
Δεν είναι και το πιο εύκολο πράγμα του συναυλιακού κόσμου να ξεχωρίζεις σ' έναν Ιούλιο γεμάτο με εμφανίσεις διεθνών ονομάτων στην Αθήνα, οι οποίες φτιάχνουν ένα πλουραλιστικό πρόγραμμα, για κάθε μουσικό γούστο: ακόμα και με τις διάφορες ακυρώσεις (της Beth Hart, για παράδειγμα, ή των CocoRosie) εξακολουθούμε να αναμένουμε πάνω από 30 καλλιτέχνες στη χώρα μας, εντός κι εκτός των φεστιβάλ του καλοκαιριού.
Βέβαια, όταν σε λένε Diana Ross και Kylie Minogue, δεν σε νοιάζει ο συναγωνισμός, αφού το όνομά σου θα λάμψει αμέσως, σε όποιο πρόγραμμα. Μπορεί να τις χωρίζουν κάμποσα πράγματα –άλλες εποχές, άλλες καταβολές, άλλοι χαρακτήρες– όμως και οι δύο πέτυχαν να γίνουν ντίβες της ποπ κουλτούρας, στάτους που εξακολουθούν και διατηρούν στο πέρασμα του χρόνου. Γι' αυτό και οι επικείμενες συναυλίες τους μετριούνται στις σημαντικότερες του φετινού καλοκαιριού: η Diana Ross θα τραγουδήσει στο Καλλιμάρμαρο την Τετάρτη 16/7, με μέρος των εσόδων της βραδιάς να αποδίδονται στον Σύλλογο "ΕΛΠΙΔΑ - Φίλων Παιδιών με Καρκίνο", ενώ η Kylie Minogue θα ηγηθεί της 8ης ημέρας του Release Athens Festival (Παρασκευή 18/7), στην Πλατεία Νερού.

Τώρα, επειδή οι καιροί μας είναι ...τεχνολογικώς πονηροί, ας επισημάνουμε –για ακόμα μία φορά– ότι οι ευκολίες του ίντερνετ και η είσοδος της Τεχνητής Νοημοσύνης στην καθημερινότητά μας, δεν οδηγούν απαραίτητα σε εμπεριστατωμένη πληροφόρηση. Όσοι βιάστηκαν, λ.χ., να εμπιστευθούν το AI της Google, που θέλει τη συναυλία της Kylie Minogue να είναι η πρώτη της στην Ελλάδα, βρέθηκαν μπροστά σε ένα μεγάλο λάθος. Κι όχι επειδή η Αυστραλέζα σούπερ σταρ τραγούδησε στα Ποσειδώνια 2024, στο πλαίσιο της Διεθνούς Έκθεσης Ναυτιλίας (μιας ιδιωτικής εκδήλωσης), μα γιατί πολλοί μουσικόφιλοι την είδαν με σάρκα και οστά το 2008 στη Μαλακάσα, όπου ξέσπασε αληθινή φρενίτιδα όταν είπε το "I Should Be So Lucky". Ένα αντίστοιχο μπέρδεμα καταγράφηκε και στο Facebook γύρω από τη Diana Ross. Αλλά ούτε για την Αμερικανίδα ντίβα θα είναι η πρώτη φορά στην Αθήνα: αυτή ήταν το μακρινό 1992, όταν εμφανίστηκε στο Ηρώδειο, ενώ ξανάρθε και το καλοκαίρι του 2005 στο Μέγαρο Μουσικής, τραγουδώντας τόσο στην κεντρική σκηνή, όσο και στη δεξίωση που έλαβε χώρα στον Κήπο, όπως θα θυμούνται όσοι παραβρέθηκαν (και) εκεί.

Ως γνωστόν, ο θρύλος της Diana Ross βαφτίστηκε στην ίδια κολυμπήθρα με τον θρύλο των Supremes: του γυναικείου φωνητικού συνόλου με το οποίο μεσουράνησε εμπορικά και καλλιτεχνικά κατά τη δεκαετία του 1960, βρίσκοντας διέξοδο από τη ζωή του μεροκάματου που την περίμενε στις εργατικές συνοικίες του Ντιτρόιτ –όπου μάθαινε την τέχνη της μοδίστρας, ονειρευόμενη ότι μπορεί μια μέρα να γινόταν σχεδιάστρια μόδας. Χάρη στο πλαίσιο της εποχής (όπου ανθούσε η R&B και soul μουσική), στις κλασάτες δημιουργίες του επιτελείου των Brian Holland, Lamont Dozier & Eddie Holland, αλλά και στην εκπληκτική φωνή της Ross, οι Supremes δεν άργησαν να γίνουν ένα φαινόμενο ολκής, με απήχηση τόσο σε μαύρα, όσο και σε λευκά ακροατήρια. Έτσι, ερωτικά τραγούδια σαν τα "You Can't Hurry Love", "Baby Love", "Stop! In The Name Of Love", "You Keep Me Hangin' On" ή "Love Is Here And Now You're Gone" στρογγυλοκάθισαν στο νούμερο 1 των Ηνωμένων Πολιτειών, χαρασσόμενα με χρυσά γράμματα στα ποπ χρονικά.

