατόπιν ευγενικής άδειας της ορχήστρας- της γενικής δοκιμής στις 12/7. Η οξύτατη αντίληψη, η δεξιοτεχνική αρματωσιά αλλά και η στενή συγγενική σχέση και μαθητεία του Γουβέλη με τον αείμνηστο Άρη Γαρουφαλή, έναν από τους διαπρεπέστερους ερμηνευτές του έργου (και στο πλαίσιο συναυλίας στο Ηρώδειο!), δημιουργούσαν εύλογα πολύ μεγάλες προσδοκίες.
Το κοντσέρτο αυτό, που παραπέμπει περισσότερο στη φόρμα μιας συμφωνίας κοντσερτάντε για πιάνο, είναι μία μάλλον φλύαρη σύνθεση που αξίζει της προσοχής, στο βαθμό που ο Καλομοίρης επιχειρεί στα δυό της μέρη μία σύζευξη ή μάλλον μία -όχι πάντα επιτυχημένη και συνεκτική- συνύπαρξη μίας ανατολικοευρωπαϊκής ρομαντικής συμφωνικής γραφής και της επεξεργασίας ελληνικού παραδοσιακού υλικού.
Στο άκρως ρομαντικό πρώτο μέρος ο σολίστ καλείται να αντιπαλέψει μία πυκνότατη ενορχήστρωση, που αντλεί έμπνευση άλλοτε από ρωσικά εθνικοσχολικά ακούσματα, άλλοτε από το μελωδικό πλούτο ενός Ραχμάνινοφ, και αξιοποιεί ουσιαστικά το πιάνο ως πολυτελή πηγή ηχοχρωμάτων μαζί με αυτά της άρπας και της τσελέστας. Το δεύτερο μέρος πάλι, μια σειρά παραλλαγών πάνω στο δημοτικό τραγούδι "Ο Λύγκος ο λεβέντης, ο αρχιληστής", συνιστά μια διαφορετικής αισθητικής, λυρική επεξεργασία ελληνικών ρυθμών και μελωδιών, που επιτρέπουν εναργέστερο τονισμό των πιανιστικών παρεμβάσεων.
Παρά την προσπάθεια του Καλομοίρη να "ενοποιήσει" τη σύνθεση μέσα από την επανεμφάνιση του αρχικού εξαγγελτικού θέματος στο τέλος της, τα ετερογενή συστατικά της δεν εξισορροπούνται άρτια με τίμημα την έλλειψη οργανικής συνοχής. Ανεξαρτήτως τούτων, ο Γουβέλης απέδωσε -χωρίς παρτιτούρα!- το κοντσέρτο υποδειγματικά και με βαθειά κατανόηση της δραματουργίας του, ανταποκρινόμενος έξοχα στα desiderata των δύο μερών, τη λάμψη και καθαρότητα παιξίματος που απαιτεί το πρώτο, το συνδυασμό εκφραστικότητας και ακρίβειας που δικαιώνει το δεύτερο. Και τούτο γιατί διέθετε τόσο το ρωμαλέο ήχο και τη δεξιοτεχνική δεινότητα για το αρχικό Allegro con moto ma maestoso όσο και τη δακτυλική ευχέρεια και την εκφραστική ευελιξία που νοηματοδοτούν προσφορότερα την αναδιατύπωση του παραδοσιακού μουσικού υλικού στο δεύτερο μέρους.
