
Δύο εξαιρετικά επιτυχημένες συναυλίες με διάσημους σολίστ και αγαπητούς προσκεκλημένους αρχιμουσικούς ολοκλήρωσαν την πολύ πυκνή δραστηριότητα της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών τον περασμένο Νοέμβριο, γεμίζοντας ασφυκτικά τη μεγάλη "Αίθουσα Χρήστος Λαμπράκης" του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών. Η συναυλία της 22/11, με ένα ενδιαφέρον όσο και κάπως …περίεργο πρόγραμμα (που συνδύαζε τρία εντελώς διαφορετικά μεταξύ τους έργα του ρομαντισμού), σηματοδότησε την επιστροφή του πολύ αξιόλογου νεαρού Άγγλου αρχιμουσικού Φίνεγκαν Ντάουνη Ντήαρ, αλλά κυρίως την …πρώτη (!) εμφάνιση στην Αθήνα ενός πραγματικά σπουδαίου βιολιστή της εποχής μας, του Αμερικανοεβραίου Γκιλ Σαχάμ. Παραδόξως για ένα μουσικό τέτοιου διαμετρήματος, αυτή ήταν η πρώτη εμφάνιση του Σαχάμ στην Αθήνα και το Μέγαρο˙ στη χώρα μας είχε πρωτοεμφανισθεί τον Ιανουάριο του 2022 στη Θεσσαλονίκη με την ΚΟΘ σε συναυλία για την "Εθνική Ημέρα Μνήμης των Ελλήνων Εβραίων Μαρτύρων και Ηρώων του Ολοκαυτώματος".
Εν προκειμένω, ερμήνευσε το εξαίσιο "Κοντσέρτο για βιολί" του Μπραμς, με το οποίο έχει αναμετρηθεί επανειλημμένα συναυλιακά και δισκογραφικά. Από το εναρκτήριο allegro ma non troppo εντυπωσίασαν ο φωτεινός, λυρικός, ορθοτονικά αψεγάδιαστος ήχος του, η διεξοδική αποκωδικοποίηση του μουσικού συντακτικού και ένα παίξιμο σπάνιου cantabile και μοναδικής αφηγηματικής ρευστότητας. Η πρωτοφανής μουσικότητα του Σαχάμ επέτρεψε την ανάδειξη του μελωδικού πλούτου του α’ μέρους, ενώ οι δεξιοτεχνικές αρετές του απογείωσαν την καντέντσα (του Γιόαχιμ) που σπάνια έχει ηχήσει με τέτοιαν εκφραστικότητα.
Το βιολί μπορεί να διατήρησε την πρωτοκαθεδρία, αλλά σε ένα κοντσέρτο, που έχει ορθά χαρακτηρισθεί ως μια "συμφωνία με υποχρεωτική συνοδεία βιολιού", εκτιμήθηκε η σβέλτη συνοδεία που διέπλασε ο Ντάουνι Ντήαρ, με χαρακτήρα, αίσθηση διαλόγου και ωραία προβολή λεπτομερειών.
Το ενδιάμεσο adagio υπήρξε ακόμα πιο μαγικό, καθώς επέτρεψε να γίνουν περισσότερο αισθητές η ποιότητα και οι μυριάδες αποχρώσεις του ήχου του βιολιστή. Ισάξιους συνομιλητές βρήκε στο σεξτέτο ξύλινων/κόρνων, ενώ δεόντως υποβλητικό ήχησε το σόλο όμποε του Γιάννη Οικονόμου. Μολονότι στο γρήγορο καταληκτικό ροντό ο αρχιμουσικός επέβαλε υπερβολικά γρήγορα τέμπι και μία συνοδεία αδόκητης τραχύτητας, ο Σαχάμ ανέβασε τόνους αμέσως και με σβέλτα αντανακλαστικά, δικαιώνοντας τα παραδοσιακά τσιγγάνικα/ουγγρικά θέματα που χαρακτηρίζουν τη ζωηρή και εύθυμη διάθεσή του, πριν οδηγηθεί το έργο στη μεγαλόπρεπη κατάληξη!