Η αποχώρηση της Ross από τις Supremes (1970) υπήρξε ένα ένα τα πιο συζητημένα γεγονότα της μαύρης μουσικής και κατά καιρούς έχουν γραφτεί διάφορα αρνητικά για το πώς συνδυάστηκε ο κυνισμός και η φιλοδοξία της να γίνει σόλο σταρ, με τον δεσποτικό, υπολογιστικό ρόλο του ιδρυτή και ηγέτη της περίοπτης δισκογραφικής Motown, Berry Gordy. Μερικά από αυτά είναι αληθή, ωστόσο τέτοιες αφηγήσεις τείνουν στην ασπρόμαυρη αντιμετώπιση μιας πιο περίπλοκης πραγματικότητας. Στην οποία μια φωνή εγνωσμένης αξίας σαν της Ross κινδύνευε να περιθωριοποιηθεί στο κλίμα που είχε δημιουργηθεί από τον αγώνα των Αφροαμερικανών για πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα, ο οποίος έφερε στο προσκήνιο έναν πιο καθάριο "μαύρο" ήχο, με λιγότερες ποπ πτυχώσεις –σαν κι εκείνον της Aretha Franklin, για παράδειγμα.
Κάπως έτσι, αν και ποτέ δεν κατάφερε (όπως θέλησε) ν' αφήσει πίσω τον θρύλο των Supremes, η Ross έχτισε τον προσωπικό της δρόμο προς τη δόξα, αποκτώντας τον βαρύτιμο τίτλο της "Βασίλισσας της Motown". Παράλληλα, ξανοίχτηκε και στην ηθοποιία παίζοντας τη Billie Holiday στο "Lady Sings The Blues" του 1972 (μέτρησε, μάλιστα, και μια υποψηφιότητα για Όσκαρ Α' Γυναικείου Ρόλου), ενώ διατήρησε και τα παλιά της όνειρα, αρχίζοντας να σχεδιάζει δικά της φορέματα για τις εμφανίσεις της. Πολλά από τα τραγούδια που είπε τότε διατήρησαν την ευτυχή της σχέση με τα ραδιόφωνα και τους κριτικούς –λ.χ., το "Upside Down", το "I'm Coming Out", το ντουέτο με τον Marvin Gaye "Stop, Look, Listen (To Your Heart)", το "Theme from Mahogany (Do You Know Where You're Going To)" κ.ά.– όμως με την έλευση της δεκαετίας του 1980 διαισθάνθηκε την ανάγκη μιας αλλαγής.

Όταν, λοιπόν, η RCA της πρόσφερε το πιο ακριβοπηρωμένο μουσικό συμβόλαιο εκείνης της εποχής, άφησε τη Motown και γύρισε επιτυχώς σελίδα, με το άλμπουμ "Why Do Fools Fall In Love" (1981) να επιβεβαιώνει το ένστικτό της και το "Muscles" (1982) να φέρνει μια συνεργασία με τον Michael Jackson, προοικονομώντας ένα πιο έντονο ενδιαφέρον για τον pop/rock ήχο που γινόταν ολοένα και πιο κυρίαρχος. Γραμμένο από τους Bee Gees, το "Chain Reaction" (1985) είναι το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της στροφής, αξίζει όμως ν' αναφέρουμε και την κοσμαγάπητη μπαλάντα "When You Tell Me That You Love Me" (1991), η οποία τη βρήκε να προξενεί σεισμό στα βρετανικά charts, αφήνοντας εμφανώς πίσω την Kylie Minogue, που, αν και 24 χρόνια μικρότερή της, πάλευε, τότε, με τη διαχείριση της δικής της ποπ επιτυχίας.

Άλλωστε, σε αντίθεση με τη Ross, η οποία έκανε αίσθηση με τη μαγευτική, πολλών δυνατοτήτων φωνή της ήδη από το ξεκίνημα με τις Supremes, η Minogue υπήρξε μια απρόσμενη ποπ ντίβα. Μη διαθέτοντας προσόντα ανάλογου ερμηνευτικού διαμετρήματος, προσανατολίστηκε προς μια τηλεοπτική καριέρα. Και, πράγματι, ήταν ως ηθοποιός που πρωτοέγινε γνωστή στην Αυστραλία, στα 18 της χρόνια, όταν έπαιξε τη Σαρλίν Μίτσελ στη γερά εδραιωμένη σαπουνόπερα "Neighbours" (1986). Η αναπάντεχη δημοφιλία που της χάρισε αυτός ο ρόλος άνοιξε όμως και τις πόρτες της δισκογραφίας, φέρνοντας μία ακόμα πιο απρόσμενη επιτυχία, όταν μια χαριτωμένη διασκευή στο "Locomotion" της Little Eva έγινε παγκόσμιο χιτ (1987). Το οποίο έλαβε ακόμα μεγαλύτερες διαστάσεις μόλις την ανέλαβε το επιτελείο σουξεδοπαραγωγών Mike Stock, Matt Aitken & Pete Waterman, χαρίζοντάς της το μοσχοπουλημένο single "I Should Be So Lucky".