Η αχίλλειος πτέρνα, βέβαια, του συγκεκριμένου κοντσέρτου είναι η δυσκολία επίτευξης μιας σχετικά ισορροπημένης συνοδοιπορίας μεταξύ ορχήστρας και πιάνου (που στο πρόσφατο παρελθόν επιτεύχθηκε στην εκτέλεση των Βαρβαρέσου-Φιλαρμόνιας υπό τον Φιδετζή). Εν προκειμένω, κατά τη διάρκεια της γενικής πρόβας -υπό ασφυκτική ζέστη και στην ξηρή ακουστική του Ηρωδείου- αυτή δεν έγινε πάντοτε ορατή, ιδιαίτερα στο πρώτο μέρος όπου, παρά τον εστιασμένο ήχο των υπό την Χατζηνικολάου εγχόρδων και των προσεγμένων διάσπαρτων σόλι των κορυφαίων των πνευστών της ΚΟΑ, η μουσική διεύθυνση ηχούσε κάπως γενικόλογη. Τα πράγματα κύλησαν πολύ καλύτερα στο δεύτερο μέρος λόγω και της πιο λιτής ενορχήστρωσης, που επέτρεπε ωραίο διάλογο του πιάνου με την ορχήστρα (θεσπέσιες οι σποραδικές πλην δραματουργικά κομβικές παρεμβάσεις του αγγλικού κόρνου της Παντελίδου, όπως και αυτές του πίκκολο του Σταθουλόπουλου) αλλά και εναργή ανάδειξη των εναλλαγών μεταξύ κορυφώσεων και καταλλαγών μέσω φροντισμένων διακυμάνσεων της δυναμικής.

Η Κρατική Ορχήστρα είχε ολοκληρώσει εντυπωσιακά την "χειμερινή" καλλιτεχνική περίοδο στο Μέγαρο Μουσικής με έναν πολύ πυκνό συναυλιακά μήνα αμέσως μετά το Πάσχα. Αυτός ουσιαστικά ξεκίνησε στις 25/4 με μία απρόσμενα επιτυχημένη συναυλία με έργα Σιμπέλιους και Σοστακόβιτς υπό τον παλιό γνώριμο του συνόλου, Εσθονό αρχιμουσικό Μίχκελ Κύτσον (που αντικατέστησε τον αρχικά ανακοινωθέντα Γερμανό αρχιμουσικό Μίχαελ Ζάντερλινγκ).
Επίκεντρο του ενδιαφέροντος υπήρξε η μετάκληση του εξαιρετικά ταλαντούχου και ανερχόμενου Γάλλου τσελίστα Εντγκάρ Μορώ ως σολίστ στο 1ο Κοντσέρτο για βιολοντσέλο και ορχήστρα του Σοστακόβιτς. Με αυτό καλύφθηκε ολόκληρο το πρώτο μέρος του προγράμματος, δικαιολογώντας και την ένταξη της συναυλίας στο φετινό -ατελές, πάντως, ελλείψει αναμετρήσεων με τις συμφωνίες!- σχετικό αφιέρωμα με αφορμή τη συμπλήρωση 50 χρόνων από το θάνατο του μεγάλου Σοβιετικού συνθέτη.
Το έργο ξεχωρίζει για την χαρακτηριστική στον Σοστακόβιτς αμφιθυμία διαθέσεων, την οποία ανέδειξε δίχως πρόβλημα ο 31χρονος σολίστ. Το γεμάτο κινητικότητα και λεπταίσθητες αναπροσαρμογές ταχυτήτων και δυναμικών παίξιμό του υπηρέτησε ιδανικά τα ακραία γρήγορα μέρη, το εναρκτήριο, εμβατηριακό allegretto με τη σκοτεινή, γκροτέσκα διάθεση αλλά και το καταληκτικό allegro con moto, ένα ροντό με έντονο ρυθμικό και χορευτικό χαρακτήρα, που δικαιώθηκε και από την πιο αιχμηρή φραστική. Παρότι όχι και τόσο "μεγάλος" (κάτι που κόστισε ειδικά στις κορυφώσεις), ο ζεστός, ορθοτονικά άψογος ήχος του ευχαρίστησε ιδιαίτερα στα δύο ενδιάμεσα μέρη. Το moderato απογειώθηκε από το περισσότερο ραψωδικό και με ποιότητες καντάμπιλε παίξιμό του, ενώ στην καντέντσα εκφραστικότητα και δεξιοτεχνία αποτέλεσαν καθοριστικούς παράγοντες της αφήγησης. Απ’ άκρου σ’άκρο ευχαρίστησε η υποδειγματικά ακριβής συνοδεία που διέπλασε ο Κύτσον, η οποία χρωματίσθηκε από ωραίες επιμέρους συνεισφορές είτε υποομάδων όπως τα ξύλινα στα ακραία μέρη και οι βιόλες στο moderato, είτε επιμέρους μουσικών όπως οι Σίσκος (κόρνο) στα δύο πρώτα μέρη, Μαργέτης (τσελέστα) στο δεύτερο, Μουρίκης – Κάραλης (κλαρινέτα) και Γιάρκε (πίκκολο) στο εμπύρετο φινάλε! Δικαιολογημένες οι έντονες επευφημίες του κοινού που κατέκλυσε την "Αίθουσα Χρήστος Λαμπράκης".

