
Τρεις εκδηλώσεις μπαρόκ μουσικής αμέσως μετά το Πάσχα κατέδειξαν τη μεγάλη ποικιλία του σχετικού ρεπερτορίου αλλά και τη μεγάλη γοητεία που αυτή εξακολουθεί να ασκεί στο φιλόμουσο κοινό.
Η πρόσφατη επανεκκίνηση της -πολυεθνικής σύνθεσης, πλέον- Καμεράτας υπό τον Γιώργο Πέτρου δημιούργησε και πάλι πολλές ελπίδες για την αναζωπύρωση του ενδιαφέροντος για τη μουσική της εποχής του μπαρόκ, που, ειδικά στην Αθήνα, ακουγόταν εσχάτως εξαιρετικά σπάνια! Στην πιο πρόσφατη συναυλία του συνόλου (17/5) με όργανα εποχής στην κατάμεστη "Αίθουσα Χρήστος Λαμπράκης" του Μεγάρου Μουσικής έγινε έντονα αισθητή η σημασία της ιστορικής ερμηνευτικής στην ανάδειξη του ηδονικού κόσμου του ιταλικού μπαρόκ. Δεν ήταν ίσως τυχαίο ότι ως επικεφαλής του συνόλου αλλά και ως σολίστ εμφανίστηκε ο διάσημος Ιάπωνας -αν και μεγαλωμένος στην Αμερική, σπουδαγμένος σε Αμερική και Ευρώπη, και εγκατεστημένος στην Ευρώπη- βιολιστής Σούνσκε Σάτο, βαθύτατος γνώστης και δάσκαλος των ιστορικών πρακτικών ερμηνείας.
Στο υπό τον τίτλο "Βενετσιάνικη εκκεντρικότητα" πρόγραμμα οι κοσμαγάπητες "Τέσσερις εποχές" του Βιβάλντι πλαισιώθηκαν από άλλα έργα του 17ου και 18ου αιώνων, προγενέστερα ή σύγχρονά τους.
Στο πρώτο μέρος της βραδιάς της "Άνοιξης" και του "Καλοκαιριού" προηγήθηκε το -γραμμένο 100 σχεδόν χρόνια πριν από το αριστούργημα του Βιβάλντι- "Εκκεντρικό καπρίτσιο" του Ιταλού Φαρίνα, ενώ στο δεύτερο μέρος πριν από το "Φθινόπωρο" και τον "Χειμώνα" ακούσθηκαν η 6η από τις "Σονάτες για τέσσερις βιόλες ντα γκάμπα ή όπως σας αρέσει" του Λεγκρέντσι και η σουίτα "Μίμηση των χαρακτήρων του χορού" του Γερμανού Πίζεντελ (μαθητή του Βιβάλντι). Το αδιαμφισβήτητο ενδιαφέρον της γειτνίασης τέτοιων έργων αμβλύνθηκε από την άνιση ποιότητά τους, ανεξαρτήτως των υποδειγματικής φραστικής και μουσικότητας ερμηνειών.
Έτσι, το "Εκκεντρικό καπρίτσιο" του Φαρίνα ευχαρίστησε κατ’αρχάς με τη χιουμοριστική και παιχνιδιάρικη διάθεση της προσπάθειας μίμησης ήχων ζώων, πουλιών και μουσικών οργάνων με μελωδικούς, αρμονικούς και ρυθμικούς μανιερισμούς, χαρακτηριστικούς του "φανταστικού" ύφους της μπαρόκ εποχής. Η μίμηση αυτή υλοποιήθηκε μέσω της προσπάθειας επέκτασης του τεχνικού και περιγραφικού εύρους της γραφής για το βιολί: τεχνικές όπως οι διπλές νότες και συγχορδίες, νέα εφέ όπως το γκλισσάντο, το πιτσικάτο, το sul ponticello ή ακόμη το col legno λειτούργησαν σίγουρα ως εντυπωσιασμοί (στο πλαίσιο μιας διαδοχής χορευτικών κομματιών), χωρίς όμως να πείσουν και για τη μουσική αξία του κομματιού.
Αντίστοιχα ίσχυσαν και για τα άλλα δύο έργα της βραδιάς. Η σύντομη 6η Σονάτα του Λεγκρέντσι αποδόθηκε (κατά την ένδειξη "όπως σας αρέσει") από δύο βιολιά, μία βιόλα, ένα βιολοντσέλο και μία θεόρβη σε υπερυψωμένο σκηνικό επίπεδο. Παρά τον αξιοσημείωτο συνδυασμό του πυκνού αντιστικτικού ιδιώματος της Αναγέννησης με μέρη ομοφωνικής γραφής αλλά και με τη χρωματική αρμονία της εποχής του 17ου αιώνα, το έργο ήχησε μάλλον αδιάφορο.