Αν και κατάφωρα mainstream, τα τραγούδια αυτά διέθεταν μια δροσιά που δεν χάθηκε με το πέρας των καιρών –σε πείσμα πολλών κριτικών της εποχής, ιδιαίτερα όσων προσπάθησαν να θεμελιώσουν τη "σοβαρότητά" τους στην πλήρη απαξίωση των ποπ φαινομένων. Από την άλλη, δεν είχαν άδικο σε όλα όσα έσουρναν, απορρίπτοντας την Αυστραλέζα τραγουδίστρια ως "μαριονέτα" των Stock, Aitken & Waterman καταδικασμένη να χαθεί όταν θα πέρναγε κάποιος καιρός και δεν θα μπορούσε να φιγουράρει, πια, ως εφηβικό ίνδαλμα. Πράγματι, ενώ το ντουέτο με τον Jason Donovan "Especially For You" ή μια διασκευή στο "Tears In My Pillow" την κράτησαν στο προσκήνιο, ως το 1991 που η Diana Ross παραλίγο να κατακτήσει το βρετανικό νούμερο 1 με το "When You Tell Me That You Love Me" έβλεπε τη δημοτικότητά της να φθίνει, ενώ τα ανοίγματα που δοκίμασε συνεργαζόμενη με τον Keith Washington και τον Jazzi P βρήκαν σε καλλιτεχνικό αδιέξοδο.

Ωστόσο, εκεί που πολλοί τη θεωρούσαν ξεγραμμένη, η Kylie Minogue έκανε την έκπληξη: η "Πριγκίπισσα της Ποπ" που στις μέρες μας αγαπιέται από τα mainstream πλήθη έχοντας, παράλληλα, τον σεβασμό του alternative ακροατηρίου γεννήθηκε το 1994, μέσω του εκπληκτικού single "Confide In Me". Το οποίο, ακολουθώντας ίσως τις πιο εκλεκτικές διαδρομές που δοκίμαζε τότε και η Madonna, την έθεσε σε μια ολότελα νέα εμπορική και καλλιτεχνική τροχιά, γενόμενο θεμέλιο για τη συνεργασία που την τσιμέντωσε: τη σκοτεινή μπαλάντα "Where The Wild Roses Grow", την οποία τραγούδησε ντουέτο με τον Nick Cave (1995). Από εκεί και πέρα συνέχισε να επιδεικνύει ένα ένστικτο για σωστές επιλογές, το οποίο τη βοήθησε να αναγορευτεί σε αδιαφιλονίκητη ποπ ντίβα στην ανατολή του 21ου αιώνα, χάρη σε τεράστιες επιτυχίες σαν το "Spinning Around", το "On A Night Like This" και φυσικά το εθιστικό "Can't Get You Out Of My Head" (2001). Τραγούδι που ακόμα πρωταγωνιστεί σε πολλά πάρτι και DJ sets, επιτρέποντας και στην ίδια να παραμένει σχετική, να αναζητείται για συνεργασίες από επίκαιρα ονόματα σαν τη Dua Lipa ή τους Years & Years και να συνεχίζει να στήνει φαντασμαγορικές παγκόσμιες περιοδείες.
Πάντως, αν και το παρόν άρθρο τις συστεγάζει, η αλήθεια είναι πως δύσκολα φαντάζεσαι την Kylie Minogue να κάνει παρέα με τη Diana Ross, κυρίως γιατί έχουν αντιμετωπίσει πολύ διαφορετικά το ότι έγιναν παγκόσμιες σταρ. Η Ross, δηλαδή, μετατράπηκε σε απλησίαστη ντίβα, η οποία κατά καιρούς αστράφτει και βροντάει στους κοινούς θνητούς που τολμούν να περάσουν τα όρια –όπως το 1999, όταν χαστούκισε μια υπάλληλο ασφαλείας στο αεροδρόμιο του Χίθροου επειδή της έκανε σωματικό έλεγχο. Η Minogue, από την άλλη, διατηρεί ένα πιο προσβάσιμο προφίλ "διάσημης της διπλανής πόρτας", όπως έδειξε η ανοιξιάτικη επίσκεψή της στην Αίγινα ή το ότι σατίρισε το στάτους της, παίζοντας τον εαυτό της στο τηλεοπτικό σίριαλ "The Residence". Παρά τις διαφορές τους, όμως, γεγονός είναι πως πρόκειται για δύο δυνάμεις της Δυτικής ποπ, οι οποίες ετοιμάζονται να δώσουν ηχηρές συναυλίες στην καλοκαιρινή μας Αθήνα.