Μετά τη δικαιολογημένη αποθέωση που γνώρισε από το κοινό, ο 53χρονος βιολιστής απέδειξε τη μεγάλη του κλάση και σ’ένα από τα αγαπημένα του ανκόρ, μιαν υπέρκομψη "Γκαβότα σε ροντό" από την 3η Παρτίτα για σόλο βιολί του Γ.Σ. Μπαχ.

Η βραδιά είχε ανοίξει με την ορχηστρική Σουίτα που διέπλασε ο Ρίχαρντ Στράους με θέματα από την διάσημη όπερά του "Ο Ιππότης με το ρόδο".
Οι εξαιρετικές ενορχηστρωτικές ικανότητες του Βαυαρού συνθέτη αποτελούν, ως γνωστόν, μείζονα πρόκληση για κάθε ορχήστρα, πολλώ δε μάλλον για τα ελάχιστα εξοικειωμένα με τη γραφή του ελληνικά σύνολα. Καθώς όμως η σημερινή ΚΟΑ διαθέτει πλέον την αναγκαία ποιότητα και ισορροπία σε όλες τις υποομάδες για να ανταποκριθεί στα ειδικά προαπαιτούμενα της υστερορομαντικής γραφής, το αποτέλεσμα υπήρξε ευπρόσδεκτα -όσο και απρόσμενα- θετικό. Ιδιαίτερα ξεχώρισαν τα χάλκινα πνευστά, όπως π.χ. τα υπό τον Σίσκο κόρνα στην έξοχη εξωστρεφή εισαγωγική φανφάρα, αλλά και στο φινάλε (ωραία ατάκα τρομπέτας του Καραμπέτσου). Η ώσμωση του ήχου των ξύλινων σε αυτόν της ορχήστρας πρόβαλε ενίοτε πιο προβληματική, αλλά ο Γιάννης Οικονόμου -που είχε τη δυσκολότερη αποστολή- έλαμψε σε πολλά σημεία, όπως στο τρυφερό ντουέτο με το κόρνο του Σίσκου, που αποτυπώνει τον κεραυνοβόλο έρωτα Σοφίας και Οκταβιανού, αλλά και σε στιχομυθίες με το βιολί του εξάρχοντα Γραμματικόπουλου. Τα τόσο καθοριστικά στον Ρίχαρντ Στράους έγχορδα έπαιξαν με αξιόλογη ηχητική διαύγεια ήχου και σωστό λικνιστικό βηματισμό στα διάφορα βαλς, αλλά η απόδοση του αισθησιασμού της μουσικής παρέμεινε ζητούμενο. Η εξίσου κομβική, προσεκτική διεύθυνση του Ντάουνη Ντήαρ διασφάλισε ευτυχώς και την κομψότητα του ορχηστρικού παιξίματος και λεπταίσθητες προσεγμένες διακυμάνσεις δυναμικών, κυρίως δε και αξιοπρόσεκτη ρευστότητα αφήγησης!