Ολόκληρο το δεύτερο μέρος της συναυλίας περιελάμβανε συνθέσεις του -γεννημένου πριν από 160 χρόνια- Ζαν Σιμπέλιους, τη δημοφιλέστατη εισαγωγή "Φινλανδία" και την εξαίσια και σπανιότατα παιζόμενη στη χώρα μας 7η Συμφωνία.
Γραμμένη στα τέλη του περασμένου αιώνα, όταν ακόμα η Φινλανδία τελούσε υπό τον ρωσικό ζυγό, η ομώνυμη εισαγωγή εκφράζει την πίστη του έθνους στην ελευθερία και θεωρείται μέχρι και σήμερα ένας δεύτερος εθνικός ύμνος στη "χώρα των χιλίων λιμνών". Σωστά διδαγμένη, ευφραδής, σβέλτη αλλά με φροντισμένη ανάδειξη από τα έγχορδα των μελωδικών θεμάτων και με μόνη ένσταση μια υπερβολική ίσως τραχύτητα στις κορυφώσεις, η εκτέλεση αξιοποίησε τις προσεγμένες συνεισφορές χάλκινων (τα υπό τον Σίσκο κόρνα!) και τυμπάνων (Δεσύλλας) για τη διαμόρφωση της απειλητικής ατμόσφαιρας της έναρξης όσο και αυτές καλλιεπείς των κορυφαίων των ξύλινων (Μουρίκης, Νικόπουλος, Βάμβας) για την στοχαστικά και συναισθηματικά φορτισμένη προβολή της αφύπνισης της εθνικής συνείδησης.
Ακόμη μεγαλύτερη ευχαρίστηση προκάλεσε η ερμηνεία της τελευταίας, 7ης συμφωνίας του Σιμπέλιους, με την οποία ολοκληρώθηκε η βραδιά! Η τόσο ιδιαίτερη δραματουργία του αριστουργηματικού, 22λεπτης περίπου διάρκειας έργου σε μία κίνηση, με την ατμοσφαιρική, πλήρη φωτοσκιάσεων διαδοχή επεισοδίων/θεμάτων και την αινιγματικά μετέωρη κατάληξη, φωτίσθηκε από τον 54χρονο Κύτσον με μοναδική αφηγηματική ρευστότητα, που συνοδεύθηκε από βάθος και γλαφυρότητα έκφρασης. Η σπάνιας συνοχής και ειρμού, απόλυτα οργανική εκτέλεση βασίσθηκε σε εύροα τέμπι και δυναμικές και σε ένα εξαιρετικά συγκεντρωμένο και επαρκούς ηχητικής διαύγειας ορχηστρικό παίξιμο, από το οποίο ξεχώρισαν τα έξοχα ξύλινα (με κορυφαίο και πάλι το κλαρινέτο του Μουρίκη) αλλά και τα θαυμάσια τρομπόνια υπό τον Ανδρέα Πυλαρινό.
Οι υψηλότατες επιδόσεις σε ένα τόσο πρωτοποριακό όσο και εκφραστικά απαιτητικό έργο οριοθέτησαν μία από τις πιο δυνατές φετινές στιγμές της ΚΟΑ – και αυτές ήσαν πολλές…
Λεζάντα κεντρικής φωτογραφίας: Στιγμιότυπο από την εκτέλεση του "Συμφωνικού Κοντσέρτου για πιάνο και ορχήστρα" του Καλομοίρη από τον πιανίστα Τίτο Γουβέλη και την ΚΟΑ υπό τον αρχιμουσικό Μύρωνα Μιχαηλίδη κατά τη διάρκεια συναυλίας στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών (Ωδείο Ηρώδου Αττικού, 13/7)