Περισσότερο ερέθισε η ακρόαση αυτού του Πίζεντελ, μια απόπειρα άρθρωσης ορχηστρικής σουίτας από δημοφιλείς γαλλικούς χορούς του 18ου αιώνα όχι με …χορευτική διάθεση αλλά με απόλυτο "στυλιζάρισμα" (ως μίμηση). Αναπόδραστα η χορευτική λειτουργία υποκαταστάθηκε από μία διακριτική συμφωνική κομψότητα.
Χιούμορ, ευρηματικότητα αλλά και μια κάποια …εκκεντρικότητα διέθετε και η εκτέλεση των περίφημων "Τεσσάρων εποχών" του Βιβάλντι. Έχοντας ως πηγή έμπνευσης τη σχέση του ανθρώπου με τη φύση, αυτός ο κύκλος τεσσάρων υπέροχων κοντσέρτων για βιολί επιτυγχάνει τη δημιουργία αξέχαστων μουσικών εικόνων μέσα από μια ακραία δεξιοτεχνική γραφή για τα έγχορδα.
Παρότι η μη απόδοσή τους ως ενιαίο έργο (αλλά ανά δύο ζεύγη) δεν επέτρεψε την αποκρυστάλλωση μιας πλήρους εικόνας για το στίγμα της ερμηνείας, η φρέσκια, "ανοιχτόμυαλη", άκρως θεατρική προσέγγιση υπήρξε πιστή στις σύγχρονες τάσεις της ιστορικής ερμηνευτικής σε όργανα εποχής, ξενίζοντας σίγουρα όσους έχουν -στο νου και το αυτί- μια παραδοσιακή/διακοσμητική εικόνα τους!
Το παίξιμο του 41χρονου Σάτο χαρακτηρίσθηκε από μεγάλη (δεξιο)τεχνική αρτιότητα και διακινδυνεύσεις, πληθώρα -ενίοτε, ευρηματικών- διανθίσεων/εκλεπτύνσεων και εφέ (ακκισμών συμπεριλαμβανομένων) αλλά και έντονη αυτοσχεδιαστική διάθεση (με παρεμβολές στη μελωδία ακόμη και ολόκληρων κλιμάκων και φράσεων!). Διατηρώντας τον πρωταγωνιστικό ρόλο το βιολί διέθετε μιαν ιδιαίτερη πλην συνεκτική αίσθηση του χρόνου και του ρυθμού, που έγινε ορατή και σε επίπεδο μουσικής διεύθυνσης, χωρίς πάντως να εξασφαλίζει τον ισόκυρο διάλογό του με την ορχήστρα. Δριμείες επιταχύνσεις και απότομες επιβραδύνσεις, παρατεταμένες στίξεις και βίαιες εκρήξεις διαδέχονταν η μία την άλλη, επιδιώκοντας προφανώς την προβολή του ιδιοσυγκρασιακού χαρακτήρα της μουσικής, εις βάρος, πάντως, της συνοχής του μουσικού ειρμού, η οποία ανατρεπόταν - ή, έστω, "αναδιαμορφωνόταν"- συνεχώς, λόγω και της υπερβολικά τονισμένης διαφοράς των αγωγικών ενδείξεων!
Συγκεφαλαιωτικά, μία σαφώς δουλεμένη, ερεθιστική όσο και ιδιαίτερη ερμηνεία, που ήχησε -λόγω ίσως και της μοναδικής/πρώτης ακρόασής της- περισσότερο ως μια …"extravaganza" πάνω στις "Τέσσερις εποχές". Αυτός, όμως, δεν ήταν και ο τίτλος της συναυλίας;

Οι δύο άλλες συναυλίες υπήρξαν επίσης υψηλότατου επιπέδου, αλλά δεν κόμισαν κάτι καινούργιο σε σχέση με προγράμματα που κατά καιρούς μας έχουν προσφέρει οι εκλεκτοί συντελεστές τους.
Το μεσημέρι της 4/5 στην "Αίθουσα Δημήτρης Μητρόπουλος" του Μεγάρου παρακολουθήσαμε ένα ψαγμένο πρόγραμμα με έργα για βιολοντσέλο πίκκολο και μπάσο κοντίνουο Ιταλών συνθετών που δραστηριοποιήθηκαν στο Λονδίνο του 18ου αιώνα, στην πόλη δηλ. όπου γράφτηκε ίσως το μεγαλύτερο μέρος του -περιορισμένου- ρεπερτορίου για το συγκεκριμένο όργανο, τον αποκαλούμενο και "χαμένο τενόρο των εγχόρδων". Μεταγραφές για πίκκολο έργων του Γ.Σ. Μπαχ είχαν προσφερθεί στις 20/2 στην ίδια αίθουσα από τον διάσημο Ιταλό τσελίστα Μάριο Μπρουνέλλο.