Το πρόγραμμα ολοκληρώθηκε θριαμβευτικά με το δημοφιλέστατο "Ισπανικό καπρίτσιο" του Ρίμσκυ-Κόρσακοφ, ένα έργο το οποίο, αν μη τι άλλο, αναδεικνύει αρετές -ή και εκθέτει αδυναμίες!- μιας ορχήστρας. Σ’αυτό το πληθωρικά μελωδικό κομμάτι ορχηστρικής μπραβούρας με αναγνωρίσιμο, συμβατικά εθνικό χρώμα και μεσογειακή διάθεση διαμεσολαβημένη από τη "σλαβική" οπτική του Ρώσου δημιουργού, ο Άγγλος αρχιμουσικός αξιοποίησε την επιλογή σωστών ταχυτήτων και τον καλό έλεγχο των δυναμικών, αλλά δεν απέφυγε έναν ενίοτε αδόκητο εμβατηριακό βηματισμό. Χωρίς να στερείται legato, το παίξιμο της ΚΟΑ διεπόταν συνεχώς από ρυθμική ζωντάνια, ενώ οι ισορροπημένες επιδόσεις όλων των ορχηστρικών υποομάδων χρωματίσθηκαν από προσεγμένα διάσπαρτα σόλι των κορυφαίων τους. Ο πολύ γεμάτος και εστιασμένος ήχος των εγχόρδων (αλλά και με κάπως αναιμικά, παρότι ορθοτονικά ασφαλή σόλι του εξάρχοντα Απόλλωνα Γραμματικόπουλου) πλαισιώθηκε με ωραίες σολιστικές παρεμβάσεις των ξύλινων (Πιλαφτσή, Μουρίκης, Στέλλα Νικολαΐδου) και των χάλκινων (Καραμπέτσος) πνευστών.

Στις 29/11 η καθιερωμένη ετήσια επάνοδος του τόσο αγαπητού Γερμανού αρχιμουσικού Κρίστοφ Έσενμπαχ συνοδεύθηκε από τη μετάκληση ενός εξίσου σπουδαίου καλλιτέχνη, του Ισπανού κιθαρίστα Πέπε Ρομέρο.
Η βραδιά άνοιξε με την πρώτη παγκόσμια εκτέλεση της αφιερωμένης στον Έσενμπαχ σύνθεσης "Photo album για ορχήστρα" του Αχιλλέα Γουάστωρ. Το τριμερές, 17λεπτης διάρκειας, καλογραμμένο κομμάτι αντλεί έμπνευση από την συναισθηματική παλέτα της κάθε ηλικίας. Η εναρκτήρια "Γέννηση" πάντρευε εθνικοσχολικά/παραδοσιακά σπαράγματα με απόηχους Μάλερ, Στραβίνσκυ ή ακόμη Ρεσπίγκι. Την ενδιάμεση "Νεότητα" σφράγισε μια "χατζιδακική" νοσταλγική μελωδικότητα, που παρέπεμπε σε κινηματογραφικό soundtrack των 70s, ενώ η καταληκτική "Μέση ηλικία" διέθετε περισσότερο ντράιβ και ευθείες αναφορές στο σύμπαν ενός Φίλιπ Γκλας. ΚΟΑ και αρχιμουσικός αποκωδικοποίησαν την προϊόντως τονική, "νεορομαντική" παρτιτούρα χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα, με μαλακό, διαυγή ορχηστρικό ήχο και ωραίες συνεισφορές από τα ξύλινα.
Ακολούθως, ο Πέπε Ρομέρο ερμήνευσε το κοσμαγάπητο "Κοντσέρτο του Αρανχουέθ" για κιθάρα και ορχήστρα του Ροντρίγκο, ένα έργο άλλοτε δημοφιλέστατο στις αίθουσες συναυλιών, που παίζεται όμως πια σχετικά σπάνια, και όχι μόνο στη χώρα μας!
Έχοντας αναμετρηθεί εκατοντάδες φορές με τη "νεο-παραδοσιακή" αυτή σύνθεση, ο 80χρονος σολίστ προσέφερε μία μάλλον κλασική, σπάνιας μουσικότητας και πηγαίου συναισθήματος ερμηνεία, που φώτισε το μελωδικό πλούτο και τη χορευτική της διάθεση, αν και χωρίς την έντονη ρυθμική ζωντάνια και το στακάτο, εκφραστικά πιο μοντέρνο παίξιμο, που αποτέλεσε κάποτε το σήμα κατατεθέν της οικογένειας Ρομέρο στο συγκεκριμένο ρεπερτόριο!
Πέρα από την πάντοτε στέρεη τεχνική, εντυπωσίασε η φινέτσα και ο όγκος του ήχου του Πέπε Ρομέρο, που στερήθηκε της …συνήθους πλέον ηλεκτρικής ενίσχυσης! Ο ζεστός, γεμάτος ήχος της κιθάρας πέρναγε αβίαστα στην αίθουσα, πολλώ δε μάλλον που και η ορχηστρική συνοδεία υπήρξε εξαιρετικά προσεγμένη, ιδίως σε ό,τι αφορά τις δυναμικές και τις ισορροπίες με τον σολίστ, διαθέτοντας ποιότητες μουσικής δωματίου.
Στα γρήγορα ακραία μέρη εκτιμήθηκε ιδιαίτερα η σβελτάδα και διαφάνεια των υπό την Χατζηνικολάου εγχόρδων, αλλά και ο διάλογος με όργανα, όπως το βιολοντσέλο του Τιμ. Γαβριηλίδη-Πέτριν ή το όμποε του Γιάννη Οικονόμου, παρά κάποιες σημειακές δυσκολίες στην απόδοση της ιδιότυπα μπαροκικής αντιστικτικής γραφής του φινάλε. Το adagio με το έξοχο πέρασμα της διάσημης, μελαγχολικής μελωδίας από το ποιητικό και τόσο εκφραστικό αγγλικό κόρνο της Χριστίνας Παντελίδου στην αιθέρια, γεμάτη αποχρώσεις κιθάρα υπήρξε πραγματικά ονειρικό και η ακόλουθη καντέντσα ήχησε σαν τρυφερή εκμυστήρευση, αλλά ατυχώς -και προφανώς με ευθύνη του αρχιμουσικού- βιολιά και βιολοντσέλα δεν μπήκαν συντονισμένα στην ξαφνική, βίαιη επανάληψη του ιδίου θέματος από την ορχήστρα! Αυτό το -σοβαρό- σφάλμα και τα χειροκροτήματα του κοινού μετά το πρώτο μέρος αποτέλεσαν τις μόνες παραφωνίες μιας πολύ αξιόλογης εκτέλεσης.
Ανταποκρινόμενος στις έντονες επευφημίες του κοινού, ο Πέπε Ρομέρο αντιχάρισε εκτός προγράμματος την "Κουβανική φαντασία" του πατέρα του και πατριάρχη της θρυλικής αυτής οικογένειας κιθαριστών Καλεντόνιο Ρομέρο.

Περισσότερο ανάμικτες εντυπώσεις άφησε, μετά το διάλειμμα, η εκτέλεση του βασικού έργου της συναυλίας, της "Φανταστικής Συμφωνίας" του Μπερλιόζ, και τούτο λόγω της μάλλον γενικόλογης καθοδήγησης της ΚΟΑ από τον 84χρονο Έσενμπαχ.
Ο Γερμανός αρχιμουσικός ανέδειξε μεν με σβέλτα, εύροα τέμπι και προσεγμένες διαφοροποιήσεις δυναμικής την ανήσυχη δραματουργία του πενταμερούς έργου (υποδείγματος της λεγόμενης "προγραμματικής μουσικής") που προανήγγειλε το ρομαντισμό, αλλά η μπαγκέτα του δεν διέθετε -τουλάχιστον το συγκεκριμένο βράδυ- την αναγκαία ακρίβεια, με αποτέλεσμα συχνούς αποσυντονισμούς, ορατούς κυρίως στο νευρικής φραστικής παίξιμο των εγχόρδων και δη των βιολιών, και τούτο παρά τη δεδομένη σήμερα ποιότητά τους.