Πρωταγωνιστής της συναυλίας υπήρξε ο καταξιωμένος τσελίστας Δήμος Γκουνταρούλης, που έχει συμβάλλει με μεγάλη ζέση τα τελευταία χρόνια στη γνωριμία με το συγκεκριμένο όργανο αλλά και το ρεπερτόριο γι’ αυτό (πρωτότυπο ή σε μεταγραφές), ιδίως στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Μπαρόκ του Μεγάρου Μουσικής Θεσσαλονίκης, που απολαμβάνουμε τα τελευταία χρόνια και στην Αθήνα (με τη σύμπραξη της Εναλλακτικής Σκηνής της ΕΛΣ). Μαζί του συνέπραξε μια πολυτελής ομάδα σταθερού βασίμου, αποτελούμενη από τον γκαμπίστα Ανδρέα Λινό, τον τσεμπαλίστα Μάρκελλο Χρυσικόπουλο και τον Ελβετοιταλό Εμανουέλε Φόρνι στο αρχιλαούτο και την μπαρόκ κιθάρα.
Το τετράχορδο πίκκολο είναι ένα υβριδικό σπάνιο όργανο ανάμεσα σε βιόλα και βιολοντσέλο (το τελευταίο έχει επιπροσθέτως τη χαμηλή χορδή ντο, αντίθετα με το πίκκολο) αλλά ταυτόχρονα πολύ κοντινό στο βιολί, καθώς μοιράζονται τις ίδιες χορδές και το ίδιο κούρδισμα, αν και μία οκτάβα χαμηλότερα. Το ηχόχρωμά του, όπως έχουμε επανειλημμένα σημειώσει, είναι προσφορότερο για τη μουσική του ιταλικού μπαρόκ, όπως αυτή που παίχθηκε στις 4/5. Στη μεγάλη τους πλειοψηφία τα έργα που ακούσθηκαν ήταν γραμμένα στις τονικότητες της ρε μείζονος και της ρε ελάσσονος, προνομιακές για βιολοντσέλο πίκκολο αλλά και για βιόλα ντα γκάμπα.
Το εναρκτήριο έργο, η 1η από τις "12 σονάτες για βιολί και μπάσο κοντίνουο" του έργου 5 του Κορέλλι αποδόθηκε με εκφραστικότητα από το πίκκολο κυρίως στα αργά μέρη. Στα γρήγορα μέρη, όπου τα υπόλοιπα όργανα επείχαν ρόλο σταθερού βασίμου, το όργανο δεν διέθετε την ισχύ και τις αποχρώσεις ήχου του βιολιού. Σε κάθε περίπτωση η προσεγμένη ερμηνεία αποκάλυψε το δέσιμο των μουσικών, που εκτιμήθηκε ιδιαιτέρως στη συνέχεια.
Στα γραμμένα σε ελάσσονα τονικότητα δύο "Allettamenti" (τα υπ’αρ. 12 και 2) του Βαλεντίνι εντυπωσίασε το ορθοτονικά και δεξιοτεχνικά άρτιο παίξιμο του Γκουνταρούλη, αλλά και η ποιότητα του διαλόγου με τη βιόλα ντα γκάμπα και το αρχιλαούτο (στο 12ο) ή η ευφάνταστη συνοδεία και το επιτυχημένο σόλο του τσέμπαλου (στο 2ο).
Τα φώτα έκλεψαν δύο Σονάτες (οι υπ’αρ. 4 και 6) από τις 6 του έργου 5 για βιολοντσέλο και μπάσο κοντίνουο του ευφυούς όσο και ιδιοσυγκρασιακού Τζεμινιάνι, που ακούσθηκαν στις μεταγραφές τους για βιολί. Στην άκρως απαιτητική 4η εκτιμήθηκε η έντονη χρήση του ρουμπάτο αλλά και η ευφράδεια του μεγάλου σολιστικού περάσματος του πίκκολο, ενώ η εμπνευσμένη γραφή της 6ης περιελάμβανε μία υποβλητική συνομιλία του οργάνου με τη βιόλα ντα γκάμπα.