Σε ένα έργο με πρωτόγνωρη για την εποχή του (1830) ενορχήστρωση και ευφάνταστη, ιδιαίτερα "θεατρική" χρήση ασυνήθιστων οργάνων, την παρτίδα έσωσε η εμπειρία των μουσικών των λοιπών ορχηστρικών υποσυνόλων, και δη οι ποιητικές παρεμβάσεις των ξύλινων (Νικόπουλος, Γιάννης Οικονόμου, Γιαννάκας, Γιάρκε – που εξέθεσαν άρτια την έμμονη θεματική ιδέα του έργου, Λιοδάκης) και οι λαμπερές συνεισφορές των χάλκινων πνευστών (ιδιαιτέρως των τρομπονιών υπό τον Ανδρέα Πυλαρινό και των τρομπετών υπό τον Καραμπέτσο), ενώ άκρως καλλιεπείς ήσαν και οι άρπες (Ξαγαρά, Μακροπούλου).
Οι ατμόσφαιρες των τριών πρώτων ταμπλώ ζωντάνεψαν με γλαφυρότητα (θαυμάσιος ο διάλογος, στην αρχή της "Σκηνής στους αγρούς", των δύο βοσκών με τους αυλούς του Πανός – εν προκειμένω του εκμαυλιστικής ομορφιάς αγγλικού κόρνου της Παντελίδου και του -εκτός σκηνής- όμποε του Γιάννη Οικονόμου), τα ηχητικά εφέ δόθηκαν επιτυχώς, η εμβατηριακή "πορεία στο ικρίωμα" απέφυγε την υπερβολική στιβαρότητα βηματισμού, ενώ η αφηγηματική ένταση δεν αμβλύνθηκε μέχρι το άρτια χρονισμένο καταληκτικό, δαιμονικό/απειλητικό "Όνειρο οργιαστικής νύχτας".
Η εν γένει ορχηστρική εγρήγορση κατάφερε έτσι να μεταδώσει τις συναισθηματικές διακυμάνσεις ενός ιδιότυπου σύμπαντος που κινείται μεταξύ ρεαλισμού και παραίσθησης, χωρίς, πάντως, να άρει την ερμηνεία στο υψηλότατο -προ διετίας- επίπεδο αυτής υπό τον Ωγκέν.
Κατά τα λοιπά, οι δύο συναυλίες προκάλεσαν προβληματισμό ως προς τo ζητούμενο από τις μετακλήσεις ξένων αρχιμουσικών από την ΚΟΑ. Αν είναι αδιαμφισβήτητο ότι οι επιθυμίες του πιο παραδοσιακού φιλόμουσου κοινού ή/και των μουσικών όπως και το πρεστίζ της ορχήστρας συνηγορούν στην παρουσία σπουδαίων ονομάτων όπως ο Έσενμπαχ, άλλο τόσο προφανές είναι ότι ουσιαστικότερη και σε μεγαλύτερο βάθος λεπτομέρειας δουλειά γίνεται από ανερχόμενους, ταλαντούχους αρχιμουσικούς, όπως ο Ντάουνη Ντήαρ (ή πρόσφατα ο Μπρενγκιέ ή πέρσι η Γιανκαουσκάιτε). Στις συναυλίες με αυτούς είναι που διαισθάνεται κανείς το -αμοιβαίο- κίνητρο για βελτίωση και επίτευξη των μουσικών στόχων, τη χαρά του να κάνεις μουσική! Υπό αυτό το πρίσμα, οι τακτικές συμπράξεις τους με την ΚΟΑ καθίστανται όχι μόνο αναγκαίες αλλά και πολύτιμες…
Λεζάντα πρώτης φωτογραφίας: Στιγμιότυπο από την εκτέλεση του "Κοντσέρτου για βιολί" του Μπραμς με σολίστ τον Γκιλ Σαχάμ υπό τη συνοδεία της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών και του Φίνεγκαν Ντάουνη Ντήαρ ("Αίθουσα Χρήστος Λαμπράκης" Μεγάρου Μουσικής Αθηνών, 22/11) © Μαργαρίτα Νικητάκη