Το πρόγραμμα ολοκληρώθηκε με την 3η Σονάτα για βιολοντσέλο πίκκολο και μπάσο κοντίνουο του Καποράλε, πιθανότατα το μόνο έργο της συναυλίας που ήταν απευθείας γραμμένο για το τετράχορδο βιολοντσέλο πίκκολο, και δη στην τενόρο περιοχή του οργάνου. Εν προκειμένω εντυπωσίασαν η προφανής ροή της -όχι ιδιαίτερα ευφάνταστης, πάντως- γραφής, το καντάμπιλε αλλά και το συναισθηματικά φορτισμένο παίξιμο του Γκουνταρούλη. Στη θερμή υποδοχή του κοινού προσφέρθηκε, εκτός προγράμματος, το αργό μέρος από κάποια από τις Σονάτες του Κορέλλι.

Διαφορετικές όψεις ακόμη παλαιότερης μουσικής απολαύσαμε στις 23/4 σε συναυλία του συνόλου παλαιάς μουσικής "Ex Silentio", με την οποία εγκαινιάσθηκε το σύντομο φεστιβάλ που διοργάνωσε αμέσως μετά το Πάσχα το "Ολύμπια" Δημοτικό Μουσικό Θέατρο Αθηνών με τίτλο "Μουσικές παραδόσεις". Απαρτιζόμενο από τους Δημήτρη Κούντουρα (μεσαιωνικά φλάουτα και διεύθυνση), Ηλέκτρα Μηλιάδου (βιέλα και γκάμπα), Βασίλη Ζιγκερίδη (κανονάκι) και Νίκο Βαρελά (κρουστά), το γνωστό σύνολο πρότεινε ένα πρόγραμμα αφιερωμένο στις μεσαιωνικές παραδόσεις της Μεσογείου και της Ανατολής.
Οι αντιθέσεις διαθέσεων χαρακτήρισαν τις 4 ενότητες αυτού του -ενός ακόμη!- ατμοσφαιρικού μουσικού ταξιδιού από τη Δύση στην Ανατολή, μίας ονειρικής ηχητικής περιπλάνησης από τη Γαλλία και τη Βόρεια Ευρώπη στις παραδόσεις της Αρμενίας και από την Ιταλία στις γειτονικές χώρες της Ανατολικής Μεσογείου, που τόσο γοητεύουν το φιλόμουσο κοινό.
Στην αρχή προσφέρθηκαν δείγματα της προφορικής παράδοσης της Γαλλίας (με επίκεντρο γνωστά κομμάτια του ντε Μασώ) και της Σουηδίας (σ’ένα κομμάτι ο διπλός αυλός υποκατέστησε -λόγω ομοιότητας ισοκρατήματος και μελωδίας- την κανονικά προβλεπόμενη γκάιντα), που χαρακτηρίζεται από την τροπικότητα, τον αυτοσχεδιασμό και το μονοφωνικό τραγούδι. Αλλαγή πλεύσης με δύο ταξιδιάρικα κομμάτια από τις παραδόσεις της Αρμενίας (μεταξύ των οποίων και το "Γκαρούν" που έδωσε και τον τίτλο στη συναυλία), πριν από ένα πέρασμα από την Ιταλία με χορούς (που γράφτηκαν "για να ακούγονται και όχι για να χορεύονται", όπως εύστοχα επισήμανε ο Κούντουρας): δύο saltarelli του 14ου αιώνα (της συλλογής "Estampitas", από τα πιο παλιά δείγματα ενόργανης μουσικής) αλλά και μία ρυθμική ταραντέλλα του 16ου αιώνα, με εκτενές σόλο του Βαρελά.
Ο διακεκριμένος κρουστός ξεχώρισε και σε δύο παραδοσιακά κομμάτια των Σούφι που γειτνίασαν στην τελευταία ενότητα (της Ανατολικής Μεσογείου) με κομμάτια από τον ευρύτερο χώρο της Ηπείρου και της Μακεδονίας. Στον "Αλάμπεη", παραδοσιακό της Ηπείρου, έλαμψε το κανονάκι του Ζιγκερίδη υπό τη συνοδεία των κρουστών, ενώ το παραδοσιακό από την Μακεδονία ξεχώρισε για την ρυθμικότητά του. Η ποιότητα και η αίσθηση ύφους των 4 μουσικών, η ευγένεια, απλότητα και μουσικότητα του παιξίματός τους δικαίωσαν αυτήν τον επιτυχημένο περίπλου/σύζευξη Δύσης και Ανατολής, η οποία ολοκληρώθηκε με ένα συριακό παραδοσιακό κομμάτι γεμάτο ενδιαφέροντα ρυθμομελωδικά ποικίλματα.
Λεζάντα πρώτης φωτογραφίας: Ο Ιάπωνας βιολιστής Σούνσκε Σάτο και η Καμεράτα ερμηνεύουν τις "Τέσσερις Εποχές" του Βιβάλντι στο πλαίσιο συναυλίας στην "Αίθουσα Χρήστος Λαμπράκης" του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών (17/5) © Χάρης Ακριβιάδης